Αυτό που επικρατεί σήμερα στην Ε.Ε. είναι ένα χάος απόψεων, ένα σκληρό παζάρι εξουσίας, μια αλλοπρόσαλλη οικονομική πολιτική που το ένα σκέλος της αναιρεί το άλλο και μια έλλειψη συνοχής και συνεννόησης μεταξύ των κρατών
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Το απόλυτο χάος επικρατεί στην ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική σκηνή, καθώς οι χώρες διαφωνούν μεταξύ τους για τα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική αναιρούν η μία την άλλη, η ύφεση είναι δεδομένη, ο πόλεμος είναι στα σύνορα και ανεβαίνουν τα ακροδεξιά, ευρωσκεπτικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα σε πολλές χώρες. «Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν» στην Ευρώπη. Τα δύο βασικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής, η νομισματική πολιτική που εκτελείται από τις κεντρικές τράπεζες και η δημοσιονομική πολιτική που εκτελείται από τις κυβερνήσεις, βρίσκονται σε μια πρωτοφανή αντίθεση στην Ευρώπη.
Αφενός η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολουθεί μια περιοριστική νομισματική πολιτική αυξάνοντας τα επιτόκια προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, αφετέρου οι κυβερνήσεις δίνουν χρήμα με τη μορφή επιδομάτων για να καλύψουν τις αυξημένες δαπάνες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που οφείλονται στην αλματώδη αύξηση του κόστους της ενέργειας.
Η «σύγκρουση» των δύο πολιτικών είναι μια πολύ σπάνια, αν όχι πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κατάσταση που ουδείς γνωρίζει τι αποτέλεσμα θα έχει.
Ο λόγος για αυτή την αντίθεση οφείλεται κυρίως στη φύση του πληθωρισμού που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Οι τιμές όλων των προϊόντων δεν αυξάνονται λόγω υπερβολικής ζήτησης από τους καταναλωτές, αλλά λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής τους, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Συνεπώς η αύξηση των επιτοκίων δεν μπορεί να περιορίσει την κατανάλωση και να αυξήσει π.χ. την αποταμίευση όπως θα γινόταν αν ο πληθωρισμός προερχόταν από υπερβολική ζήτηση. Μειώνει όμως τα εισοδήματα, αφού πολίτες και επιχειρήσεις πρέπει να δαπανήσουν μεγαλύτερα ποσά για να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους.
Από την άλλη μεριά, όταν το κράτος δίνει χρήματα υπό τη μορφή επιδοτήσεων περιορίζει τη δράση της αύξησης των επιτοκίων και το όλο μείγμα πολιτικής αλληλοεξουδετερώνεται.
Το χειρότερο είναι ότι ενώ η αύξηση των επιτοκίων δεν μπορεί να λειτουργήσει εναντίον του πληθωρισμού, μπορεί να προκαλέσει ύφεση στην οικονομία. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, όχι μόνο δεν μειώνει τις τιμές, αλλά ωθεί τις επιχειρήσεις να συντηρούν υψηλές τις τιμές για να καλύψουν εκτός από το υψηλό κόστος της ενέργειας και το επιπλέον κόστος της εξυπηρέτησης των δανείων τους.
Η Κριστίν Λαγκάρντ της ΕΚΤ έχει περιγράψει τη νομισματική πολιτική που ακολουθεί ως μια προσπάθεια αναζήτησης του «ουδέτερου επιτοκίου». Ενός επιτοκίου το οποίο δεν θα ευνοεί την ανάπτυξη, αλλά ούτε θα προκαλεί ύφεση. Σύμφωνα με οικονομολόγους, το επιτόκιο αυτό θα είναι κάπου στο 2%-3% και με βάση αυτό θα διαμορφώνονται τα επιτόκια των τραπεζών προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, τα οποία θα φτάσουν αρκετά υψηλότερα από ό,τι είναι σήμερα.
Ακόμη και αν η ΕΚΤ καταφέρει να εντοπίσει το ουδέτερο επιτόκιο, η ευρωπαϊκή οικονομία θα μπει σε ύφεση, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, αλλά ο πληθωρισμός δεν θα τιθασευτεί διότι δεν σχετίζεται με τα επιτόκια. Απλώς θα κλείσουν επιχειρήσεις, θα αυξηθεί η ανεργία και θα φτωχύνουν οι πολίτες που έχουν δάνεια. Σε αυτή την κριτική η κυρία Λαγκάρντ απαντά ελαφρώς απολογητικά: «Πρωταρχικός μας στόχος δεν είναι να περιορίσουμε την ανάπτυξη, πρωταρχικός μας στόχος δεν είναι να στείλουμε τους ανθρώπους στο ταμείο ανεργίας, πρωταρχικός μας στόχος δεν είναι να προκαλέσουμε ύφεση, πρωταρχικός μας στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών και πρέπει να έχουμε αποτέλεσμα σε αυτό, γιατί αν δεν έχουμε, οι επιπτώσεις για τις οικονομίες θα είναι χειρότερες». Με λίγα λόγια, η Λαγκάρντ παραδέχεται ότι θα έχουμε ύφεση και ανεργία διότι πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ (και μάλιστα ο μόνος με βάση το καταστατικό της) είναι η σταθερότητα των τιμών, δηλαδή η καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Παρόλο λοιπόν που η Λαγκάρντ απολογείται για τις επιπτώσεις της πολιτικής της, από την άλλη δεν εξηγεί πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το είδος πληθωρισμού με την αύξηση των επιτοκίων. Ούτε πώς θα λειτουργήσει η αύξηση των επιτοκίων αν η δημοσιονομική πολιτική δίνει επιδόματα.
Οσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική που ασκούν οι κυβερνήσεις στο πλαίσιο που τους επιτρέπει η Ε.Ε. μέσω της Κομισιόν, τα περιθώρια είναι θέμα συνολικής πολιτικής απόφασης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δεν υπάρχει ομοφωνία, ούτε καν σύμπνοια σχετικά με το τι ακριβώς πρέπει να γίνει – αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι οι διαφωνίες Βορρά – Νότου έχουν μεταφερθεί τώρα στον χώρο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Η Ελλάδα μαζί με τη Γαλλία και 15 συνολικά χώρες της Ε.Ε. ζήτησαν από την Κομισιόν να θέσει το ζήτημα πλαφόν στις τιμές της ενέργειας που πληρώνει η Ευρώπη για απόκτηση φυσικού αερίου, αλλά η Κομισιόν αρνήθηκε να θέσει τέτοιο θέμα. Ο λόγος είναι ότι δεν το θέλουν οι Γερμανοί, διότι αυτό θα άλλαζε τις ισορροπίες μέσα στην Ε.Ε. εις βάρος τους.
Το ζήτημα τώρα είναι ότι κάποιες χώρες ευνοούνται πολύ περισσότερο από το σύστημα επιδοτήσεων, ενώ άλλες λιγότερο και ότι ορισμένες χώρες ζητούν περισσότερη ανεξαρτησία στη δημοσιονομική τους πολιτική ώστε να μπορούν να δώσουν περισσότερα για κάλυψη των αναγκών των αδυνάτων πολιτών, πράγμα που κάποιες άλλες ισχυρές χώρες δεν επιθυμούν.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που επικρατεί σήμερα στην Ε.Ε. είναι ένα χάος απόψεων, ένα σκληρό παζάρι εξουσίας, μια αλλοπρόσαλλη οικονομική πολιτική που το ένα σκέλος της αναιρεί το άλλο και μια έλλειψη συνοχής και συνεννόησης μεταξύ των κρατών που καθόλου δεν ευνοεί την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Και όλα αυτά, ενώ έχουμε σαφώς μποϊκοτάζ (καταστροφή με εκρηκτικά) του αγωγού Nord Stream 2, ενώ η Ρωσία περνάει σε φάση κλιμάκωσης της πολεμικής της εκστρατείας με επιστράτευση, ενώ ο Ερντογάν απειλεί τα ευρωπαϊκά σύνορα, ενώ υπάρχει σε πολλές χώρες αύξηση της δημοτικότητας των ακροδεξιών, αντισυστημικών, ευρωσκεπτικιστικών και λαϊκίστικων κομμάτων.