Αθώος ο μηχανοδηγός του ΟΣΕ, που παραπέμφθηκε να δικαστεί για το σιδηροδρομικό δυστύχημα, τον Μάιο του 2017, έξω από το ‘Αδενδρο Θεσσαλονίκης, όταν επιβατική αμαξοστοιχία εκτροχιάστηκε λόγω υπερβολικής ταχύτητας.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν συνάδελφος μηχανοδηγός τού 45χρονου κατηγορούμενου, ο προϊστάμενος κίνησης της αμαξοστοιχίας, καθώς κι ένας επιβάτης του τρένου. Το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον μηχανοδηγό (εκτελούσε καθήκοντα β’ μηχανοδηγού, δηλαδή βοηθού), λόγω αμφιβολιών, για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας και της τέλεσης σωματικών βλαβών, αμφότερες εξ αμελείας και κατά συρροή, κάνοντας δεκτή την προηγούμενη απαλλακτική εισαγγελική πρόταση.
Το χρονικό του δυστυχήματος
Το δυστύχημα συνέβη λίγο πριν η αμαξοστοιχία φτάσει στο σταθμό του Αδένδρου, διερχόμενη από παρακαμπτήρια γραμμή, με αναμμένη ένδειξη εισόδου, ενώ είχε δοθεί σήμα βραδυπορίας με προβλεπόμενη ταχύτητα τα 60 χλμ./ώρα. Σύμφωνα όμως με τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης – κι όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο – ο συρμός κινούταν στο σημείο με ταχύτητα 144 χλμ./ώρα, με συνέπεια να εκτροχιαστεί, να ανατραπούν τα δύο πρώτα από τα πέντε βαγόνια και να προσκρούσει μετωπικά στο ισόγειο παρακείμενου διώροφου οικήματος.
«Δεν φρόντισε μαζί με τον (αποθανόντα) μηχανοδηγό για την τήρηση του σήματος βραδυπορίας και τη ρύθμιση της ταχύτητας στα 60 χλμ, την ώρα που ήταν αναγκαία για την ασφαλή διέλευση της παρακαμπτηρίου από την αμαξοστοιχία και την άφιξη στο σταθμό Αδένδρου, καθώς ήταν εντός της αίθουσας (θαλάμου) μηχανοδηγού» ανέφερε χαρακτηριστικά το κατηγορητήριο με το οποίο ο 45χρονος παραπέμφθηκε να δικαστεί.
«Δεν μπορούσα να αποτρέψω το δυστύχημα»
Στην απολογία του και συναισθηματικά φορτισμένος, ο ίδιος εξέφρασε τα συλλυπητήριά τους στους συγγενείς των θυμάτων, διαβεβαιώνοντας πως εάν μπορούσε να κάνει κάτι για να αποτρέψει το δυστύχημα θα το έκανε. Πρόσθεσε δε, ότι εμπιστευόταν τυφλά τον συνάδελφό του, αφού «έκανε το συγκεκριμένο δρομολόγιο δύο φορές την εβδομάδα για πολλά χρόνια».
«Ξέρω πολύ καλά τη συγκεκριμένη διαδρομή. Οδήγησα εγώ από την Αθήνα μέχρι τη Λάρισα και μετά ανέλαβε ο συνάδελφος. Ήταν τυπικότατος στις ταχύτητες και τις τηρούσε ευλαβικά. Στους Νέους Πόρους Πιερίας υπήρχε ένα παρόμοιο σημείο όπου αντέδρασε όπως έπρεπε κατεβάζοντας την ταχύτητα από 160 χλμ/ώρα σε 60. Δεν είχα καμία ένδειξη ότι δεν θα αντιδράσει ακριβώς το ίδιο στο ‘Αδενδρο, ήταν έμπειρος. Δεν είχα λόγο να μην τον εμπιστευθώ», συμπλήρωσε.
«Φεύγοντας από την Κατερίνη διαπιστώσαμε ότι το τρένο δεν μπορούσε να φτάσει την ταχύτητα των 160 χλμ./ώρα που είναι η δρομολογιακή ταχύτητα, δηλαδή η ταχύτητα που πρέπει να φτάσει ο συρμός για να αποφύγουμε καθυστερήσεις» συνέχισε την απολογία του, τονίζοντας ότι αυτό φαίνεται να οφειλόταν σε βλάβη στον «πίσω κινητήριο» με αποτέλεσμα να «μειώνεται η ισχύς των ντιζελοκινητήρων».
Όπως ανέφερε, ακολούθως ο ίδιος πήγε να ελέγξει την βλάβη, κι αφού την αποκατέστησε, την κατέγραψε και την πρόσθεσε στο επισκευολόγιο, επιστρέφοντας στον θάλαμο των μηχανοδηγών. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από την επιστροφή του φαίνεται πως συνέβη ο εκτροχιασμός. «Δεν είδα τα φωτοσήματα στην παρακαμπτήριο του Αδένδρου, είτε επειδή τα είχαμε περάσει είτε επειδή τα κάλυπταν χόρτα. Εάν τα έβλεπα θα αντιδρούσα. Το μόνο που είδα ήταν η αλλαγή της τροχιάς. Σηκωθήκαμε στον αέρα, ενστικτωδώς έπεσα στο πάτωμα. Ρώτησα τον συνάδελφο εάν ζει αλλά δεν απάντησε» περιέγραψε τη στιγμή του τραγικού δυστυχήματος.
«Συνέβη ντόμινο στο βαγόνι»
Νωρίτερα, πραγματογνώμονες, συγγενείς των θυμάτων και επιβάτες της μοιραίας αμαξοστοιχίας κατέθεσαν στο Δικαστήριο εξεταζόμενοι ως μάρτυρες. «Επέβαινα στο τρίτο βαγόνι. Το τρένο είχε σταθερή πορεία. Δεν διαπίστωσα κάποια επιβράδυνση. Λόγω της σφοδρότητας εκσφενδονίστηκα. Έγινε ένα ντόμινο στο βαγόνι, ξεκόλλησαν καθίσματα…» ανέφερε, χαρακτηριστικά, επιβάτης που τραυματίστηκε, καθώς υπέστη κακώσεις στην σπονδυλική στήλη και εκδορές στο πρόσωπο.
Να σημειωθεί πως όλα τα θύματα της αμαξοστοιχίας αποζημιώθηκαν ήδη για τις βλάβες που υπέστησαν, όπως κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.