Περίληψη
Από τις διατάξεις των όρθρων 648επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητο από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές.
Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σης περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει νια να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη.
Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασης του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικό πλαίσιο παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικό στοιχείο της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχείο αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει γιο τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 997/2017, l71/2016, ΑΠ 2242/2013, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 666/2009.
Σημειώνεται ότι δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του απασχολουμένου, η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, η χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελεύθερων επαγγελματικών ή μη (ΑΠ 573/2018 ΠΑ 997/2017).
Με βάση ο ως άνω ποιοτικό κριτήριο γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και ακόμη και εν μέρει, τον χρόνο, παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από την σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών του τόπο δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 312/2011).
Η ένταξη στην οργανωμένη επιχείρηση του εργοδότη ναι μεν αποτελεί σοβαρή ένδειξη της προσωπικής εξάρτησης του απασχολούμενου, πλην όμως δεν συνιστά αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο τέτοιας εξάρτησης και δεν έχει ως αυτοδίκαιη συνέπεια την εξάρτηση αυτή (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 997/2017).
Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει δικαιότερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη ταυτιζόμενα με αυτόν σε μεγάλο βαθμό, τόσο ως προς τις προς τρίτους σχέσεις, εκπροσωπώντας αυτόν σε συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους μισθωτούς αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπούς, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά απόλυτα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές.
Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους.
Γι’ αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξηρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας ανάπαυσης, περί αποζημίωσης ή προσαύξησης για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασίας, καθώς και περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβαση του (βλ. ΑΠ 1388/2019, ΑΠ 1891/2017, ΑΠ 935/2017, ΑΠ 767/2017).
Τέλος, για τον ορθό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης, ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτελέσεως της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη, για την ερμηνεία των δικαιοπρακτικών δηλώσεων η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 179 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η αληθής βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ επίσης, δεν ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε αυτήν από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 2242/2013).
Αριθμός 1034/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Π. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρο του Ευτύχιο – Δημήτριο Καλαμίδα και Ιωάννη Καραγκούνη, που κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … με διακριτικό τίτλο…, του ομίλου της πολυεθνικής εταιρείας …, η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γάτσιο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 15-3-2012 και 15-4-2013 αγωγές του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 209/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 3395/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29-11-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, o πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 29.11.2018, με αριθμό καταθέσεως 10963/2018 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθμό 3395/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν της από 22.4.2015, με αριθμό καταθέσεως 2624/2015 έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος. Με την προσβαλλομένη απόφαση, έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση και αφού εξαφανίστηκε η με αριθμό 209/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε κηρυχθεί το δικαστήριο αναρμόδιο κατά τόπο να δικάσει 1) την από 25.3.2012 και με αριθμό κατάθεσης 1065/2012 και 2) την από 15.4.2013, με αριθ. κατάθεσης 2102/2013 αγωγή του ενάγοντος και είχε παραπέμψει την υπόθεση για συζήτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Ακολούθως διακρατήθηκε η υπόθεση και αφού συνεκδικάσθηκαν οι ως άνω αγωγές απορρίφθηκαν στη συνέχεια αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες. Με την πρώτη αγωγή αιτείτο κυρίως η επιδίκαση μισθών υπερημερίας μετά των επιδομάτων εορτών αδείας και ασφαλιστικών εισφορών συνολικού ποσού 221.599 ευρώ από σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επικουρικά την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, συνολικού ποσού 162.000 ευρώ, λόγω καταγγελίας συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση εκ μέρους της εναγομένης – αναιρεσίβλητης της συμβατικής προθεσμίας προειδοποίησης για λύση της σύμβασης που είχε τεθεί ως όρος του κύρους της καταγγελίας, άλλως ακόμη επικουρικότερα η επιδίκαση ποσού 27.000 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω μη τήρησης της ως άνω προθεσμίας, η οποία είχε τεθεί ως όρος του ενεργού της σύμβασης. Με τη δεύτερη αγωγή αιτείτο η επιδίκαση συνολικού ποσού 472.258 ευρώ, για επιδόματα εορτών και αδείας, αποδοχές αδείας καθώς και αμοιβές για ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και παράνομη υπερωριακή απασχόληση κατά τις διατάξεις από σύμβαση εργασίας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 598, 564, 566 παρ. 1 και 144 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 877 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί στην αίτηση για επίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή και σύννομη δηλαδή εφόσον γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό, του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 1402/2008, 1625/2007, 1701/2007, 1043/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με το δικόγραφο των προτάσεών του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να προσκομίσει αντίγραφα ημερησίων κινήσεων εισόδου εκτυπωμένο από το ηλεκτρονικό σύστημα ασφαλείας και ελέγχου πρόσβασης της εταιρίας (σύστημα κάρτας), το οποίο τηρείτο κατά το ένδικο διάστημα των ετών 2008 – 2011, και συγκεκριμένα οι ημερήσιες κινήσεις εισόδου του στα γραφεία της αναιρεσίβλητης, προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι είχε συγκεκριμένο ωράριο εργασίας. Το αίτημα αυτό όπως υποβλήθηκε ήταν απαράδεκτο, αφού αυτός δεν ισχυρίστηκε ότι τα έγγραφα αυτά κατείχε η αναιρεσίβλητη. Επομένως το εφετείο, το οποίο δεν απάντησε στο αίτημα αυτό του αναιρεσείοντος δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθ. 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, ο οποίος κατ’ ακολουθία είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στη δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8.2016). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται, με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 412/2019, ΑΠ 705/2019).
Μεταξύ των ως άνω αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται τα έγγραφα και η δικαστική ομολογία, ήτοι η παραδοχή πραγματικού γεγονότος επιβλαβούς για το διάδικο που ομολογεί, και η οποία κατά το άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ. αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του διαδίκου που ομολόγησε, ανεξαρτήτως της τηρητέας διαδικασίας. Η δικαστική ομολογία, πρέπει να είναι σαφής ορισμένης και να μην εξαρτάται από αίρεση, κρίνεται δε αντικειμενικά χωρίς να αποτελεί προϋπόθεσή της η πρόθεση προς ομολογία (ΑΠ 1180/2014, ΑΠ 530, 215, ΑΠ 354/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης καθώς και με τον πέμπτο λόγο αυτής κατά το πρώτο σκέλος του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με τη φύση της συνδέουσας τους διαδίκους σχέσης των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δεν έλαβε υπόψη: Α) αποδεικτικά έγγραφα και συγκεκριμένα: 1) δειγματοληπτικά e-mails εσωτερικής επικοινωνίας που ανταλλάσσονται με το τεχνικό τμήμα από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δίνει κατευθύνσεις και εντολές με την ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή στους υφισταμένους του και συγκεκριμένα τρία e-mails, ήτοι το από 22.9.2008 e-mail του Α. Τ., το από 29.9.2008 e-mail της Α. Δ. και το από 19.9.2009 e-mail του Α. Τ., 2) τις οικονομικές και τεχνικές προσφορές προς πελάτες της αναιρεσίβλητης στις οποίες ο αναιρεσείων εμφανίζεται να υπογράφει ως τεχνικός διευθυντής και ειδικότερα: α) την από 11.2.2010 οικονομική προσφορά προς την …, β) το από 17.6.2011 e-mail, που αναφέρεται στην αναθεώρηση του συστήματος ασφαλείας κτιρίων στην …, γ) την από 24.2.2009 πρόταση συνεργασίας για μισθωμένα κυκλώματα της … προς την αναιρεσίβλητη, δ ) το από 26.2.2010 φαξ της … προς την αναιρεσίβλητη, σχετικά με την πιστοποίηση εργασιών προληπτικής συντήρησης και αποκατάστασης βλαβών συστημάτων ασφαλείας …(Σύμβαση ES-79) – Φεβρουάριος 2010, ε) την από 25.2.2009 επιστολή του προς τη …, που αφορά διευκρινίσεις διαδικασίας πληρωμής οφειλών βάσει του συμφωνητικού υπομίσθωσης, στ) την από 25.5.2011 επιστολή του προς την εταιρία …., για την ασφάλεια καταστημάτων και την ηλεκτρονική επιτήρηση θυρών, ζ) την από 19.9.2011 επιστολή προς την εταιρεία …. σχετικά με το έργο “προμήθεια και εγκατάσταση συστημάτων επιτήρησης και ελέγχου πρόσβασης για το εργαστήριο Πατρών”, η) την υπ’ αριθ. πρωτ. 269R/9-14 και από 19.9.2011 οικονομική προσφορά της αναιρεσίβλητης προς την εταιρεία …”, θ) την από 11-2-2010 επιστολή του προς την εταιρεία …., ι) την από 11.2.2010 επιστολή του προς την εταιρεία … σχετικά με την υποβολή οικονομικής προσφοράς για υπηρεσίες φύλαξης και οπτικής παρακολούθησης εικόνων, 3) είκοσι τρεις καταστάσεις υπερωριών τεχνικού τμήματος της αναιρεσίβλητης από 1-1-2010 έως 30-11-2011, τις οποίες ο αναιρεσείων υπέγραψε με την ιδιότητά του ως διευθυντής του άνω τμήματος και 4) το από 1.6.2010 επικαιροποιημένο καταστατικό της εταιρίας με την επωνυμία …, το οποίο επικαλέστηκε η αναιρεσίβλητη, προκειμένου να ενισχύει τον ισχυρισμό της ότι είχε εξωτερική συνεργασία με τον αναιρεσείοντα και από το οποίο προκύπτει ότι αυτός δεν είχε καμία εταιρική σχέση και συμμετοχή στην εν λόγω εταιρία, θ) τη σχετική δικαστική ομολογία της εναγομένης, περί υπάρξεως σύμβασης εξηρτημένης της εργασίας, που προέκυπτε από τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων έφερε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου.
Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η συνδέουσα του αναιρεσείοντα με την αναιρεσίβλητη σχέση ήταν εκείνη της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ύστερα από την εκτίμηση των εκεί αναφερομένων στοιχείων, μεταξύ των οποίων “την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου, τις με αριθμούς … και … ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση της ίδιας συμβολαιογράφου, τις με αριθμούς …και … ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου …, τις με αριθμούς …και … ένορκες βεβαιώσεις της ίδιας συμβολαιογράφου, την με αριθμό … ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου …, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι”. Από την κατηγορηματική αυτή διαβεβαίωση και από όλες τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις προς συναγωγή του αποδεικτού του πορίσματος πλην το δικαστήριο της ουσίας, κατά την ελεύθερη κρίση του, εκτίμησε διαφορετικά και όχι σύμφωνα με τις απόψεις του ενάγοντος την αποδεικτική τους δύναμη και δεν δέχθηκε τη βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών του. Επομένως, ο εξεταζόμενος δεύτερος λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που αναφέρεται στη μη λήψη υπόψη της δικαστικής ομολογίας, η οποία συνάγεται από τις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτώς κατ’ άρθρ. 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των πρωτόδικων προτάσεων της εναγομένης η τελευταία προς απόκρουση της αγωγής του ενάγοντος ισχυρίστηκε ότι η συνδέουσα με τον τελευταίο έννομη σχέση ήτανε εκείνη της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επικουρικά δε και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου κατά την έννοια της κυρωθείσας με το άρθρο 1 του Ν. 2269/1920 Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον της 29.10.1919 και δεν δικαιούτο διαφορές αποδοχών από επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας και επιδόματα αδείας, αλλά ούτε και αποζημίωση λόγω εργασίας του υπερεργασιακής και υπερωριακής, πλην όμως δεν πρόκειται για σαφή και συγκεκριμένη ομολογία της αναιρεσείουσας ως προς τη φύση της συνδέουσας αυτήν με τον ενάγοντα έννομης σχέσης, αλλά τα διαλαμβανόμενα τελούν υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης του κύριου ισχυρισμού του περί υπάρξεως σχέσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, και αποτελούν κατά τα προεκτιθέμενα ανεπίτρεπτη ομολογία. Επομένως και ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Από τις διατάξεις των όρθρων 648επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητο από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σης περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει νια να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασης του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικό πλαίσιο παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικό στοιχείο της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχείο αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει γιο τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 997/2017, l71/2016, ΑΠ 2242/2013, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 666/2009. Σημειώνεται ότι δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του απασχολουμένου, η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, η χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελεύθερων επαγγελματικών ή μη (ΑΠ 573/2018 ΠΑ 997/2017).
Με βάση ο ως άνω ποιοτικό κριτήριο γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και ακόμη και εν μέρει, τον χρόνο, παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από την σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών του τόπο δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 312/2011).
Η ένταξη στην οργανωμένη επιχείρηση του εργοδότη ναι μεν αποτελεί σοβαρή ένδειξη της προσωπικής εξάρτησης του απασχολούμενου, πλην όμως δεν συνιστά αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο τέτοιας εξάρτησης και δεν έχει ως αυτοδίκαιη συνέπεια την εξάρτηση αυτή (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 997/2017).
Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει δικαιότερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη ταυτιζόμενα με αυτόν σε μεγάλο βαθμό, τόσο ως προς τις προς τρίτους σχέσεις, εκπροσωπώντας αυτόν σε συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους μισθωτούς αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπούς, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά απόλυτα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές. Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Γι’ αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξηρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας ανάπαυσης, περί αποζημίωσης ή προσαύξησης για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασίας, καθώς και περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβαση του (βλ. ΑΠ 1388/2019, ΑΠ 1891/2017, ΑΠ 935/2017, ΑΠ 767/2017).
Τέλος, για τον ορθό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης, ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτελέσεως της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη, για την ερμηνεία των δικαιοπρακτικών δηλώσεων η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 179 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η αληθής βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ επίσης, δεν ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε αυτήν από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 2242/2013).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν είχαν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με σφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με την μορφή διατακτικού. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφτηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019. ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 19/2017, ΑΠ 130/2016).
Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεις των μερών. Ειδικότερα παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες καίτοι ανέλεγκτα επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία ναι μεν μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα από αυτήν, όταν παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπιστώσεως ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως. Περίπτωση τέτοιας έμμεσης αλλά σαφούς διαπιστώσεως περί υπάρξεως κενού σε κάποια σύμβαση ή αμφιβολίας, ως προς τις βουλήσεις των συμβληθέντων, συντρέχει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσεώς του για τη μορφή και το περιεχόμενο κάποιας συμβάσεως καταφεύγει σε έγγραφα και λοιπά στοιχεία που βρίσκονται εκτός του συμβολαίου ή γενικώς του εγγράφου, με το οποίο καταρτίστηκε σύμβαση (ΑΠ 6/2019, ΑΠ 1059/2018, ΑΠ 1321/2017, Αντικείμενο ερμηνείας είναι η δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως στην κανονιστική μόνο διάστασή της ως φορέως ενός νομικά κρίσιμου νοήματος, ενώ η ύπαρξη των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ως εμπειρικώς διαπιστώσιμων περιστατικών, αποτελεί μόνο αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1321/2017, ΑΠ 2219/2019, ΑΠ 1215/2010). Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ συνιστά και η παράλειψη εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Το δικαστήριο της ουσίας όμως, όταν ερμηνεύει τη δήλωση βουλήσεως κατά τις αρχές της καλής πίστης λαμβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, ούτε είναι υποχρεωμένο να αρκεσθεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να λάβει υπόψη του και στοιχεία εκτός της σύμβασης, που θα προταθούν από τους διαδίκους (ΑΠ 676/2019, ΑΠ 515/2017, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 317ο/2016, απ 931/2014).
Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά του στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο’ για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα. Ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας; δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1212/2019, ΑΠ 1191/2019, ΑΠ 1190/2019, ΑΠ 93/2019).
Εκ πλαγίου παραβίαση, κατά την άνω έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., μπορεί να συντελεστεί και επί των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υπάρχει και όταν το δικαστήριο, έχοντας προβεί στην εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους, καθώς και όταν παραθέτει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εφαρμογή ή μη των εν λόγω διατάξεων ΑΠ 676/2019, ΑΠ 849/2017, ΑΠ 518/2018, ΑΠ 1225/2015, ΑΠ 5270/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα: “…Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία διατηρεί επιχείρηση παροχής υπηρεσιών (ασφαλείας με έδρα τον Δήμο …. και υποκατάστημα στο …, στα πλαίσια δε της δραστηριότητας της αυτής συνεργάζεται με διάφορα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εταιρείες και κοινοπραξίες, έναντι των οποίων αναλαμβάνει την υποχρέωση διατήρησης της ευταξίας και ασφάλειας των εγκαταστάσεων και λοιπών περιουσιακών τους στοιχείων. Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία είχε συσταθεί αρχικά με την επωνυμία …, στη συνέχεια με την από …απόφαση της έκτακτης Γ.Σ. αυτής η επωνυμία της τροποποιήθηκε σε …, ακολούθως με την από … απόφαση της έκτακτης Γ.Σ. αυτής η επωνυμία της τροποποιήθηκε και πάλι σε …, τέλος δε με την από … απόφαση της έκτακτης Γ.Σ. αυτής η επωνυμία της τροποποιήθηκε εκ νέου σε …. Στα πλαίσια της ως άνω δραστηριότητας της η εναγομένη εταιρεία στις 12-11-2005, με την επωνυμία που έφερε τότε …, κατάρτισε με την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας τις εισαγωγές και το εμπόριο ηλεκτρονικών εξαρτημάτων και στην οποία συμμετείχε και ο ενάγων, τη με την ίδια ημεροχρονολογία σύμβαση, δυνάμει της οποίας η τελευταία εταιρεία ανέλαβε ως ανάδοχος εργασίες προκαταρκτικής μελέτης που αφορούν στα συστήματα πυρανίχνευσης, πυρόσβεσης και συναγερμού του κτιρίου που θα κατασκευαζόταν επί της περιφερειακής οδού της Εθνικής Οδού … στον κόμβο …, χρονικής διάρκειας 20 ημερών, έναντι τιμήματος 5.800 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 19%. Στη συνέχεια με το από 6-12-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ των ίδιων παραπάνω συμβαλλομένων, δηλαδή μεταξύ της προκατόχου της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία … και της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …, η τελευταία εταιρεία ανέλαβε ως ανάδοχος τις εργασίες προκαταρκτικής μελέτης που αφορούν στα συστήματα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης … Δικτύου … και Διανομής τηλεφωνικού δικτύου -του κτιρίου που θα κατασκευαζόταν επί της περιφερειακής οδού της Εθνικής Οδού … στον κόμβο … χρονικής διάρκειας επίσης 20 ημερών, έναντι τιμήματος 4.500 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 19%. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η παραπάνω προκάτοχος της εναγομένης, εταιρεία με την επωνυμία … διατηρούσε τεχνικό τμήμα στο υποκατάστημα αυτής στην …, επί της συμβολής των οδών … αριθμός …και …, με αντικείμενο εργασιών κατά κύριο λόγο την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων ασφαλείας, πυρ ανίχνευσης, ελέγχου κτιριακών εγκαταστάσεων και κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης και τηλεπαρακολούθησης. Η ως άνω εταιρεία, προτιθέμενη να συνεχίσει τη λειτουργία του εν λόγω τεχνικού τμήματος, ανέθεσε αυτήν δυνάμει της από 1-4-2006 συμβάσεως, που επιγραφόταν ως έργου, στον ενάγοντα. Ειδικότερα ο ενάγων, ο οποίος είναι ηλεκτρονικός μηχανικός ΤΕ, διατηρών ατομική επιχείρηση επί της οδού … αριθμός … στη …, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως, κατά την οποία συμβλήθηκε με την προαναφερθείσα ιδιότητα του, ανέλαβε την εγκατάσταση, οργάνωση, λειτουργία και επίβλεψη του τεχνικού τμήματος της προκατόχου της εναγομένης εταιρείας με τις παρακάτω υποχρεώσεις: α) αυτοψία του χώρου στον οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί οποιοδήποτε από τα ανωτέρω αναγραφόμενα συστήματα, β) σύνταξη τεχνικής μελέτης και οικονομικής προσφοράς για τα προς πώληση προϊόντα, γ) οργάνωση και συντονισμός του συνεργείου (εσωτερικού ή υπεργολάβου) για την εκτέλεση του έργου, δ) επίβλεψη καλής εκτέλεσης και παράδοση του έργου στον ιδιοκτήτη, ε) τακτικές επισκέψεις στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας για ενημέρωση και παροχή οδηγιών στο υπάρχον τεχνικό τμήμα, στ) εκπαίδευση του τεχνικού προσωπικού σε θέματα που αφορούν τη σύγχρονη τεχνολογία για τα προϊόντα που διατίθενται από την εταιρεία, ζ) οργάνωση τομέα συντήρησης των ήδη εγκατεστημένων συστημάτων της εταιρείας, η) συνεργασία με μηχανικούς ή υπεργολάβους που προσεγγίζει η εταιρεία, με σκοπό την παροχή τεχνικής βοήθειας και λύσεων, θ) πρόσληψη τεχνικών στο τμήμα με σκοπό την όσο το συντομότερο οργάνωση αυτοδύναμου τμήματος, ι) έρευνα αγοράς αναφορικά με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών σχετικών με το τεχνικό αντικείμενο δραστηριοτήτων της εταιρείας και σύνταξη εισηγήσεων προς την διεύθυνση της εταιρείας και γενικά ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να πράξει ότι είναι αναγκαίο για την οργάνωση, την εύρυθμη και ανταγωνιστική λειτουργία και ανάπτυξη του τεχνικού τμήματος του υποκαταστήματος της εταιρείας, ενώ η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει στον ενάγοντα το απαραίτητο σε γνώσεις και αριθμό τεχνικό προσωπικό, όπως και τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό, για τη δημιουργία και την καλή, αλλά και ανταγωνιστική λειτουργία και ανάπτυξη του τεχνικού τμήματος του υποκαταστήματος. Η διάρκεια της ως άνω σύμβασης ορίσθηκε τρίμηνη, αρχόμενη την 1-4-2006 και λήγουσα την 30-6-2006, ενώ η αμοιβή του ενάγοντος καθορίσθηκε στο ποσό των 8.000 ευρώ μηνιαίως, πλέον ΦΠΑ 19%. Στη συνέχεια με την από 10-1-2008 όμοια κατά τους ανωτέρω όρους της σύμβαση, που επιγραφόταν επίσης ως έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας ως άνω εταιρείας και του ενάγοντος, ο οποίος ενεργούσε με την προαναφερθείσα ιδιότητα του, δηλαδή ως ηλεκτρονικός μηχανικός Τ.Ε., διατηρών ατομική επιχείρηση επί της παραπάνω οδού, ο τελευταίος ανέλαβε την παροχή των ίδιων υπηρεσιών, με τους ίδιους όρους και τις ίδιες επαγγελματικές υποχρεώσεις, έναντι της ίδιας μηνιαίας αμοιβής των 8.000 Ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 19%. Τη σύμβαση αυτή, διάρκειας μέχρι την 31-12-2009, υπέγραψε ο ενάγων με τη σφραγίδα του, στην οποία είχε αποτυπώσει τόσο την επαγγελματική του επωνυμία ως εργολήπτης δημοσίων και ιδιωτικών έργων, δεδομένου ότι αυτός τουλάχιστον από το έτος 2007 μετείχε ως μέλος του Συνδέσμου Πτυχιούχων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων Πρωτεύουσας, όσο και τη διεύθυνση του επί της παραπάνω οδού καθώς και τα τηλέφωνα του. Ακολούθως με το από 4-1-2010 έγγραφο συμφωνητικό, που επιγραφόταν παράταση και τροποποίηση σύμβασης έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της προκατόχου της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία … και του ενάγοντος, ο οποίος ενεργούσε με την προαναφερθείσα ιδιότητα του, συμφωνήθηκε η αμέσως προηγούμενη από 10-1-2008 σύμβαση έργου, η οποία είχε διάρκεια μέχρι την 31-12-2009, να παραταθεί για αόριστη διάρκεια, έναντι αμοιβής που συμφωνήθηκε να ανέρχεται πλέον σε 9.000 ευρώ μηνιαίως, πλέον Φ.Π.Α. Ακόμη στο ως άνω από 4-1-2010 έγγραφο συμφωνητικό ορίσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ότι οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση, τηρώντας προθεσμία 3 μηνών πριν από την επιθυμητή ημερομηνία επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας. Τέλος στις 30-9-2010 καταρτίσθηκε μεταξύ της προκατόχου της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία … και του ενάγοντος η με την ίδια ημεροχρονολογία σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας ο ενάγων ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών τεχνικού ασφαλείας, με καθήκοντα όπως αυτά απορρέουν από τον Ν. 1566/1985 “Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων, έναντι μηνιαίας αμοιβής 1.000 Ευρώ, η. οποία όμως συμπεριλαμβανόταν στην αμοιβή που δικαιούτο αυτός για την παροχή των υπηρεσιών του, που αφορούσαν στην εγκατάσταση, οργάνωση, λειτουργία και επίβλεψη του τεχνικού τμήματος της εταιρείας. Περαιτέρω από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τον χρόνο της απασχόλησης του στην επιχείρηση της εναγομένης μέχρι την 30-12-2011, δεν είχε σταθερό ωράριο εργασίας, καθώς ο χρόνος παραμονής του στα γραφεία της εταιρείας καθοριζόταν από τον ίδιο με βάση τις εκάστοτε ανάγκες και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίες, τις οποίες άλλωστε ο ίδιος είχε προγραμματίσει. Έτσι αυτός μπορούσε να προσέρχεται στα γραφεία της εταιρείας, και να αναχωρεί ανάλογα με τον κατά την κρίση του αναγκαίο χρόνο που απαιτείτο για να διεκπεραιώσει την εργασία του, καθόριζε προσωπικά τις μετακινήσεις του και ασκούσε το έργο της οργάνωσης του τεχνικού τμήματος της εταιρείας και της εν γένει εποπτείας των εργασιών του με πρόγραμμα και κατευθύνσεις που ο ίδιος οργάνωνε και ρύθμιζε, χωρίς καμμία παρέμβαση της εναγομένης εταιρείας. Επίσης ο τόπος παροχής των υπηρεσιών του δεν ήταν σταθερός, αλλά τούτο εξαρτάτο από τη φύση και το είδος των καθηκόντων που όφειλε να εκπληρώσει κάθε φορά, ο οποίος και πάλι εναπόκειτο στην κρίση του. Εξάλλου το γεγονός ότι ο ενάγων διέθετε προσωπικό γραφείο μέσα στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, δεν ασκεί καμμία νομική επιρροή στο χαρακτηρισμό της υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων μερών σχέσης, δεδομένου ότι αυτό ήταν αναγκαίο για την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων του, αλλά και προκειμένου να μπορεί αυτός να υποδέχεται εκεί συνεργαζόμενους πελάτες της εναγομένης και να σχεδιάζει τις προς αυτούς παρεχόμενες τεχνικές υπηρεσίες. Ακόμη καμμία νομική επιρροή στο χαρακτηρισμό της υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων μερών σχέσης δεν ασκεί και το γεγονός ότι ο ενάγων είχε ενταχθεί στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης και αναφερόταν στο εταιρικό οργανόγραμμα ως τεχνικός διευθυντής, καθόσον αυτό ήταν αναγκαίο, προκειμένου αυτός να γίνεται αποδεκτός από τους συνεργαζόμενους πελάτες της εταιρείας κατά τις συναντήσεις του μαζί τους, αλλά και από το προσωπικό του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, για την πρόσληψη του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, ήταν υπεύθυνος, όπως και για την εν γένει καλή λειτουργία του τεχνικού τμήματος της εναγομένης εταιρείας. Επομένως, στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του ο ενάγων τελούσε σε πλήρη ελευθερία και αυτονομία ως προς τον χρόνο, τρόπο και τόπο παροχής των υπηρεσιών του, ελλείποντος κάθε στοιχείου προσωπικής και νομικής εξάρτησης αυτού από την εναγομένη, χωρίς να δεσμεύεται από εντολές και οδηγίες κάποιου ιεραρχικά προϊσταμένου του, που άλλωστε δεν υπήρχε, αφού ο ενάγων, λόγω και του εξειδικευμένου επαγγελματικού αντικειμένου του ως τεχνικού ηλεκτρονικού μηχανικού, δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί από κάποιον ανώτερο, ο οποίος και δεν απασχολείτο στην εναγομένη. Εξάλλου, μόνον η τυχόν υποχρέωση της ενάγοντος να αναφέρεται προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης ή τον αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή αυτής, οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι ασκούσαν παρεμβάσεις στο έργο του ενάγοντος ή ότι τον ήλεγχαν ή ότι τού παρείχαν οδηγίες, δεν είναι ικανή να προσδώσει στη σχέση του ενάγοντος με την εναγομένη τον χαρακτήρα της σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ενόψει όλων των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν σχετικά με τον τρόπο που καταρτίσθηκε και λειτούργησε η μεταξύ των διαδίκων κρινόμενη έννομη σχέση, αξιολογούμενη με βάση τις αρχές της καλής πίστης και όπως απαιτείται από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις και διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκειμένη υπόθεση, αποδείχθηκε ότι η σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 10-1-2008, όπως αυτή παρατάθηκε και τροποποιήθηκε με το από 4-1-2010 έγγραφο συμφωνητικό, και συνέχισε καθόλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους μέχρι την 30-12-2011, ήταν αυτή της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Και τούτο διότι το ποιοτικό κριτήριο της νομικής δεσμεύσεως και εξαρτήσεως του ενάγοντος από την εναγομένη παρίσταται ιδιαίτερα χαλαρό, υπό την έννοια ότι αυτός ως ηλεκτρονικός μηχανικός είχε μεν συγκεκριμένο αντικείμενο εργασιών, το οποίο όμως ήταν απολύτως ενταγμένο στα πλαίσια της επιστημονικής και επαγγελματικής του δραστηριότητας, χωρίς οποιαδήποτε νομική εξάρτηση από την εναγομένη κατ χωρίς υποχρέωση αυτού να συμμορφώνεται με τις εντολές και τις οδηγίες των εκπροσώπων της εναγομένης ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και μη υποκείμενος στον έλεγχο αυτών, αλλά αντίθετα αναπτύσσοντας κάθε πρωτοβουλία στα πλαίσια των καθηκόντων του με βάση τις επιστημονικές και τεχνικές του γνώσεις. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι ο ενάγων διατήρησε καθόλο το χρονικό διάστημα της συμβατικής του σχέσης με την εναγομένη την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από το έτος 2007 ήταν μέλος του Συνδέσμου Πτυχιούχων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων Πρωτεύουσας, διατηρών ατομική επιχείρηση, ενώ από την …η τελευταία ήταν γραμμένη στο Μητρώο Εργ. Επιχειρήσεων με αντικείμενο δραστηριότητας Έργα Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού, ήταν ασφαλισμένος στο ΤΣΜΕΔΕ, βαρυνόμενος με την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών, και εξέδιδε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, θεωρημένα από τη Δ.Ο.Υ και μάλιστα όχι σε μηνιαία βάση, στα οποία το τελικό ποσό της αμοιβής του σε ετήσια βάση δεν συνέπιπτε πάντοτε με το συμφωνηθέν στις συμβάσεις του, όπως το έτος 2009 που έλαβε σε ετήσια βάση μεγαλύτερο του συμφωνηθέντος ποσού κατά 20.000 ευρώ, καταχωρούσε δε την αμοιβή του σε ειδικό βιβλίο εσόδων που προβλέπει ο Κώδικας βιβλίων και στοιχείων για τους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, η εναγομένη έκανε παρακράτηση φόρου εισοδήματος, όπως προβλέπεται για τις αμοιβές των ελευθέρων επαγγελματιών, και οι αμοιβές του ενάγοντος επιβαρύνονταν με Φ.Π.Α, τον οποίο αυτή του κατέβαλε, ενώ τέλος η εναγομένη τα καταβαλλόμενα στον ενάγοντα ποσά καταχωρούσε ως δαπάνες προμηθευτών και όχι ως αποδοχές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εργαζομένων με σύμβαση. Ομοίως, ενισχυτικό της ως άνω δικαστικής κρίσης είναι και το γεγονός ότι ο ενάγων κατά το διάστημα της απασχόλησης του στην επιχείρηση της εναγομένης και πριν την 30-12-2011, οπότε και σταμάτησε πλέον να απασχολείται σ’ αυτή, διαθέτοντας ατομική επιχείρηση, εκτελούσε έργα που υπάγονταν στον Ν. 2286/1995 Περί Προμηθειών του Δημοσίου Τομέα και συγκεκριμένα την από 20-6-2011 απόφαση εγκρίσεως απ’ ευθείας ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών για την προληπτική συντήρηση του συστήματος ασφαλείας κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και συστήματος πυρανίχνευσης – πυρόσβεσης, προμήθεια και εγκατάσταση συσκευής GSM στα κτίρια της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εγκρίθηκε η απ’ ευθείας ανάθεση στην εταιρεία …, δηλαδή στην ατομική επιχείρηση του ενάγοντος, αντί του ποσού των 4.870 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α, με την από 21-11-2011 απόφαση εγκρίσεως απ’ ευθείας ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών για την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος ελέγχου πρόσβασης στην είσοδο του κτιρίου του Ιστορικού Αρχείου Μνημείων της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εγκρίθηκε η απ’ ευθείας ανάθεση στην ως άνω Εταιρεία …, αντί του ποσού των 1.100 Ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. και με την από 5-12-2011 έγκριση προμήθειας ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επέκταση και ολοκλήρωση των συστημάτων πυροπροστασίας και κεντρικού ελέγχου BMS στα κτίρια των τμημάτων της Σ.Θ.Ε. του ΕΚΠΑ εγκρίθηκε η απ’ ευθείας ανάθεση στον ενάγοντα αντί του ποσού των 24.483,15 ευρώ. Αντίθετη με την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων από 10-1-2008 σύμβαση, όπως αυτή παρατάθηκε και τροποποιήθηκε με το από 4-1-2010 έγγραφο, έφερε τον χαρακτήρα της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δεν μπορεί να συναχθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, καθόσον από αυτές δεν προκύπτει οτιδήποτε αντίθετο με τα παραπάνω, δεδομένου ότι οι εν λόγω μάρτυρες για τα κρίσιμα στην προκειμένη περίπτωση περιστατικά, όπως εάν υπήρχε υποχρέωση του ενάγοντος να ακολουθεί και να συμμορφώνεται προς τις δεσμευτικές οδηγίες και εντολές της εναγομένης ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αυτοί όλως αόριστα αναφέρουν ότι ο ενάγων εκτελούσε την εργασία του σύμφωνα με τις εντολές της Διοίκησης της εναγομένης, αφού όλες του οι αποφάσεις παίρνονταν με βάση τις εντολές αυτής, η οποία και ενέκρινε τις ενέργειες του, καθώς και ότι αυτός εργαζόταν επί πολλές ώρες ημερησίως, ακόμη και τα Σάββατα. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις και διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, προκειμένης συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ούτε και οι διατάξεις των άρθρων 614 επ Κ.Πολ.Δ που αφορούν την επίλυση των εργατικών διαφορών με την καθοριζόμενη από αυτές ειδική διαδικασία, οι ένδικες από 15-3-2012 και 15-4-2013 αγωγές, με την πρώτη μεν των οποίων αξιώνονται, με βάση την από 10-1-2008 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας όπως αυτή είχε τροποποιηθεί και παραταθεί με το από 4-1-2010 έγγραφο συμφωνητικό, μισθοί υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης, χωρίς καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης και επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές, άλλως και επικουρικά αποζημίωση -λόγω μη τήρησης της συμβατικής προθεσμίας προειδοποίησης για λύση της σύμβασης, με τη δε δεύτερη από αυτές επιδόματα εορτών και αδείας, αποδοχές αδείας καθώς και αμοιβές για ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και παράνομη υπερωριακή εργασία, είναι απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες…”
Με τις άνω παραδοχές το Εφετείο ορθά προέβη στον χαρακτήρα της συμβάσεως, ως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και συνακόλουθα δεν επιδίκασε τις αιτούμενες από τη σχέση εξηρτημένης εργασίας παροχές με βάση την εργατική νομοθεσία και ορθά έκρινε ότι δεν συνέτρεχε, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, περίπτωση εξηρτημένης εργασίας ούτε και με την ιδιότητα του ενάγοντος ως διευθύνοντος υπαλλήλου και ως εκ τούτου δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, επ ΑΚ 6 Ν. 765/1943 άρθρου 2 εδ. α της διεθνούς συμβάσεως της Washington, που κυρώθηκε με το νόμο 2269/1920, 173 και 200 ΑΚ, καταλήγοντας ακολούθως στο αποδεικτικό του πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα: α) δεν παραβίασε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 648 επ ΑΚ, το άρθρο 2 εδ. α της Διεθνούς συμβάσεως της Washington, γιατί με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές, πράγματι η συμβατική σχέση που συνέδεε τον αναιρεσείοντα με την αναιρεσίβλητη δεν έφερε τον χαρακτήρα της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, ούτε και με την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως διευθύνοντος υπαλλήλου κατά την έννοια της άνω διεθνούς Συμβάσεως της Washington, αλλά εκείνης των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δεδομένου ότι δεν υφίστατο η απαιτούμενη προς τούτο νομική εξάρτηση του αναιρεσείοντος από την αναιρεσίβλητη, εργοδότρια εταιρία, υπό την έννοια του δικαιώματος των οργάνων της τελευταίας να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι’ αυτόν εντολές και οδηγίες για την επιμελή εκτέλεση τούτων. Η έννοια δε της σχέσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που συνέδεε τους διαδίκους, προσδιορίστηκε από το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και της λογικής από τη φύση και το είδος των υπηρεσιών που παρέχονταν, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την αναφερόμενη στην απόφαση ιδιάζουσα σχέση του αναιρεσείοντος προς την εργοδότρια του, αφού λόγω του εξειδικευμένου επαγγελματικού αντικειμένου του ως τεχνικού ηλεκτρονικού μηχανικού, είχε την ελευθερία να οργανώσει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του χωρίς να ακολουθεί ορισμένο και υποχρεωτικό ωράριο τόσο στις εγκαταστάσεις της αναιρεσίβλητης όπου διατηρούσε γραφείο, όσο και σε κάθε άλλο τόπο, που κατά την κρίση του λόγω της φύσεως των υπηρεσιών του θεωρεί πρόσφορο και τη δυνατότητα πέραν της απασχόλησής του αυτής να εργαστεί και ως ελεύθερος επαγγελματίας. Η δε εποπτεία της αναιρεσίβλητης προς αυτό, ήταν όλως περιορισμένη, αφορούσα κατά τις παραδοχές της απόφασης υποχρέωση του αναιρεσείοντος να αναφέρεται προς το Διευθύνοντα Σύμβουλο ή τον αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή, οπωσδήποτε όπως σαφώς προκύπτει για την καλή εκτέλεση του έργου.
Κατά συνέπεια το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι η ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης ενόψει των αναφερομένων όρων και συνθηκών παροχής της εργασίας του ενάγοντος, ως ηλεκτρονικού μηχανικού Τ.Ε.Ι., δεν ήταν τοιαύτη, ώστε να προσδίδει τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας στη μεταξύ των διαδίκων συμβατική σχέση. Το γεγονός ότι ο ενάγων, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης είχε ενταχθεί στο οργανωτικό πλαίσιο της επιχειρήσεως της αναιρεσίβλητης δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό της εργασίας του ως εξαρτημένης, διότι η ένταξη στην οργανωμένη εκμετάλλευση του εργοδότη αποτελεί μεν σοβαρή ένδειξη της προσωπικής εξαρτήσεως του εργαζομένου, δεν συνιστά όμως αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο της υπάρξεως τέτοιας εξαρτήσεως και δεν έχει γι’ αυτό ως αυτοδίκαιη συνέπεια την εν λόγω εξάρτηση, β) δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού κατά τα προεκτιθέμενα έχει διαλάβει στην απόφασή του αυτή αιτιολογίες αναφορικά με το ζήτημα της μεταξύ των διαδίκων σχέσεως ως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εκείνης της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, ενώ οι αιτιολογίες αυτές είναι επαρκείς και σαφείς και δεν εμφανίζουν οποιαδήποτε αντιφατικότητα, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων. Ειδικότερα δεν ενέχουν αντίφαση οι παραδοχές της προσβαλλομένης ότι ο αναιρεσείων παρείχε τις υπηρεσίες του ηλεκτρονικού μηχανικού, που ήταν ενταγμένες στα πλαίσια της επιστημονικής και επαγγελματικής δραστηριότητάς του, με την κρίση αυτής ότι τα καθήκοντά του ήταν κατά κύριο λόγο η κατάσταση, οργάνωση, λειτουργία και επίβλεψη του τεχνικού τμήματος της αναιρεσίβλητης και της αρμοδιότητας του να προσλαμβάνει προσωπικό, διότι κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος η πρώτη κρίση παριστά ως αντικείμενο παροχής των υπηρεσιών του αποκλειστικά έργο τεχνικό και επιστημονικό, ενώ η δεύτερη έργο αμιγών διοικητικό με δευτερεύουσα την τεχνική και επιστημονική ιδιότητα, καθόσον όπως προαναφέρθηκε η ένταξη στο οργανωτικό πλαίσιο της εργοδότριας δεν συνιστά αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο υπάρξεως εξαρτήσεως και δεν αναιρεί την παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ενταγμένες στο επιστημονικό πεδίο του παρέχοντος τις υπηρεσίες.
Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν απαραίτητη η αναφορά των συγκεκριμένων ωρών που απασχολείτο ο αναιρεσείων στα γραφεία της αναιρεσίβλητης, αφού δέχθηκε το Εφετείο ότι ο χρόνος παραμονής του στις εν λόγω εγκαταστάσεις της εταιρείας καθοριζόταν κάθε φορά από τις ανάγκες και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίες, που προγραμμάτιζε ο ίδιος κατά την κρίση του δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, στις οποίες προσέφυγε, μετά τη διαπίστωση εμμέσως ότι υπάρχει ασάφεια, ως προς την εκφρασθείσα βούληση των διαδίκων σχετικά με το είδος της καταρτισθείσας μεταξύ τους συμβάσεως. Ειδικότερα από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμά του, ως προς την αληθή βούληση των συμβαλλομένων για τη φύση της συμβάσεως που καταρτίστηκε με τα προαναφερόμενα έγγραφα, προσέφυγε και σε άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, διάφορα άλλα έγγραφα και σε επιχειρήματα που δεν αντλούνται επίσης από τις ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις. Από τα παραπάνω, αλλά και από το σύνολο των σχετικών παραδοχών, συνάγεται ότι το Εφετείο διαπίστωσε, εμμέσως, αλλά σαφώς κενό και αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων για τη μορφή και το περιεχόμενο της μεταξύ τους σύμβασης. Για το λόγο αυτό στη συνέχεια προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 179 και 200 ΑΚ και χρησιμοποιώντας ως κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η ανάλυση των οποίων δεν είναι απαραίτητο να διαλαμβάνεται στην απόφαση, παραθέτοντας στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών, όπως τις δηλώσεις βουλήσεως των μερών, τον τρόπο που καταρτίστηκε και λειτούργησε η σύμβαση, κατέληξε στο ορθό πόρισμα ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ήταν εκείνη της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, το οποίο είναι σύμφωνο με την καλή πίστη. Περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει, κατά τα ανωτέρω σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που δικαιολογούν τον ως άνω χαρακτήρα της συμβάσεως με βάση τις αρχές της καλής πίστης, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δεδομένου ότι κατά τις παραδοχές της απόφασης δεν υφίστατο η απαιτούμενη προς τούτο νομική εξάρτηση του αναιρεσείοντος από την εργασία στην εταιρία.
Ενόψει τούτων 1) ο τρίτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η εκ του άρθρ. 559 αριθ. 1α και 19 πλημμέλεια της ευθέως και εκ πλαγίου παραβιάσεως των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, 2) ο τέταρτος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος του που προβάλλεται η εκ του άρθρου 559 αρθρ. 1α και 19 πλημμέλεια λόγω παραβάσεως ευθέως και εκ πλαγίου των διατάξεων των άρθρων 648 επ ΑΚ και 6 Ν. 765/1943 και 3) ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με το οποίο προβάλλεται η εκ του άρθρου 559 αρ. 1α και 19 πλημμέλεια, λόγω παραβάσεως ευθέως και εκ πλαγίου του άρθρου 2 εδ. α της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσινγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1β Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παραχώρηση του καθημερινού βίου την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (άρθρ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), είτε για να γίνει μετά τη διαπίστωση της βασιμότητάς τους, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες, μπορούν να αποτελέσουν λόγο αναίρεσης μόνο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναίρεσης, όταν χρησιμεύουν για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεων, την ερμηνεία της δικαιοπραξίας ή για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων (ΟΛΑΠ 10/2005, ΑΠ 586/2019, ΑΠ 266/2014, ΑΠ 1532/2013).
Ενόψει τούτων, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο, από το άρθρο 559 αριθ. 1β Κ.Πολ.Δ. μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έχει το χαρακτήρα της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος, που εκ της φύσεως των καθηκόντων του υποχρεούται να παρέχει υπηρεσίες εκτός των εγκαταστάσεων της εργοδότριας εταιρίας, όπως ένας τεχνίτης εγκατάστασης συστημάτων ασφαλείας για την εταιρία που εγκαθιστά συστήματα ασφαλείας), δεν συνεπάγεται ότι αυτός έχει ελευθερία επιλογής του τόπου εργασίας του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι το φερόμενο ως παραβιασθέν δίδαγμα της κοινής πείρας, αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων και όχι την ερμηνεία διάταξης ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτήν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669, 670 και 672 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά και στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, προκύπτει ότι η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία καθενός από τα μέρη πριν από δεκαπέντε ημέρες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο ή τη σύμβαση, ενώ η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμένου χρόνου μπορεί να λυθεί πριν από τη λήξη της αμέσως αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 ΑΚ, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, προκύπτει ότι επί συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών αορίστου χρόνου, είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί από οποιονδήποτε των συμβαλλομένων μερών και να ορισθεί ορισμένη προθεσμία, μεγαλύτερη των (15) ημερών, πριν από την οποία πρέπει να γίνει η καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη που γίνεται αμέσως και χωρίς τήρηση της προθεσμίας δεν είναι άκυρη, ως μη αντιβαίνουσα σε απαγορευτική διάταξη του νόμου (άρθρ. 174 ΑΚ), αφού πρόκειται για απλώς αντισυμβατική συμπεριφορά. Με αυτήν απέρχεται μεν η λύση της συμβάσεως, όχι όμως αμέσως, αλλά μετά την παρέλευση της συμφωνημένης προθεσμίας, μέχρι τη λήξη της οποίας ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 364/2014, ΑΠ 162/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή κατ’ άρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση του δικογράφου της από 15.3.2012 αγωγής, ο ενάγων εξέθεσε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη, η οποία έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας στις 1.9.2000, ως διοικητικός υπάλληλος, ότι στη συνέχεια με την από 10.1.2008 σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ανανεώθηκε η μεταξύ τους εργασιακή σχέση, η οποία δυνάμει του από 4.1.2010 συμφωνητικού τροποποίησης και παράτασης μετετράπη σε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, του μισθού του ανερχομένου έκτοτε σε 9000 ευρώ μηνιαίως, από 30.9.2020, ότι οι παραπάνω συμβάσεις χαρακτηρίστηκαν από την εναγομένη ως συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών προς καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι στις 19.12.2011 η εναγομένη προέβη σε έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, με φερόμενη ημερομηνία απόλυσης την 30.12.2011, χωρίς να της καταβάλει την προβλεπόμενη από το άρθρο 5 του Ν. 3198/1955 αποζημίωση απόλυσης με αποτέλεσμα η καταγγελία να είναι άκυρη και ότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 221.549 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.1.2012 μέχρι 30.6.2013 μετά της αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας και ασφαλιστικών εισφορών, άλλως και όλως επικουρικώς, εφόσον γίνει δεκτό ότι η από 10.1.2008 σύμβαση εργασίας, όπως αυτή ανανεώθηκε, συνιστά σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η εναγομένη δυνάμει όρου της από 4.1.2010 τροποποιητικής συμβάσεως είχε αναλάβει την υποχρέωση σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως να προβεί σε έγγραφη τρίμηνη προειδοποίησή του, προθεσμία η οποία συμφωνήθηκε ως όρος του κύρους της καταγγελίας η οποία δεν τηρήθηκε από την εναγομένη, με αποτέλεσμα η καταγγελία της συμβάσεως να είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη και να του οφείλονται μισθοί υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.1.2012 μέχρι 30.6.2013, συνολικού ύψους 162.000 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικότερα η ως άνω προθεσμία προειδοποίησης σε περίπτωση καταγγελίας της ένδικης συμβάσεως συμφωνήθηκε ως όρος του ενεργού αυτής, με συνέπεια η λύση της συμβάσεως να επέλθει μετά την πάροδο της ορισμένης τρίμηνης προθεσμίας και η εναγομένη να οφείλει ως συμφωνηθείσα με την ως άνω έγγραφη σύμβαση για την περίπτωση άσκησης καταγγελίας αποζημίωση τις αποδοχές τριών μηνών, ανερχόμενες συνολικά σε 27.000 ευρώ, νομιμοτόκως. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε, όπως το αίτημα της αγωγής του, παραδεκτά περιορίστηκε α) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας το ποσό των126.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 108.000 ευρώ νομιμοτόκως, καθώς και το ποσό των 32.514 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές του ΙΚΑ και β) να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 63.000 ευρώ άλλως των 54.000 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας, άλλως ως αποζημίωση το ποσό των 127.000 ευρώ.
Με τις πιο πάνω παραδοχές όμως του Εφετείου και ειδικότερα ότι η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ότι με την από 4.1.2010 έγγραφη σύμβαση είχε συμφωνηθεί η τήρηση τρίμηνης προθεσμίας καταγγελίας από καθένα των συμβαλλομένων μερών καθώς και ότι εάν η καταγγελία χωρούσε εκ μέρους της αναιρεσίβλητης -εναγομένης οφείλεται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές τριών μηνών, αγωγικό αίτημα που προκύπτει και από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που με αυτή γίνεται εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, την οποία όμως το Εφετείο δεν εφήρμοσε, αλλά αντίθετα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη μεταξύ των άλλων και τη σχετική αγωγική αξίωση, ύψους 27.000 ευρώ, ποσό που ο αναιρεσείων ζητούσε ως αποζημίωση, με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής του. Επομένως ο σχετικός έκτος λόγος αναιρέσεως με το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα γιατί δεν εφάρμοσε την παραπάνω ουσιαστική διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, παρά τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων εφαρμογή της, είναι βάσιμος.
Μετά ταύτα πρέπει, κατά παραδοχή του παραπάνω αναφερομένου λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν τη δεύτερη επικουρική βάση της από 15.3.2012, με αριθμό καταθέσεως 53057/2012 αγωγής, που αφορούσε επιδίκαση αποζημιώσεως 27.000 ευρώ, λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας καταγγελίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, (άρθρ. 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012 και το άρθρο 65 παρ.1 Ν. 4139/2013) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 3395/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, όσον αφορά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρούμενο κεφάλαιο, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ