Αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου στις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές μη αμιγώς χρηματικού αντικειμένου, όπως οι διαφορές περί υπαγωγής ή μη ασφαλισμένου στην ασφάλιση του φορέα ή περί κατάταξης ασφαλισμένου σε ορισμένη ασφαλιστική κατηγορία.
ΣτΕ Α΄ 2017/2022
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος ΣτΕ
1. Η αρχή του φυσικού δικαστή που κατοχυρώνεται στο άρθρ. 8 του Συντ. ως ατομικό δικαίωμα αποτελεί θεμελιώδη δικονομική αρχή της δικαστικής οργάνωσης και της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Σύμφωνα με τη δικονομική αυτή αρχή η καθ’ ύλην αρμοδιότητα που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων να ασκείται από ένα δικαστήριο δεν επιτρέπεται να ασκηθεί από άλλο, εκτός αν υπάρχει αντίθετη περί τούτου νομοθετική ρύθμιση. Ως καθ’ ύλην δε αρμοδιότητα του δικαστηρίου νοείται η εξουσία του να δικάζει υποθέσεις με συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι κανόνες με τους οποίους καθορίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων είναι κανόνες δημόσιας τάξης και, ως εκ τούτου, η μη τήρησή τους ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια σε κάθε στάση της δίκης, καθώς και για πρώτη φορά στην κατ’ αναίρεση δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά την περίπτ. α της παρ. 1 του άρθρ. 56 του π.δ. 18/1989, το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζοντας κατ’ αναίρεση, εξετάζει αυτεπαγγέλτως όχι μόνο την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αλλά και την εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού υπέρβαση της εξουσίας που του έχει απονεμηθεί από τον νόμο να επιληφθεί της κύριας υπόθεσης που συνιστά το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας, τούτο δε ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 5 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010.
2. Από τα άρθρ. 7 παρ. 1 ν. 702/1977 και 6 παρ. 1 ΚΔΔ συνάγεται ότι οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται κατά κανόνα στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου και κατ’ εξαίρεση στην αρμοδιότητα διοικητικού δικαστηρίου άλλου βαθμού ή ίδιου βαθμού αλλά διαφορετικής σύνθεσης, εφόσον τούτο ορίζεται ρητώς με διάταξη νόμου. Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου και ακολούθως, του μονομελούς διοικητικού εφετείου υπάγονται μόνο οι κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές οι οποίες έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο των 60.000 ευρώ. Για τις λοιπές κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, οι οποίες συνδέονται μεν με οικονομικές συνέπειες αλλά δεν έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο, διατηρείται ο κανόνας της γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και ακολούθως του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό. Τέτοιες είναι οι διαφορές που ανακύπτουν κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας κατά πράξης ασφαλιστικού φορέα περί υπαγωγής ή μη ασφαλισμένου στην ασφάλιση του φορέα ή περί κατάταξης του ασφαλισμένου σε ορισμένη ασφαλιστική κατηγορία με παρεπόμενη συνέπεια τον καταλογισμό ή την επιστροφή των αναλογουσών στην ασφάλιση αυτή εισφορών.
3. Η ένδικη διαφορά περί την υπαγωγή σε ασφαλιστικές κατηγορίες δεν είχε αμιγώς χρηματικό αντικείμενο, τυχόν δε οφειλή που ανακύπτει λόγω της μετατροπής των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες υπήχθη ο ασφαλισμένος για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αποτελεί επακόλουθο της υπαγωγής του σε συγκεκριμένες ασφαλιστικές κατηγορίες και έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Η διαφορά αυτή με βάση το κύριο αντικείμενό της υπαγόταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό. Το Μονομελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, επιλαμβανόμενο της έφεσης του αναιρεσείοντος ασφαλιστικού φορέα κατά απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έπρεπε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 και 97 παρ. 2 ΚΔΔ την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης που αφορά κοινωνικοασφαλιστική διαφορά χωρίς αμιγές χρηματικό αντικείμενο, να κάνει δεκτή την έφεση του αναιρεσείοντος για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, να εξαφανίσει την απόφαση του καθ’ ύλην αναρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου και να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 7 παρ. 1 περίπτ. α του ν. 702/1977 και 6 παρ. 1 ΚΔΔ) τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Το δικάσαν μονομελές διοικητικό εφετείο όμως, αντί να πράξει τα ανωτέρω, προχώρησε στην εκδίκαση των λόγων της έφεσης του αναιρεσείοντος και απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του. Για τον λόγο αυτό (άρθρ. 56 παρ. 1 περ. α του π.δ. 18/1989), ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Αναιρετικό Δικαστήριο, διότι αφορά το αναγόμενο στη δημόσια τάξη ζήτημα της έκτασης της εξουσίας του δικάσαντος μονομελούς διοικητικού εφετείου να επιληφθεί της ένδικης κοινωνικοασφαλιστικής διαφοράς, πρέπει γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
4. Κατά την παρ. 2 του άρθρ. 57 του π.δ. 18/1989 και σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, μαζί με την αναιρούμενη απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών πρέπει να συναναιρεθεί και η απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που έκρινε σε πρώτο βαθμό, ενώ και αυτό δεν ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο, και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο καθ’ ύλην (άρθρ. 7 παρ. 1 περίπτ. α του ν. 702/1977 και 6 παρ. 1 του ΚΔΔ) και κατά τόπον (άρθρ. 7 παρ. 1 του ΚΔΔ και άρθρο μόνο παρ. Α περ. 1 του π.δ. 404/1978, Α΄ 83) αρμόδιο για την εκδίκασή της σε πρώτο βαθμό Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.