Γιάννης Καρούζος
Η μετακίνηση αποτελεί την πρώτη και απλούστερη διαδικαστικά μορφή κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Συνιστά την αλλαγή θέσης του υπαλλήλου, ο οποίος μετακινείται (μετατοπίζεται) σε άλλη οργανική μονάδα του ίδιου φορέα και εντός της έδρας του. Δηλαδή πρόκειται για εσωτερική μεταβολή. Η μετακίνηση επέρχεται, συνήθως, με πρωτοβουλία του φορέα προκειμένου να αντιμετωπιστούν υπηρεσιακές ανάγκες, δεν αποκλείεται όμως να τη ζητήσει και ο υπάλληλος.
Ως υπηρεσιακή μεταβολή, εκκινεί, εξελίσσεται και ολοκληρώνεται αποκλειστικά εντός του ίδιου φορέα. Αρμόδιος για τη διενέργειά της είναι ο, κατά περίπτωση, επικεφαλής του. Της έκδοσης της απόφασής του δεν απαιτείται και συνεπώς δεν προηγείται η διατύπωση γνώμης από οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο. Ωστόσο, αν η διενεργηθείσα υπηρεσιακή μεταβολή γίνεται σε άλλη αρχή, ακόμα κι αν χαρακτηρίζεται ως «μετακίνηση», τούτη υποκρύπτει μετάθεση και απαιτεί, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 67 παρ. 5 του Ν. 3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας), προηγούμενη σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου . Σε αντίθετη περίπτωση έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και μπορεί να κριθεί ακυρωτέα, κατόπιν προσβολής της στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Η μετακίνηση ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 66 του Νόμου 3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας), όπου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
- Μετακίνηση υπαλλήλου από μια οργανική μονάδα σε άλλη της ίδιας αρχής πραγματοποιείται με απόφαση του προϊσταμένου της.
- Μετακίνηση προϊσταμένων γίνεται σε αντίστοιχης βαθμίδας οργανική μονάδα.
Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ευχερώς ότι ο υπάλληλος μετακινείται αφενός σε οργανική θέση, προβλεπόμενη νομοθετικά, αφετέρου σε οργανική μονάδα όπου πρόκειται να ασκήσει καθήκοντα όμοια ή παρεμφερή και όχι καθήκοντα κατώτερου επιπέδου.
Έτσι, ο προϊστάμενος μετακινείται μόνο σε θέση αντίστοιχης βαθμίδας οργανικής θέσης σε αντίστοιχης βαθμίδας μονάδας. Τούτο σημαίνει πως για παράδειγμα ένας επικεφαλής Διεύθυνσης δεν μπορεί νόμιμα και επιτρεπτά να μετακινηθεί σε κατώτερη ιεραρχική θέση, π.χ. ως επικεφαλής Τμήματος. Σε αυτήν την περίπτωση, η μετακίνηση του θα είναι παράνομη, καθώς θα συνεπάγεται κατ’ ουσίαν υποβιβασμό του σε υποδεέστερη («ανομοιόβαθμη») θέση.
Η κρατούσα θέση τόσο στη νομική θεωρία όσο και στη νομολογία είναι ότι η μετακίνηση ακόμα και απλού υπαλλήλου (όχι αναγκαστικά προϊσταμένου) από τη θέση στην οποία υπηρετεί πρέπει να γίνεται σε άλλη ομοιόβαθμη θέση, της ίδιας κατηγορίας, η οποία να προβλέπεται από το νόμο (οργανική θέση) . Η ανωτέρω προσέγγιση μάλιστα, συνιστά κατά κοινή ομολογία, κανόνα αναγκαστικού δικαίου, του οποίου η ισχύς δεν μπορεί να καμφθεί, ακόμα και αν συντρέχουν υπηρεσιακοί λόγοι .
Συνεπώς, η απόφαση μετακίνησης συνιστά μια εσωτερική πράξη, η οποία εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου ή και αυτεπαγγέλτως από τον Προϊστάμενο της εκάστοτε υπηρεσίας, προκειμένου να αντιμετωπισθούν υπηρεσιακές ανάγκες. Στην περίπτωση όμως, που ο δημόσιος υπάλληλος, που πρόκειται να μετακινηθεί διαθέτει θέση ευθύνης στην Υπηρεσία, δεν δύναται να μετακινηθεί σε κατώτερης βαθμίδας θέση, ακόμα και αν συντρέχουν υπηρεσιακοί λόγοι. Αντίστοιχα, ο απλός υπάλληλος, ο οποίος δε διαθέτει θέση ευθύνης, πρέπει να μετακινείται σε υπηρεσιακή μονάδα στην οποία θα ασκήσει τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητας του, τα οποία σχετίζονται με τα προσόντα και αποτελούν το αντικείμενο του κλάδου στον οποίο ανήκει. Αν μετακινηθεί σε οργανική μονάδα όπου θα ασκεί καθήκοντα άλλου κλάδου ή υποδεέστερα, τότε η πράξη μετακίνησης του ενέχει παρανομία και μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου.