Βαριά αμέλεια προστηθέντων υπαλλήλων της τράπεζας – Δεν επέδειξαν την επιμέλεια να ελέγξουν σχολαστικά την εξουσιοδότηση βάσει της οποίας ζητήθηκε η μεταφορά των χρημάτων ή τα λοιπά εξασφαλιστικά της νομιμότητας έγγραφα
Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι υφίσταται ευθύνη της τράπεζας για τη μεταφορά ενός χρηματικού ποσού σε λογαριασμό τρίτου αγνώστου προσώπου (ΜονΕφΑθ 4177/2022). Κατά την κρίση του δικαστηρίου, συντρέχει βαριά αμέλεια προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια να ελέγξουν σχολαστικά την εξουσιοδότηση βάσει της οποίας ζητήθηκε η μεταφορά των χρημάτων ή τα λοιπά εξασφαλιστικά της νομιμότητας της εν λόγω συναλλαγής έγγραφα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 §1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθειμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή τους, νομιμοτόκως από την όχλησή της, η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξίας και δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τύπο, ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής.
Επομένως, αν ο τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε την απόδοση σ’ αυτόν του ποσού της κατάθεσης, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη σύμβαση της ανώμαλης παρακατάθεσης παραμένει άθικτη, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της. Συνεπώς, η άρνηση δε της τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, και αν ακόμη αυτό έχει αφαιρεθεί από τρίτο με αξιόποινη πράξη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως εκ μέρους της τράπεζας και όχι αδικοπραξία, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η αδικοπραξία γίνεται σε βάρος της από τρίτο και όχι από αυτήν κατά του παρακαταθέτη.
Περαιτέρω, λόγω δε της διαδεδομένης πλέον συναλλακτικής πρακτικής να δίνεται εντολή μεταφοράς χρηματικών ποσών με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, τηλεμοιοτυπήματος ή και με την πραγματοποίηση ενός απλού τηλεφωνήματος, στο οποίο ο πελάτης αναφέρει έναν κωδικό αριθμό, παρίσταται αναγκαίο η τράπεζα να οργανώσει την επαγγελματική-τραπεζική της δραστηριότητα (πρόσληψη και ειδική εκπαίδευση έμπειρων υπαλλήλων], ώστε να διασφαλίσει την ταυτοποίηση του εντολέα και να αποκλείσει ή να μειώσει στο ελάχιστο τον κίνδυνο πληρωμής ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο. Παρά δε τη διατυπωθείσα άποψη ότι είναι δύσκολη η βαθύτερη έρευνα της νομιμοποίησης του εμφανιζομένου ως δικαιούχου της κατάθεσης, λόγω της απαραίτητης ταχύτητας με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, η τράπεζα ευθύνεται για την καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο μη δικαιούχο αυτής, εφόσον δεν επέδειξε κατά την πληρωμή τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί η συναλλαγή αυτή.
Εν προκειμένω, κρίθηκε πως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με το σκεπτικό ότι από την ένδικη αδικοπραξία, συνιστάμενη στην καταβολή του ποσού των 26.000 ευρώ εκ των καταθέσεων των εναγόντων σε τρίτο, που εμφανίστηκε ως δικαιούχος και πλαστογράφησε την υπογραφή του αληθινού δικαιούχου, άμεσα παθούσα είναι η εναγόμενη τράπεζα, κυρία των χρημάτων, και όχι ο καταθέτης, που έχει ενοχική αξίωση απόδοσης των χρημάτων και τον οποίο συνδέει συμβατικός δεσμός με την εναγόμενη (σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης), για τον οποίο δεν προβλέπεται από το νόμο τέτοια αξίωση (άρθρο 299 ΑΚ).
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από την εναγόμενη τράπεζα, κατόπιν ερωτήματος τους και μετά από τυχαίο έλεγχο των κινήσεων του λογαριασμού τους, ότι οι υπάλληλοι αυτής είχαν προβεί στη μεταφορά από αυτόν του ισόποσου των 26.000 ευρώ σε λογαριασμό τρίτου, τον οποίο αυτοί δεν γνώριζαν και ουδεμία συναλλαγή ή άλλη σχέση είχαν μαζί του. Επειδή οι ενάγοντες αμφισβήτησαν την εν λόγω εντολή – συναλλαγή – μεταφορά χρημάτων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόμενης τους ενημέρωσαν ότι την πραγματοποίησαν κατόπιν δικής τους εντολής, που δόθηκε μέσω e-mail, επιβεβαιώθηκε με την πρωτότυπη υπογεγραμμένη εντολή τους που απεστάλη και ταχυδρομικώς μέσω της εταιρείας DHL, ενώ μετά τη μεταφορά των χρημάτων, οι ίδιοι ενημερώθηκαν για την πραγματοποίησή της, από τους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας, ομοίως, μέσω e-mail.
Κατόπιν διενέργειας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που διέταξε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι η έγγραφη εντολή, βάσει της οποίας η τράπεζα πραγματοποίησε, διά των προστηθέντων υπαλλήλων της, την επίμαχη μεταφορά χρημάτων, συνιστούσε έγγραφο που παράχθηκε, διά αντιγραφής, από έτερο γνήσιο έγγραφο και δη από παλαιότερης εντολής πληρωμής που τηρούσε η τράπεζα, σε φωτοαντίγραφο, στο αρχείο της.
Τελικώς, το δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη μεταφορά χρημάτων έλαβε χώρα δυνάμει πλαστής εντολής, που χορηγήθηκε από άγνωστο άτομο, το οποίο αφενός μεν βρίσκοντας κενό ασφαλείας, υπέκλεψε τα προσωπικά στοιχεία της ηλεκτρονικής διεύθυνσης των εναγόντων, αφετέρου δε κατασκεύασε την σχετική εντολή.
Η εκτέλεση της πλαστής αυτής εντολής κατέστη δυνατή, διότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης, επιδεικνύοντας βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και παραβιάζοντας το καθήκον τους προς προστασία των συμφερόντων των εναγόντων – εκκαλούντων, που απορρέει από την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει την τράπεζα με τους πελάτες της, αποδέχθηκαν, χωρίς καμία προηγούμενη ταυτοποίηση του αποστολέα, χωρίς – έστω – προηγούμενη τηλεφωνική επικοινωνία με τους ενάγοντες, ότι το σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα προερχόταν από τους τελευταίους και αρκέστηκαν, για την πραγματοποίηση της εντελλόμενης μεταφοράς χρημάτων, στο ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα, καθόσον, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την τράπεζα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε με ταχυδρομείο και δη μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL τη σχετική εντολή σε πρωτότυπο έγγραφο που έφερε τις ιδιόχειρες υπογραφές των εναγόντων. Κρίθηκε, συνεπώς, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους υπαλλήλους της τράπεζας ήταν διάτρητη, χωρίς να παρέχει καμία διασφάλιση για την ταυτοποίηση των προσώπων που έδωσαν την εντολή για μεταφορά χρημάτων.