ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 15°
ΑΠΟΦΑΣΗ 118/2022
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Ζαγοριανό, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 4η Νοεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
I) Α’ ΕΦΕΣΗ (με ημερομηνία 19.6.2020 και με Γ.Α,Κ./Ε.A.Κ. …/…/….2020 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/…/….2020 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου – αριθ. πινακίου …):
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…. Α.Ε.Γ.Α.», που εδρεύει στο …. – Αττικής, επί της οδού …. και …., νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Παπουτσή.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «….», με τον διακριτικό τίτλο «… ΑΤΕ», που εδρεύει στο …. – Αττικής, επί της οδού …., νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο … Νικολούδη.
II) Β’ ΕΦΕΣΗ (με ημερομηνία 13.9.2021 και με Γ.Α.Κ./Ε.A.Κ. …/…/….2021 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/…/….2021 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου – αριθ. πινακίου 40):
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ….» και το διακριτικό τίτλο «… ΑΤΕ», που εδρεύει επί της οδού …. αρ. …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο … Νικολούδη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «….», πρώην «….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …. αρ. …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Αναστασία Τσακίρη.
Η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…. Α.Ε.Γ.Α.», με την από 1.6.2011 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. …/….2011 και Α.Κ.Δ. …/….2011, που άσκησε εναντίον της εναγομένης, και ήδη εφεσιβλήτου, ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… –», ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Η εναγόμενη στην πιο πάνω αγωγή, και ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «…- ….», με την από 18.9.2014 προσεπίκληση της σε αναγκαστική παρέμβαση, μετά της ενωμένης σε αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. …/….2014 και Α.Κ.Δ. …/….2014, που άσκησε εναντίον της εναγομένης, και ήδη εφεσιβλήτου, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…..», πρώην «….», ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο, συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσα), εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 7354/2019 οριστική του απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η από 1.6.2011 αγωγή της ενάγουσας, και ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….Α.Ε.Γ.Α.» και η από 18.9.2014 παρεμπίπτουσα αγωγή, που άσκησε η εναγόμενη της κύριας αγωγής, και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα, ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «… -…». Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: α) η ενάγουσα της από 1.6.2011 αγωγής (κύριας) με την από 19.6.2020 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και προσδιορίστηκε προκειμένου να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 16.9.2021, οπότε η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και β) η εναγόμενη της παραπάνω (κύριας) αγωγής – ενάγουσα της από 18.9.2014 παρεμπίπτουσας αγωγής, με την από 13.9.2021 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και προσδιορίστηκε προκειμένου να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου των ανωτέρω εφέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν με την προβλεπόμενη σειρά από το οικείο πινάκιο, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν δηλώσεις, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν εμπροθέσμως προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 19.6.2020 έφεση (εφεξής υπό στοιχείο I έφεση), με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020, στρεφομένης κατά της υπ’ αριθμ. 7354/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων και β ) η από 13.9.2021 έφεση (εφεξής υπό στοιχείο II έφεση), με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021, η οποία στρέφεται κατά της αυτής ως άνω οριστικής αποφάσεως. Οι ως άνω εφέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 4299/2006 ΕλλΔνη 47. 1508).
I. Η υπό κρίση με ημερομηνία 19.6.2020 έφεση (υπό στοιχείο I), με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020, της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εκκαλούσας – ενάγουσας (ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….Α.Ε.Γ.Α.»), η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 7354/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί: α) της από 1.6.2011, με Γ.Α.Κ. …/….2011 και Α.Κ.Δ. …/….201, ασκηθείσας κύριας αγωγής της τελευταίας, κατά της εφεσίβλητης – εναγόμενης (ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ….») και β) της από 18.9.2014, με Γ.Α.Κ. …/….2014 και Α.Κ.Δ. …/….2014, προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής της εναγομένης της πιο πάνω κύριας αγωγής (ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ….»), κατά της, ήδη, εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως εναγομένης (ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….», πρώην «….»), με την ιδιότητα της τελευταίας, ως δικονομικού εγγυητή αυτής, ήτοι ως υπόχρεης σε αποζημίωση της, σε περίπτωση ήττας της στην κύρια δίκη, δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης ασφάλισης, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ’ όσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και δεν έχει παρέλθει διετία από της δημοσιεύσεως αυτής την 18.6.2019 (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την 1.1.2016, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 [Α’ 80] », και εφαρμόζονται στην κρινομένη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη ημερομηνία). Πρέπει, επομένως, η κρινομένη κυρία έφεση να γίνει τύποις δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. …. ηλεκτρονικό παράβολο, η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην από ….2020 έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης εφέσεως).
II. Α. Σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας αγωγής και ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους του ενάγοντος, η έφεση του εναγομένου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος) κατά του παρεμπιπτόντως εναγομένου είναι επικουρική και τελεί υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της εφέσεως του ενάγοντος, διότι άλλως ο παρεμπιπτόντως ενάγων στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αιρέσεως, υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγομένου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος), στο χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου, τούτο δε διότι η παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα, ήτοι εξετάζεται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κυρίας αγωγής, ενώ εάν η κύρια αγωγή απορριφθεί, το δικόγραφο της παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται ως άνευ αντικειμένου. Επομένως, προκειμένου να μεταβιβασθεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό, καθ’ όσον δηλαδή αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής, ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση καθ’ ην γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΑΠ 1597/2011, ΑΠ 1037/2010, ΑΠ 474/2000, ΕφΘεσ 2152/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαμ 249/2007 ΕΠολΔ 2009. 224, Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, T. I, 2012, υπό το άρθρο 516, αριθ. 9).
B. H υπό κρισιολόγηση με ημερομηνία 13.9.2021 έφεση (υπό στοιχείο II), με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021, της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… …», η οποία στρέφεται κατά της ίδιας πιο πάνω οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί: α) της από 1.6.2011, με Γ.Α.Κ. …/….2011 και Α.Κ.Δ. …/….201, ασκηθείσας κύριας αγωγής της εκκαλούσας της υπό στοιχειό I έφεσης – ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…Α.Ε.Γ.Α.», κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης και εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ….» και β) της από 18.9.2014, με Γ.Α.Κ. …/….2014 και Α.Κ.Δ. …/….2014, προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής της εναγομένης της πιο πάνω κύριας αγωγής (ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – …»), κατά της, ήδη, εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως εναγομένης (ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «… …», πρώην «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»), με την ιδιότητα της τελευταίας, ως δικονομικού εγγυητή αυτής, ήτοι ως υπόχρεης σε αποζημίωση της, σε περίπτωση ήττας της στην κύρια δίκη, δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης ασφάλισης, όσον αφορά το κεφάλαιο αυτής κατά το οποίο απορρίφθηκε η, ενωμένη στην παραπάνω προσεπίκληση, παρεμπίπτουσα αγωγή, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 495 παρ. 1, 511 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί και εμπροθέσμως, καθ’ όσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και δεν έχει παρέλθει διετία από της δημοσιεύσεως αυτής την 18.6.2019, η υπό κρίση δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις ….2021 (βλ. σχετ. την προαναφερόμενη έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου του αρμοδίου Τμήματος της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών – άρθρα 19, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν από 1.1.2016, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του V. 4334/2015 [Α’ 80]», και εφαρμόζονται στην κρινομένη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη ημερομηνία), σε συνδυασμό και με: α) το άρθρο τρίτο παρ. 1 περ. β’ της Κ.Υ.Α. ΔΙα/ΓΠ.οικ 17733/2020 «Επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως και 27.3.2020» [Φ.Ε.Κ. Β’ 833/1.3.2020], β) το άρθρο τέταρτο παρ. 1 περ. β’ της Κ.Υ.Α. ΔΙα/ΓΠ.οικ 24403/2020 «Επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστημα από 28.3.2020 έως και 10.4.2020» [Φ.Ε.Κ. Β’ 1074/27.3.2020], γ) το άρθρο τέταρτο παρ. 1 περ. β’ της Κ.Υ.Α. ΔΙα/ΓΠ.οικ 24403/2020 «Επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστημα από 11.4.2020 έως και 27.4.2020» [Φ.Ε.Κ. Β’ 1301/11.4.2020], δ) το άρθρο τέταρτο παρ. 1 περ. β’ της Κ.Υ.Α. ΔΙα/ΓΠ.οικ 26804/2020 «Επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστημα από 28.4.2020 έως και 15.5.2020» [Φ.Ε.Κ. Β’ 1588/25.4.2020], ε) το άρθρο τέταρτο παρ. 1 περ. β’ της Κ.Υ.Α. ΔΙα/ΓΠ.οικ 30340/2020 «Επιβολή του μέτρου της εν μέρει προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας, για το χρονικό διάστημα από 26.5.2020 έως και 31.5.2020 και επιβολή του μέτρου της εν μέρει προσωρινής αναστολής λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών για το χρονικό διάστημα από 16.5.2020 έως και 1.6.2020 και τρόπος επαναλειτουργίας της από 2.6.2020» [Φ.Ε.Κ. Β’ 1857/15.5.2020], στ) το άρθρο πρώτο της Κ.Υ.Α. ΔΙα/ΓΠ.οικ 33202/2020 «Κανόνες τήρησης αποστάσεων στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες της χώρας και επιβολή του μέτρου της εν μέρει προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων από 1.6.2020 έως 21.6.2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, προς περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19» [Φ.Ε.Κ. Β’ 2033/28.5.2020], το οποίο προβλέπει «τη λειτουργία από τη Δευτέρα, 1 Ιουνίου 2020, σύμφωνα με τους όρους που περιγράφονται στο άρθρο τέταρτο: α) …, β) …, γ) … και δ) των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας» και ζ) το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020 «Κύρωση: α) της από 13.4.2020 Π.Ν.Π. «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID -19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (Α’ 84) και β) της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID – 19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 104/30.5.2020), κατά την οποία «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη του». Με βάση τα προαναφερόμενα, στην προκειμένη περίπτωση, η προθεσμία προς άσκηση της υπό κρίση υπό στοιχείο II εφέσεως άρχισε την επομένη ημέρα της ως άνω δημοσίευσης της εκκαλουμένης αποφάσεως (ήτοι την 19.6.2019), πλην όμως η συμπλήρωσή της (την 19.6.2021) ανεστάλη την 13.3.2020, κατ’ εφαρμογή των ως άνω αναφερομένων Κ.Υ.Α. και συμπληρώθηκε, μετά την έναρξη λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων την 11.6.2020 μετά πάροδο τριάντα (30) ημερών από την αρχική ημερομηνία συμπληρώσεως της ανασταλείσας αρχικής προθεσμίας (την 8.11.2021), την 8η.12.2021, με την επισήμανση ότι η αναστολή των προθεσμιών το μήνα Αύγουστο δεν ισχύει για την διετία (βλ. σχετ. ΑΠ 666/2005 ΕλλΔνη 2005. 1123). Ωστόσο, η κρινομένη υπό στοιχείο II έφεση, με την οποία επιδιώκεται η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, επειδή, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, αλλά και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αυτή απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ, αν ορθώς εφάρμοζε και ερμήνευε το νόμο και εκτιμούσε τις αποδείξεις, έπρεπε να λάβει υπ’ όψη της το ενδεχόμενο ασκήσεως εφέσεως από την ενάγουσα εταιρεία και να δικάσει επί της ουσίας την παρεμπίπτουσα αγωγή και να κάνει αυτή δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη, ασκήθηκε απαραδέκτως και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙΑ νομική σκέψη της παρούσας. Τούτο, πιο συγκεκριμένα, διότι, αν και με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε η παραπάνω παρεμπίπτουσα αγωγή της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας στην υπό στοιχείο II έφεση ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ως αλυσιτελής, ελλείψει αντικειμένου, ως άμεση δικονομική συνέπεια της απόρριψης της πιο πάνω κύριας αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας στην υπό στοιχείο I έφεση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και η ενάγουσα της κύριας αγωγής ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» άσκησε την υπό στοιχείο I έφεση κατά της προαναφερόμενης οριστικής απόφασης, για το κεφάλαιο αυτό, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» στερείτο κατ’ αρχήν εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση. Για να μεταβιβασθεί η πιο πάνω παρεμπίπτουσα αγωγή στο Δικαστήριο τούτο η παρεμπιπτόντως ενάγουσα η ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «… – ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» όφειλε να ασκήσει επικουρική έφεση, ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση (υπό την αίρεση) καθ’ ην γίνει δεκτή η έφεση της κυρίως ενάγουσας (ΑΠ 1597/2011, ΑΠ 1037/2010, ΑΠ 474/2000, ΕφΘεσ 2152/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαμ 249/2007 ΕΠολΔ 2009. 224, Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, T. I, 2012, υπό το άρθρο 516, αριθ. 9), ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν προέβη, και τούτο, επειδή, το έννομο συμφέρον του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, του οποίου απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή, ως δικονομική συνέπεια της απόρριψης της κύριας αγωγής, να ασκήσει έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης, κατά το παραπάνω κεφάλαιο της, δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αιρέσεως, υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγόμενου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος), στο χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου και αυτό διότι η παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα, ήτοι εξετάζεται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κυρίας αγωγής, ενώ εάν η κύρια αγωγή απορριφθεί, το δικόγραφο της παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται ως άνευ αντικειμένου. Συνεπώς, η κρινόμενη με ημερομηνία 13.9.2021 υπό στοιχείο II έφεση, η οποία έχει κατατεθεί με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης «… ….» πρώην «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», της υπό στοιχείο II έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» της υπό στοιχείο II έφεσης, που ηττάται (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσα.
III. Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 5 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 2496/1997, που αφορά «την ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις» και άρχισε να ισχύει από τις 16.5.1997, συνάγεται ότι, με την ασφαλιστική σύμβαση, ο συμβαλλόμενος ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενο λήπτη της ασφαλίσεως ή σε τρίτον, το ασφάλισμα, δηλαδή, την αποζημίωση, έως το τυχόν συμφωνημένο ανώτατο όριο (ασφαλιστικό ποσό), όταν επέλθει ο ζημιογόνος κίνδυνος, από τον οποίο, συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστικός κίνδυνος ή ασφαλιστική περίπτωση), κατά την τυχόν συμφωνημένη διάρκεια της ασφαλιστικής καλύψεως. Στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ίδιου νόμου, χρησιμοποιείται ο διεθνώς δόκιμος όρος «λήπτης της ασφάλισης» αντί του όρου «ασφαλισμένος», που χρησιμοποιεί ο ΕμπΝ, αφού, το πρόσωπο, που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή μπορεί να μην είναι ο ίδιος ασφαλισμένος. Για να καλυφθεί δε και αυτή η περίπτωση, αντί του περιγραφικού «προσώπου του ενεργούντος την ασφάλιση», που χρησιμοποιεί ο ΕμπΝ (άρθρο 203) και του αόριστου όρου «αντισυμβαλλόμενος» προτιμήθηκε ο πιο πάνω όρος του «λήπτη της ασφάλισης» (βλ. Εισηγ. Έκθεση του ως άνω νόμου). Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Ν. 2496/1997, η ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, εάν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, τη διάρκεια της ασφαλιστικής καλύψεως, το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική του αξία ή την περιουσία, που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων, το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή, τις τυχόν εξαιρέσεις καλύψεως, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, εάν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, στη σύμβαση ασφαλίσεως μετέχουν, κατά κανόνα, τρία πρόσωπα, ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος και ο λήπτης της ασφαλίσεως (αντισυμβαλλόμενος), ο οποίος μπορεί να συνάψει ασφάλιση για λογαριασμό άλλου (του ασφαλισμένου), που είτε κατονομάζεται είτε δεν κατονομάζεται στη σύμβαση. Αυτός (δηλαδή, ο λήπτης της ασφαλίσεως), δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ασφαλισμένου, αφού, εδώ, υφίσταται ειδική ρύθμιση, διάφορη της αντιπροσωπείας του ΑΚ, αλλά, στο όνομά του, γι’ αυτό και στο πρόσωπό του κρίνεται η ικανότητα δικαιοπραξίας, ο δόλος, η πλάνη, η συμφωνία με τον ασφαλιστή, ενώ, βαρύνεται παράλληλα με τα διάφορα καθήκοντα, όπως το καθήκον πληρωμής του ασφαλίστρου, το καθήκον αποφυγής ή μειώσεως της ζημίας, το καθήκον επιτάσεως του κινδύνου κλπ (πρβλ. άρθρο 9 παρ. 2 εδ. α’ Ν. 2496/97). Ο ασφαλισμένος δεν είναι, μεν, αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, αλλά, είναι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος, το πρόσωπο, δηλαδή, που ορίσθηκε στην ασφαλιστική σύμβαση ότι, πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Ο προσδιορισμός του ως άνω δικαιούχου έχει σημασία, διότι, μόνον, αυτός νομιμοποιείται να ζητήσει την πληρωμή του ασφαλίσματος και να ασκήσει τη σχετική αγωγή κατά του ασφαλιστή. Εάν ο ασφαλισμένος δεν είναι ο ίδιος με το λήπτη της ασφαλίσεως, ο τελευταίος μπορεί να ασκήσει αγωγή, με αίτημα την καταβολή στον ασφαλισμένο. Εάν, πάλι, ο τελευταίος εκχωρήσει τις απαιτήσεις του κατά του ασφαλιστή σε τρίτο, ο τρίτος θα είναι δικαιούχος του ασφαλίσματος, χωρίς, συγχρόνως, να είναι και ασφαλισμένος. Εφεξής, μόνον αυτός θα δικαιούται να ζητήσει και να εισπράξει το ασφάλισμα (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 61/2019, ΕφΠειρ 705/2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, κατά την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 11 του ίδιου ως άνω νόμου, «ο λήπτης της ασφάλισης ζημιών μπορεί να ασφαλίσει κάθε περιουσία, για τη διατήρηση της οποίας έχει έννομο συμφέρον και η οποία απειλείται από ασφαλιστικό κίνδυνο». Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία επαναλαμβάνει, υπό άλλη διατύπωση, τη διάταξη του (ήδη καταργηθέντος μετά την ισχύ του άνω νόμου) άρθρου 196 του ΕμπΝ (κατά την οποία «δύναται ν’ ασφαλισθή ου μόνον ο κύριος, αλλά και ο έχων προνόμιον ή υποθήκην επί του πράγματος δανειστής και εν γένει πας ο έχων πραγματικόν και νόμιμον συμφέρον ή ευθύνην δια την διατήρησιν του πράγματος»), ευθέως προκύπτει και παγίως, άλλωστε, γίνεται δεκτό σε θεωρία και νομολογία, ότι στην ασφάλιση κατά ζημιών ιδιαίτερη σημασία έχει το ασφαλιστικό συμφέρον, δηλαδή η ασφαλισμένη οικονομική σχέση που συνδέει το συγκεκριμένο πρόσωπο με το συγκεκριμένο οικονομικό αγαθό. Δεν ασφαλίζεται, δηλονότι, το ίδιο το πράγμα, αλλά το πρόσωπο, για τη συγκεκριμένη βλάβη ή απώλεια που ενδέχεται να πάθει ένα πράγμα, αν και όταν επέλθει ο συγκεκριμένος κίνδυνος. Αυτό το ασφαλιστικό συμφέρον εκλαμβάνεται είτε με την έννοια του εννόμου συμφέροντος, ανεξαρτήτως της κυριότητος που έχει ένα πρόσωπο για τη διατήρηση του πράγματος ή του δικαιώματος, είτε με αυτή της συγκεκριμένης οικονομικής σχέσεως που το συνδέει με το πράγμα ή το δικαίωμα. Έτσι, αυτός που συνάπτει την ασφάλιση κατά ζημιών, δεν είναι απαραίτητο να είναι κύριος του πράγματος, αφού το συμφέρον του για τη διατήρηση του πράγματος ή του δικαιώματος δεν είναι ανάγκη να είναι η κυριότητα, γιατί αρκεί γι’ αυτό και η νομή, κατοχή ή η εκμετάλλευσή του. Είναι, δηλαδή, προφανές, σύμφωνα με όλα αυτά, ότι η ασφάλιση δεν είναι πάντα τοιαύτη του ενεργητικού της περιουσίας του ασφαλισμένου, ακριβώς γιατί, τα πράγματα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστικό συμφέρον μπορεί ν’ ανήκουν κατά κυριότητα σε άλλον, να είναι δηλαδή στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας άλλου και όχι του ασφαλισμένου. Συνεπώς, εάν κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου υπάρχει πράγματι τοιαύτη ασφαλιστική σχέση, τότε την αποκατάσταση της ζημίας, που έχει επέλθει στο ασφαλισμένο πράγμα, νομιμοποιείται οπωσδήποτε να ζητήσει από τον ασφαλιστή το ασφαλισμένο πρόσωπο (ΑΠ 1342/1997 ΕΕμπΔ 1998. 591, ΕφΘεσ 536/2016 Αρμ 2019. 337, ΕφΑθ 3318/2000 ΕΕμπΔ 2001. 90, ΕφΑθ 28/1997 ΕΕμπΔ 1997. 755). Επιπλέον, κατά το άρθρο 16 του Ν. 2496/1997 «Στην ασφάλιση κατά ζημιών πραγμάτων, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η τρέχουσα αξία ή, αν δεν υπάρχει, η συνηθισμένη αξία αυτών κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου. Το ασφάλισμα καθορίζεται από την αντιπαραβολή της αξίας του πράγματος πριν και μετά την πραγματοποίηση του κινδύνου. Ο ασφαλιστής μπορεί με ξεχωριστή συμφωνία, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, να προβεί σε αποτίμηση της ασφαλισμένης περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή το ασφάλισμα υπολογίζεται με βάση την αξία της αποτίμησης. Η αποτίμηση μπορεί να προσβληθεί μόνον για πλάνη, απάτη, απειλή ή εικονικότητα». Κατά δε τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 17 του ίδιου νόμου, «Αν η αξία των πραγμάτων που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την τρέχουσα ή, αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλίστρου, για το υπόλοιπο διάστημα ισχύος της σύμβασης. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον. Αν η υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, η ασφάλιση είναι άκυρη». Ως τρέχουσα αξία κατά την ανωτέρω έννοια θεωρείται εκείνη που διαμορφώνεται στην αγορά, δηλαδή η αγοραία αξία. Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται η αρχή του αποζημιωτικού χαρακτήρα της ασφαλιστικής συμβάσεως, αποκλεισμένης της δυνατότητας των ασφαλιζομένων να χρησιμοποιούν τη σύμβαση για τον πορισμό κέρδους, προς πραγματοποίηση του οποίου είναι ενδεχόμενη η ψευδής αποτίμηση των ασφαλιζομένων πραγμάτων και στη συνέχεια η από δόλο καταστροφή αυτών, δηλαδή η πρόκληση επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως με μέσα που αποκρούονται από την έννομη τάξη και θεμελιώνουν και κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Ενόψει δε του σκοπού της απαγορεύσεως της υπερασφαλίσεως και του περιορισμού της ασφαλιστικής συμβάσεως στον αποζημιωτικό και μόνον χαρακτήρα της, οι διατάξεις που καθιερώνουν την απαγόρευση και τον περιορισμό αυτόν και αποσκοπούν στην προστασία της έννομης τάξης, είναι δημοσίας τάξεως, μη δυνάμενες να μεταβληθούν με την ιδιωτική βούληση (ΟλΑΠ 6/1990 ΕλλΔνη 31.552, ΕφΑΘ 4845/1999 ΕλλΔνη 42.456).
Β. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 που αντικατέστησε το άρθρο 210 ΕμπΝ, το οποίο ορίζει ότι εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, δηλαδή ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του έναντι του ζημιώσαντος τρίτου προσώπου, προκύπτει ότι ο ασφαλιστής, από τότε που θα καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στη θέση εκείνου και μπορεί να ενασκήσει κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου τις αξιώσεις του τελευταίου. Έτσι, ο ενάγων-ασφαλιστής, ασκώντας την αγωγή που θα ασκούσε ο ίδιος ο ασφαλισμένος κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου αρκεί για την πληρότητά της να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης ν’ αποδείξει την συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και γ) την ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε (ΕφΑΘ 213/2008, ΕλλΔνη 49.833, ΕφΑΘ 6102/1991, ΕΕμπΔ 1992 σελ. 227). Η αξίωση, εξάλλου, περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Επομένως, ο ασφαλιστής που κατέβαλε το ασφάλισμα υποκαθίσταται στη θέση που ακριβώς βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, εναντίον του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας. Με άλλες λέξεις, η αγωγή, την οποία εγείρει ο ασφαλιστής κατά του τρίτου είναι εκείνη την οποία θα ήγειρε ο ασφαλισμένος (βλ. σχετ. ΑΠ 115/1998, ΕλλΔνη 39 σελ. 815). Στην υποκατάσταση αυτή, η οποία αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της. Έτσι, ο τρίτος μπορεί να αντιτάξει κατά του ασφαλιστή όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου – ζημιωθέντος μέχρι του χρόνου της υποκατάστασης, η οποία επέρχεται από την καταβολή του ασφαλίσματος (άρθρο 462 ΑΚ) και, ειδικότερα, αυτές που βάλλουν κατά της γενέσεως και της υπάρξεως της απαίτησης κατά το χρόνο της υποκατάστασης (π.χ. ένσταση συνυπαιτιότητας), όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Μπορεί, επίσης, να ανατάξει ενστάσεις κατά του κύρους της ασφάλισης, αφού η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί προϋπόθεση για την ασφαλιστική υποκατάσταση (ΑΠ 848/2002 ΕλλΔνη 43. 1668, ΕφΑθ 213/2008 ΕλλΔνη 2008. 833, ΕφΑθ 7816/2004 ΔΕΕ 2005. 436). Οι παραπάνω δε ενστάσεις πρέπει να γεννήθηκαν μέχρι την υποκατάσταση του ασφαλιστή. Συνεπώς μετά το χρόνο αυτόν ο τρίτος μπορεί να προτείνει μόνο ενστάσεις που έχει κατά του ασφαλιστή εξ ίδιου δικαίου, όπως π.χ. ότι παραγράφηκε η αξίωση ή που συνάπτονται ευθέως με την ενεργητική νομιμοποίηση του υποκαθισταμένου ασφαλιστή, όπως εικονικότητα (άρθρο 138 ΑΚ) ή αισχροκέρδεια (άρθρο 174 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 3018/1995 ΕπισκΕΔ 1995. 385 – με σχόλιο Β. Κιάνιου, ΕφΑθ 3439/1989 ΕλλΔνη 32. 145, ΕφΑθ 2807/1986 ΑρχΝ 37.379). Εξάλλου, αντίθετα προς τη συμβατική, η νόμιμη εκχώρηση, επερχόμενη αυτοδικαίως από το νόμο, απαλλάσσει τους ενδιαφερομένους από την τήρηση οποιοσδήποτε διατυπώσεως, χωρίς να εξαιρείται ούτε η αναγγελία. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι μεγάλη, διότι επί της μεν εκχώρησης η παράλειψη της αναγγελίας αποτελεί κώλυμα για την ενάσκηση του δικαιώματος, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της υποκατάστασης. Έτσι, στην περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, ο ασφαλιστής, αποδεικνύοντας τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτής, νομιμοποιείται απόλυτα να αξιώσει αυτός από τον τρίτο την έναντι του ασφαλισμένου οφειλή του, παρ’ όλο ότι σε ουδεμία αναγγελία προέβη. Άλλωστε, η έννοια της αυτοδικαίως εκ του νόμου επερχόμενης υποκατάστασης είναι ασυμβίβαστη προς την υποβολή της σε οποιαδήποτε διατύπωση και προς αυτήν ακόμα την αναγγελία (ΕφΑθ 1877/1983 ΕΕμπΔ 35. 292, Μανιατόπουλος, Ασφαλιστική Υποκατάστασις, έκδ. 1955, σελ. 100-101,7. Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, 11η έκδ., παρ. 537 σελ. 350. Αντίθετοι Ζούρλας, σε ΕρμΑΚ άρθρο 469 αριθ. 4: ως προς το ζήτημα της αναγγελίας και στις περιπτώσεις της νόμιμης εκχώρησης πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρθρων 460 επ. ΑΚ- Σκουλούδης, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, γ’ έκδ., σελ. 333 με παραπομπή μεταξύ άλλων και σε Μανιατόπουλο, ο οποίος όμως υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται αναγγελία). Περαιτέρω, ουδεμία σημασία έχει το πρόσωπο εκείνου που εισέπραξε το ασφάλισμα. Αρκεί ότι νομιμοποιείται στην είσπραξη του. Έτσι, ο ασφαλιστής θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει την υποχρέωση του και επομένως απολαμβάνει της υποκαταστάσεως εάν κατέβαλε προς τον εκδοχέα του ασφαλισμένου (πρβλ. το καταργηθέν άρθρο 194 παρ. 3 ΕμπΝ). Ομοίως, εάν σύμφωνα προς το άρθρο 11 Ν. ΓπΝ κατέβαλε προς τον παθόντα από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Επίσης, εάν σύμφωνα με το άρθρο 1287 ΑΚ κατέβαλε προς τον ενυπόθηκο δανειστή. Ήτοι δεν είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει η ασφαλιστική υποκατάσταση η καταβολή του ασφαλίσματος να γίνει προσωπικώς σε εκείνον που συμβλήθηκε με τον ασφαλιστή ή προς τον ασφαλισμένο, εάν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του πρώτου. Πρέπει, απλώς, η καταβολή να έγινε προς τον κατά τη στιγμή της πραγματοποίησης αυτής (καταβολής) νόμιμο δικαιούχο του ασφαλίσματος (Βλ. Μανιατόπουλο, όπ.π. σελ. 86). Ο παραπάνω νομικός συλλογισμός μπορεί να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση της ερμηνείας της παρ. 3 του άρθρου 14 Ν. 2496/1997, σύμφωνα με την οποία «ο λήπτης της ασφάλισης και σε περίπτωση ασφάλισης για λογαριασμό ο ασφαλισμένος και ο τυχόν τρίτος δικαιούχος του ασφαλίσματος, υποχρεούνται να διαφυλάξουν τα δικαιώματα τους κατά του τρίτου που περιέρχονται στον ασφαλιστή- παραβίαση της υποχρέωσης αυτής επάγεται ευθύνη των υπόχρεων προς αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή». Διότι δεν αποκλείεται το πρόσωπο, η ζωή ή η υγεία του οποίου κινδυνεύει από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, να είναι διαφορετικό από αυτό που συμβάλλεται στο όνομα του με τον ασφαλιστή (δηλαδή διαφορετικό από τον λήπτη της ασφάλισης), λ.χ. στην περίπτωση που μία επιχείρηση ασφαλίζει το προσωπικό της (ομαδική ασφάλιση) για ατυχήματα και για θάνατο, όπου βέβαια δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι το προσωπικό. Και στην περίπτωση αυτή θα μπορεί να λειτουργήσει η ασφαλιστική υποκατάσταση, καθόσον στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και η διατύπωση του νόμου, αφού περιέρχονται στον ασφαλιστή τα δικαιώματα όχι μόνο του λήπτη της ασφάλισης, αλλά και του ασφαλισμένου στην περίπτωση της ασφάλισης για λογαριασμό ή του τρίτου δικαιούχου του ασφαλίσματος (ο οποίος μπορεί να έχει ορισθεί με τη σύμβαση ή με μεταγενέστερη εκχώρηση να έχει καταστεί δικαιούχος – πρβλ./Ρόκα, όπ.π. σελ. 196).
Γ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης για αποζημίωση, που περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος (άρθρο 298 εδ. α ΑΚ), είναι: 1) η ύπαρξη ζημίας, 2) η ζημία να προξενήθηκε παράνομα από το δράστη, 3) ο τελευταίος να βρισκόταν σε υπαιτιότητα (υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας), 4) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου δράστη να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη του και 5) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του και της ζημίας, δηλαδή η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου να ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σχετ. ΑΠ 914/2005 ΧρΙΔ 6. 417, ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 47. 95, ΑΠ 75/2005 ΕλλΔνη 46. 734, ΑΠ 1167/2004 ΕλλΔνη 46. 77 και ΧρΙΔ 5. 219, ΑΠ 996/2004 ΕλλΔνη 45. 1348, ΑΠ 926/2004 ΕλλΔνη 46. 1659, ΑΠ 647/2004 ΕλλΔνη 47. 95, ΑΠ 1190/2003 ΕλλΔνη 46. 392, ΑΠ 900/2003 ΝοΒ 52. 382, ΑΠ 1107/2002 ΕλλΔνη 45. 85, ΕφΑΘ 44/2007 ΝοΒ 56. 609). Ο ορισμός, ειδικότερα, της αμέλειας δίδεται στο άρθρο 330 εδ. β του ΑΚ, κατά το οποίο αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (βλ. σχετ. ΑΠ 381/2005 ΧρΙΔ 5. 710, ΑΠ 75/2005, ΑΠ 1167/2004, ό.π., ΑΠ 708/2004 ΕλλΔνη 47. 997, ΑΠ 750/2003 ΕλλΔνη 45. 1599). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις ή από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου (βλ. σχετ. ΑΠ 484/2006 ΝοΒ 54. 1256, ΑΠ 381/2005, ΑΠ 75/2005, ΑΠ 1167/2004, ΑΠ 996/2004, ό.π., ΑΠ 821/2004 ΕλλΔνη 45. 1601, ΑΠ 750/2003 ό.π.). Αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις οφείλει, κατά την καλή πίστη, να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών που μπορεί να προέλθουν απ’ αυτές τις καταστάσεις σε τρίτους, εξαιτίας προσβολής απόλυτων δικαιωμάτων τους, όπως είναι και αυτό της κυριότητας, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι, αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο (βλ. σχετ. ΑΠ 381/2005, ΑΠ 1167/2004, ΑΠ 996/2004, ΑΠ 821/2004, ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος) (βλ. σχετ. ΑΠ 876/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1168/2007 ΝοΒ 56. 1249). Η διάταξη έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δε συνδέεται συμβατικά με τον ζημιωμένο τρίτο. Η εφαρμογή της προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του και εξουσία αυτού επί του προστηθέντος κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή με την ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία του ή, ακόμη, και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Ο προστήσας, τότε, ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από την αδικοπραξία που τελέστηκε από τον προστηθέντα (βλ. σχετ. ΑΠ 1185/2006 ΧρΙΔ 6. 888, ΑΠ 1507/2005 ΧρΙΔ 6. 263, ΑΠ 306/2005 ΕλλΔνη 47. 1346, ΑΠ 1530/2004 ΧρΙΔ 5. 510, ΑΠ 1011/2004 ΧρΙΔ 5. 166, ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 45. 1603 και ΧρΙΔ 5. 36, ΑΠ 926/2004 ΕλλΔνη 46. 1659, ΑΠ 22/2004 ΕλλΔνη 45. 716, ΑΠ 778/2003 ΕλλΔνη 46. 80). Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον, όχι μόνο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας ιου, η οποία υπάρχει όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε μέσα στα όρια των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή με την ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθησαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον, όμως, μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δε θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (βλ. σχετ. ΑΠ 959/2004, ΑΠ 926/2004, ΑΠ 22/2004, ό.π., ΑΠ 957/2003 ΕλλΔνη 44. 1558, ΑΠ 651/2001 ΕλλΔνη 42. 1540, ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 41. 1578, Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 922 αριθ. 32-36, I. Δεληγιάννης/Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος 3°s, έκδ. 1992, παρ. 356 αριθ. 3 σελ. 187 επ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 1999, παρ. 62 III 3 αριθ. 38-39 σελ. 629, Καυκάς, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος 2ος, έκδ. 5η, άρθρο 922 παρ. 3 Γ σελ. 805-808). Αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές σ’ αυτούς (βλ. σχετ. ΑΠ 1570/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Από το συνδυασμό των διατάξεων άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 Α.Κ. συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής. Η δε ευθύνη του προστήσαντος υφίσταται ανεξάρτητα από το ποιος συγκεκριμένος από τους προστηθέντες τέλεσε την πράξη ή παράλειψη που προξένησε τη ζημία (βλ. σχετ. ΑΠ 181/2011, Α.Π. 72/2007, Α.Π. 160/2001 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ(Μον) 207/2015 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σαταθόπουλου Τομ. IV, εκδ. 1982, υπ’ άρθρ. 922αρ.41, υπ’ άρθρ. 926 αρ. 16).
Με την, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 1.6.2011 με αριθμ. έκθ. καταθ. δικογρ. …/…/….2011 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο I έφεση ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» εκθέτει ότι κατήρτισε με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ …» το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά παντός κινδύνου κατασκευής του έργου «Δίκτυα Περιοχής …», δυνάμει του οποίου ασφάλισε κατά παντός κινδύνου τα υλικά, εργαλεία, μηχανήματα, εφόδια, μετρητές, μετασχηματιστές και παρεμφερή είδη κάλυψης, που ο κύριος του έργου, ήτοι η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (….), χορήγησε στην ανάδοχο του έργου και αντισυμβαλλόμενη της, ήτοι στην «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», δυνάμει του υπ’ αριθμ. ΔΔ-… 13 1 Εργολαβικού Συμφωνητικού – Σύμβασης, για την εκτέλεση των εργασιών της πιο πάνω σύμβασης, που η «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» ανέλαβε να εκτελέσει στην περιοχή του … ως ανάδοχος. Ότι η διάρκεια της ασφάλισης ορίστηκε από 21.1.2008 έως 31.1.2011, με όριο ευθύνης της προς αποζημίωση για υλικές ζημίες το ποσό των 312.000 ευρώ. Ότι μεταξύ άλλων τα ασφαλισμένα από εκείνη υλικά καλύπτονταν ασφαλιστικά από τυχόν καταστροφή τους μεταξύ άλλων και από τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Ότι την 15.7.2008 και περί ώρα 17:15 προκλήθηκε πυρκαγιά σε ξερά χόρτα και υπολείμματα στην αγροτική περιοχή του δ.δ. … του Δήμου …, του Νομού …. Ότι η φωτιά εκδηλώθηκε πλησίον της σιδηροδρομικής γραμμής και, λόγω των σφοδρών ανέμων, που έπνεαν στην περιοχή, είχε ένταση και ταχύτητα. Ότι για τον ίδιο λόγο κατάφερε να περάσει τον ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό δρόμο … …. Ότι η φωτιά προκλήθηκε από σπινθήρες ή πυρακτωμένα υλικά, που δημιουργήθηκαν κατά τις εργασίες στην σιδηροδρομική γραμμή της περιοχής, κατά την εκτέλεση του τεχνικού έργου, που είχε αναλάβει συνεργείο της εναγομένης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ΑΝΩΝΥΜΟΣ – … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Ότι η προκληθείσα πυρκαγιά επεκτάθηκε και σε κοντινό εργοτάξιο, όπου η «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» εκτελούσε το ανωτέρω ασφαλιζόμενο σε εκείνη τεχνικό έργο, από την οποία καταστράφηκαν τα περιγραφόμενα στην αγωγή της υλικά, ιδιοκτησίας της …., τα οποία η τελευταία είχε παραχωρήσει στην πιο πάνω ανάδοχο του ασφαλισμένου στην εταιρεία της έργου. Ότι η πυροσβεστική υπηρεσία … για το περιγραφόμενο στην αγωγή της περιστατικό σχημάτισε δικογραφία κατά των μελών του συνεργείου της εναγομένης τεχνικής εταιρείας, ως υπαιτίων της φωτιάς, την οποία απέστειλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών … για τις δικές του ενέργειες. Ότι την 16.7.2008 ενημερώθηκε εγγράφως από την ασφαλισμένη σε εκείνη εταιρεία, «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και πιο συγκεκριμένα για την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 15.7.2008 και την καταστροφή των υλικών της …. και των υλικών προμήθειας αναδόχου, που ήταν αποθηκευμένα στο χώρο και ότι κλήθηκε να την καλύψει ασφαλιστικά. Ότι η …. στα πλαίσια επακριβούς προσδιορισμού της ζημίας που υπέστη από την επίδικη πυρκαγιά, σε σχέση με τα υλικά και τον εξοπλισμό που είχε παραχωρήσει στην ανάδοχο του ανωτέρω έργου εταιρεία, απέστειλε σ’ εκείνη κατάσταση αναλυτικής κοστολόγησης καμένων υλικών, με συνοπτική περιγραφή του κάθε υλικού, προσδιορισμό της τιμής μονάδας, της ποσότητας του και της αξίας του σε ευρώ, συνολικής αξίας 25.362,37 ευρώ, καθώς και το αναφερόμενο στην αγωγή τιμολόγιο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΕΒΕ», που εδρεύει στο …, Α’ Βιομηχανική Περιοχή προς τη …. για την επισκευή του περιγραφόμενου σ’ αυτό συνεπτυγμένου υπαίθριου υποσταθμού διανομής, αξίας 8.600 ευρώ και για το κόστος επιθεώρησης από μηχανικό, αξίας 586,92 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ποσού …45,51 ευρώ, συνολικής αξίας 10.932,43 ευρώ. Ότι στην συνέχεια η …. της απέστειλε το αναφερόμενο στην αγωγή της πιστωτικό τιμολόγιο, ποσού 586,92 ευρώ, που αφορούσε την δαπάνη επιθεώρησης μηχανικού, αφαιρώντας την δαπάνη αυτή. Ότι έτσι η …. περιόρισε την αξίωση της από το ανωτέρω τιμολόγιο στην αξία της επισκευής του παραπάνω αναφερόμενου συνεπτυγμένου υπαίθριου υποσταθμού, ήτοι στο ποσό των 8.600 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ποσού 1.634 ευρώ. Ότι η …. της υπενθύμισε ότι στο αναφερόμενο στην αγωγή ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι με την επίμαχη ασφάλιση καλύπτεται η αξία των υλικών κλπ, ιδιοκτησίας της …., που σύμφωνα με την σύμβαση εργολαβίας προβλέπεται να έχει στα χέρια του ο ανάδοχος για κάθε χρονική στιγμή προσαυξημένη κατά 20% και στρογγυλεμένη στην πληρέστερη χιλιάδα ευρώ, με ασφαλιζόμενη συνολική αξία των υλικών 312.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της προσαύξησης του 20%. Ότι συνεπεία των ανωτέρω η …. αιτήθηκε το ανωτέρω κονδύλι των 25.362,37 ευρώ για τα υλικά, πλέον της συμβατικής προσαύξησης αυτού κατά 20%, ήτοι επιπλέον το ποσό των 5.072 ευρώ. Ότι, επιπλέον, η …. την ενημέρωσε και για την δαπάνη μεταφοράς του υπαίθριου σταθμού της από τις εγκαταστάσεις της στην περιφερειακή αποθήκη … στο εργοστάσιο της … στο … προς επισκευή και της επιστροφής του στην περιφερειακή αποθήκη …, ποσού 240 ευρώ. Ότι για τις προαναφερόμενες αιτίες η …. ζήτησε από εκείνη το συνολικό ποσό των (25.362,37€ + 8.600€ + 1.634€ + 5.072€ + 240€ =) 40.908,37 ευρώ. Ότι, επειδή η πυρκαγιά προκάλεσε καταστροφή των υλικών, που καλύπτονταν ασφαλιστικά από εκείνη, έδωσε εντολή σε πραγματογνώμονα, προκειμένου αυτός να μεταβεί στον τόπο της πυρκαγιάς και να εκτιμήσει το μέγεθος της ζημιάς. Ότι ο πραγματογνώμονας συνέταξε την αναφερόμενη στην αγωγή έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στην οποία εκτίμησε το ύψος της προκληθείσας στην ιδιοκτήτρια των κατεστραμμένων υλικών, ήτοι στην …., στο ποσό των 40.908,37 ευρώ, από το οποίο αφαίρεσε τη συμβατική απαλλαγή του ασφαλιστή ποσού 740 ευρώ. Περαιτέρω, η παραπάνω αναφερόμενη ενάγουσα ισχυρίζεται με την πιο πάνω αγωγή της ότι, δυνάμει συμβατικού όρου στο ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, συμφωνήθηκε ρητά ότι σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου οι αποζημιώσεις για ζημίες, απώλειες, θα καταβάλλονται από τον ασφαλιστή απευθείας στη …. στο ακέραιο, χωρίς κρατήσεις για προμήθεια, έξοδα πραγματογνωμοσύνης, τέλη χαρτοσήμου κλπ και ότι για την αιτία αυτή ο ανάδοχος, δηλαδή η … ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε., εκχωρεί αμετακλήτως το σχετικό του δικαίωμα κατά του ασφαλιστή στη ….. Ότι βάσει των ανωτέρω, όντας υπόχρεη από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο να καταβάλει την αποζημίωση απευθείας στη …., κατέβαλε την 24.11.2010 στην τελευταία το συνολικό ποσό των 40.168,37 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε αξίωσης της από τις ζημίες που υπέστη από την ένδικη πυρκαγιά της 15.7.2008. Ότι στην από 24.11.2020 εξοφλητική απόδειξη που συντάχθηκε και υπογράφηκε η δικαιούχος της αποζημίωσης, …., εκχώρησε κάθε αξίωση της προς αποκατάσταση της ζημίας της έναντι οποιουδήποτε υπεύθυνου τρίτου για την ανωτέρω αιτία, σε εκείνη, που κατέβαλε το ασφάλισμα, στην έκταση αυτού, κατ’ άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 περί ασφαλιστικής σύμβασης. Ότι με τον τρόπο αυτό υπεισήλθε νόμιμα στη θέση της ασφαλισμένης της εταιρείας με την επωνυμία «… ΥΠΗΡΕΣΙΑ … Α.Ε.», ως αναδόχου του ασφαλιζομένου έργου, και κατ’ επέκταση στη θέση της ιδιοκτήτριας των ασφαλιζομένων υλικών – δικαιούχου της αποζημίωσης, δυνάμει συμβατικού όρου του ασφαλιστηρίου, ήτοι της …., για το ασφάλισμα που της κατέβαλε, ήτοι για το ποσό των 40.168,37 ευρώ, ως προς της αξιώσεις της εις βάρος κάθε ζημιώσαντα τρίτου. Ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώσει το ποσό αυτό από την ζημιώσασα εναγομένη εταιρεία, το οποίο αποτελεί την ισόποση ζημία της από την πρόκληση της επίδικης πυρκαγιάς. Ότι οι επίμαχες υλικές ζημιές, που υπέστησαν τα υλικά και ο εξοπλισμός της …., τα οποία είχε παραχωρήσει στην ανάδοχο του έργου – αντισυμβαλλόμενη της εταιρεία, προκλήθηκαν από υπαίτιο σφάλμα του εργαζομένου προσωπικού της εναγομένης τεχνικής εταιρείας, επί έργου συντηρήσεως, που εκτελούσε στην κοντινή σιδηροδρομική γραμμή του … και ειδικότερα εξαιτίας της παράλειψης της να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλούς διενέργειας εργασιών συντήρησης στην ανωτέρω σιδηροδρομική γραμμή, με συνέπεια η παράλειψη της αυτή να οδηγήσει άμεσα και αιτιωδώς στην πρόκληση της παραπάνω πυρκαγιάς από υπαίτιο σφάλμα των προστηθέντων υπαλλήλων της και στην παράνομη και υπαίτια πρόκληση της προαναφερόμενης ζημίας της στις ασφαλισμένες από εκείνη εγκαταστάσεις. Με βάση το ιστορικό αυτό, η πιο πάνω ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί, δια προσωρινά εκτελεστής απόφασης, η εναγόμενη εταιρία να της καταβάλει το ποσό των 40.168,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής της, ήτοι από 25.11.2010, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική ιης δαπάνη. Επί της αγωγής δε αυτής, η οποία συνεκδικάστηκε με την από 18.9.2014 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή (Γ.Α.Κ. …/2014 και Α.Κ.Δ. ../2014), εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμ. 7354/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η εκκαλουμένη, με την οποία, κρίθηκε κατ’ αρχήν ότι η ένδικη αγωγή αρμοδίως και παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του, ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και περαιτέρω ότι αυτή είναι ορισμένη, απορριφθέντος του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης της παραπάνω αγωγής, ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… – ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και, ήδη, εφεσίβλητης της υπό στοιχείο I έφεσης, καθώς και νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 και 346, 361, 297, 298, 914, 922, 926 ΑΚ και 907, 908, 176 ΚΠολΔ, απορριφθέντος του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ιδίας πιο πάνω εναγομένης και, ήδη, εφεσίβλητης. Εν συνεχεία δε η αγωγή απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επιβλήθηκαν στην ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» για τον ειδικά αναφερόμενο στο δικόγραφο της υπό στοιχεί I έφεσής της λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά περίπτωση, όπως ειδικότερα κατωτέρω εκτίθεται, αιτούμενη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ασκηθείσα σε βάρος της εναγομένης αγωγή της και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Η εναγόμενη της παραπάνω αγωγής, ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «… – ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο I έφεσης, ισχυρίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως αυτές επιτρεπτώς εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ότι η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επικαλούμενη ότι στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρεται ποια είναι η σχέση της ασφαλιζόμενης, κατά τους ισχυρισμούς της, εταιρείας – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε. με τα ασφαλισμένα πράγματα, ότι αναφέρεται ο’ αυτήν αορίστως ότι τα ασφαλισμένα πράγματα ανήκαν στην …. Α.Ε. χωρίς όμως να εξειδικεύεται βάσει ποιας σχέσης κατείχε τα πράγματα αυτά η … ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε. και κυρίως σε τι συνίσταται το ασφαλιστικό συμφέρον της τελευταίας να τα ασφαλίσει, καθώς και ότι δεν καθίσταται σαφές από το δικόγραφο της πιο πάνω αγωγής εάν η αντίδικος της την ενάγει βάσει της εκ του νόμου ασφαλιστικής υποκατάστασης ή βάσει των διατάξεων της κοινής εκχώρησης της απαίτησης της …. Α.Ε. προς την αντίδικο, αφού στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής γίνεται επίκληση σωρευτικά περισσοτέρων βάσεων του άρθρου 14 του Ν. 2496/1997 και των διατάξεων της κοινής εκχώρησης του ΑΚ. Ο πιο πάνω ισχυρισμός της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, καθόσον δεν αναφέρεται ποια είναι η σχέση της ασφαλιζόμενης, κατά τους ισχυρισμούς της, εταιρείας – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε. με τα ασφαλισμένα πράγματα, ότι αναφέρεται σ’ αυτήν αορίστως ότι τα ασφαλισμένα πράγματα ανήκαν στην …. Α.Ε. χωρίς όμως να εξειδικεύεται βάσει ποιας σχέσης κατείχε τα πράγματα αυτά η … ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε. και κυρίως σε τι συνίσταται το ασφαλιστικό συμφέρον της τελευταίας να τα ασφαλίσει, ο οποίος παραδεκτά επανυποβάλλεται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Τούτο, επειδή, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην παραπάνω υπό στοιχείο III. Β. νομική σκέψη της παρούσας, από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997, που αντικατέστησε το άρθρο 210 ΕμπΝ, το οποίο ορίζει ότι εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, δηλαδή ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του έναντι του ζημιώσαντος τρίτου προσώπου, προκύπτει ότι ο ασφαλιστής ασκώντας την αγωγή που θα ασκούσε ο ίδιος ο ασφαλισμένος κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου αρκεί για την πληρότητά της να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης ν’ αποδείξει την συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και γ) την ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε (ΕφΑΘ 213/2008, ΕλλΔνη 49.833, ΕφΑΘ 6102/1991, ΕΕμπΔ 1992 σελ. 227), στοιχεία τα οποία εν προκειμένω επικαλείται η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο I έφεσης στο δικόγραφο της αγωγής της για την πληρότητα αυτού, μη απαιτούμενης για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής η αναφορά της σχέσης της ασφαλιζόμενης, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης – εφεσίβλητης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας, «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» με τα ασφαλισμένα πράγματα και του ασφαλιστικού συμφέροντος της τελευταίας εταιρείας να προβεί στην ασφάλιση των αναφερομένων στην αγωγή πραγμάτων. Περαιτέρω και ο έτερος ισχυρισμός της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, περί απαραδέκτου λόγω αοριστίας της υπό κρίση αγωγής, καθώς δεν καθίσταται σαφές από το δικόγραφο αυτής εάν η αντίδικος της την ενάγει βάσει της εκ του νόμου ασφαλιστικής υποκατάστασης ή βάσει των διατάξεων της κοινής εκχώρησης της απαίτησης της …. Α.Ε. προς την αντίδικο, επειδή στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής γίνεται επίκληση σωρευτικά περισσοτέρων βάσεων του άρθρου 14 του Ν. 2496/1997 και των διατάξεων της κοινής εκχώρησης του ΑΚ, ο οποίος παραδεκτά επανυποβάλλεται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο προκύπτει ότι η ενάγουσα – εκκαλούσα της υπό στοιχείο I έφεσης προσδιορίζει επακριβώς το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, αφού επιχειρεί να θεμελιώσει νομικά την υπό κρίση αγωγή της και ειδικότερα το αίτημα της να υποχρεωθεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη ανώνυμη τεχνική εταιρεία να της καταβάλει το ασφάλισμα που κατέβαλε στην …. Α.Ε., ιδιοκτήτρια των ασφαλισμένων υλικών δικαιούχο της αποζημίωσης, δυνάμει σχετικού όρου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», αποκλειστικά στην διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, αφού ρητά αναφέρει σ’ αυτήν ότι ασκεί την αξίωση της δικαιούχου του ασφαλίσματος …. Α.Ε. (δικαιούχος με εκχώρηση από την λήπτρια της ασφάλισης «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.») προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτή υπέστη κατά της εναγομένης – εφεσίβλητης, υπαίτιας της ζημίας της …. Α.Ε., κατά τους αγωγικούς της ισχυρισμούς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, δηλαδή ότι η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο αντικαθίσταται με την παρούσα (ΚΠολΔ 534), ορθώς έκρινε. Επιπλέον, η εναγόμενη της παραπάνω αγωγής, ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … – … ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο I έφεσης, ισχυρίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως αυτές επιτρεπτώς εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ότι η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, επικαλούμενη ότι: α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την ένδικη αγωγή της ασκεί αξίωση της λήπτριας της ασφάλισης (… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.) κατά του υπαιτίου της πυρκαγιάς, η οποία είναι ανύπαρκτη, καθόσον η αντισυμβαλλόμενη της, την οποία υποκαθιστά δεν ήταν κυρία των πραγμάτων που καταστράφηκαν από την πυρκαγιά, αφού αυτά ανήκαν στην …. Α.Ε. και β) δεν γίνεται επίκληση στην ίδια ως άνω αγωγή εάν και πότε αναγγέλθηκαν οι αναφερόμενες σ’ αυτή εκχωρήσεις. Ο πιο πάνω ισχυρισμός της εναγόμενης, ήδη εφεσίβλητης, ότι η ένδικη αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, καθόσον η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την ένδικη αγωγή της ασκεί αξίωση της λήπτριας της ασφάλισης (… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.) κατά του υπαιτίου της πυρκαγιάς, η οποία είναι ανύπαρκτη, καθόσον η αντισυμβαλλόμενη της, την οποία υποκαθιστά δεν ήταν κυρία των πραγμάτων που καταστράφηκαν από την πυρκαγιά, αφού αυτά ανήκαν στην …. Α.Ε., ο οποίος παραδεκτά επανυποβάλλεται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Τούτο, επειδή, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στις παραπάνω υπό στοιχεία III. Α. και Β. νομικές σκέψεις της παρούσας, ο ασφαλιστής θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει την υποχρέωση του και επομένως απολαμβάνει της υποκαταστάσεως ακόμα και στην περίπτωση που κατέβαλε το ασφάλισμα προς τον εκδοχέα του ασφαλισμένου (πρβλ. το καταργηθέν άρθρο 194 παρ. 3 ΕμπΝ), ομοίως, εάν σύμφωνα προς το άρθρο 11 Ν. ΓπΝ κατέβαλε προς τον παθόντα από αυτοκινητιστικό ατύχημα, επίσης, εάν σύμφωνα με το άρθρο 1287 ΑΚ κατέβαλε προς τον ενυπόθηκο δανειστή, αφού ουδεμία σημασία έχει το πρόσωπο εκείνου που εισέπραξε το ασφάλισμα, αρκεί ότι νομιμοποιείται στην είσπραξη του και τούτο επειδή δεν είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει η ασφαλιστική υποκατάσταση η καταβολή του ασφαλίσματος να γίνει προσωπικώς σε εκείνον που συμβλήθηκε με τον ασφαλιστή ή προς τον ασφαλισμένο, εάν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του πρώτου, πρέπει, απλώς, η καταβολή να έγινε προς τον κατά τη στιγμή της πραγματοποίησης αυτής (καταβολής) νόμιμο δικαιούχο του ασφαλίσματος (Βλ. Μανιατόπουλο, όπ.π. σελ. 86), όπως επικαλείται εν προκειμένω η ενάγουσα – εκκαλούσα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου τούτου ενισχύεται και από την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 14 Ν. 2496/1997, σύμφωνα με την οποία «ο λήπτης της ασφάλισης και σε περίπτωση ασφάλισης για λογαριασμό ο ασφαλισμένος και ο τυχόν τρίτος δικαιούχος του ασφαλίσματος, υποχρεούνται να διαφυλάξουν τα δικαιώματα τους κατά του τρίτου που περιέρχονται στον ασφαλιστή· παραβίαση της υποχρέωσης αυτής επάγεται ευθύνη των υπόχρεων προς αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή.». Τούτο διότι δεν αποκλείεται το πρόσωπο, η ζωή ή η υγεία του οποίου κινδυνεύει από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, να είναι διαφορετικό από αυτό που συμβάλλεται στο όνομα του με τον ασφαλιστή (δηλαδή διαφορετικό από τον λήπτη της ασφάλισης), λ.χ. στην περίπτωση που μία επιχείρηση ασφαλίζει το προσωπικό της (ομαδική ασφάλιση) για ατυχήματα και για θάνατο, όπου βέβαια δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι το προσωπικό, αφού και στην περίπτωση αυτή λειτουργεί η ασφαλιστική υποκατάσταση, καθόσον από την διατύπωση του νόμου περιέρχονται στον ασφαλιστή τα δικαιώματα όχι μόνο του λήπτη της ασφάλισης, αλλά και του ασφαλισμένου στην περίπτωση της ασφάλισης για λογαριασμό ή του τρίτου δικαιούχου του ασφαλίσματος (ο οποίος μπορεί να έχει ορισθεί με τη σύμβαση ή με μεταγενέστερη εκχώρηση να έχει καταστεί δικαιούχος – πρβλ./Ρόκα, όπ.π. σελ. 196). Επίσης, και ο έτερος ισχυρισμός της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, ότι η ένδικη αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν γίνεται επίκληση σ’ αυτήν εάν και πότε αναγγέλθηκαν οι αναφερόμενες σ’ αυτή εκχωρήσεις, ο οποίος παραδεκτά επανυποβάλλεται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Τούτο, επειδή, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην παραπάνω υπό στοιχείο III. Β. νομική σκέψη της παρούσας, η περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, αποτελεί νόμιμη εκχώρηση, επερχόμενη αυτοδικαίως από το νόμο και απαλλάσσει τους ενδιαφερομένους από την τήρηση οποιοσδήποτε διατυπώσεως, χωρίς να εξαιρείται ούτε από την αναγγελία, σε αντίθεση προς τη συμβατική και επομένως η παράλειψη της αναγγελίας δεν αποτελεί κώλυμα για την ενάσκηση του δικαιώματος, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν ασυμβίβαστο με την έννοια της αυτοδικαίως εκ του νόμου επερχόμενης υποκατάστασης (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 1877/1983 ΕΕμπΔ 35. 292, Μανιατόπουλος, Ασφαλιστική Υποκατάστασις, έκδ. 1955, σελ. 100-101,7. Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, 11η έκδ., παρ. 537 σελ. 350. Αντίθετοι Ζούρλας, σε ΕρμΑΚ άρθρο 469 αριθ. 4: ως προς το ζήτημα της αναγγελίας και στις περιπτώσεις της νόμιμης εκχώρησης πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρθρων 460 επ. ΑΚ- Σκουλούδης, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, γ’ έκδ., σελ. 333 με παραπομπή μεταξύ άλλων και σε Μανιατόπουλο, ο οποίος όμως υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται αναγγελία). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, δηλαδή ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο αντικαθίσταται με την παρούσα (ΚΠολΔ 534), ορθώς έκρινε. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα επιδίκασης τόκων από την ημέρα καταβολής του ασφαλίσματος, ήτοι από 25.11.2010, δεν είναι νόμιμο εφόσον η ημερομηνία αυτή δεν συνιστά όχληση (άρθρο 340 ΑΚ), αλλά ούτε και δήλη ημέρα (άρθρο 341 ΑΚ) και συνεπώς τόκοι θα επιδικαστούν από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340, 345 – 346 του ΑΚ.
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ΔΔ-…131 Εργολαβικού Συμφωνητικού – Σύμβασης η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», κατά το κρίσιμο χρόνο του μηνός Ιουλίου του έτους 2008, είχε αναλάβει, ως ανάδοχος, από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… … … Α.Ε.» (…. Α.Ε.) – κυρία του έργου, την εκτέλεση του έργου «ΔΙΚΤΥΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ … Δ.Δ. … (ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ)» και πιο συγκεκριμένα την κατασκευή , ανακατασκευή ή αφαίρεση εναέριων και υπόγειων γραμμών μέσης και χαμηλής τάσης, υποσταθμών διανομής υπόγειων παροχών, εναέριων παροχών, διευθετήσεις και λοιπές βοηθητικές εργασίες (π.χ. κατασκευή εφεδρικών διαβάσεων από σωλήνες), που αφορούν υπόγεια καλώδια των παραπάνω τάσεων και την επισκευή ή αντικατάσταση τμημάτων σε υπάρχουσες γραμμές, όπως οι παραπάνω ή σε στοιχεία τέτοιων γραμμών, στην περιοχή του Νομού …. Υπεργολάβος στο ανωτέρω έργο ήταν ο…, ο οποίος για την εκτέλεση της υπεργολαβίας ανέπτυξε εργοτάξιο – αποθηκευτικό χώρο σε αγροτική περιοχή του …, του Δήμου … – Νομού … και ειδικότερα στο … χλμ … – …, σε χώρο που είχε μισθώσει στην ως άνω περιοχή από τον … …, εντός του οποίου είχε υλικά της αναδόχου εταιρείας «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.». Στα πλαίσια υλοποίησης της πιο πάνω εργολαβίας, η ανάδοχος του ανωτέρω έργου – ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ … Α.Ε.» προχώρησε στην υπογραφή του υπ’ αριθμ. …/22.1.2008 ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατά παντός κινδύνου κατασκευής έργου (C.A.R.) με την ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.», δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη των υλικών αντικειμένων, που θα χρησιμοποιούνταν κατά την διάρκεια εκτέλεσης του ανωτέρω τεχνικού έργου. Ειδικότερα, η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ως ασφαλιστής, έναντι της αντισυμβαλλόμενης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» – λήπτρια της ως άνω ασφαλίσεως, ανάλαβε την ασφαλιστική κάλυψη της αξίας των περιγραφόμενων στο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο υλικών – αντικειμένων σε ανοικτή βάση, προσαυξημένη κατά 20% και κατά παντός κινδύνου απώλειας, ζημίας, βλάβης κ.λ.π., οφειλόμενων σε οποιαδήποτε αιτία, συμπεριλαμβανομένης της ανωτέρας βίας και των τυχαίων περιστατικών (π.χ. πλημμύρα, πυρκαγιά, σεισμός, κλοπή κ.λ.π.), με την προϋπόθεση ότι για τον κίνδυνο της κλοπής τα υλικά αντικείμενα θα καλύπτονταν εφόσον βρίσκονταν εντός κλειστών αποθηκευτικών χώρων της αναδόχου του έργου («… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.»), είτε πρόκειται για τις αποθήκες της που προβλέπονται από τη σχετική σύμβαση με την κυρία του έργου (…. Α.Ε.), είτε πρόκειται για ανοικτούς ή κλειστούς χώρους αποθήκευσης ή ακόμα απερίφρακτους χώρους, που όμως θα επιτηρούνται και θα φυλάσσονται από ειδικά εντεταλμένο όργανο από το προσωπικό της αναδόχου εταιρείας, που θα δημιουργούνταν στην εκάστοτε περιοχή των εργασιών, ο δε χρόνος ασφάλισης, ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 21.1.2008 έως την 3 Ια 1.2011, με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο το ποσό εκείνο των τριακοσίων δώδεκα χιλιάδων (312.000) ευρώ και με όρο απαλλαγής, για τους συγκεκριμένους κινδύνους, το ποσό των επτακοσίων σαράντα (740) ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ως ασφαλιστής, έναντι της αντισυμβαλλόμενης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» – λήπτρια της ως άνω ασφαλίσεως, ανάλαβε την ασφαλιστική κάλυψη: α) των υλικών, εργαλείων, μηχανημάτων, εφοδίων, μετρητών, μετασχηματιστών και παρεμφερών ειδών, που θα χορηγούσε η κυρία του έργου …. Α.Ε. στην ανάδοχο αυτού, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» για την εκτέλεση των παραπάνω περιγραφόμενων εργασιών της ανωτέρω εργολαβικής σύμβασης, β) τα υλικά μηχανήματα, μετρητές, μετασχηματιστές, και παρεμφερή είδη που αποξηλώνονται από τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις της κυρίας του έργου …. Α.Ε. από την ως άνω ανάδοχο εταιρεία κατά την εκτέλεση των προαναφερόμενων εργασιών και προορίζονται για επανατοποθέτηση τους σε άλλο σημείο των εγκαταστάσεων ή για επιστροφή τους στις αποθήκες της …. Α.Ε., γ) τις δια θαλάσσης μεταφορές των ως άνω ασφαλιζομένων υλικών, τα οποία μεταφέρονται από και προς τα νησιά στα πλαίσια εκτέλεσης των εργασιών της παραπάνω εργολαβικής σύμβασης, χωρίς την καταβολή επασφαλίστρου ή χωριστού ασφαλίστρου, καθώς και δ) τα υλικά, μηχανήματα, εργαλεία κ.λ.π. που βρίσκονται στους εν γένει αποθηκευτικούς χώρους της πιο πάνω αναδόχου εταιρείας, είτε πρόκειται για τις αποθήκες της που προβλέπονται από τη σχετική σύμβαση της με την κυρία του έργου (…. Α.Ε.), είτε πρόκειται για ανοικτούς ή κλειστούς χώρους αποθήκευσης ή ακόμα απερίφρακτους χώρους, που όμως θα επιτηρούνται και θα φυλάσσονται από ειδικά εντεταλμένο όργανο από το προσωπικό της αναδόχου εταιρείας, που θα δήμιουργούνται στην εκάστοτε περιοχή των εργασιών. Εξάλλου, σύμφωνα με το ανωτέρω αναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλισμένος ορίστηκε ο δηλωμένος στον πίνακα ασφάλισης κύριος του έργου, ο κυρίως εργολάβος, καθώς και τυχόν εργολάβοι και υπεργολάβοι, οι προμηθευτές του έργου, καθώς και οι μελετητές, οι σύμβουλοι και οι επιβλέποντες μηχανικοί, για την φυσικοί τους παρουσία στο έργο και όχι για την επαγγελματική τους ευθύνη (παρ. Η’ «ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ/ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ/ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ» και ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΕΡΓΟΥ/ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ-ΑΣΦΑΛΙΣΖΟΜΕΝΟΣ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου). Ειδικότερα, βάσει των ανωτέρω, ως ασφαλισμένη ορίστηκε η εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» – εργολάβος – ανάδοχος του αναφερομένου στην υπ’ αριθμ. ΔΔ-…131 εργολαβική σύμβαση έργου και συνασφαλιζόμενη η …. Α.Ε. (… … … Α.Ε.) – κυρία του έργου και ο ανωτέρω αναφερόμενος υπεργολάβος της αναδόχου εταιρείας. Η …. Α.Ε., επιπλέον, ορίστηκε στην ως άνω ασφαλιστική σύμβαση, με βάση την παρ. Η’ «ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ/ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ/ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ-Ζημιές & Αποζημιώσεις», και δικαιούχος του ασφαλίσματος, αφού ρητά αναφέρεται ο’ αυτή «…. Οι αποζημιώσεις για ζημίες, απώλειες κλπ θα καταβάλλονται από τον Ασφαλιστή απ’ ευθείας στη …/… στο ακέραιο, χωρίς κρατήσεις για προμήθεια, έξοδα πραγματογνωμοσύνης, τέλη χαρτοσήμου κλπ. Για την αιτία αυτή ο Ανάδοχος εκχωρεί αμετακλήτως το σχετικό δικαίωμα κατά του Ασφαλιστή στη … » (βλ. σχετ. τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας εκκαλούσας: ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, την με ημερομηνία 5.8.2008 έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …, την υπ’ αριθμ. πρωτ. …. βεβαίωση της ιδίας ως άνω υπηρεσίας, την από 22.7.2008 δήλωση καταστροφής υλικών της … Α.Ε. από πυρκαγιά της αναδόχου εταιρείας «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» προς την …./…., την από 15.7.2008 δήλωση ζημίας της ιδίας ως άνω αναδόχου εταιρείας προς την ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία και την υπ’ αριθμ. …. πραγματογνωμοσύνη περιγραφής και εκτίμησης ζημιών του …. ). Η εναγόμενη – εφεσίβλητη ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «…- ΑΝΩΝΥΜΟΣ …-… ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με τον διακριτικό τίτλο «… Α.Τ.Ε.», κατά τον πιο πάνω χρόνο, είχε αναλάβει ως ανάδοχος το έργο «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ….. ΜΕΤΑΞΥ Χ.Σ. ….». Το πιο πάνω έργο ακολουθούσε την υφιστάμενη σιδηροδρομική γραμμή … – … και συγκεκριμένα το τμήμα αυτής από την Χ.Θ. 37+074 μ.Θ έως τον σιδηροδρομικό σταθμό … (Χ.Θ. 33+180 μ.Πκ), συνολικού μήκους 32 χιλιομέτρων περίπου. Το είδος του έργου που είχε αναλάβει η ανωτέρω εναγόμενη – εφεσίβλητη ανάδοχος τεχνική ανώνυμη εταιρεία ήταν «ΕΠΙΔΟΜΗ (ΒΕΛΤΙΩΣΗ-ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΞΥ Χ.Σ. ….)». Μεταξύ των εργασιών που η ως άνω εναγόμενη – εφεσίβλητη εταιρεία είχε αναλάβει κατά την εκτέλεση σιδηροδρομικών εργασιών ήταν και οι εργασίες ανακαίνισης με ελεύθερο περιθώριο κυκλοφορίας 8 ωρών, οι οποίες περιλάμβαναν: «αποξήλωση των υφιστάμενων γραμμών, στρώση γραμμής, ήτοι κατασκευή υποστρώματος, επιδομής, στρώση στρωτήρων, σκυρόστρωση, οριζονπογραφική και υψομετρική τακτοποίηση γραμμής, αλουμινοθερμικές συγκολλήσεις σιδηροτροχιών UIC54, ήτοι λύσιμο επαρκούς αριθμού στρωτήρων, κοπή της σιδηροτροχιάς με δισκοπρίονο για την δημιουργία του απαιτούμενου διάκενου, την ευθυγράμμιση των προς συγκόλληση σιδηροτροχιών με ειδική συσκευή, δημιουργία λάκκου για την τοποθέτηση των εξαρτημάτων, εκτέλεση συγκόλλησης με σετ εργαλείων αλουμινοθερμικής συγκόλλησης, κοπή του πλεονάζοντος υλικού με υδραυλική πρέσα, λείανση των συγκολλήσεων 25 λεπτά μετά το πέρας της συγκόλλησης (με grinding machine) και δέσιμο της γραμμής στην προτεραία θέση της, απελευθέρωση τάσεων σε σταθεροποιημένη γραμμή από ΣΣΣ (Συνεχώς Συγκολλημένη Σιδηροτροχιά), ήτοι αναλυτικότερα: Καθαρισμός του σκύρου από τους συνδέσμους, κοπή των σιδηροτροχιών, λύσιμο και αφαίρεση των συνδέσμων, τοποθέτηση της γραμμής επί κυλίστρων ανά 8 στρωτήρες, εργασία απελευθέρωσης τάσεων (με την χρησιμοποίηση υδραυλικών εντατήρων), τοποθέτηση τμημάτων σιδηροτροχιών, εκτέλεση απαιτούμενων συγκολλήσεων, ομαλοποίηση τάσεων, γρασάρισμα των μπουλονιών στην κεφαλήν και αποσύνδεση, μεταφορά, αποθήκευση και επανασύνδεση των συνδέσμων σηματοδότησης.» (βλ. σχετ. τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της εναγομένης – εφεσίβλητης: σχέδιο ασφαλείας και υγείας του έργου «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ …-… ΜΕΤΑΞΥ Χ.Σ. ….. …», την από 20.12.2007 έγκριση Προγράμματος Ποιότητας Έργου και Σχεδίου Ασφαλείας Υγείας του ως άνω έργου, το υπ’ αριθμ. 33/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών …, καθώς και τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας – εκκαλούσας: την με ημερομηνία 18.7.2008 έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …, τις με ημερομηνία 18.7.2008 εκθέσεις εξέτασης μάρτυρα χωρίς όρκο των … … και … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …). Στις 15.7.2008 και περί ώρα 17:15, ενώ η εναγόμενη – εφεσίβλητη ανώνυμη τεχνική εταιρεία εκτελούσε εργασίες, στα πλαίσια υλοποίησης του ανωτέρω αναφερόμενου έργου, που είχε αναλάβει ως ανάδοχος, στη σιδηροδρομική γραμμή σε αγροτική περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος …, του Δήμου … – Νομού …, με τους προστηθέντες προς τούτο υπαλλήλους της … … του …, οδηγό αυτής και τον … … του …, τεχνίτη – εργάτη, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε ξερά χόρτα και υπολείμματα καλλιεργειών πλησίον της παραπάνω σιδηροδρομικής γραμμής. Η φωτιά λόγω των σφοδρών ανέμων, που έπνεαν στην πιο πάνω περιοχή, είχε ένταση και ταχύτητα. Για το λόγο αυτό κατάφερε να περάσει τον ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό δρόμο … …, για λόγους δε ασφαλείας διακόπηκε η κυκλοφορία των οχημάτων από το εν λόγω σημείο μέχρι την κατάσβεση της φωτιάς. Το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς προσδιορίστηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …, κατά την διενεργηθείσα αυτοψία των υπηρετούντων σ’ αυτή… και…, οι οποίοι σημειωτέων έλαβαν μέρος στην κατάσβεση της εν λόγω πυρκαγιάς, πλησίον της παραπάνω σιδηροδρομικής γραμμής. Στο σημείο αυτό της σιδηροδρομικής γραμμής κατά την διάρκεια της κατάσβεσης υπήρχαν άτομα με άσπρο ημιφορτηγό και ειδικότερα οι παραπάνω προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης – εφεσίβλητης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας … … και … …, καθόσον στο εν λόγω σημείο δεν υπήρχαν άλλα άτομα εκτός από αυτούς και τους πυροσβέστες που κατέφθασαν στο σημείο για την κατάσβεση της επίμαχης πυρκαγιάς. Αφού ολοκληρώθηκε η κατάσβεση της πυρκαγιάς, εντοπίσθηκαν στο σημείο που αυτή εκδηλώθηκε εργαλεία και μηχανήματα της εναγομένης – εφεσίβλητης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας, που είχαν χρησιμοποιηθεί από τους παραπάνω αναφερόμενους προστηθέντες υπαλλήλους της για τις εργασίες, που εκείνοι εκτελούσαν κατά το μήκος της ανωτέρω σιδηροδρομικής γραμμής. Στην σιδηροτροχιά βρέθηκαν ίχνη πρόσφατης εργασίας και πιο συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι είχε λάβει χώρα ένωση της σιδηροτροχιάς από την πλευρά της πυρκαγιάς, καθόσον αυτή διαπιστώθηκε ότι ήταν συγκολλημένη και τριμμένη με τροχό, ενώ στην απέναντι σιδηροτροχιά δεν βρέθηκαν ίχνη πρόσφατων εργασιών. Ανάμεσα στην παραπάνω σιδηροδρομική γραμμή και τις σιτοκαλαμιές υπάρχει αγροτικός δρόμος πάνω στον οποίο εντοπίστηκε από τους πυροσβέστες της Πυροσβεστική Υπηρεσία … άγνωστο υλικό, το οποίο προοριζόταν προφανώς για την συγκόλληση των γραμμών. Η κατεύθυνση του ανέμου, κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε η φωτιά στην ως άνω περιοχή, ήταν με φορά από την σιδηροδρομική γραμμή προς τις σιτοκαλαμιές, οι οποίες εν τέλει κάηκαν. Η ως άνω φωτιά προκλήθηκε από σπινθήρες ή πυρακτωμένα υλικά, που δημιουργήθηκαν κατά την εκτέλεση εργασιών από τους ανωτέρω αναφερόμενους προστηθέντες από την εναγομένη – εφεσίβλητη εταιρεία για την πραγματοποίηση αυτών υπαλλήλους της, στο πιο πάνω σημείο της παραπάνω σιδηροδρομικής γραμμής. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω φωτιά προκλήθηκε κατά την συγκόλληση σιδηροτροχιών, δηλαδή κατά την διάρκεια συγκόλλησης κάθε σιδηροτροχιάς με την επόμενη με αλουμινοθερμικές συγκολλήσεις. Ήτοι αναλυτικότερα, οι πιο πάνω προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης – εφεσίβλητης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας προέβησαν στο λύσιμο επαρκούς αριθμού στρωτήρων, έκοψαν την σιδηροτροχιά με δισκοπρίονο για να δημιουργήσουν το απαιτούμενο διάκενο, ευθυγράμμισαν τις προς συγκόλληση σιδηροτροχιές με ειδική συσκευή, δημιούργησαν λάκκο, όπου τοποθέτησαν τα εξαρτήματα, δηλαδή το καλούπι γύρο από την σιδηροτροχιά και από πάνω την χοάνη, μέσα στην οποία τοποθέτησαν το υλικό συγκόλλησης σε στέρεη μορφή, ακολούθως προέβησαν στην ανάφλεξη του ως άνω υλικού με ένα σπίρτο ειδικό για τον σκοπό αυτό και έκλεισαν το καπάκι της χοάνης, το υλικό αυτό κάηκε και έλιωσε και στη συνέχεια όταν αυτό πλέον υγροποιήθηκε έπεσε μέσα στο καλούπι, αφότου δε αυτό κρύωσε έκοψαν το πλεονάζον υλικό με υδραυλική πρέσα, λείαναν τις συγκολλήσεις με grinding machine και έδεσαν την γραμμή στην προτεραία θέση της. Από την ανωτέρω φωτιά καήκαν υπολείμματα καλλιεργειών σε έκταση δώδεκα (12) στρεμμάτων, ιδιοκτησίας … …, σε αγροτεμάχιο με ακακίες και ξερά χόρτα σε έκταση τριών (3) στρεμμάτων, ενώ, επιπλέον, στον μισθωμένο από τον υπεργολάβο της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας της ενάγουσας – εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, … …, οικοπεδικό χώρο εργοταξίου, περίπου ενός (1) στρέμματος κάηκαν ολοσχερώς ξερά χόρτα και μερικώς υλικά της …. Α.Ε., που είχαν παραχωρηθεί από την τελευταία στην αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας – εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» για την εκτέλεση των εργασιών που εκείνη είχε αναλάβει, η οποία με την σειρά της τα είχε παραδώσει στον υπεργολάβο του ανωτέρω έργου που εκείνη είχε αναλάβει. Ειδικότερα, κάηκαν δέκα πέντε (15) κυβικά κοντόξυλα, τριάντα (30) κυβικά τραβέρσες, ένας (1) υποσταθμός μέσης τάσης (τύπου κόμπακ), ηλεκτρολογικό υλικό (μονωτήρες, ντουί, φωτιστικά, καλώδια αλουμινίου, αεροδιακόπτες), δώδεκα (12) πίλαρ (κιβώτια διακοπτών) ιδιοκτησίας της …. Α.Ε., ενώ, επίσης, είναι πιθανόν να υπέστησαν ζημία από την θερμοκρασία της πυρκαγιάς έξι (6) πίλαρ, συρματόσχοινα και μεταλλικά στηρίγματα μονωτήρων, ιδιοκτησίας πάλι της …. Α.Ε.. Όλα τα ανωτέρω αντικείμενα πλην του υποσταθμού μέσης τάσης, τύπου κόμπακ, λόγω της φύσης του, για να εξασφαλιστεί η πλήρης κατάσβεση τους, επιχωματώθηκαν (βλ. σχετ. τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας – εκκαλούσας: με ημερομηνία 15.7.2008 έκθεση απλής αυτοψίας των ανακριτικών υπαλλήλων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας …, την με ημερομηνία 18.7.2008 έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …, την με ημερομηνία 5.8.2008 έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …, την με ημερομηνία 28.10.2008 έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία …, τις με ημερομηνία 18.7.2008 εκθέσεις εξέτασης μάρτυρα χωρίς όρκο των … … και … … κατά την διενέργεια προανάκρισης από την Πυροσβεστική Υπηρεσία … και τις ληφθείσες από την Πυροσβεστική Υπηρεσία … υπ’ αριθμ. 1, 2, 3 και 4 φωτογραφίες των εντοπισθέντων στο σημείο της πυρκαγιάς ευρημάτων). Ως εκ τούτου από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προέκυψε ότι από την επίδικη φωτιά προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Για την παραπάνω πυρκαγιά ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών … άσκησε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού από αμέλεια (άρθρα 26 παρ. 1, 28, 264 α ΠΚ), παραγγέλλοντας προς την Πυροσβεστική Υπηρεσία … την διενέργεια προανάκρισης, κατ’ άρθρα 43 παρ. 1, 243 παρ. 2 ΚΠΔ (όπως αυτός ίσχυε μέχρι 30.6.2019), κατά των φερόμενων ως υπαίτιων της πρόκλησης της επίδικης φωτιάς… – νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ», … … – εργοταξιάρχη του πιο πάνω έργου που είχε αναλάβει η τελευταία εταιρεία, … …, … … – υπαλλήλων του συνεργείου της ιδίας πιο πάνω εναγόμενης – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία … διενήργησε προανάκριση από την οποία η ως άνω πυρκαγιά αποδόθηκε, από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, σε υπαιτιότητα του συνεργείου της ως άνω εταιρείας και ειδικότερα σε σπινθήρες ή πυρακτωμένα υλικά, που προκλήθηκαν κατά την διάρκεια εργασιών των παραπάνω αναφερόμενων προστηθέντων σ’ αυτές υπαλλήλων της εναγομένης – εφεσίβλητης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας και πετάχτηκαν σε ξερά χόρτα και υπολείμματα καλλιεργειών, τα οποία υπήρχαν πλησίον των σιδηροτροχιών, όπου διενεργούντο οι ανωτέρω αναφερόμενες εργασίες από το συνεργείο της εναγομένης – εφεσίβλητης εταιρείας, η δε πυρκαγιά πήρε μεγάλη έκταση και επεκτάθηκε με ταχύτητα, λόγω των σφοδρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, σε συνδυασμό και με την αυξημένη θερμοκρασία που επικρατούσε κατά τον πιο πάνω χρόνο (εν μέσω καλοκαιριού). Ακολούθως, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών … εισήγαγε την οχηματισθείσα κατά τα ανωτέρω ποινική (προανακριτική) δικογραφία σε βάρος των παραπάνω προσώπων, με την κατά νόμο πρόταση του, στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών …, το οποίο υιοθετώντας την πρόταση του Εισαγγελέα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 33/2021 βούλευμα του. Σύμφωνα με το πιο πάνω βούλευμα θεωρήθηκε ως μη γενομένη η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του … … (εργάτη της εναγομένης – εφεσίβλητης εταιρείας), κατ’ άρθρα 79 και 309 παρ. 1 περ. β’, 310 παρ. 1 ΚΠΔ (όπως αυτός ίσχυε μέχρι τις 30.6.2019), επειδή αυτός απεβίωσε πριν από την άσκηση της εις βάρος του ποινικής δίωξης, ενώ για τους λοιπούς πιο πάνω κατηγορούμενους αποφασίστηκε να μην γίνει κατηγορία εναντίον τους, επειδή δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις σχετικά με την υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, που τους αποδόθηκε, καθόσον ο … (νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης – εφεσίβλητης εταιρείας) και ο … … (εργοταξιάρχης της ιδίας ως άνω εταιρείας) δεν ήταν παρόντες στο επίμαχο συμβάν, ούτε προέκυψε ότι δεν έλαβαν κάποια μέσα προστασίας (κατά την κρίση του ως άνω Συμβουλίου) και ο Περικλής … βοηθούσε τον θανούντα X. … στην εκτέλεση της εργασίας, χωρίς να μπορεί να αποδοθεί συγκεκριμένα σε βάρος του κάποιο στοιχείο υπαιπότητας για πλημμελή εκτέλεση της εργασίας του (πάλι κατά την κρίση του ως άνω Συμβουλίου). Βέβαια στην εισαγγελική πρόταση που υιοθετήθηκε πλήρως από το παραπάνω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όσο αφορά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατ’ αυτήν, αναφέρεται επί λέξει « Πιθανότατα από απροσεξία του ανωτέρω τεχνίτη X. …, και αφού πρώτα απομακρύνθηκε από το σημείο συγκόλλησης, για να μεταβεί σε άλλο σημείο εργασίας, η εκτελεσθείσα πυροδότηση πήρε διαστάσεις και εξελίχτηκε σε πυρκαγιά ». Από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι αποκλειστική αιτία της εκδήλωσης της πυρκαγιάς ήταν η αμελής συμπεριφορά των προστηθέντων από την εναγόμενη – εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» στην εκτέλεση των εργασιών συγκόλλησης σιδηροτροχιών, στο πλαίσιο του έργου «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ …-… ΜΕΤΑΞΥ Χ.Σ. ….-Σ.Σ. …», που εκείνη είχε αναλάβει, υπαλλήλων της … … (εργοταξιάρχη), … … (εργάτη – τεχνίτη) και … … (οδηγού – βοηθού του τελευταίου). Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η αμέλεια των ανωτέρω συνίσταται στο ότι ενώ εκείνοι γνώριζαν το γεγονός ότι από τις εργασίες στις οποίες θα προέβαιναν οι δύο εξ αυτών (… … και … …) θα προκαλούντο σπινθήρες και ότι στην περιοχή πλησίον της σιδηροτροχιάς, όπου εργάζονταν υπήρχαν ξερά χόρτα και υπολείμματα καλλιεργειών και ότι, επιπλέον, κατά τον χρόνο που θα εκτελούσαν τις συγκεκριμένες εργασίες έπνεαν στην περιοχή σφοδροί άνεμοι και επικρατούσε υψηλή θερμοκρασία, εντούτοις ο πρώτος εξ αυτών … …, εργοταξιάρχης του συγκεκριμένου έργου επέτρεψε στους εργαζόμενους … … και … … να προβούν στις εργασίες αυτές, χωρίς ο ίδιος να είναι παρών, και οι τελευταίοι προέβησαν σ’ αυτές, χωρίς μάλιστα να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα προστασία, όπως λινάτσες και ξύλινα παραπέτα, ενώ έπρεπε ρητά ο πρώτος εξ αυτών (… …) να τους επιστήσει την προσοχή και να τους απαγορεύσει να προβούν στις επίμαχες εργασίες, οι άλλοι δε δύο από εκείνους (… … και … …) προέβησαν εν τέλει σε αυτές, από τις οποίες ήταν σφόδρα πιθανόν να προκληθεί κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς, αφού τόσο λόγω της φύσης της εργασίας τους και της πολυετούς πείρας τους, αλλά και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, όφειλαν να γνωρίζουν, ότι λόγω των σπινθήρων που προκαλούνται από την εργασία της συγκόλλησης σιδηροτροχιών, οποιοδήποτε πτώση αυτών (σπινθήρων) στα παρακείμενα ξερά χόρτα και στα υπολείμματα καλλιεργειών θα προκαλούσε μετά βεβαιότητας πυρκαγιά, μεγάλης έντασης, ευρείας έκτασης και ταχύτατης διάδοσης, λόγω των σφοδρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή. Ενισχυτικό της αμελούς συμπεριφοράς τους ήταν και το γεγονός, ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, ως ανωτέρω αναφέρθηκαν, αυτοί αναχώρησαν αμέσως από το σημείο των εργασιών, χωρίς να ελέγξουν πρώτα αν ο χώρος που αφήνουν είναι ασφαλής, ήτοι χωρίς την παραμικρή εστία φωτιάς, αδιαφορώντας πλήρως για αυτό το ενδεχόμενο και τις συνέπειες του, αν και οι εργασίες που πραγματοποίησαν ήταν σφόδρα πιθανόν να προκαλέσουν πυρκαγιά για τους προαναφερθέντες λόγους (σπινθήρες και πυρακτωμένα υλικά), τους οποίους αυτοί καλώς γνώριζαν. Συνίσταται επομένως η υπαιτιότητα της εναγόμενης – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και των προστηθέντων υπαλλήλων της, για την πρόκληση της συγκεκριμένης καταστροφικής πυρκαγιάς και στα εξ αυτής ζημιογόνα αποτελέσματα, στο ότι από αμέλεια των τελευταίων και παρότι υπόχρεοι εκ του επαγγέλματος τους, παρέλειψαν να επιδείξουν την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τις κρατούσες (για την συγκεκριμένη εργασία) συνθήκες, υποχρέωση πρόνοιας και επιμέλειας, την οποία οφείλουν και υποχρεούνται να επιδεικνύουν οι μέσοι συνετοί και λογικοί άνθρωποι, να μην προβούν στις παραπάνω αναφερόμενες εργασίες, από τις οποίες προκλήθηκαν πυρακτωμένα υλικά και οι σπινθήρες πλησίον ξερών χόρτων και υπολειμμάτων καλλιεργειών, ενώ έπνεαν σφοδροί άνεμοι και επικρατούσε υψηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος και χωρίς να λάβουν τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, καθώς η ύπαρξη των ανωτέρω συνθηκών αποτελούσε βέβαιο κίνδυνο για πρόκληση πυρκαγιάς. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου τούτου δεν αναιρείται από το παραπάνω αναφερόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών …, το οποίο θεώρησε ως μη γενομένη την ασκηθείσα ποινική δίωξη για το αδίκημα του εμπρησμού εξ αμελείας σε βάρος του, ήδη, κατά τον χρόνο άσκησης της, αποβιώσαντος … … και απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά των…, … … και … … για την ίδια πιο πάνω αξιόποινη πράξη, καθόσον ως προς τον … … δεν υπεισήλθε στην ουσία της υπόθεσης, διότι θεώρησε ως μη γενομένη την ασκηθείσα ποινική δίωξη, αναφορικά δε με τους λοιπούς κατηγορούμενους το Δικαστικό Συμβούλιο οδηγήθηκε σε απαλλακτική κρίση αυτών, λόγω έλλειψης του υποκειμενικού στοιχείου της πράξης τους, πλην όμως απεδέχθη την στοιχειοθέτη ση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος, ήτοι ότι υπήρξε άδικη πράξη και μάλιστα έκρινε ότι η επίδικη πυρκαγιά οφείλεται σε απροσεξία του μετέπειτα αποβιώσαντος … …, υπαλλήλου της εναγομένης – εφεσίβλητης εταιρείας. Επιπλέον, η κατά τα ανωτέρω αποδειχθείσα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, παράλειψη των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης – εφεσίβλητης εργολήπτριας εταιρείας να λάβουν τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα κατά την εκτέλεση των επίμαχων εργασιών δεν ανατρέπεται από την από 18.7.2008 ένορκη (προανακριτική κατ’ άρθρο 243 ΚΠΔ) κατάθεση του εργοταξιάρχη της τελευταίας … …, ο οποίος κατέθεσε επί λέξει: «…Για την φωτιά ενημερώθηκα από το συνεργείο που ήταν σε κείνο το σημείο και απ’ ότι μου είπαν …. Καθ’ όλη την διάρκεια της εργασίας υπάρχουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας όπως πυροσβεστήρες, λινάτσες βρεγμένες και ξύλινα παραπέτα», καθόσον ως προς το σημείο αυτό η ένορκη κατάθεση του κρίνεται από το Δικαστήριο αυτό μη αξιόπιστη, αφού αυτός ήταν απών και μετέφερε όσα κατ’ εκείνον του μετέφεραν οι άλλοι δύο υπάλληλοι – μέλη του συνεργείου της ως άνω εργολήπτριας εταιρείας, τα οποία ωστόσο δεν επιβεβαιώνονται από τις με ημερομηνία 18.7.2008 εκθέσεις εξέτασης μαρτύρων χωρίς όρκο των μελών του συνεργείου της πιο πάνω εργολήπτριας εταιρείας (εναγομένης – εφεσίβλητης) … … και … …, οι οποίοι σε κανένα σημείο αυτών δεν αναφέρουν ότι έλαβαν μέτρα προστασίας για να μην ξεφύγουν σπίθες από το σημείο συγκόλλησης προς τα παρακείμενα ξερά χόρτα και τα υπολείμματα καλλιεργειών. Σημειωτέων, ότι σε κάθε περίπτωση ούτε και η επιληφθείσα πυροσβεστική υπηρεσία στην έκθεση αυτοψίας, που διενήργησε στο σημείο της πυρκαγιάς, αναφέρει κάτι σχετικά με τα μέτρα προστασίας, αφού δεν βρήκε στο εν λόγω σημείο κάποιο από αυτά για να το καταγράψει, ούτε βέβαια αυτά αποτυπώνονται στις ληφθείσες απ’ αυτή φωτογραφίες, στις οποίες αποτυπώνονται αποκλειστικά τα ευρήματα, που βρέθηκαν στην περιοχή μετά το πέρας της κατάσβεσης της πυρκαγιάς, ήτοι α) εργαλεία και μηχανήματα των εργασίες που εκτελούσε στις σιδηροτροχιές των τραίνων το συνεργείο των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης – εφεσίβλητης εταιρείας (βλ. σχετ. φωτογραφία 1 που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα – εκκαλούσα), β) άγνωστο υλικό, πιθανόν για συγκόλληση των γραμμών, επί αγροτικού δρόμου, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ της σιδηροδρομικής γραμμής και των σιτοκαλαμιών (βλ. σχετ. φωτογραφία 2 που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα – εκκαλούσα) και γ) ίχνη πρόσφατης εργασίας ένωσης σιδηροτροχιών από την πλευρά της πυρκαγιάς, όπου η σιδηροτροχιά ήταν συγκολλημένη και τριμμένη με τροχό, ενώ η απέναντι όχι (βλ. σχετ. φωτογραφίες 3 και 4 που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα – εκκαλούσα). Στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε (συν)υπαιτιότητα της συναοφαλισμένης – δικαιούχου της αποζημίωσης …. Α.Ε., της εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» – λήπτρια της ασφάλισης – ασφαλισμένης, στην οποία παραχωρήθηκαν τα ανωτέρω υλικά από την …. Α.Ε. και του υπεργολάβου του ανωτέρω αναφερόμενου έργου … …, στον οποίο η εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» με την σειρά της τα είχε παραδώσει, στην πρόκληση της επίμαχης πυρκαγιάς, στην εξάπλωση της και στην έκταση των ζημιών που προκλήθηκαν απ’ αυτή δεν αποδεικνύονται, καθόσον, όπως αποδείχθηκε παραπάνω, η επίμαχη πυρκαγιά εκδηλώθηκε εξ αποκλειστικής υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης – εφεσίβλητης εταιρείας και γρήγορα αυτή έλαβε έκταση και εξαπλώθηκε με ταχύτητα και έτσι έγινε ανεξέλεγκτη περνώντας τον επαρχιακό δρόμο … … και δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» ήταν υποχρεωμένη να φυλάει τα επίδικα υλικά μέσα σε αποθήκες, σε εσωτερικό χώρο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη – εφεσίβλητη εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν όντως η πιο πάνω εταιρεία όφειλε να φυλάει τα επίμαχα υλικά σε εσωτερικό χώρο – αποθήκη και τότε πάλι αυτή η υποτιθέμενη παράλειψη της δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει υπαιτιότητα της στην επέλευση της ένδικης πυρκαγιάς, αφού δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση αυτής, καθόσον μόνη ενεργός αιτία της ένδικης πυρκαγιάς ήταν η κατά τα ανωτέρω αποδειχθείσα αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης – εφεσίβλητης, κατά την εκτέλεση των εργασιών που τους είχε αναθέσει, ενώ, επιπλέον, βάσει των κανόνων της κοινής λογικής, τα παραπάνω υλικά, που εν τέλει κάηκαν, θα καίγονταν σε κάθε περίπτωση από την προκληθείσα φωτιά, επειδή αυτή κατέστη ανεξέλεγκτη, λόγω της μεγάλης έντασης και ταχύτητας εξάπλωσης αυτής και κανένα μέτρο προστασίας της εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την καταστροφή των ανωτέρω υλικών ή να περιορίσει αυτή. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης – εφεσίβλητης περί συντρέχουσας υπαιτιότητας των ανωτέρω, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, ο οποίος παραδεκτά επανυποβάλλεται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι οι … …, … … και … …, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα τους και η εναγομένη – εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ως προστήσασα αυτούς (… …, … … και … …) στην εκτέλεση του παραπάνω έργου, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών (άρθρα 481, 482, 922 και 926 ΑΚ), έναντι της …. Α.Ε. που ζημιώθηκε από την καταστροφή, λόγω της πυρκαγιάς, των υλικών της που υπήρχαν στον αυλόγυρο της αποθήκης – εργοταξίου του υπεργολάβου … …, όπου επεκτάθηκε η επίδικη πυρκαγιά και που ήταν ασφαλισμένα κατ’ εκείνον τον χρόνο στην ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία κατά παντός κινδύνου απώλειας, ζημίας, βλάβης κλπ, οφειλόμενων μεταξύ άλλων και σε φωτιά. Η κατά τα ανωτέρω επέλευση της ασφαλιστικού κινδύνου γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» από την αντισυμβαλλόμενη της – λήπτρια της ασφάλισης ασφαλισμένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», με την από 15.7.2008 δήλωση ζημίας, με την οποία η τελευταία ενημέρωσε την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία ότι στις 15.7.2008 και περί ώρα 6:00 μ.μ. από πυρκαγιά που ξέσπασε στην Εθνικό Οδό … – … και επεκτάθηκε, λόγω των ισχυρών ανέμων, μέχρι τον προαύλιο χώρο του εργοταξιακού – αποθηκευτικού της χώρου στο … …, προξενήθηκε ολοσχερής καταστροφή υλικών της …., καθώς και υλικών προμήθειας αναδόχου, που ήταν αποθηκευμένα στο χώρο (βλ. σχετ. την προσαγόμενη μετ’ επικλήοεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα με ημερομηνία 15.7.2008 δήλωση ζημίας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» προς εκείνη). Μετά από διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον πραγματογνώμονα … …, που έλαβε χώρα, κατ’ εντολή της ενάγουσας – εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, στις 16.7.2008 στο εργοτάξιο του υπεργολάβου, … …, της ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», αναδόχου του έργου, από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… … … Α.Ε.» (…. Α.Ε.) – κυρία του έργου, «ΔΙΚΤΥΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ … Δ.Δ. … (ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ)», διαπιστώθηκαν οι ζημιές που προκλήθηκαν στον πιο πάνω τόπο από την επίδικη φωτιά. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι τα υλικά που ήταν τοποθετημένα στον αυλόγυρο της εγκατάστασης του υπεργολάβου ήταν καμένα, πολλά απ’ αυτά είχαν σκεπαστεί με χώματα με χρήση φορτωτή γαιών από την πυροσβεστική υπηρεσία για να σβήσει η φωτιά. Οι ζημιές που προκλήθηκαν στα παραπάνω υλικά είναι οι εξής: α) ζημιές στο περίβλημα και στο χειριστήριο ενός μετασχηματιστή, β) καμένα καλώδια σε στροφεία, μονωτήρες από πορσελάνη, οι οποίοι ήταν θρύψαλα λόγω της υψηλής θερμοκρασίας και εμποτισμένα κομμάτια ξύλινων κορμών επί των οποίων στηρίζονται οι μετασχηματιστές στις κολώνες, γ) καμένα συρματόσχοινα επίτονου, τα οποία χρησιμεύουν για την πλαγιοστήριξη των κολόνων. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας, αφού έλαβε υπόψη του: α) τα δελτία αποστολής της συνασφαλιαμένης – δικαιούχου της ασφαλιστικής αποζημίωσης …. Α.Ε. προς την ασφαλισμένη – λήπτρια της ασφάλισης ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» των υλικών που είχαν αποσταλεί ο’ εκείνη πριν την επίμαχη πυρκαγιά, β) την δήλωση ζημίας της ασφαλισμένης – λήπτριας της ασφάλισης – αναδόχου του έργου ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» προς την κυρία του έργου – συνασφαλιαμένης – δικαιούχου της ασφαλιστικής αποζημίωσης …. Α.Ε., γ) την κατάσταση αναλυτικής κοστολόγησης καμένων υλικών της …. Α.Ε. και δ) τα δελτία αποστολής της …. Α.Ε. προς την «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» για την αντικατάσταση των ζημιωμένων με άλλα υλικά, τα οποία έχουν τους κωδικούς των ζημιωμένων, όπως αυτοί αναφέρονται στην αναγγελία της απαίτησης της …. Α.Ε. προς την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, ταυτοποίησε του κωδικούς των υλικών που αναφέρονται στην απαίτηση αποζημίωσης της συνασφαλιαμένης – δικαιούχου της ασφαλιστικής αποζημίωσης …. Α.Ε. με τα ευρήματα του και προέκυψε πλήρη σύμπτωση. Μετά από τον έλεγχο, που ο εν λόγω πραγματογνώμονας πραγματοποίησε, διαπιστώθηκε από εκείνον ότι όλα τα καμένα, μαζί με άλλα υλικά, της …. Α.Ε. υπήρχαν πράγματι στις αποθήκες του υπεργολάβου … … και μετά την πυρκαγιά αντικαταστάθηκαν με άλλα όμοια, με τους ίδιους κωδικούς, υλικά, με την επισήμανση ότι, όπως ο ίδιος ο πραγματογνώμονας αναφέρει στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη του, δεν ζήτησε τα δελτία αποστολής της ασφαλισμένης – λήπτριας της ασφάλισης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» προς τον υπεργολάβου … …, επειδή αυτά δεν είχαν εκδοθεί, αφού ο εν λόγω υπεργολάβος πιστοποιήθηκε απευθείας από την …. Α.Ε. και το σχετικό έγγραφο της πιστοποίησης του παραδόθηκε (βλ. σχετ. τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα με αριθμό …. πραγματογνωμοσύνη του … …, την από 22.7.2008 δήλωση ζημία της «… ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ … Α.Ε.» προς την …. Α.Ε., την από 7.4.2009 επιστολή της …. Α.Ε. – Δ/νση Οικονομικών Λειτουργιών προς την ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, σε συνδυασμό με την συνημμένη σ’ αυτή κατάσταση αναλυτικής κοστολόγησης καμένων υλικών). Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι καταστράφηκαν από την επίδικη πυρκαγιά τα κάτωθι υλικά, που ήταν τοποθετημένα στον προαύλιο αποθηκευτικό – εργοταξιακό χώρο του υπεργολάβου … …, στο … …: 1) 189 τεμάχια βραχίονα ξύλινου εμποτισμένου 2500X100X120, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 26,6 ευρώ, συνολικής αξίας 5.027,40 ευρώ, 2) 15 τεμάχια βραχίονα ξύλινου εμποτισμένου 2500X100X120, κατηγορίας Γ, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 0,8 ευρώ, συνολικής αξίας 12 ευρώ, 3) 74 τεμάχια βραχίονα ξύλινου εμποτισμένου 2500X100X120, κατηγορίας X, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 15,96 ευρώ, συνολικής αξίας 1.181,04 ευρώ, 4) 18 τεμάχια βραχίονα ξύλινου εμποτισμένου 2500X100X176, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 32,9 ευρώ, συνολικής αξίας 592,56 ευρώ, 5) 4 τεμάχια βραχίονα ξύλινου εμποτισμένου 2500X100X176, κατηγορίας Γ, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 0,99 ευρώ, συνολικής αξίας 3,96 ευρώ, 6) 120 τεμάχια ξολοδοκού αγκυρώσεως εμποτισμένου 0,75X0,20, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 3,58 ευρώ, συνολικής αξίας 429,60 ευρώ, 7) 18 τεμάχια ξυλοδοκού αγκυρώσεως εμποτισμένου 0,75X0,20, κατηγορίας Γ, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 0,36 ευρώ, συνολικής αξίας 6,48 ευρώ, 8) 32 τεμάχια ξυλοδοκού αγκυρώσεως εμποτισμένου 1,30X0,20, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 8,07 ευρώ, συνολικής αξίας 258,24 ευρώ, 9) 3 τεμάχια ξυλοδοκού αγκυρώσεως εμποτισμένου 2,00X0,26, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 22,28 ευρώ, συνολικής αξίας 66,84 ευρώ, 10) 720 κιλά ΣΥΡΜΑΤΟΣΧΟΙΝΟ ΕΠΙΤΟΝΟΥ ΕΛΑΦΡΥ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 1,16 ευρώ, συνολικής αξίας 835,20 ευρώ, 11) 771 κιλά ΣΥΡΜΑΤΟΣΧΟΙΝΟ ΕΠΙΤΟΝΟΥ ΜΕΣΑΙΟ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 1,08 ευρώ, συνολικής αξίας 832,68 ευρώ, 12) 517 κιλά ΣΥΡΜΑΤΟΣΧΟΙΝΟ ΕΠΙΤΟΝΟΥ ΒΑΡΥ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 1,05 ευρώ, συνολικής αξίας 542,85 ευρώ, 13) 370 κιλά ΑΓΩΓΟΣ ASCR 95τχ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 2,16 ευρώ, συνολικής αξίας 799.20 ευρώ, 14) 190 κιλά ΑΓΩΓΟΣ ASCR 16τχ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …., αξίας μονάδας 2,28 ευρώ, συνολικής αξίας 433.20 ευρώ, 15) 403 κιλά ΑΓΩΓΟΣ ASCR 35τχ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 1,94 ευρώ, συνολικής αξίας 781,82 ευρώ, 16) 232 κιλά ΑΓΩΓΟΣ AL 16τχ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 3,15 ευρώ, συνολικής αξίας 730,80 ευρώ, 17) 145 κιλά ΑΓΩΓΟΣ AL 50τχ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 3,17 ευρώ, συνολικής αξίας 459,65 ευρώ, 18) 2 τεμάχια ΑΣΦΑΛΕΙΟΚΙΒΩΤΙΟ XT 2 ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΝ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 152,75 ευρώ, συνολικής αξίας 305,50 ευρώ, 19) 10 τεμάχια ΑΣΦΑΛΕΙΟΚΙΒΩΤΙΟ XT 4 ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΝ, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 341,94 ευρώ, συνολικής αξίας 3.419,40 ευρώ, 20) 120 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΕΠΙΤΟΝΟΥ (ΑΥΓΑ), κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 1,27 ευρώ, συνολικής αξίας 152,40 ευρώ, 21) 7 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΕΠΙΤΟΝΟΥ (ΑΥΓΑ), κατηγορίας Β, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 0,76 ευρώ, συνολικής αξίας 5,32 ευρώ, 22) 647 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΚΩΔΩΝΟΣ 33cm, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 3,09 ευρώ, συνολικής αξίας 1.999,23 ευρώ, 23) 43 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΚΩΔΩΝΟΣ 33cm, κατηγορίας Β, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 1,85 ευρώ, συνολικής αξίας 79,55 ευρώ, 24) 70 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΚΩΔΩΝΟΣ 43cm, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 3,85 ευρώ, συνολικής αξίας 269,50 ευρώ, 25) 11 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΚΩΔΩΝΟΣ 43cm, κατηγορίας Β, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 2,31 ευρώ, συνολικής αξίας 25,41 ευρώ, 26) 50 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΤΕΡΜΑΤΟΣ 21cm, κατηγορίας Β, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 6,79 ευρώ, συνολικής αξίας 339,50 ευρώ, 27) 938 τεμάχια ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΤΕΡΜΑΤΟΣ 30cm, κατηγορίας Α, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 6,14 ευρώ, συνολικής αξίας 5.759,32 ευρώ, 28) 2 τεμάχια ΤΡΙΠΟΑΙΚΟΣ ΑΠΟΖΕΥΚΤΗΣ ΑΕΡΟΣ, κατηγορίας Γ, με κωδικό υλικού …, αξίας μονάδας 6,86 ευρώ, συνολικής αξίας 13,72 ευρώ, συνολικής αξίας των ως άνω ζημιωθέντων υλικών είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (25.362,37€) (βλ. σχετ. την προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία με ημερομηνία 22.7.2008 επιστολή της «… ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ … Α.Ε.» προς την …. Α.Ε., με θέμα καταστροφή υλικών … από πυρκαγιά και την από 7.4.2009 επιστολή της …. Α.Ε. για την ζημιά No 4/2008 – Πυρκαγιά υλικών … προς την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, με τη συνημμένη σ’ αυτή κατάσταση αναλυτικής κοστολόγησης καμένων υλικών, σε συνδ. με την από 20.11.2008 επιστολή της «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» προς την …. Α.Ε., με θέμα «ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΔΗΛΩΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΝΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΑΠΟ ΠΥΡΚΑΓΙΑ»), Επίσης, εκ της επίδικης πυρκαγιάς υπέστη ζημιές κατά τα παραπάνω αναφερόμενα και ένας υπαίθριος υποσταθμός COMPACT 630KVA, για την αποκατάσταση των οποίων η …. Α.Ε. κατάβαλε στην … Α.Β.Ε. το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων (8.600) ευρώ, πλέον ΦΠΑ εκ 19%, ποσού χιλίων εξακοσίων τριάντα τεσσάρων (1.634) ευρώ και συνολικά το ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων τριάντα τεσσάρων (8.600€ + 1.634€ =10.234€) ευρώ (βλ. σχετ. το προσαγόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο της εταιρείας … Α.Β.Ε. επ’ ονόματι της …. Α.Ε.). Εξάλλου, εκ της ίδιας ως άνω αιτίας η συνασφαλισμένη – δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης υποχρεώθηκε να μεταφέρει τον ανωτέρω ζημιωθέντα συνεπτυγμένο υπαίθριο υποσταθμό διανομής προς επισκευή από τις εγκαταστάσεις της στην περιφερειακή αποθήκη … στο εργοστάσιο της «… Α.Β.Ε.» στο … και ακολούθως μετά την επισκευή του από τον … στην περιφερειακή αποθήκη της στην …, το συνολικό κόστος δε της ανωτέρω μεταφοράς ανήλθε στο ποσό των διακοσίων σαράντα (240) ευρώ, κατά το οποίο, επίσης, αυτή ζημιώθηκε (βλ. σχετ. την προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία με ημερομηνία 22.12.2008 επιστολή της …. Α.Ε. – Δ/νση Υλικού Καυσίμων Προμηθειών και Μεταφορών προς ΔΠΜ- Θ/ΤΤΕΔ, σε συνδ. με το πιο πάνω αναφερόμενο πμολόγιο της «… Α.Β.Ε.», όπου γίνεται αναφορά στο ….και στο ΔΑ No ….). Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων η συνολική ζημία, που υπέστη η συνασφαλισμένη – δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης …. Α.Ε., στην κυριότητα της οποίας ανήκαν τα παραπάνω υλικά, που καταστράφηκαν και ο υπαίθριος υποσταθμός, που υπέστη ζημίες, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων οκτακόσιων τριάντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (25.362,37€ + 10.234€ + 240€= 35.836,37€). Πρέπει δε να επισημανθεί ότι την ανωτέρω αποδειχθείσα συνολική αξίωση της συνασφαλισμένης – δικαιούχου της ασφαλιστικής αποζημίωσης Δ.Ε.ΙΙ. Α.Ε. κατά της ενάγουσας – εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, που πηγάζει από το παραπάνω αναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά παντός κινδύνου κατασκευής έργου (C.A.R.), αποδέχθηκε και ο διορισθείς από την τελευταία πραγματογνώμονας … …, ο οποίος μετά από έλεγχο που ο ίδιος διενήργησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνασφαλισμένη – δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης υπέστη από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, ήτοι από την επίδικη πυρκαγιά, την ανωτέρω συνολική ζημία (βλ. σχετ. την προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία με αριθμό …-09 πραγματογνωμοσύνη του … … σε συνδ. με την με ημερομηνία 9.6.2010 επιστολή του τελευταίου προς την ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία «… ΑΕΓΑ»), Επομένως, το αίτημα επίδειξης εγγράφων και ειδικότερα των τιμολογίων αγοράς των αντικειμένων που καταστράφηκαν για την απόδειξη του ύψους της ζημίας που υπέστη η …. Α.Ε. απ’ αυτή και περαιτέρω η αγωγική αξίωση της εκκαλούσας ενάγουσας εναντίον της, που παραδεκτά υπέβαλε η εφεσίβλητη – εναγόμενη με τις προτάσεις της για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 450 παρ. 2, 451παρ. 1 ΚΠολΔ), τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, ενόψει του σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης από το παρόν Δικαστήριο από τα παραπάνω μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με την αξία των παραπάνω υλικών που καταστράφηκαν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΕΓΑ», βάσει της ως άνω συναφθείσας ασφαλιστικής σύμβασης, κατέβαλε στις 24.11.2010 στην συνασφαλισμένη – δικαιούχο της ασφαλιστικής αποζημίωσης …. Α.Ε. το ποσό των σαράντα χιλιάδων εννιακοσίων οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (40.908,37€) ως ασφαλιστική αποζημίωση, αφαιρουμένης της συμφωνηθείσας απαλλαγής επί του ποσού της ζημίας, βάσει του προαναφερόμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ποσού επτακοσίων σαράντα (740) ευρώ, ήτοι κατέβαλε σ’ εκείνη το ποσό των σαράντα χιλιάδων εκατόν εξήντα οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (40.168,37€). Στο παραπάνω ποσό, που κατέβαλε ως ασφαλιστική αποζημίωση η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία στην δικαιούχο αυτής, περιλαμβάνεται: α) το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (25.362,37€), που αποτελεί την αξία των καταστραφέντων υλικών από την επίδικη πυρκαγιά, β) το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων (8.600) ευρώ, που συνιστά το κόστος επισκευής του ζημιωθέντος από την ίδια πιο πάνω αιτία υπαίθριου υποσταθμού, γ) το ποσό των χιλίων εξακοσίων τριάντα τεσσάρων (1.634) ευρώ, ως τον αναλογούντα ΦΠΑ στο προαναφερόμενο κόστος επισκευής του υπαίθριου υποσταθμού, δ) το ποσό των διακοσίων σαράντα (240) ευρώ, για το κόστος μεταφοράς του ως άνω υποσταθμού και ε) το ποσό των πέντε χιλιάδων εβδομήντα δύο (5.072) ευρώ, που αποτελεί την προβλεπόμενη στην ως άνω ασφαλιστική σύμβαση οφειλόμενη προσαύξηση κατά 20% της αξίας των ασφαλισμένων υλικών, δηλαδή επί του ποσού των 25.362,37€, στρογγυλοποιημένο στην πλησιέστερη χιλιάδα ευρώ (βλ. σχετ. την προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία με ημερομηνία 24.11.2010 εξοφλητική απόδειξη). Με σχετικό μάλιστα όρο που εμπεριέχεται στην προαναφερόμενη εξοφλητική απόδειξη, η άνω ζημιωθείσα εταιρεία (…. Α.Ε.) εκχώρησε στην ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία κάθε απαίτησή της προς αποκατάσταση της ζημίας της έναντι οποιουδήποτε υπεύθυνου τρίτου από την πρόκληση της ένδικης πυρκαγιάς (βλ. σχετ. την προσαγόμενη από την ενάγουσα – εκκαλούσα ως άνω εξοφλητική απόδειξη). Εφόσον, λοιπόν η ασφαλιστική αποζημίωση καταβλήθηκε κατά ανωτέρω, η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, που αποκατέστησε τη ζημία, υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως από το χρόνο καταβολής της αποζημιώσεως στα δικαιώματα της ζημιωθείσας ως άνω συνασφαλισμένης σ’ αυτήν εταιρίας έναντι των τρίτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 14 Ν. 2496/1997, ως αυτά ίσχυαν κατά τον ένδικο χρόνο (ΦΕΚ A 87/16-5-1997 σε συνδ. με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, δυνάμει του οποίου καταργήθηκαν τα άρθρα 193 και 210 παρ. 1 ΕμπΝ) και 173, 200, 361, 410 και 411 ΑΚ, χωρίς να απαιτείται γι’ αυτό καμία δήλωση της συνασφαλισμένης, ούτε και αναγγελία κατά τη διάταξη του άρθρου 460 ΑΚ, η οποία αφορά στη συμβατική εκχώρηση και όχι στη νόμιμη, όπως εν προκειμένω. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι στα πλαίσια της εκ του νόμου υποκατάστασης του ασφαλιστή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, η σχετική αξίωση του ασφαλισμένου – δικαιούχου της αποζημίωσης περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που ο τελευταίος κατέβαλε. Επομένως, ο ασφαλιστής που κατέβαλε το ασφάλισμα υποκαθίσταται στη θέση ακριβώς που βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, εναντίον του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας. Με άλλες λέξεις, η αγωγή την οποία εγείρει ο ασφαλιστής κατά του τρίτου είναι εκείνη την οποία θα ήγειρε ο ασφαλισμένος (ΟλΑΠ 115/1998 ΕλλΔνη 30. 815). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο ασφαλιστής, υποκαθιστάμενος στα δικαιώματα του ζημιωθέντος, δικαιούται ν’ αξιώσει από τον τρίτο αποζημίωση μεγαλύτερη από την πραγματική ζημία, έστω και αν την κατέβαλε. Δηλαδή, ο τρίτος – εναγόμενος από τον υποκατασταθέντα ασφαλιστή, δικαιούται ν’ αρνηθεί την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι η πραγματική ζημία είναι χαμηλότερη από το ποσό που καταβλήθηκε στον ασφαλισμένο, αφού η ex lege μεταβίβαση της απαίτησης του ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστή, πραγματοποιείται μόνο στο ύψος της πραγματικής ζημίας και όχι στο ύψος της τυχόν μεγαλύτερης αποζημίωσης που καταβλήθηκε. Βάσει των προαναφερομένων, η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, καταβάλλοντας το ασφάλισμα, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της ζημιωθείσας – συνασφαλισμένης – δικαιούχου της ασφαλιστικής αποζημίωσης …. Α.Ε. και δικαιούται να αξιώσει από την εναγόμενη – εφεσίβλητη εταιρεία (υπαίτια της επίδικης ζημίας) μόνο το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων οκτακόσιων τριάντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών ([25.362,37€ + 10.234€ + 240€=] 35.836,37€), που αποτελεί την πραγματικά προκληθείσα ζημία στην ανωτέρω ζημιωθείσα – συνασφαλισμένη – δικαιούχο του ασφαλίσματος εταιρεία, αφαιρουμένης απ’ αυτή της συμφωνηθείσας απαλλαγής επί του ποσού της, βάσει του προαναφερόμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ποσού επτακοσίων σαράντα (740) ευρώ, ήτοι υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως τελικά στο ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών ([35.836,37€ – 740€=] 35.096,37€) και όχι και στο καταβληθέν από εκείνη ποσό των πέντε χιλιάδων εβδομήντα δύο (5.072) ευρώ, που αποτελεί την προβλεπόμενη στην ως άνω ασφαλιστική σύμβαση οφειλόμενη προσαύξηση κατά 20% επί της αξίας των ασφαλισμένων υλικών, που δεν συνιστά πραγματική ζημία, αλλά αντίθετα μεγαλύτερη αποζημίωση που εν τέλει καταβλήθηκε από εκείνη και συνεπώς το παραπάνω ποσό δεν συμπεριλαμβάνεται στην εκ του νόμου υποκατάσταση. Η εναγομένη – εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ισχυρίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως αυτές επιτρεπτώς εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ότι η αναφερόμενη στην κρινόμενη αγωγή ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … A.Ε.» και της αντιδίκου της – ενάγουσας εκκαλούσας είναι άκυρη, αφενός λόγω έλλειψης ασφαλιστικού συμφέροντος της εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» να προβεί στην ασφάλιση των ανωτέρω αναφερομένων πραγμάτων, επειδή αυτά ανήκαν κατά κυριότητα στην …, Α.Ε. και όχι σε εκείνη, ενώ, επιπλέον, η ενάγουσα – ασφαλισμένη εταιρεία δεν επικαλείται ποια σχέση συνδέει εκείνη με τα ασφαλισμένα πράγματα και αφετέρου λόγω θηριώδους υπερασφάλισης, αφού τα επίμαχα πράγματα ασφαλίστηκαν για το ποσό των 312.000 ευρώ ενώ αυτά εν τέλει αποτιμήθηκαν στην αξία των 25.362,37 ευρώ, γεγονός που δημιουργεί υπόνοιες για κερδοσκοπία και για τους λόγους αυτούς ζήτησε την απόρριψη της ένδικης αγωγής. Η εφεσίβλητη – εναγομένη νομιμοποιείται να προβάλει στην παρούσα δίκη τους ανωτέρω ισχυρισμούς, οι οποίοι βάλλουν κατά του κύρους της επίδικης ασφάλισης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο II. Β. νομική σκέψη, που παρατίθεται πιο πάνω στην παρούσα, επειδή στην προβλεπόμενη από την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2496/1997 υποκατάσταση, η οποία αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της στον ασφαλιστή, έτσι, ο τρίτος – εναγόμενος από τον ασφαλιστή μπορεί να ανατάξει εναντίον του όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου – ζημιωθέντος μέχρι του χρόνου της υποκατάστασης, η οποία επέρχεται από την καταβολή του ασφαλίσματος (άρθρο 462 ΑΚ) και, ειδικότερα, αυτές που βάλλουν κατά της γενέσεως και της υπάρξεως της απαίτησης κατά το χρόνο της υποκατάστασης, όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή, ενώ, επιπλέον, μπορεί να αντιτάξει και ενστάσεις κατά του κύρους της ασφάλισης, αφού η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί προϋπόθεση για την ασφαλιστική υποκατάσταση (ΑΠ 848/2002 ΕλλΔνη 43. 1668, ΕφΑΘ 213/2008 ΕλλΔνη 2008. 833, ΕφΑΘ 7816/2004 ΔΕΕ 2005. 436). Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της εναγόμενης – εφεσίβλητης παραδεκτά επανυποβάλλονται με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ και είναι νόμιμοι στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 4 και 17 του Ν. 2496/1997. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης – εναγομένης εταιρείας ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα στερείτο ασφαλιστικού συμφέροντος να προβεί στην ασφάλιση των ζημιωθέντων πραγμάτων, επειδή δεν είναι κυρία αυτών και δεν έγινε επίκληση ούτε και αποδείχθηκε η σχέση της μ’ αυτά και ότι εξ αυτού του λόγου η επίδικη σύμβαση ασφάλισης με βάση την οποία στρέφεται εναντίον της είναι άκυρη, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Όπως ήδη έχει αναφερθεί στην υπό στοιχείο III. Α. νομική σκέψη της παρούσας στην ασφάλιση κατά ζημιών ιδιαίτερη σημασία έχει το ασφαλιστικό συμφέρον, δηλαδή η ασφαλισμένη οικονομική σχέση που συνδέει το συγκεκριμένο πρόσωπο με το συγκεκριμένο οικονομικό αγαθό. Δεν ασφαλίζεται, δηλονότι, το ίδιο το πράγμα, αλλά το πρόσωπο, για τη συγκεκριμένη βλάβη ή απώλεια που ενδέχεται να πάθει ένα πράγμα, αν και όταν επέλθει ο συγκεκριμένος κίνδυνος. Αυτό το ασφαλιστικό συμφέρον εκλαμβάνεται είτε με την έννοια του εννόμου συμφέροντος, ανεξαρτήτως της κυριότητος που έχει ένα πρόσωπο για τη διατήρηση του πράγματος ή του δικαιώματος, είτε με αυτή της συγκεκριμένης οικονομικής σχέσεως που το συνδέει με το πράγμα ή το δικαίωμα. Έτσι, αυτός που συνάπτει την ασφάλιση κατά ζημιών, δεν είναι απαραίτητο να είναι κύριος του πράγματος, αφού το συμφέρον του για τη διατήρηση του πράγματος ή του δικαιώματος δεν είναι ανάγκη να είναι η κυριότητα, γιατί αρκεί γι’ αυτό και η νομή, κατοχή ή η εκμετάλλευσή του. Είναι, δηλαδή, προφανές, σύμφωνα με όλα αυτά, ότι η ασφάλιση δεν είναι πάντα τοιαύτη του ενεργητικού της περιουσίας του ασφαλισμένου, ακριβώς γιατί, τα πράγματα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστικό συμφέρον μπορεί ν’ ανήκουν κατά κυριότητα σε άλλον, να είναι δηλαδή στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας άλλου και όχι του ασφαλισμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προαναφερθέντα, η αντισυμβαλλόμενη της εκκαλούσας – ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας – λήπτρια της ασφάλισης – ασφαλισμένης εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» δεν στερείτο ασφαλιστικού συμφέροντος να προβεί στην ασφάλιση των επίμαχων αντικειμένων, με βάση την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, επειδή αυτά ανήκαν στην …. Α.Ε. κατά κυριότητα, αφού αυτή είχε έννομο συμφέρον να προβεί στην σύναψη της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης, καθόσον αποδείχθηκε κατά τα προαναφερθέντα η ασφαλισμένη οικονομική σχέση που την συνέδεε με τα συγκεκριμένα οικονομικά αγαθά και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι αυτή είχε την κατοχή και εκμετάλλευση των καταστραφέντων αντικειμένων, κυριότητας της …. Α.Ε., τα οποία η τελευταία ως κυρία του έργου και συνασφαλισμένη στην επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση τα είχε παραχωρήσει στην ανωτέρω αντισυμβαλλόμενη της εκκαλούσας – λήπτρια της ασφάλισης για την εκτέλεση του έργου, που αυτή είχε αναλάβει και επομένως η τελευταία έφερε, κατά τη διάταξη του άρθρου 685 παρ. 1 του ΑΚ, και τον κίνδυνο της, εξ οιασδήποτε αιτίας, καταστροφής ή απώλειας τους και είχε νόμιμο, διάφορο αυτού της κυρίας (…. Α.Ε.) των ανωτέρω αντικειμένων, συμφέρον και ευθύνη για τη διατήρησή τους και, συνεπώς, νομίμως, ως έχουσα την κατοχή και εκμετάλλευσή τους, συνέπραξε στη σύναψη της ενδίκου ασφαλιστικής συμβάσεως ως ασφαλιζόμενη και λήπτρια της επίμαχης ασφαλίσεως, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ανωτέρω ισχυρισμού της εφεσίβλητης εναγομένης εταιρείας. Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης – εναγομένης εταιρείας ότι η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.» και της αντιδίκου της – ενάγουσας – εκκαλούσας είναι άκυρη, λόγω θηριώδους υπερασφάλισης, αφού τα επίμαχα πράγματα ασφαλίστηκαν για το ποσό των 312.000 ευρώ ενώ αυτά εν τέλει αποτιμήθηκαν στην αξία των 25.362,37 ευρώ, γεγονός που δημιουργεί υπόνοιες για κερδοσκοπία, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Σύμφωνα με όσα ήδη έχουν αναφερθεί στην υπό στοιχείο III. Α. νομική σκέψη της παρούσας από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16, 17 παρ. 2 και 3 του Ν. 2496/1997 στην ασφάλιση κατά ζημιών προκύπτει ότι θεσπίζεται η αρχή του αποζημιωτικού χαρακτήρα της ασφαλιστικής συμβάσεως, αποκλεισμένης της δυνατότητας των ασφαλιζομένων να χρησιμοποιούν τη σύμβαση για τον πόρισμά κέρδους, προς πραγματοποίηση του οποίου είναι ενδεχόμενη η ψευδής αποτίμηση των ασφαλιζομένων πραγμάτων και στη συνέχεια η από δόλο καταστροφή αυτών, δηλαδή η πρόκληση επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως με μέσα που αποκρούονται από την έννομη τάξη και θεμελιώνουν και κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Ενόψει δε του σκοπού της απαγορεύσεως της υπερασφαλίσεως και του περιορισμού της ασφαλιστικής συμβάσεως στον αποζημιωτικό και μόνον χαρακτήρα της, οι διατάξεις που καθιερώνουν την απαγόρευση και τον περιορισμό αυτόν και αποσκοπούν στην προστασία της έννομης τάξης, είναι δημοσίας τάξεως, μη δυνάμενες να μεταβληθούν με την ιδιωτική βούληση (ΟλΑΠ 6/1990 ΕλλΔνη 31.552, ΕφΑΘ 4845/1999 ΕλλΔνη 42.456). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη έχει αποδειχθεί, με το παραπάνω αναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που καταρτίσθηκε μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και της λήπτριας της ασφάλισης – ασφαλισμένης εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.», η πρώτη ασφάλισε τα αναφερόμενα σ’ αυτή υλικά, ιδιοκτησίας της …. Α.Ε., που θα παραχωρούντο από την τελευταία στην λήπτρια της ασφάλισης, για τον κίνδυνο μεταξύ άλλων της πυρκαγιάς, με ασφαλιστικό ποσό μέχρι του ποσού των 312.000 ευρώ (όριο ασφαλιζομένου κεφαλαίου). Ξεχωριστή έγγραφη συμφωνία μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων για αποτίμηση της αξίας των ασφαλισμένων υλικών, κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του Ν. 2496/1997 δεν έγινε. Άλλωστε, ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει κάποιος από τους διαδίκους σχετικό έγγραφο που να περιέχει τέτοια συμφωνία, ούτε και στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχει καταχωρηθεί τέτοια ξεχωριστή συμφωνία. Αντίθετα, από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προκύπτει ότι το ασφάλισμα που θα καταβληθεί σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της πυρκαγιάς θα υπολογιστεί με βάση την αξία των ζημιωθέντων ή καταστραφέντων υλικών κατά την ημερομηνία επελεύσεως της ζημίας (βλ. σελ. 4η ασφαλιστηρίου συμβολαίου). Επομένως, δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω ότι δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης η αξία των πραγμάτων που ασφαλίστηκαν, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του Ν. 2496/1997 δυνατότητα του ασφαλιστή απαλλαγής του από το υπερβάλλον, σε περίπτωση που η αξία των πραγμάτων που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την τρέχουσα ή, αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου (υπερασφάλιση) ή να μπορεί να προσβληθεί η επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση ως άκυρη αν η κατά τα ανωτέρω υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος. Ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός της εφεσίβλητης – εναγομένης εταιρείας περί ακυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης, στην οποία στηρίζει η ενάγουσα – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία την απαίτηση της εναντίον της, λόγω δόλιας υπερασφάλισης, με σκοπό την κερδοσκοπία. Επομένως, βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» δικαιούται να αξιώσει από την εναγόμενη – εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» την καταβολή του παραπάνω ποσού των τριάντα πέντε χιλιάδων ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (35.096,37€) που πλήρωσε στην συνασφαλισμένη – δικαιούχο του ασφαλίσματος …. Α.Ε., καθόσον από το χρόνο καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως, υποκαταστάθηκε κατά τα προαναφερόμενα αυτοδικαίως στα δικαιώματα της πιο πάνω συνασφαλισμένης – δικαιούχου του ασφαλίσματος έναντι της εναγομένης – εφεσίβλητης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός κατ΄ουσίαν ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος της έφεσης και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της, που δεν προσβλήθηκαν επιτυχώς με την έφεση, για την ενότητα της εκτέλεσης. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (35.096,37€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.
Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη σε σχέση με το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, δεδομένου ότι η παρούσα απόφαση είναι τελεσίδικη και ούτως ή άλλως εκτελεστή (βλ. σχετ. ΕφΑΘ(Μον) 551/2017, ΕφΑθ 4777/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», έκδοση Δ’ (2009), αριθμ. 193, σελ. 59,Β. Βαθρακοκοίλης «Η έφεση» έκδοση 2015, υπό ερμηνεία άρθρου 520, αριθμ. περιθ. 1078, σελ. 286). Η δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας -ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί, κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης κατανεμόμενη ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, γενομένου δεκτού του σχετικού νομίμου αιτήματος της, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδάφ. α’ Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων) σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 προτελ. εδάφ. ΚΠολΔ, ως αυτό ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), το κατατεθέν, από την εκκαλούσα, για την άσκηση της εφέσεως, παράβολο, βάσει του συνημμένου στην έκθεση εφέσεως un’ αριθμ. …. ηλεκτρονικού παράβολου (η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην από ….2020 έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης εφέσεως), να επιστραφεί σ’ αυτήν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την υπό στοιχείο I από 19.6.2020 έφεση, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/ ….2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2020 και β) την υπό στοιχεί II με ημερομηνία 13.9.2021 έφεση, η οποία έχει κατατεθεί με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 αντιμωλία των διαδίκων.
I) Επί της υπό στοιχείο Α΄ ΕΦΕΣΗΣ (με ημερομηνία 19.6.2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/…/….2020 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/…/….2020 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου – αριθ. πινακίου …):
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο I με ημερομηνία …. έφεση, η οποία έχει κατατεθεί με γενικό αριθμό κατάθεσης …. και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …..τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …. και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …. της εκκαλούσας – ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.», κατά της υπ’ αριθμ. 7354/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ως άνω υπ’ αριθμ. 7354/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) επί της από 1.6.2011 αγωγής, με Γ.Α.Κ. …/….2011 και Α.Κ.Δ. …/….2011.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την από 1.6.2011 αγωγή, με Γ.Α.Κ. …/….2011 και Α.Κ.Δ. …/….2011.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 1.6.2011 αγωγή, με Γ.Α.Κ. …/….2011 και Α.Κ.Δ. …/….2011.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» να καταβάλει στην ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (35.096,37€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» του κατατεθέντος από αυτήν παράβολου εφέσεως, βάσει του υπ’ αριθμ. ….. ηλεκτρονικού παράβολου, συνολικού ποσού εκατό (100 €) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη – εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.Γ.Α.» και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων πενήντα πέντε (…55) ευρώ.
II) Επί της υπό στοιχείο Β’ ΕΦΕΣΗΣ (με ημερομηνία 13.9.2021 και με Γ.Α.Κ./Ε,Α.Κ…./…/….2021 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/…/14,9.2021 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου – αριθ. πινακίου 40):
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχεία II με ημερομηνία 13.9.2021 έφεση, η οποία έχει κατατεθεί με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, αυθημερόν, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/….2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/….2021.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» υπ’ αριθμ. …. ηλεκτρονικού παράβολου, συνολικού ποσού εκατό (100 €) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ … … ΕΤΑΙΡΕΙΑ» στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «… …. ΕΤΑΙΡΙΑ» για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 12η Ιανουαρίου 2022, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ