ΣτΕ Γ΄ 7μ. 2763/2022
Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Εισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος
Πειθαρχική δίωξη δημοσίου υπαλλήλου για την πράξη της κατάθεσης πλαστού τίτλου σπουδών προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό του.
Η 2763/2022 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος αντιμετώπισε το ζήτημα της διαδικασίας που θα πρέπει να ακολουθήσει η Διοίκηση στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δημόσιος υπάλληλος πέτυχε το διορισμό του με τη χρήση πλαστού δικαιολογητικού. Το ζήτημα αυτό ανέκυψε καθόσον ο Υπαλληλικός Κώδικας ορίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση οφείλει να ανακαλέσει τον διορισμό (άρθρο 20) και, παραλλήλως, να ασκήσει πειθαρχική δίωξη (άρθρο 29 ν. 4305/2014). Το Δικαστήριο διαπίστωσε, αρχικώς, ότι η διοικητική πράξη ανάκλησης του διορισμού δημοσίου υπαλλήλου ανατρέχει κατ’ αρχήν στο χρονικό σημείο του διορισμού του και λαμβάνει χώρα για λόγο που ανάγεται πριν από τη σύναψη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, ήτοι πριν από την έναρξη κατ’ αρχήν της πειθαρχικής ευθύνης του δημοσίου υπαλλήλου, και, επομένως, η ανάκληση του διορισμού αυτού προηγείται του πειθαρχικού κολασμού. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι είναι διάφορο το ζήτημα της πειθαρχικής δίωξης του υπαλλήλου για τη χρήση πλαστού εγγράφου μετά τον διορισμό του προκειμένου να επιτύχει την επιθυμητή για αυτόν υπηρεσιακή μεταβολή καθόσον, στην περίπτωση αυτή, κατέχει την ιδιότητα του υπαλλήλου η οποία αποτελεί προϋπόθεση της πειθαρχικής του ευθύνης. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη, προς αποκατάσταση της νομιμότητας, να ενεργοποιεί κατ’ αρχάς τη διαδικασία ανάκλησης του διορισμού του υπαλλήλου αντί της έγερσης πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του, καθόσον τούτο επιβάλλεται και από λόγους ίσης μεταχείρισης των δημοσίων υπαλλήλων και ασφάλειας δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιβολή πειθαρχικής κύρωσης διαφοροποιείται σημαντικά ως προς τη φύση, το εύρος, τις συνέπειες, τη διαδικασία επιβολής της και τον ασκούμενο επ’ αυτής δικαστικό έλεγχο σε σχέση με την ανάκληση διορισμού. Εξάλλου, κρίθηκε ότι η πρόβλεψη, το πρώτον, με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 4305/2014 του πειθαρχικού παραπτώματος της «κατάθεσης, χρήσης, συμπερίληψης και διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης», δεν αναιρεί κατ’ αρχήν την υποχρέωση της Διοίκησης να κινήσει, κατά προτεραιότητα, τη διαδικασία ανάκλησης του διορισμού του υπαλλήλου, βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, δεδομένου, εξάλλου, ότι μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4325/2015 το εν λόγω πειθαρχικό παράπτωμα δεν περιλαμβάνεται σε αυτά που είναι δυνατό να επισύρουν την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης.
Ακολούθως, το Δικαστήριο προσδιόρισε τα ειδικότερα βήματα τα οποία οφείλει να ακολουθήσει η Διοίκηση στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι ο δημόσιος υπάλληλος έχει κάνει χρήση ή καταθέσει πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό του. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι το αρμόδιο όργανο της Διοίκησης οφείλει να κινήσει τη διαδικασία ανάκλησης διορισμού του υπαλλήλου, η οποία αναστέλλει την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή είτε με την απόλυση του υπαλλήλου είτε με τη διατήρησή του στην Υπηρεσία, εφόσον το προαναφερόμενο όργανο αποφασίσει αιτιολογημένα τη μη ανάκληση του διορισμού. Εξάλλου, έγινε δεκτό ότι τυχόν ασκηθείσα πειθαρχική δίωξη για το ως άνω παράπτωμα αναστέλλεται προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάκλησης του διορισμού του υπαλλήλου, στην περίπτωση δε που έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή, αναστέλλεται η εκτέλεσή της για τον αυτό λόγο προκειμένου η Διοίκηση να εξετάσει τις προϋποθέσεις ανάκλησης του διορισμού· εφόσον δε, περαιτέρω, ασκηθεί προσφυγή κατά της πειθαρχικής ποινής για το ως άνω παράπτωμα, το αρμόδιο δικαστήριο δέχεται την προσφυγή, εξαφανίζει την πειθαρχική απόφαση και αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία ανάκλησης του διορισμού του προσφεύγοντος υπαλλήλου.
Κατά την εν μέρει μειοψηφήσασα γνώμη του Προέδρου του Τμήματος, ενός Συμβούλου και δύο Παρέδρων η ως άνω ερμηνεία των προαναφερόμενων διατάξεων δεν θα πρέπει να καταλάβει τις ασκηθείσες προσφυγές των δημοσίων υπαλλήλων κατά πειθαρχικών αποφάσεων υπηρεσιακών συμβουλίων με τις οποίες έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή για το επίμαχο παράπτωμα, αλλά τις προσφυγές που τυχόν ασκηθούν μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της κρινόμενης υπόθεσης. Κατά τη γνώμη αυτή, η ως άνω ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων διατυπώνεται το πρώτον στην παρούσα υπόθεση μετά τη συζήτηση της κρινόμενης προσφυγής, η πράξη δε, της κατάθεσης και χρήσης πλαστού εγγράφου κατά τη διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας για την κατάληψη δημόσιας θέσης και, κατόπιν του διορισμού, της αποσιώπησης της χρήσης αυτής, στοιχειοθετούσε κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς πριν από την θέσπιση του «ιδιωνύμου» παραπτώματος του άρθρου 29 του ν. 4305/2014. Κατόπιν τούτου, ο λόγος που επιβάλλει να μην ισχύσει η ερμηνεία αυτή στις εκκρεμείς προσφυγές είναι αφενός διότι η Διοίκηση είχε κινήσει νομίμως την πειθαρχική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 4305/2014 και, αφετέρου, προκειμένου να μην αιφνιδιασθούν οι πειθαρχικώς διωκόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι άσκησαν προσφυγή κατά της πειθαρχικής ποινής που τους είχε επιβληθεί· επομένως, με τη δοθείσα ερμηνεία το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν ασκήσει προσφυγή κατά των πειθαρχικών ποινών για το επίμαχο παράπτωμα συρρικνώνεται, καθόσον η εξαφάνιση της επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής συνοδεύεται με την αναστολή της πειθαρχικής τους δίωξης, μέχρι να διαπιστωθεί από τη Διοίκηση η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 20 του Υπαλληλικού Κώδικα για την ανάκληση του διορισμού τους, καθιστώντας τη θέση τους εν δυνάμει δυσχερέστερη από τη θέση στην οποία αυτοί τελούσαν πριν από την άσκηση της προσφυγής τους, εν όψει και της έντασης των προαναφερθεισών συνεπειών της ανάκλησης του διορισμού στην υπηρεσιακή τους κατάσταση, σε σχέση με την επιβολή πειθαρχικής ποινής για το επίμαχο παράπτωμα.