Στο τραπέζι και φοροελαφρύνσεις. Πριν τις εκλογές οι αποφάσεις
Στην προεκλογική φαρέτρα έχει μπει η πλήρης κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ένα μέτρο το οποίο η κυβέρνηση βάζει εκ νέου στο τραπέζι ενόψει του οικονομικού προγράμματος που συντάσει για τη νέα θητεία. Μεταξύ των σεναρίων είναι: η σταδιακή μείωση για τις δηλώσεις του 2024 και στη συνέχεια η πλήρης κατάργηση το 2025. Δεν αποκλείεται στο τραπέζι να μπει η έκπληξη και η πλήρης κατάργηση να γίνει από το 2024, ενδεχομένως για ένα μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών. Οι τελικές αποφάσεις αναμένεται να έχουν ληφθεί πριν το καλοκαίρι, ώστε να είναι διαθέσιμο το χρονοδιαγραμμα στις προεκλογικές εξαγγελίες. Το πρώτο βήμα έγινε πάντως από τον Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο της ΔΕΘ, όπου ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απαλλαγή σε μόνιμη βάση, από το 2023, όσους προσλαμβάνουν κάθε χρόνο έναν επιπλέον υπάλληλο σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Οι υπολογισμοί για τα οικονομικα περιθώρια έχουν ξεκινήσει προ μηνών καθώς η πλήρης κατάργηση αυτόματα σημαίνει και ένα ετήσιο κόστος στα κρατικά έσοδα κατά περίπου 400 εκατ. Ευρώ. Με το βλέμμα στους επαγγελματίες, την αγορά και την ενίσχυση των εισοδημάτων, η κυβέρνηση ήδη επεξεργάζεται το σχέδιο της επόμενης 4ετίας, όπου τα αρμόδια επιτελεία εξετάζουν τα οικονομικά περιθώρια.
Η εξίσωση είναι δύσκολη καθώς από το 2024 επιστρεφουν οι δημοσιονομικοί κανόνες που είχαν παγώσει λόγω πανδημίας, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διεθνής ενεργειακή κρίσης. Το προεκλογικό όμως σχέδιο αναμένεται να περιλαμβάνει παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών, ικανοποιωντας έτσι, μεταξύ άλλων, ένα πάγιο αίτημα της αγοράς, δηλαδή την κατάργηση του άδικου φόρου επιτηδεύματος.
Ελαφρύνσεις
Υπό επεξεργασία βρίσκονται σχέδια για ένα πακέτο φοροελαφρύνσεων το οποίο αναμένεται να υλοποιηθεί κατά διαστήματα και σε βάθος τετραετίας. Περιλαμβάνει ελαφρύνσεις για μισθωτούς με παρεμβάσεις στη φορολογική κλίμακα και τους συντελεστές, αλλά και μείωση του φόρου για επιχειρήσεις, «κούρεμα» συντελεστών ΦΠΑ και την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Αναμένεται επανεξέταση του φορολογικού καθεστώτος για 1 εκατ. επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους με στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής από αδήλωτα εισοδήματα και ΦΠΑ. Το σήμα για τις αλλαγές στον τρόπο φορολόγησης των επαγγελματιών έχει δοθεί ήδη από το υπουργείο Οικονομικών με την ανάθεση στο ΙΟΒΕ να συντάξει ειδικής μελέτης και την υποβολή προτάσεων για τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Στο τραπέζι αναμένεται να βρεθούν οι αλλαγές στους συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης, η προκαταβολή φόρου, οι ισχύουσες φοροαπαλλαγές και εξαιρέσεις.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ
Με δήλωση του στα ΝΕΑ ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας υπογραμμίζει πως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θα πρέπει να επιλεγεί από την κυβέρνηση ως ένα από τα δίκαια μέτρα.
Αναλυτικά τονίζει: “Το τέλος επιτηδεύματος είναι μία παράλογη προκαταβολή φόρου, ο μοναδικός φόρος παγκοσμίως που δεν φορολογεί ούτε το εισόδημα, ούτε την περιουσία, αλλά την… προσδοκία του μικροεπιχειρηματία ότι την επόμενη χρονιά δεν θα πάει από άποψη κερδοφορίας χειρότερα από την τρέχουσα. Η επιβολή του ως «έκτακτος φόρος» κατά την 1η περίοδο σκληρής μνημονιακής λιτότητας αιτιολογήθηκε τότε ως σανίδα σωτηρίας στα δημόσια έσοδα. Η διατήρησή του όμως έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά, παρά το κλείσιμο και του τελευταίου του μνημονιακού «κύκλου» με την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, επιτείνει το αίσθημα αδικίας, δημιουργώντας προϋποθέσεις οικονομικής ασφυξίας για τους πιο ευάλωτους επιχειρηματίες και επιτηδευματίες, εκείνους δηλαδή που πλήττονται περισσότερο από την ενεργειακή κρίση και την μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Εφόσον, όπως δείχνουν όλες οι εκτιμήσεις, η χώρα έχει εισέλθει σε μία περίοδο σταθερής ανάπτυξης, δεν νοείται να «τιμωρούνται» οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις με το φορομπηχτικό απομεινάρι της τρόικας, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Δεν είναι τυχαίο που από πέρυσι την Άνοιξη η Κομισιόν το χαρακτηρίζει «φραγμό στην επιχειρηματικότητα» και ζητά την επαναξιολόγησή του. Συνεπώς, ενόψει και της επικείμενης, σημαντικής σε κάθε περίπτωση, αύξησης του κατώτατου μισθού, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θα πρέπει να επιλεγεί από την κυβέρνηση ως ένα από τα δίκαια μέτρα εξισορρόπησης των νέων βαρών που θα επωμισθεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα”