6646/2022, 13ο Μονομελές
Δικαστής: Μαρία Βέτσικα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 5638/1932 με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 του ν.δ/τος της 17-07/13-08-1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» και 489, 490, 491 και 493 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης επ’ ονόματι του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό, ανεξαρτήτως εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους ή μερικούς εκ των υπέρ ων η κατάθεση, δημιουργείται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με συνέπεια, η εν όλω ή εν μέρει, ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης από έναν των δικαιούχων, να γίνεται εξ ιδίου δικαίου. Αν αναληφθεί ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης και ως προς τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος αποκτά εκ του νόμου πλέον απαίτηση (αναγωγικά) κατά του αναλαβόντος ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός αν από την μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από το μη αναλαβόντα (βλ. Σ.τ.Ε. 2260/2008, Α.Π. 351/2018, 1410/2015, 712/2009, 405/2007, 1357/2002, 593/1992 κ.ά.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 του ως άνω ν.5638/1932 ο νομοθέτης θέλησε να διαιρέσει κατά τρόπο υποχρεωτικό για τους ενδιαφερομένους την κατάθεση σε ίσα μέρη των περισσοτέρων καταθετών και καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη. Επομένως, πριν από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού, όποιος τρίτος έχει χρηματική απαίτηση, είτε ίση είτε μεγαλύτερη του υπάρχοντος καταλοίπου, κατά κάποιου εκ των καταθετών, δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαίτησής του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου. Όμως, δικαιούται ο τρίτος να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη, διαφεύγει την κατάσχεση, διότι τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη, αλλά στους λοιπούς συγκαταθέτες. Η διάταξη αυτή του άρθρου 4 του ν. 5638/1932 αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης (βλ. Α.Π. 1570/2021, 213/2020, 1010/2019, 825/2018, 1812/2007 κ.ά.)
Κρίση του Δικαστηρίου ότι συνδικαιούχος λογαριασμού στερείται άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανακοπής, διότι η επιβληθείσα κατάσχεση αφορά μόνον στο μέρος του υπολοίπου του λογαριασμού που αντιστοιχεί στον έτερο συνδικαιούχο, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι με την επιβληθείσα κατάσχεση δεσμεύθηκε ποσό ανήκον στο συνδικαιούχο αυτό.
Κρίση του Δικαστηρίου ότι η χορηγούμενη, κατόπιν υποβολής αιτήσεως, απαλλαγή τρίτου συνευθυνόμενου προσώπου για φορολογικές οφειλές δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 34 του ν. 4646/2019, σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 29 του άρθρου 66 του ιδίου νόμου, ισχύει για το μέλλον, υπό την έννοια ότι ποσά, που τυχόν έχουν ήδη κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως και χορηγήσεως της απαλλαγής καταβληθεί, δεν επιστρέφονται από τη φορολογική διοίκηση.
Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας διασφαλίζει τη δικαστική επίλυση γνήσιων διαφορών και όχι την έκδοση δικαστικής απόφασης με αμιγώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα ή χωρίς καμία εν γένει επιρροή σε έννομες σχέσεις ή καταστάσεις (πρβλ. Σ.τ.Ε. 67/2009 Ολ., σκ. 8, 1303/2019 Ολ., σκ. 6, 1294/2020 σκ. 8, κ.ά). Στο πλαίσιο αυτό, η αυτόματη κατάργηση διοικητικής δίκης οφειλόμενη σε αναδρομική και εξ αρχής εξάλειψη του αντικειμένου της διαφοράς όπως συμβαίνει στην περίπτωση ανάκλησης ή ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, δεν προσκρούει στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης αναδρομικής έκλειψης του αντικειμένου της δίκης δυνάμει διάταξης τυπικού νόμου εκδοθέντος εκκρεμούσης της δίκης (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 685/2019 σκ. 11). Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο στην περίπτωση που κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη έχει παύσει να ισχύει για το μέλλον, μη ανατραπείσα εξ αρχής. Πράγματι, έγκειται στην ίδια τη φύση των διοικητικών πράξεων να καταλείπουν διοικητικής φύσης συνέπειες και μετά την τυπική παύση ισχύος τους, δυσμενείς για τους διαδίκους. Ως εκ τούτου, η αυτόματη κατάργηση της δίκης στην περίπτωση αυτή, με μόνη δηλαδή αφορμή το τυπικό γεγονός της παύσης ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης για το μέλλον, μολονότι αυτή ενδέχεται να καταλείπει βλαπτικές διοικητικής φύσης συνέπειες για τον διάδικο, θα ισοδυναμούσε με αρνησιδικία και θα συνιστούσε κατάφωρη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α., όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 – Α΄ 256). Στο δε εθνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο ισχύει γενική αρχή, κατά την οποία στην περίπτωση που κατά τη συζήτηση της υπόθεσης έχει ήδη παύσει για οποιοδήποτε λόγο η ισχύς της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης για το μέλλον, η δίκη δεν καταργείται αυτομάτως, αλλά συνεχίζεται εάν ο διάδικος επικαλεστεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς τούτο, δηλαδή ότι οι δυσμενείς διοικητικής φύσης συνέπειες που δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της πράξης διατηρούνται και μετά την παύση της ισχύος της, μη δυνάμενες να αρθούν παρά μόνο με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Η ανωτέρω γενική δικονομική αρχή, εξασφαλίζει τη συμβατότητα του δικονομικού θεσμού της κατάργησης δίκης με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 665/2021 σκ. 8). Ενόψει των παραπάνω, κατάργηση της δίκης στην περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης για το μέλλον, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 142 παρ. 1 περ. α’ του Κ.Δ.Δ., είναι δυνατή μόνο εφόσον ο διάδικος είτε δεν επικαλέστηκε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης είτε πρόβαλε μεν τέτοιο ισχυρισμό, ο οποίος όμως απορρίφθηκε από το δικαστήριο (βλ. Σ.τ.Ε 625/2022).
Κρίση του Δικαστηρίου ότι η άρση επιβληθείσας κατασχέσεως εις χείρας τρίτου προσώπου δεν οδηγεί σε κατάργηση της δίκης επί ανακοπής κατά της επιβληθείσας κατασχέσεως, εφόσον ο ανακόπτων επικαλεστεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι διατηρεί το αντικείμενό της η δίκη, διότι η άρση των επιβληθεισών κατασχέσεων ίσχυσε για το μέλλον, με αποτέλεσμα να καταλείπει δυσμενείς συνέπειες για τον ανακόπτοντα, διότι σε αυτόν δεν επιστρέφονται τα αποδοθέντα συνεπεία των επιβληθεισών κατασχέσεων ποσά.