Αριθμός 168/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευστάθιο Νίκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή – Χαλεβίδου), Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου, Γεωργία Κατσιμαγκλή και Αθανάσιο Τσουλό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Β. Θ. του Χ., 2) Χ. Θ. του Β. και 3) Ε. συζ. Χ. Θ., το γένος Α. Π., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Θωμά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, αντιπροσωπεύεται δε στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γεωργακά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 895/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4375/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-9-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Βάρκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ένδικη αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτή (495, 552, 553 § 1β, 556, 558, 564, 566 παρ 1 και 577 ΚπολΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της, κατά το παραπάνω άρθρο 300 του Α.Κ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1του Κ.Πολ.Δικ. (Α.Π. 1546/2014, Α.Π. 1513/2014). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ. για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (Α.Π. 1591/2014, Α.Π. 76/2014). Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς τον βαθμό, την βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (Α.Π. 1591/2014). Ακολούθως, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του αποτελέσματος που επήλθε. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.8 εδ. α’και δ’ του ΚΟΚ: “Στους οδηγούς των οδικών οχημάτων απαγορεύεται: α) να διαβαίνουν την εκ μιας ή δύο συνεχών γραμμών, κατά μήκος, διαγράμμιση, καθώς και να κινούνται στην αριστερή πλευρά αυτής και .. δ) να κινούνται πάνω σε κατά μήκος διαγραμμίσεις (ιππαστί)”. Επίσης, το άρθρο 16 παρ.3 του ΚΟΚ ορίζει ότι: “3. Τηρουμένων των διατάξεων της παρ.1, σε οδοστρώματα που είναι χωρισμένα σε δύο ή περισσότερες λωρίδες κυκλοφορίας, κατά κατεύθυνση με κατά μήκος διαγραμμίσεις, οι οδηγοί οχημάτων υποχρεούνται να οδηγούν αυτά μέσα στα όρια μιας λωρίδας και κατά το δυνατόν στο μέσο αυτής.”. Περαιτέρω, το άρθρο 17 παρ.5 του ΚΟΚ ορίζεται ότι: “Ο οδηγός, κατά το προσπέρασμα, υποχρεούται να αφήνει στο όχημα το οποίο προσπερνά αρκετό χώρο παραπλεύρως.”. Ακολούθως στο άρθρο 19 παρ. 1και 2 του Κ.Ο.Κ. (Ν. 2696/1999), ορίζονται: “1. Ο οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. 2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του, λαμβάνων, συνεχώς, υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται, επίσης, να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν… “. Τέλος, στο άρθρο 20 παρ. 1 του ΚΟΚ καθορίζεται ” Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των αυτοκινήτων οχημάτων, μέσα στις κατοικημένες περιοχές, ορίζεται σε 50 χιλιόμετρα την ώρα, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδική σήμανση.”, ενώ στο άρθρο 71 του ΚΟΚ, ορίζεται ότι: “Τα αυτοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενα, επιβάλλεται να είναι εφοδιασμένα με συσκευή που να επιτρέπει τη σύγχρονη λειτουργία των φώτων δεικτών κατεύθυνσης (φώτα έκτακτης ανάγκης)”. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., “αναίρεση επιτρέπεται μόνο 1)αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον ‘Αρειο Πάγο (Α.Π. 849/2007). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της αποφάσεως, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., είναι από τον ‘Αρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π 278/2018, ΑΠ 391/2018, ΑΠ 271/ 2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την πληττόμενη 4375/2020 απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., επισκόπησή της, δέχθηκε ανέλεγκτα, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο πρώτος αναιρεσείων-πεζός τραυματίστηκε από το οδηγούμενο από τον Κ. Π. (μη διάδικο στην δίκη, ως προς τον οποίο οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής) Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο στην αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 5-6-2018 και περί ώρα 12.00, ο δεύτερος ενάγων, Χ. Θ., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧ φορτηγό, το οποίο ήταν έμφορτο με τριφύλλι, έχοντας συνοδηγό τον πρώτο ενάγοντα υιό του, Β. Θ., έβαινε επί της διπλής κατεύθυνσης Εθνικής Οδού …, έχοντας πρόθεση, όταν έφθανε στο 99ο χιλιόμετρο, το ύψος των … (…) …, να εισέλθει διασχίζοντας κάθετα το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, σε ανώνυμη οδό, η οποία συμβάλλεται με την ως άνω εθνική οδό, αριστερά ως προς την πορεία του, σχηματίζοντας διασταύρωση σε σχήμα “Τ”, για να μεταβεί σε χώρο στάθμευσης της παρακείμενης οικίας του. Η ανωτέρω Ε.Ο. …, ως προαναφέρεται, είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, που διακρίνονται με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή και σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας του Αστυνομικού Τμήματος … και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει, στο ύψος του 99ου χιλιομέτρου, έχει πλάτος οδοστρώματος 6,10 μέτρων, είναι ευθεία και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ανέρχεται σε 50 χιλ. την ώρα κατά τον ένδικο χρόνο η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική και των πεζών ανύπαρκτη, υπήρχε φως ημέρας, η ορατότητα των οχημάτων δεν περιοριζόταν από κανένα εμπόδιο, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρά και ο καιρός αίθριος. Όταν ο δεύτερος ενάγων έφθασε στο 99ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού …, στο ύψος της διασταύρωσης με την ως άνω ανώνυμη οδό, αντί, προκειμένου ν’αλλάξει κατεύθυνση προς τα αριστερά, για να εισέλθει στην ως άνω ανώνυμη οδό, να πλησιάσει προοδευτικά προς τον άξονα του οδοστρώματος της οδού όπου κινούνταν αρχικώς και αφού προηγουμένως ελέγξει την κίνηση των οχημάτων που κινούνταν πίσω, μπροστά του ή ετοιμάζονταν να τον προσπεράσουν, έχοντας καταστήσει εγκαίρως γνωστή αυτή του την πρόθεση, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τους αντίστοιχους δείκτες αλλαγής κατεύθυνσης του φορτηγού (φλας), να εκτελέσει με ασφάλεια για τους χρήστες της οδού, τον αριστερό ελιγμό αλλαγής κατεύθυνσης, σταμάτησε το φορτηγό όχημά του, αντικανονικά στο δεξιό άκρο του ρεύματος κυκλοφορίας του (προς …), έχοντας θέσει σε λειτουργία μόνο τα φώτα έκτακτης ανάγκης (αλάρμ), καταλαμβάνοντας περίπου δύο μέτρα από το εύρος του οδοστρώματος αυτού, προκειμένου από τη θέση αυτή, να εισέλθει με αριστερό ελιγμό στην ως άνω ανώνυμη οδό. Έτσι, ο δεύτερος ενάγων αναμένοντας στη θέση του οδηγού, αποβίβασε τον πρώτο ενάγοντα, προκειμένου ο τελευταίος, διασχίζοντας το οδόστρωμα της οδού, να μεταβεί στην απέναντι πλευρά αυτής, για να ελέγξει καλύτερα την κίνηση των οχημάτων, ώστε εν συνεχεία ο δεύτερος ενάγων με αριστερό ελιγμό, να διασχίσει το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και να εισέλθει στην ως άνω παρακείμενη οικία του. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο Κ. Π., οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧ φορτηγό, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την προς τρίτους αστική ευθύνη για σωματικές και υλικές ζημίες, στην εναγομένη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία, κινούμενος στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας προς …, της ανωτέρω εθνικής οδού, με πρόθεση να συνεχίσει ευθεία την πορεία του. Όταν ο οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγομένη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία, φορτηγού προσέγγισε το 99ο χιλιόμετρο της ανωτέρω εθνικής οδού, με ταχύτητα 70 χιλ περίπου την ώρα, αντιλαμβανόμενος ότι στο δεξιό άκρο του ρεύματος κυκλοφορίας του, ήταν σταματημένο ομορρόπως, το υπ’ αριθμ. … ΙΧ φορτηγό του δευτέρου ενάγοντος, με αναμμένα τα φώτα έκτακτης ανάγκης, έχοντας καταλάβει με τον όγκο του οχήματός του το μεγαλύτερο μέρος του εύρους του ρεύματος κυκλοφορίας του, που δεν του επέτρεπε να συνεχίσει την ευθεία πορεία του εντός αυτού, μείωσε την αρχική του ταχύτητα σε 60 χιλ. την ώρα και άρχισε, ελέγχοντας ταυτόχρονα την κίνηση των οχημάτων στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, να διέρχεται από την αριστερά πλευρά του σταματημένου φορτηγού, εισερχόμενος εν μέρει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, οδηγώντας ιππαστί τη διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος. Κατά τη στιγμή που ο παραπάνω οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, φορτηγού διερχόταν κατά τον παραπάνω τρόπο, από την αριστερή πλευρά του σταματημένου φορτηγού του δευτέρου ενάγοντος, ο πρώτος ενάγων, επιχείρησε από το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του σταματημένου φορτηγού, να διασχίσει καθέτως το οδόστρωμα της εθνικής οδού για να μεταβεί στην απέναντι πλευρά της, με κατεύθυνση από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με τη πορεία του φορτηγού και εντελώς αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα παρεμβλήθηκε στη σύννομη και κανονική πορεία του παραπάνω Ι.Χ. φορτηγού. Ο οδηγός του ως άνω Ι.Χ. φορτηγού, ασφαλισμένου στην εναγομένη, αντιλήφθηκε τον πρώτο ενάγοντα τη στιγμή που ο τελευταίος εισερχόταν στο εναπομείναν ελεύθερο τμήμα του ρεύματος κυκλοφορίας προς … και ενώ βρισκόταν σε ελάχιστη απόσταση από αυτόν και πάντως πριν αυτός προλάβει να διασχίσει τη μισή απόσταση έως τον άξονα της οδού και τη διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή και καθ’ όσον δεν είχε χρονικά περιθώρια για τη διενέργεια αποφευκτικού ελιγμού, έπληξε αυτόν με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του φορτηγού του, στην αριστερή πλευρά του σώματός του (πρώτου ενάγοντος), το οποίο λόγω της σύγκρουσης εκτινάχθηκε και προσέκρουσε στο δεξιό ανεμοθώρακα του φορτηγού και ακολούθως κατέπεσε στο οδόστρωμα του ρεύματος κυκλοφορίας προς … πλησίον της διπλής συνεχόμενης διαχωριστικής γραμμής, σε μικρή απόσταση από το σταματημένο φορτηγό του πατέρα του, ενώ το με αριθμό κυκλ. … ΙΧ φορτηγό ακινητοποιήθηκε αυτοδυνάμως, αριστερά της πορείας του, μετά από λίγα μέτρα, σε χωμάτινο έρεισμα του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας. Η τελική θέση των φορτηγών οχημάτων και του πεζού (από τις ανευρεθείσες κηλίδες αίματος), αμέσως μετά τη σύγκρουση, απεικονίζονται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνέταξαν οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι του Αστυνομικού Τμήματος … το οποίο συνοδεύει την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος. Η εκτίμηση της ταχύτητας κινήσεως του ασφαλισμένου στην εναγομένη φορτηγού, στο προαναφερόμενο μέγεθος προκύπτει, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων (δεν ανευρέθησαν ίχνη τροχοπεδήσεως και πλαγίας ολίσθησης από τους προανακριτικούς υπαλλήλους που συνέταξαν το πρόχειρο σχεδιάγραμμα τροχαίου ατυχήματος), δια συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου, λαμβανομένων υπόψιν το μεν πρώτο ότι μετά τη πρόσκρουση ο πεζός δεν εκτινάχθηκε σε μεγάλη απόσταση, αλλά κατέπεσε σε μικρή απόσταση από το σημείο σύγκρουσης (στο ύψος του εμπροσθίου αριστερού τμήματος του σταματημένου φορτηγού του δευτέρου ενάγοντος) επί του ρεύματος κυκλοφορίας του, το δε δεύτερο από τη μη πρόκληση σοβαρών σωματικών κακώσεων του παθόντος πλην του κατάγματος του αριστερού άνω άκρου και του μεταταρσίου του αριστερού κάτω άκρου και επιπλέον των μικρής έκτασης φθορών που προκλήθηκαν από τη σύγκρουση στο με στοιχεία κυκλοφορίας … ΙΧ φορτηγό (θραύση ανεμοθώρακα σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας του ΑΤ …) και την αυτοδύναμη ακινητοποίησή του μετά τη σύγκρουση. Επίσης, ο ισχυρισμός των εναγόντων, τον οποίο επαναφέρουν προς αντίκρουση της έφεσης της εναγομένης, ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγομένη φορτηγού, παρέσυρε τον πρώτο ενάγοντα κατά την προσπάθειά του να προσπεράσει δύο φορτηγά οχήματα, που προπορεύονταν και βρίσκονταν σε διαδικασία ακινητοποίησης προς διευκόλυνση του αριστερού ελιγμού του φορτηγού του δευτέρου ενάγοντος, πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ουσίαν καθώς δεν αποδείχθηκε από κάποιο από τα τεθέντα υπόψη του δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα. Αντίθετα, κατά την εκδοχή αυτή το ένδικο ατύχημα δεν θα είχε λάβει χώρα στο ρεύμα κυκλοφορίας προς …, το οποίο θα είχε καταληφθεί από τα βραδυπορούντα φορτηγά, αλλά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, στο οποίο αναγκαστικά θα έπρεπε να εισέλθει ο οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγομένη φορτηγού , για να τα προσπεράσει. Βάσει των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών το ένδικο ατύχημα και ο τραυματισμός του πρώτου ενάγοντα οφείλονται κατά την κρίση και του Δικαστηρίου τούτου, στην αποκλειστική υπαιτιότητα του τελευταίου. Ειδικότερα, αυτός δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις ως μέσος συνετός πεζός και συγκεκριμένα γιατί απερίσκεπτα, επιχείρησε ανέλεγκτα, δεδομένου ότι η ορατότητα στο σημείο αυτό δεν περιορίζεται, να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της παραπάνω εθνικής οδού, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι, με την κίνησή του αυτή, δεν θα παρεμπόδιζε την κυκλοφορία των οχημάτων, κατά παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του ΚΟΚ, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάσει τον οδηγό του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧ φορτηγού, ο οποίος, λόγω της ελάχιστης απόστασης με τον πεζό σε συνδυασμό με την έλλειψη ορατότητας της θέσης του πεζού πριν αυτός εισέλθει στο ρεύμα κυκλοφορίας του, δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκρουση και να επισυμβεί το ένδικο ατύχημα. Υπάρχει δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης αυτής και του επελθόντος τραυματισμού του, γιατί αν ο ανωτέρω πεζός επέλεγε σημείο από το οποίο να έχει ο ίδιος ορατότητα και ήλεγχε την κίνηση των οχημάτων στην κυκλοφορία προς … της εν λόγω Εθνικής Οδού, προτού αρχίσει να το διασχίζει, το ατύχημα οπωσδήποτε θα αποφευγόταν. Αντιθέτως, κανένα πταίσμα δεν βαρύνει τον οδηγό του ασφαλισμένου στην εναγομένη φορτηγού, ο οποίος κινούνταν στο ρεύμα πορείας του, με ταχύτητα που δεν αποδείχθηκε υπερβολική κατά τις περιστάσεις, ενώ δεν μπορούσε να προβεί σε κάποιον ελιγμό, προκειμένου να αποφύγει τη παράσυρση του ενάγοντα πεζού, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τοπικά και χρονικά περιθώρια αντίδρασης, καθώς η είσοδος του τελευταίου στο ρεύμα κυκλοφορίας του οδηγού ήταν αιφνίδια από το σημείο που δεν ήταν ορατός από αυτόν. Μόνο το γεγονός ότι η ταχύτητα του ξεπερνούσε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας (50 χλμ/ώρα) και κυμαινόταν περίπου στα 60 χλμ/ώρα και οδηγούσε ιππαστί τη διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή των δύο κατευθύνσεων της Ε.Ο., δεν αρκεί για τη θεμελίωση συνυπαιτιότητος στο πρόσωπό του, αφού το ανωτέρω γεγονός δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, δοθέντος ότι ακόμη και αν κινούνταν με μικρότερη ταχύτητα και εντός του ρεύματος κυκλοφορίας του δεν θα απέφευγε τη σύγκρουση. Εφόσον, λοιπόν ο οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ. φορτηγού, που ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος για την προς τρίτους αστική ευθύνη στην εναγομένη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία, δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για την επέλευση του ενδίκου ατυχήματος, η αγωγή των εναγόντων είναι ουσιαστικά αβάσιμη.
Συνεπώς, εφόσον δεν προέκυψαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, οι περιστάσεις που επικαλούνται οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή τους, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.” Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, που δίκασε με την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 περ.6 ΚπολΔ, ως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015, απέρριψε την έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, δέχθηκε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας κατά της 895/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου) είχε δεχθεί εν μέρει την από 28-11-2018 αγωγή ως βάσιμη κατ’ουσία, κρίνοντας αποκλειστικά υπαίτιο του ατυχήματος τον οδηγό του με αριθμό κυκλ. … ΙΧ φορτηγού αυτοκινήτου, ασφαλισμένου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία. Αντιθέτως, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο του τραυματισμού του, τον ίδιο τον τραυματισθέντα, πρώτο ενάγοντα, πεζό και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, διακρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής, απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη κατ’ουσία. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή είτε με εσφαλμένη υπαγωγή είτε με παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια της αιτιώδους συναφείας, ούτε εκ πλαγίου, τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, ούτε αυτές του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 300, 330 του ΑΚ, και 5 αρ.8 εδ. α’και δ’, 16 παρ.3, 17 παρ.5, 19 παρ. 1, 2, 20 παρ.1, 71 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.) καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και διέλαβε επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες όσον αφορά αφενός την αποκλειστική υπαιτιότητα του πεζού και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτού και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, διαλαμβάνοντας ειδικότερα τα συγκροτούντα την έννοια της αμελείας περιστατικά, αφετέρου δε την μη ύπαρξη πταίσματος του οδηγού του ασφαλισμένου στην εναγομένη φορτηγού. Πλέον συγκεκριμένα, για τον οδηγό του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη φορτηγού, το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του ότι εκινείτο στο ρεύμα πορείας του, και δεν μπορούσε να προβεί σε κάποιον ελιγμό, προκειμένου ν’αποφύγει την παράσυρση του πεζού, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τοπικά και χρονικά περιθώρια αντίδρασης, καθώς η είσοδος του τελευταίου στο ρεύμα κυκλοφορίας του οδηγού ήταν αιφνίδια από σημείο που δεν ήταν ορατός από αυτόν. Επιπλέον δε, ότι μόνο το γεγονός ότι η ταχύτητά του ξεπερνούσε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας (50 χιλ/ώρα) και κυμαίνονταν περίπου στα 60 χλμ/ώρα και ότι οδηγούσε ιππαστί στη διπλή διαχωριστική γραμμή των δύο κατευθύνσεων της Ε.Ο., δεν αρκεί για τη θεμελίωση συνυπαιτιότητας στο πρόσωπό του, αφού το ανωτέρω γεγονός δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, δοθέντος ότι ακόμη και αν εκινείτο με μικρότερη ταχύτητα και εντός του ρεύματος κυκλοφορίας του δεν θα απέφευγε τη σύγκρουση και επομένως δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος. Περαιτέρω, όσον αφορά στην αμελή συμπεριφορά του πεζού και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του και της προκλήσεως του ατυχήματος, διέλαβε επίσης με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την έννοια της αμέλειας περιστατικά που επέδειξε ο τραυματισθείς πεζός στην πρόκληση του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, σε συνδυασμό με την παράβαση της διατάξεως του άρθρου 38 παρ.4 του ΚΟΚ, που βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, ήτοι ότι αυτός δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις ως μέσος συνετός πεζός και συγκεκριμένα γιατί απερίσκεπτα, επιχείρησε ανέλεγκτα, δεδομένου ότι η ορατότητα στο σημείο αυτό δεν περιορίζετο, να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της παραπάνω εθνικής οδού, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι, με την κίνησή του αυτή, δεν θα παρεμπόδιζε την κυκλοφορία των οχημάτων, κατά παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του ΚΟΚ, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάσει τον οδηγό του φορτηγού, ο οποίος, λόγω της ελάχιστης απόστασης με τον πεζό σε συνδυασμό με την έλλειψη ορατότητας της θέσης του πεζού πριν αυτός εισέλθει στο ρεύμα κυκλοφορίας του, δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκρουση και να επισυμβεί το ένδικο ατύχημα. Με βάση αυτά τα περιστατικά δέχθηκε ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης αυτής και του επελθόντος τραυματισμού του, γιατί αν ο ανωτέρω πεζός επέλεγε σημείο από το οποίο να είχε ο ίδιος ορατότητα και ήλεγχε την κίνηση των οχημάτων στην κυκλοφορία προς … της εν λόγω Εθνικής Οδού, προτού αρχίσει να το διασχίζει, το ατύχημα οπωσδήποτε θα αποφευγόταν. Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για ανεπάρκεια και αντιφατικότητα αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι: α) αν και δέχεται ότι ο πρώτος αναιρεσείων (πεζός) επιχείρησε από το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του σταματημένου φορτηγού, να διασχίσει καθέτως το οδόστρωμα της εθνικής οδού, κινούμενος από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του ζημιογόνου οχήματος και ότι το φορτηγό του δευτέρου αναιρεσείοντος κατελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα του οδοστρώματος του ρεύματος πορείας προς …, εν τούτοις δεν εξηγεί αφενός γιατί ο πεζός δεν ήταν ορατός από τον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος, αφού εκκινούσε από σημείο που δεν περιοριζόταν η ορατότητα και αφετέρου ποιο ήταν το πλάτος του ελεύθερου τμήματος του ρεύματος πορείας προς …, αφαιρουμένου του τμήματος που καταλάμβανε το ακινητοποιημένο με αναμμένα φώτα έκτακτης ανάγκης ΙΧ φορτηγό, ώστε να τον παρασύρει εντός αυτού του ρεύματος πορείας (προς …). β) αν και δέχεται ότι ο οδηγός του ζημιογόνου φορτηγού εκινείτο ιππαστί επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής των δύο ρευμάτων που διέθετε η άνω οδός και ότι η ταχύτητά του υπερέβαινε το ανώτατο όριο ταχύτητας που ήταν 50 χλμ/ώρα και δη ήταν αρχικά 70 χλμ/ώρα και μειώθηκε στη συνέχεια σε 60 χλμ/ την ώρα, εν τούτοις δεν εξηγεί γιατί δέχεται ότι εκινείτο συννόμως εντός του ρεύματος πορείας του, με ταχύτητα που δεν απεδείχθη υπερβολική. γ) δεν διευκρινίζεται γιατί, ενώ η προσβαλλόμενη δέχεται ότι το γεγονός της κατά τα προαναφερθέντα “ιππαστί” κινήσεως και της ταχύτητος των 60 χλμ/ώρα δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την επέλευση του ενδίκου ατυχήματος, το οποίο θα επήρχετο ακόμη και αν εκινείτο με την επιτρεπόμενη ταχύτητα εντός του ρεύματος κυκλοφορίας προς …, επί του οποίου έβαινε, αφού η κίνηση εντός του ρεύματος κυκλοφορίας τούτου (προς …) δεν ήταν επιτρεπτή, λόγω της ακινητοποίησης εντός αυτού του φορτηγού του δευτέρου αναρεσείοντος και λόγω της επιβαλλόμενης υποχρεώσεως να αφήνει στο όχημα το οποίο προσπερνά αρκετό χώρο παραπλεύρως, δεν αποτελούν ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε περιέχουν αντίφαση, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα. Οι παραπάνω αιτιάσεις όπως και οι ειδικότερες ελλείψεις και αντιφάσεις, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αναιρεσείοντες προβάλλονται απαράδεκτα, διότι αυτές αφορούν την πληρέστερη κατά την άποψη των αναιρεσειόντων ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, και, υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ πλήττεται η ανέλεγκτη περί των πραγμάτων εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Όσα αναφέρουν οι αναιρεσείοντες παραπάνω, στον λόγο αυτό, δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά απλά επιχειρήματα, για τα οποία δεν χρειάζεται ιδιαίτερη και διεξοδική ανάλυση. Επιπλέον, οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 εδ. α’ και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων με βάση τα οποία αυτό στήριξε το προαναφερόμενο σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, υπό την επίκληση δε της προβαλλόμενης πλημμέλειας της παραβάσεως εκ πλαγίου των άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα και, συνεπώς, απαραδέκτως προβάλλονται. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚπολΔ, κρίνεται απορριπτέος και ως αόριστος, εφόσον οι αναιρεσείοντες, εκτός από τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΚΟΚ, που ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκαν, καθώς και τις νομικές τους απόψεις γι’ αυτές, δεν εξειδικεύουν και το, κατά την εκδοχή τους, ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα και στην τελευταία περίπτωση, που ακριβώς έγκειται το σφάλμα, αρκούμενοι μόνο σε ανάλυση των πραγματικών παραδοχών της αποφάσεως και των επιχειρημάτων κατ’ αυτών, που, όμως, όπως προαναφέρθηκε, πλήττουν την άνω ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου.
Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 1 εδάφιο β` του ΚΠολΔ η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σε αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι όμως και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ` άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 65/2017, 92/2013, 322/2012, 1241/2010). Πρέπει, συναφώς, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση (ΑΠ 65/2017, 951/2015). Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφέρεται ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά, καθώς και η, κατά τον αναιρεσείοντα, ορθή έννοια του κανόνα δικαίου, ο οποίος προκύπτει απ` αυτά που το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδάφιο β` του ΚΠολΔ της παράβασης και των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στις προαναφερθείσες σχετικές διατάξεις του ΚΟΚ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν κατέγνωσε υπαιτιότητα για το επίδικο ατύχημα στον οδηγό του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη, φορτηγού αυτοκινήτου, αλλά αντίθετα τον θεώρησε ανυπαίτιο του εν λόγω ατυχήματος, παραλείποντας να εφαρμόσει, κατά την συγκρότηση του αποδεικτικού του πορίσματος τα διδάγματα της κοινής πείρας και ειδικότερα: α) ότι αυτός κινείτο εν μέρει στο αντίθετο ρεύμα, καθ’υπέρβαση της διπλής διαχωριστικής γραμμής των ρευμάτων κυκλοφορίας, β) ότι αυτός δεν διέκοψε την πορεία του, λόγω ακινητοποίησης του προπορευομένου οχήματος που είχε ειδοποιήσει περί αυτού με τη θέση σε λειτουργία των φώτων έκτακτης ανάγκης (alarm) και γ) ότι αυτός υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Έτσι, ενώ δέχθηκε ότι η κίνηση του φορτηγού ήταν αντικανονική και παράνομη εν τούτοις κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου στην εναγομένη φορτηγού αυτοκινήτου εκινείτο στο ρεύμα του με ταχύτητα που δεν αποδείχθηκε υπερβολική από τις περιστάσεις και ότι κανένα πταίσμα δεν τον βαρύνει. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως ως αόριστος διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο ποία είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που φέρεται ότι παραβιάστηκαν, ενώ εξάλλου, τα αναφερόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, παρεκτός του ότι δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων, αναφέρονται αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 609/2020). Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στις από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ. προβλεπόμενες πλημμέλειες και συνακολούθως οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι ως άνω πλημμέλειες είναι απορριπτέοι, κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις (ΑΠ 1756/2017).
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 του Κ.Πολ.Δικ., υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 425/2019, ΑΠ 145/2015, ΑΠ 224/2015, ΑΠ 1294/2014, ΑΠ 466/2013). Εξάλλου, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1569/2010). Τέλος, όσον αφορά το αποδεικτικό μέσο της δικαστικής ομολογίας, δηλαδή εκείνης που γίνεται προφορικώς ή εγγράφως στο δικαστήριο που δικάζει ή σε εντεταλμένο δικαστή και αποτελεί κατά το άρθρ. 352 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη σε βάρος του διαδίκου που ομολογεί, η οποία ναι μεν λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, όμως για να δημιουργηθεί ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ πρέπει να εκτίθεται στην αίτηση αναίρεσης ότι έγινε επίκληση της δικαστικής ομολογίας στο δικαστήριο της ουσίας κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να αναφέρεται ο ισχυρισμός για τον οποίο έγινε η ομολογία, ο οποίος πρέπει να είναι ουσιώδης, ως ασκών επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1139/2009, ΑΠ 894/2008). Ωστόσο δικαστική ομολογία δεν είναι κατά την έννοια του άρθρ. 352 ΚΠολΔ κάθε τέτοια ομολογία, αλλά μόνον αυτή που γίνεται με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, ως προς το οποίο ο αντίδικός του έχει το δικονομικό βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, δηλαδή για να συντρέχει η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ πρέπει η δικαστική ομολογία που αγνοήθηκε να είναι σαφής και συγκεκριμένη και να επηρεάζει το διατακτικό της απόφασης, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της ουσίας, παραλείποντας να λάβει υπόψη του τη δικαστική ομολογία, κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από το συναγόμενο απ’ αυτή. Στην κρινόμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως πλήττεται η απόφαση για την από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δικ. απορρέουσα πλημμέλεια και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη τα κάτωθι αποδεικτικά μέσα,που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, τα οποία εάν ελάμβανε υπόψη, θα κατέληγε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που τελικά δέχθηκε. Ήτοι, δεν έλαβε υπόψη της: α) την από 20-6-2018 ένορκη κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα (δευτέρου ενάγοντος) ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του ΑΤ … στην οποία ρητά αναφέρεται ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη οχήματος “…Εκείνη τη στιγμή από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου μου είδα ένα κίτρινο φορτηγάκι να έρχεται με σχετικά μεγάλη ταχύτητα για το συγκεκριμένο δρόμο, με κατεύθυνση από … προς … και χωρίς να μειώσει καθόλου ταχύτητα, ένα (1) αγροτικό αυτοκίνητο που μείωνε εκείνη τη στιγμή την ταχύτητά του, αφού μπροστά του ήταν ένα (1) άλλο αγροτικό αυτοκίνητο σταματημένο που περίμενε να στρίψω εγώ αριστερά να ελευθερωθεί τελείως το οδόστρωμα…”, β) την από 5-6-2018 ένορκη εξέταση του οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη οχήματος, ο οποίος ομολογεί ότι “..είδα στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος δύο (2) φορτηγά αυτοκίνητα σταματημένα με κατεύθυνση, ίδια με τη δική μου…”, τα οποία (αποδεικτικά μέσα) εάν λάμβανε υπόψη του το Εφετείο θα δεχόταν τον ισχυρισμό τους (εναγόντων) ότι η παράσυρση του πρώτου ενάγοντος έλαβε χώρα όταν το ασφαλισμένο στην εναγομένη όχημα επιχειρούσε να προσπεράσει δύο προπορευόμενα φορτηγά που βρίσκονταν σε διαδικασία ακινητοποίησης και τέλος, γ) την δικαστική ομολογία της αναιρεσίβλητης, όπως αυτή (δικαστική ομολογία) περιέχεται στα δικόγραφα των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στην έφεσή της και στις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (σελ. 3, 5 και 6, αντίστοιχα), περί του ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου σε αυτήν οχήματος, είδε στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος, δύο φορτηγά σταματημένα με κατεύθυνση την ίδια με την δική του. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο βεβαιώνει ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη: “την ανωμοτί εξέταση του δευτέρου ενάγοντος Χ. Θ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχεται στα υπ’αριθμ. 6667/14-12-2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ.3, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ) και όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μεταξύ των οποίων και εκείνα της ποινικής δικογραφίας που εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως..”. Από την ρητή αυτή διαβεβαίωση της προσβαλλομένης αποφάσεως σε συνδυασμό και με το όλο περιεχόμενό της και τις λοιπές αιτιολογίες της , στο συγκεκριμένο θέμα, δεν προκύπτει καμιά αμφιβολία, αντίθετα καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του κατά την εκτίμηση των αποδείξεων για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και τα παραπάνω νομίμως προσκομισθέντα από τους ήδη αναιρεσείοντες, μετ’ επικλήσεως, αποδεικτικά μέσα. Επομένως, το Εφετείο στην κρίση του για την αμελή συμπεριφορά του πεζού κατέληξε μετά από συνεκτίμηση των προαναφερομένων εγγράφων με άλλα της ίδιας αποδεικτικής ισχύος και αξιολογήσεως αποδεικτικά μέσα. Ανεξαρτήτως και πέραν της ως άνω ουσιαστικής αβασιμότητος, ο λόγος αυτός (τρίτος) υπό την επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες πλημμέλεια, εκ του αριθμ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος και ως αόριστος, διότι δεν εξειδικεύεται στο αναιρετήριο ο λόγος για τον οποίο, το βάσιμο ή μη του ως άνω ισχυρισμού τους, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 460/2020). Πλέον του ότι ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, καθ’ όσον υπό την επίκληση της παραπάνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το προαναφερόμενο ζήτημα (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.). Τέλος, ο ίδιος ως άνω τρίτος λόγος αναίρεσης, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, κατά το μέρος του, με το οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία της αναιρεσείουσας, όπως αυτή αναφέρεται πιο πάνω, περί του ότι ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου σε αυτήν οχήματος, είδε στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος, δύο φορτηγά σταματημένα με κατεύθυνση την ίδια με την δική του, είναι αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι έγινε επίκληση της δικαστικής αυτής ομολογίας της εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης από τους ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες, ενώπιον του Εφετείου, κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, ο ίδιος ως άνω λόγος είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται δεν συνιστούν δικαστική ομολογία κατά την έννοια του άρθρ. 352 ΚΠολΔ, περί της υπαιτιότητος, με την απόδειξη της οποίας βαρύνονται αυτοί και όχι η αναιρεσίβλητη (ΑΠ 845/2012).
Συνεπώς ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου, λόγω της ήττας τους, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Β’ β’ εδ. δ’ του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο ένατο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1-1-2016 ένδικα μέσα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-9-2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 790/2020 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4375/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Και Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ