Αριθμός 1009/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα – Εισηγήτρια και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ζ. συζύγου Ι. Ε. το γένος Χ. Τ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Κόντη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου με την επωνυμία “ΣΥΝ.ΠΕ.” που εδρεύει στα Ιωάννινα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Καπελλίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/4/2014 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 442/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 29/2017 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/5/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 29/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, το οποίο, δεχόμενο την από 24-11-2015 έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 442/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που είχε δεχτεί την εναντίον της από 3-4-2014 ανακοπή της αναιρεσείουσας προς ακύρωση της82/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ίδιου Δικαστηρίου, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και δίκασε επί της ως άνω ανακοπή, απέρριψε αυτή ως αβάσιμη επικυρώνοντας την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως προς τις μεταξύ των διαδίκων αυτών σχέσεις. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Αντίθετα, η έλλειψη μείζονας πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ’ αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Ωσαύτως, με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ., 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός από τον οποίο δημιουργείται με διαρκή έννομη σχέση, υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένος οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό τρέχοντα λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα, σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει. Έτσι, ο αλληλόχρεος ή ανοικτός αυτός λογαριασμός κλείνεται περιοδικώς κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αλλά όχι όμως κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι έχει κλείσει οριστικά ο λογαριασμός, οπότε ο δικαιούχος του κατάλοιπου δικαιούται να απαιτήσει αμέσως αυτό (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ). Η ενοχή δε για το κατάλοιπο που προκύπτει από κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννάται, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένως ή υποσχέθηκε πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 623, 624, 847, 848 ΑΚ, όπως το πρώτο ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί εις βάρος του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλοχρέου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλοχρέου λογαριασμού και της εγγυήσεως, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού, στην πληρωμή του οποίου, με τις νόμιμες επιβαρύνσεις, υποχρεούται και ο εγγυητής, εκτός εάν από την έγγραφη σύμβαση εγγυήσεως προκύπτει σχετικός περιορισμός της υποχρεώσεως του εγγυητή. Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοιπο, δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά να γίνεται επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 192/2005, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1850/2011).
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 Α.Κ., σε συνδυασμό προς τις προαναφερόμενες τοιαύτες, προκύπτει, ότι ο εγγυητής απαιτήσεως του δανειστή, για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προέλθει από την λειτουργία συμβάσεως πιστώσεως εξ ανοικτού λογαριασμού, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως, μέχρι του ποσού, για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πιστώσεως, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη, δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως, του ποσού της αρχικής συμβάσεως, ή και των πρόσθετων, στην συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτές τις εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της συμβάσεως (ΑΠ 248/2014, ΑΠ 1763/2009, ΑΠ 1229/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα: “Η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία υπό την επωνυμία “Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου ΣΥΝ.ΠΕ. ” συνήψε με τον Ε. Κ. του Α. την υπ’ αριθμ. …/…-05-2003 σύμβαση χορηγήσεως πιστώσεως διά ανοικτού (αλληλοχρέου) λογαριασμού μέχρι του ποσού των 206.000 ευρώ, με την εγγύηση της συζύγου του Α. Κ. και της ανακοπτούσης Ζ. συζ. Ι. Ε.. Κατά τους ουσιώδους όρους της συμβάσεως αυτής “….2.3 Ο συνεταίρος πιστούχος θα κάνει χρήση της πίστωσης που του παρέχεται, είτε ολόκληρης ή τμηματικά….3.1 Με τη χρήση της πίστωσης η Συνεταιριστική Τράπεζα θα χορηγεί στο συνεταίρο μεσομακροπρόθεσμα δάνεια…. 6.1 Συνομολογείται ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα μπορεί να τηρεί ένα ή περισσότερους λογαριασμούς….7.3. Σε περίπτωση οριστικού κλεισίματος της πίστωσης, θα κλείνεται οριστικά ο ένας ή περισσότεροι λογαριασμοί…13. Ο συνεταίρος είναι υποχρεωμένος, χωρίς καμία άλλη όχληση, κάθε εξάμηνο, ελέγχοντας τα κονδύλια του λογαριασμού του, να αναγνωρίζει το υπόλοιπο του….15.1. Ο/οι εγγυητής/ές δηλώνουν ότι εγγυώνται ανεπιφύλακτα προς την Συνεταιριστική Τράπεζα την εκπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης….15.8. Οποιαδήποτε αναγνώριση της οφειλής από το συνεταίρο πιστούχο, ακόμη και αν γίνει στο μέλλον, υποχρεώνει και τον/τους εγγυητή/ές. Ο/οι εγγυτής/ές αποδέχονται από δω και στο εξής τη μεταβολή οποιουδήποτε όρου της σύμβασης αυτής…που θα γίνει με σύμβαση μεταξύ Συνεταιριστικής Τράπεζας και συνεταίρου πιστούχου… Επηκολούθησε η σύναψη της υπ’αριθμ. …-…-… πρόσθετη πράξη τροποποιήσεως όρων της συμβάσεως πιστώσεως με επουσιώδεις τροποποιήσεις και ακολούθως η υπ’αριθμ. …-…-… πρόσθετη πράξη συμβάσεως χορηγήσεως πιστώσεως, με την οποία εχορηγήθη στον πρωτοφειλέτη Ε. Κ. μεσομακροπρόθεσμο δάνειο ποσού 20.666,18 ευρώ. Στην τελευταία ρητώς γίνεται μνεία της προηγούμενης κυρίας συμβάσεως και της προηγούμενης πρόσθετης πράξης και μάλιστα ρητώς αναφέρεται ότι “Η παρούσα πρόσθετη πράξη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πιο πάνω σύμβασης χορήγησης πίστωσης και ένα όλο με αυτή, της οποίας όσοι όροι δεν τροποποιούνται με την παρούσα εξακολουθούν να ισχύουν “. Προς εξυπηρέτηση του δανείου οι συμβληθέντες άνοιξαν τον υπ’ αριθμ. …-…, εν συνεχεία τον υπ’αριθμ. …-… και τελικώς τον υπ’ αριθμ. ….-… λογαριασμό. Την 17-06-2013 λόγω ληξιπρόθεσμης οφειλής ο πρωτοφειλέτης με σύμβαση ανεγνώρισε οφειλή ποσού 21.663,57 ευρώ και μάλιστα προέβη στην ρύθμιση της οφειλής με την συμφωνία να καταβληθεί εντός δέκα (10) μηνών. Επειδή όμως ο τελευταίος κατά το χρονικό διάστημα από την 12-09-2013 έως Την 13-01-2014 δεν κατέβαλε πέντε (5) μηνιαίες δόσεις η καθ’ ης η ανακοπή την 30-01-2014 προέβη στο κλείσιμο της συμβάσεως πιστώσεως με χρεωστικό κατάλοιπο το ποσόν των 21.974,31 ευρώ, όπως προκύπτει από το αντίγραφο κινήσεως του υπ’ αριθμ. …-… λογαριασμού. Στο κλείσιμο αυτό της πιστώσεως γίνεται ρητή μνεία της αρχικής υπ’ αριθμ. …/…-05-2003 κυρίας συμβάσεως πιστώσεως και των μεταγενεστέρων προσθέτων συμβάσεων. Το κλείσιμο αυτό της πιστώσεως η Συνεταιριστική Τράπεζα, το χρεωστικό κατάλοιπο και την αναλυτική κίνηση του τελευταίου υπ’ αριθμ. …-… εγνωστοποίησε στην ανακόπτουσα με την υπ’ αριθμ. 5311 Δ/3-02-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων Σ. Β.. Ακολούθως κατόπιν της από 7-03-2014 αιτήσεως της καθ’ ης εξεδόθη η υπ’ αριθ. 82/2014 Διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων δυνάμει της οποίας υπεχρεώθησαν ο πρωτοφειλέτης και οι εγγυητές, μεταξύ των οποίων η ανακόπτουσα, να καταβάλουν στην καθ’ ης, εις ολόκληρον έκαστος, 21.974,31 ευρώ μετά των νομίμων τόκων και λοιπών εξόδων. Όπως προελέχθη, η υπ’ αριθμ. …-…-… σύμβαση χορηγήσεως πιστώσεως είναι σαφώς πρόσθετη σύμβαση της κυρίας συμβάσεως πιστώσεως, η οποία κατά ρητό όρο της κυρίας συμβάσεως δεσμεύει και τους εγγυητές, μεταξύ των οποίων η ανακόπτουσα, ανεξαρτήτως της μη υπογραφής ως εγγυήτριας. Τούτο διότι αφ’ ενός μεν προβλέπεται ρητώς από την κυρία σύμβαση (αρθρ. 15.8.), αφ’ ετέρου δε το χρεωστικό κατάλοιπο είναι πολύ ολιγότερο, σχεδόν μηδαμινό, συγκριτικά με το αρχικό όριο πιστώσεως των 206.000 ευρώ της αρχικής συμβάσεως πιστώσεως.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η τελευταία ως άνω πρόσθετη σύμβαση πιστώσεως αποτελεί νέα σύμβαση μη δεσμεύουσα την ανακόπτουσα και ακύρωσε για το λόγο αυτό την υπ’ αριθμ. 82/2014 Διαταγή πληρωμής, έσφαλε και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να εξετασθεί περαιτέρω ο έτερος μη ερευνηθείς λόγος της ανακοπής….
Εν προκειμένω από την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 82/2014 Διαταγή πληρωμής προκύπτει ότι για την έκδοση αυτής ελήφθη υπόψιν η αρχική υπ’ αριθμ. …-…/…-05-2003 σύμβαση πιστώσεως, οι υπ’ αριθμ. …- …-… και …-…-… πρόσθετες συμβάσεις, η υπ’αριθμ. …/…/…/…-06- 2013 σύμβαση αναγνωρίσεως και ρυθμίσεως ληξιπρόθεσμης οφειλής από σύμβαση πιστώσεως, μηχανογραφικό αντίγραφο κινήσεως του υπ’ αριθμ. …-… λογαριασμού, το από 30-01-2014 κλείσιμο του λογαριασμού και την γνωστοποίηση αυτού στον πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές.
Συνεπώς ο λόγος της ανακοπής (σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλομένη Διαταγή πληρωμής εξεδόθη χωρίς να προσκομισθούν τα κατά νόμο απαιτούμενα έγγραφα και χωρίς να αποδεικνύεται η κίνηση του ή των λογαριασμών της επίδικης πιστώσεως από έγγραφα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η από 24-11-2015 έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ/ρριθμ. 442/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, να διακρατηθεί η από 3-04-2014 ανακοπή, να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επικυρωθεί η υπ’αριθ. 82/2014 Διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.” Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και απορρίπτοντας την ένδικη ανακοπή της αναιρεσείουσας ως αβάσιμη, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή κάποια από τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, ο περιεχόμενος στην κρινόμενη αίτηση μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν καθορίζεται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με αυτή νομικό σφάλμα, είναι αβάσιμος, κατά το μέρος δε, που υπό την επίκληση της ίδιας πλημμέλειας (559 αρ.1 ΚΠολΔ), πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, είναι απαράδεκτος, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που περιέχονται στον ίδιο λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή της, κατά παραδοχή των προβαλλόμενων με αυτή λόγων, δεν αφορούν στις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις οποίες και μόνο ο Άρειος Πάγος ελέγχει την παραβίαση ή όχι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου για τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, αλλά με αυτές επιχειρείται απαραδέκτως η ανατροπή της ακυρωτικά ανέλεγκτης κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναίρεσης, να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, το οποίο καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 15/2017 έκθεση κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παριστάμενης αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά της, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29/5/2017 αίτηση της Ζ. συζύγου Ι. Ε. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 29/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπογράφει η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Προϊσταμένη του καθόσον ο διευθύνων τη συζήτηση και όλα τα μέλη του Δικαστηρίου που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης έπαψαν να είναι τοποθετημένα στο Δικαστήριο τούτο λόγω συνταξιοδότησης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Αυγούστου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1009/2021. Κλείσιμο αλληλόχρεου λογαριασμού
Προηγούμενο άρθροΔΕΔ 340/2022 Δωρεάν παραχώρηση μέρους Οικίας
Επόμενο άρθρο Ποιες κατηγορίες βγαίνουν νωρίτερα φέτος στη σύνταξη