Αριθμός 1342/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Κανέλλα Τζαβέλλα-Δημαρά – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. συζ. Ζ. Σ., το γένος Ε. και Ε. Μ., κατοίκου …, 2) Π. Μ. του Ε. και Ε., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Κ. του Ε. και Α., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Στο σημείο αυτό, ο δικηγόρος Παναγιώτης Τριάντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι η αναιρεσίβλητη απεβίωσε στις 6-2-2020 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ’ αριθμό …/…/2020 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ι. Ρέντη, και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτής: 1) Κ. Κ. του Π. και Α., κάτοικος … και 2) Γ. Κ. του Π. και Α., κάτοικος …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-9-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7989/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4431/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης και της συμπροσβαλλομένης 7989/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-3-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 18-3-2019 (ΓΑΚ 2868/2019, ΕΑΚ 234/2019, Αριθ.Δικ. 629/2019) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία με αριθμό 4431/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 10-11-2017 (ΓΑΚ 595257/2017, ΕΑΚ 506218/2017), έφεση των αναιρεσειόντων κατά της με αριθμό 7989/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 22-9-2014 (ΓΑΚ 111355/2014, ΑΚΔ 15735/2014) αγωγή της αναιρεσίβλητης για αναγνώριση της κυριότητάς της επί των αναφερομένων σ’ αυτήν ακινήτων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 αριθ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 αριθ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά την παρούσα δικάσιμο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσίβλητης γνωστοποίησε τον θάνατό της, που συνέβη μετά την άσκηση της αναίρεσης, στις 6-2-2020 και δήλωσε τη βίαιη διακοπή της δίκης (άρθρο 286 περιπτ. α ΚΠολΔ), την οποία συνεχίζουν οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της αναιρεσίβλητης, ήτοι: (α) η Κ. Κ. του Π. και Α. και (β) ο Γ. Κ. του Π. και Α., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία της, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμό …/…-3-2021 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη αποποίησης της κληρονομίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1800 παρ. 2 ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρονομίας, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο, δηλαδή ως άμεσο καθολικό του διάδοχο σε όλη την κληρονομιά του ή σε ποσοστό της. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας, αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος. Αναγκαία έννομη συνέπεια του χαρακτηρισμού ως κληρονόμου, αυτού που μόνος ή μαζί με άλλους εγκαταστάθηκε επί ειδικού αντικειμένου, είναι αφενός μεν ότι η μνεία του δήλου έχει την έννοια του προσδιορισμού του ποσοστού (κλάσματος) της κληρονομιάς, στο οποίο αυτός καλείται και το οποίο προσδιορίζεται κατά το λόγο της αξίας του δήλου σε σχέση προς την αξία της όλης κληρονομιάς και αποτελεί συνάμα (άρθρο 1890 ΑΚ) διάταξη του διαθέτη να περιληφθεί το δήλον στην κατά ποσοστό μερίδα του τιμώμενου (διανεμητική), αφετέρου δε ότι, αν πρόκειται για τέτοια εγκατάσταση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1801 παρ. 2 και 1802 ΑΚ. Με την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις ορίζεται ότι αν έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και με τη δεύτερη ότι, αν, σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη, οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας από αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Για να επέλθει δηλαδή παράλληλα και η εξ αδιαθέτου διαδοχή απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, πρώτον ότι ο διαθέτης διέθεσε μόνο ένα μέρος από τον κλήρο, δεδομένου ότι αν τα ποσοστά τον εξαντλούν, δεν υπάρχει λόγος για εξ αδιαθέτου διαδοχή και δεύτερον ότι ο διαθέτης εξέφρασε τη θέληση (ή ότι προκύπτει η θέληση) το κληρονομικό δικαίωμα των εγκατάστατων να περιοριστεί στο ποσοστό. Εφόσον γι’ αυτά είναι σαφής η διαθήκη, εφόσον δηλαδή οι λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο διαθέτης, μόνες τους και χωρίς άλλο, αποδίδουν τη βούλησή του, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία της διαθήκης. Διαφορετικά, θα πρέπει να ανευρεθεί η αληθής βούληση του διαθέτη, η οποία αναζητείται με την ερμηνεία της διαθήκης, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ (ΑΠ1371/2014, ΑΠ 766/2013, ΑΠ 768/2008). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ συνάγεται ότι, κατά την ερμηνεία των διαθηκών (επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ) αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική τούτου άποψη και όχι κατά την αντικειμενική έννοια, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι κατά την συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο, εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν είναι δυνατή η ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, με βάση την πιο πάνω γενική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, το δικαστήριο μπορεί να προσφύγει στην εφαρμογή ειδικών ερμηνευτικών κανόνων (άρθρα 1790 επομ. ΑΚ), οι οποίοι θεμελιώνουν την υποθετική βούληση του διαθέτη, ώστε να διασωθεί το κύρος της διάταξης τελευταίας βούλησης αυτού (ΑΠ 97/2019, ΑΠ 512/2018).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1022/2013). Ειδικότερα, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των διατάξεων τελευταίας βούλησης, γενικοί (άρθρο 173 ΑΚ) και ειδικοί (άρθρα 1790 επομ. ΑΚ). Παραβιάζονται δε οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή ασάφειας ή αμφιβολίας, σχετικά με την έννοια της δήλωσης τελευταίας βούλησης του διαθέτη, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιάς της (ΟλΑΠ 26/2004) ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους ή όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της αληθινής βούλησης του διαθέτη, παρόλο που δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι αυτή είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας ή και στην περίπτωση που, αν και προσέφυγε σε ερμηνεία της διαθήκης, δεν αναζήτησε, ακόμη και λαμβάνοντας στοιχεία εκτός αυτής, την αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική αυτού άποψη, αλλά ερμήνευσε τη βούλησή του αντικειμενικά, κατά την συναλλακτική καλή πίστη, όπως την εκλαμβάνουν οι τρίτοι (ΟλΑΠ 26/2004, ΑΠ 97/2019, ΑΠ 1179/2010, ΑΠ 1182/2010). Αντίθετα, τόσο η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 97/2019, ΑΠ 1182/2010).
Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς, από το αιτιολογικό της, τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά, για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 3-3-1984 απεβίωσε η Κ. Α. και βάσει της από 24-8-1982 μυστικής της διαθήκης, η οποία δημοσιεύθηκε με το 975/22-3-1984 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε ως κληρονόμο της την ενάγουσα, η οποία αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία, με την έκδοση του …/1986 κληρονομητηρίου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τομ. …, αριθ. ….). Με την παραπάνω διαθήκη της η ως άνω διαθέτης όρισε τα εξής: “Ακυρώνω κάθε προηγούμενη Διαθήκη μου. Ορίζω κληρονόμο μου την Β. Κ., η οποία τόσα χρόνια (από το 1941) παραστάθηκε και εργάστηκε με πίστη και αφοσίωση στην οικογένειά μου και εμένα. Αν η Β. Κ. δεν ζει ή αρνηθεί, τότε κληρονόμους ορίζω κατ’ ισομοιρία τους Ν. Θ. Κ., Χ. Ι. Γ. και Θ. Χ. Σ.. Εις την κληρονόμον μου αφήνω τα κινητά πράγματα (έπιπλα, σκεύη κλπ), όσα ευρεθούν στην κατοικία μου, εκτός από εκείνα που σαν υποχρέωση ή σαν ενθύμια επιθυμώ να πάρουν Μουσεία, Εκκλησία και αγαπητές φίλες, φίλοι και γνωστοί μου και που καταγράφω κατωτέρω. Πιστεύω πως τα έπιπλα, σκεύη κλπ που θα πάρει η Β. Κ. αντιπροσωπεύουν ισάξια την χρηματική οφειλή μου για τις υπηρεσίες της κοντά μου, ώστε εκτός από τις ευχαριστίες μου, να μη μείνει καμμία οικονομική εκκρεμότητα απέναντί της. Εάν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω ενθύμια και αντικείμενα το έχω πωλήσει για τις ανάγκες μου (οπότε θα έχω σημειώσει την πώληση με υπογραφή μου σε όμοιο πίνακα που κρατώ κοντά μου), τότε παρακαλώ εκείνον που θα έπρεπε να πάρει, να παραμείνει με την ανάμνηση της φιλίας και γνωριμίας μας. Εκτελεστή της Διαθήκης μου ορίζω τον Θ. Χ. Σ., Δικηγόρο Αθηνών, που τον παρακαλώ να επιμεληθεί ώστε η κληρονόμος μου να παραλάβει την κινητή και μόνη άλλωστε περιουσία μου που θα βρίσκεται στην κατοικία μου (έπιπλα, σκεύη κλπ), έχοντας υπόψη του ότι είναι περίπου ίσης αξίας με την οφειλή μου εις μισθούς της, τα δε ενθύμια και άλλα αντικείμενα, εφ’ όσον υπάρχουν, να δοθούν στους δικαιούχους που ορίζω… Η κατάστασις των πραγμάτων που δεν ανήκουν στην κληρονομιά και που θα παραδοθούν σε κάθε ένα που ορίζω είναι η εξής:…”. Στην κληρονομιαία περιουσία, όμως, της ως άνω διαθέτιδος περιλαμβάνονταν και το επίδικο με αριθ. 3 ακίνητο, το οποίο εμφαίνεται στο από Αυγούστου 1979 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Χ., περί του οποίου δεν προέβλεψε στην ανωτέρω διαθήκη της. Για την τύχη του ανωτέρω αδιάθετου στοιχείου της κληρονομίας καλούνται σε εφαρμογή διαζευκτικά οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1801 και 1802 του ΑΚ. Η παράλειψη αναφοράς στην επίμαχη διαθήκη του ως άνω ακινήτου αποτελεί ασάφεια της διαθήκης, η οποία καθιστά αναγκαία την ερμηνεία της, προκειμένου να διαπιστωθεί αν προκύπτει θέληση της διαθέτιδος να περιορίσει την τιμηθείσα μόνο στα ρητώς μνημονευόμενα στη διαθήκη ειδικά περιουσιακά στοιχεία και να αποκλείσει έτσι αυτήν από την υπόλοιπη κληρονομιαία περιουσία, ώστε ως προς αυτήν να χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή ή αν θέλησε αυτήν ως μόνη και αποκλειστική κληρονόμο της. Η ερμηνεία αυτή θα γίνει με προσφυγή και σε εκτός του κειμένου της διαθήκης, αλλά προκύπτοντα από τις αποδείξεις περιστατικά. Από την δέουσα ερμηνεία της διαθήκης αυτής προκύπτει ότι η ανωτέρω παράλειψη της διαθέτιδος οφείλεται σε παραδρομή και όχι σε εκ μέρους της διάθεση αποκλεισμού της ως άνω κληρονόμου της από το ανωτέρω ακίνητο. Το εν λόγω ερμηνευτικό συμπέρασμα συνάγεται από τα ακόλουθα αποδεικνυόμενα περιστατικά: 1) Η διαθέτης απεβίωσε χωρίς να έχει συγγενείς, ώστε να βούλεται να χωρήσει εξ αδιαθέτου διαδοχή σε τμήμα της περιουσίας της. 2) Στο κείμενο της επίμαχης διαθήκης η διαθέτης ονομάζει ως κληρονόμο της την ενάγουσα λόγω της ιδιαίτερης ηθικής αλλά και οικονομικής υποχρέωσης προς αυτή, καθόσον αυτή, όπως αναφέρει, “τόσα χρόνια (από το 1941) παραστάθηκε και εργάστηκε με πίστη και αφοσίωση στην οικογένειά μου και εμένα”, χωρίς να αναφέρει κάποιο λόγο που θα δικαιολογούσε περιορισμό της. 3) Η διαθέτης όρισε στην ως άνω διαθήκη ότι, εάν η Β. Κ. δεν ζει ή αρνηθεί την κληρονομία, ορίζει ως κληρονόμους της κατ’ ισομοιρία του Ν. Θ. Κ., Χ. Ι. Γ. και Θ. Χ. Σ., εμμένοντας δηλαδή στην εγκατάσταση ως μόνης κληρονόμου της την ενάγουσα και ακολούθως στις αναφερόμενες ανωτέρω περιπτώσεις των λοιπών ως κληρονόμων και πάλι, χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε εξ αδιαθέτου διαδοχή. Το γεγονός ότι η διαθέτης στη διαθήκη της αναφέρεται στην ευρισκόμενη στην οικία της κινητή και μόνο περιουσία οφείλεται στο ότι η ίδια παρέλειψε από πλάνη να συμπεριλάβει σε αυτή και το επίδικο με αριθ. 3 ακίνητο, εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 1802 ΑΚ, χωρίς ο νομοθέτης να εξετάζει τους γενεσιουργούς λόγους αυτής της πλάνης, αρκούμενος στο γεγονός ότι τα καταλειπόμενα περιουσιακά στοιχεία στον μόνο κληρονόμο δεν εξαντλούν τον κλήρο. Κατά συνέπειαν αποδεικνύεται ότι η αληθής βούληση της διαθέτιδος ήταν όπως η ανωτέρω τιμηθείσα στη διαθήκη ενάγουσα καταστεί μοναδική κληρονόμος σε όλη την κληρονομιαία περιουσία της, αντίθετη δε βούλησή της από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε. Επομένως, η μερίδα της ενάγουσας επαυξάνει κατά το άρθρο 1802 ΑΚ και επί του μη μνημονευθέντος στην επίμαχη διαθήκη περιουσιακού στοιχείου της κληρονομίας και συγκεκριμένα επί του με αριθ. 3 ακινήτου και η ενάγουσα λογίζεται κληρονόμος αυτού…”. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες, ουσιαστικού δικαίου, ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επομ. ΑΚ (όχι δε και του άρθρου 200 ΑΚ, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο αναιρετήριο), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1801 και 1802 ΑΚ, στις οποίες προσέφυγε για την ερμηνεία της από 24-8-1982 μυστικής διαθήκης της Κ. Α., γιατί κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ότι η αληθής βούληση της διαθέτιδος ήταν να περιέλθει στην ενάγουσα, μοναδική ορισθείσα με τη διαθήκη κληρονόμο της, το σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας της, δηλαδή και το μη περιληφθέν από πλάνη στη διαθήκη επίδικο ακίνητο με αριθ. 3, αφού προέβη σε ερμηνεία της εν λόγω διαθήκης, επειδή διαπίστωσε ασάφεια στη δήλωση βούλησης της διαθέτιδος ως προς το ζήτημα αυτό. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αιτίαση παραβίασης του άρθρου 173 ΑΚ (όχι δε και του άρθρου 200 ΑΚ, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο αναιρετήριο), διότι, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, δεν υπήρχε ασάφεια και, συνακόλουθα, ανάγκη ερμηνείας της διαθήκης, καθόσον ήταν ρητή η δήλωση βούλησης της διαθέτιδος να καταστήσει την ενάγουσα μοναδική κληρονόμο της μόνο επί των αναφερομένων στη διαθήκη κινητών πραγμάτων και σε κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, τόσο η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη ασάφειας στη δήλωση της διαθέτιδος, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση του για την αληθινή βούληση της διαθέτιδος, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Οι περαιτέρω αιτιάσεις που αποδίδονται με τον ίδιο λόγο στην προσβαλλομένη από το άρθρο 559 αριθ. 19, ότι στερείται νόμιμης αιτιολογίας, διότι παρέλειψε να κρίνει ότι σύμφωνα με το κείμενο της διαθήκης η βούληση της διαθέτιδος ήταν να περιορίσει την αναιρεσίβλητη κληρονόμο αποκλειστικά και μόνο στα καταλειφθέντα σ’ αυτή με τη διαθήκη κινητά πράγματα και διότι αναιτιολόγητα δέχθηκε ότι η διαθέτης από πλάνη παρέλειψε να συμπεριλάβει στη διαθήκη της το υπ’ αριθ. 3 επίδικο ακίνητο, είναι απαράδεκτες, διότι υπό το πρόσχημα της εκ πλαγίου παραβίασης των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων στην πραγματικότητα πλήττεται η κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ ανέλεγκτη περί των πραγμάτων σχετική κρίση του Εφετείου επί του ως άνω ζητήματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 εδαφ. β’ ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 719/2019, ΑΠ 103/2013, ΑΠ 1231/2012). Πρέπει, συναφώς, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση, καθώς επίσης, ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά και η, κατά τον αναιρεσείοντα, ορθή έννοια του κανόνα δικαίου, ο οποίος προκύπτει απ` αυτά που το δικαστήριο, εσφαλμένα, χρησιμοποίησε (ΑΠ 164/2021). Με τον ίδιο ως άνω, πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το σχετικό μέρος του, προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας, συνιστάμενα, αφενός μεν στο ότι ένας άνθρωπος, με παιδεία και μόρφωση, όπως η διαθέτης, τόσο λεπτομερής στην περιγραφή της κινητής της περιουσίας, δεν θα παρέλειπε να περιλάβει σ’ αυτή δύο ακίνητα, επιφάνειας 126 τ.μ. και 148 τ.μ. περίπου μεγάλης οικονομικής αξίας, αφετέρου δε στο ότι οι διαθέτες κλείνουν τη διαθήκη τους με την αναφορά ότι ορίζουν τους κληρονόμους τους και καταλείπουν σ’ αυτούς “και οτιδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία ευρεθεί κατά τον χρόνο του θανάτου μου”. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι τα ανωτέρω δεν συνιστούν διδάγματα κοινής πείρας, αλλά απλές διαπιστώσεις πραγματικών γεγονότων και σε κάθε περίπτωση η προβαλλόμενη αναιρετική πλημμέλεια αναφέρεται στην παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων και όχι στην ερμηνεία, μη προσδιοριζομένων άλλωστε, κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς πραγματικών γεγονότων.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδονται στο Εφετείο οι αιτιάσεις: (α) περί πλημμελούς εκτίμησης του από 9-1-1991 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσίβλητης και του πατέρα τους και αφορά το επίδικο με αριθ. 3 ακίνητο, η οποία είναι αλυσιτελής και δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 ΚΠολΔ, κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και (β) περί του ότι δεν έλαβε υπόψη, ούτε αξιολόγησε την από 6-5-1991 (αριθ. κατάθ. 1971/1991) κλήση της αναιρεσίβλητης, από την οποία προκύπτει η ανάκληση του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, καθώς και τις σχετικές δηλώσεις ακινήτου περιουσίας Ε9 των αναιρεσειόντων και του πατέρα τους. Ο λόγος αυτός κατά το ως άνω δεύτερο σκέλος του από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα προαναφερόμενα, περί των οποίων γίνεται ρητή μνεία στη δεύτερη σελίδα του πέμπτου φύλλου της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατόπιν αυτών, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως διάδικοι που ηττήθηκαν, στα δικαστικά έξοδα των συνεχιζόντων τη δίκη καθολικών διαδόχων της αναιρεσίβλητης, Κ. Κ. του Π. και Α. και Γ. Κ. του Π. και Α. κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-3-2019 (ΓΑΚ 2868/2019, ΕΑΚ 234/2019, Αριθ. Δικ. 629/2019) αίτηση για αναίρεση της 4431/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των συνεχιζόντων τη δίκη καθολικών διαδόχων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ