Απόφαση 496 / 2015 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Χαράλαμπο Καλαματιανό και Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. συζ. Ν. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο – Ευάγγελο Καλαβρό.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Π. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κουφόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάστηκε με την από 29-1-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκε η 2/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε τις δύο αγωγές για εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νάξου. Ακολούθως εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2010 του Ειρηνοδικείου Νάξου και 46/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-2-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Χυτήρογλου διάβασε την από 2-9-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των εκ των αριθμών 11γ’ και 19 άρθ. 559 ΚΠολΔ λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και τη διατήρηση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου, ή αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ` αυτήν, (συνομολόγηση), πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής του μισθώματος, ο μισθωτής δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το ίδιο δικαίωμα έχει ο μισθωτής, και, αν από υπαιτιότητα του εκμισθωτή έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίσθηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομολόγηση της σύμβασης. Ειδικότερα, το δικαίωμα αποζημιώσεως του μισθωτή περιλαμβάνει, κατ` αρχήν, κάθε θετική ή αποθετική του ζημιά που οφείλεται στην ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει συνάγεται ότι μπορεί να συρρέει παράλληλα με την ενδοσυμβατική και η ευθύνη από αδικοπραξία, όταν η ζημιογόνα ενέργεια είναι παράνομη σύμφωνα με το γενικό καθήκον που επιβάλλει το δίκαιο να μη ζημιώνεται άλλος αυθαίρετα, όχι όμως και όταν αυτή δεν θα ήταν παράνομη αν δεν υπήρχε η συμβατική σχέση, καθόσον, τότε αποτελεί αθέτηση μόνο της ενοχής, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση για ορισμένη συμπεριφορά, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές συμβατικές διατάξεις και όχι οι γενικές περί αδικοπραξίας (Ολ.ΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 41.87). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 603 ΑΚ οι αξιώσεις του μισθωτή για δαπάνες παραγράφονται ύστερα από έξι μήνες αφότου έληξε η μίσθωση. Είναι φανερό ότι στη βραχυχρόνια παραγραφή που θεσπίζεται με την τελευταία διάταξη υπάγονται μόνο οι απαιτήσεις από δαπάνες που ο μισθωτής ενήργησε στο μίσθιο κατά το άρθρο 591 ΑΚ, όχι δε και οι απαιτήσεις από ζημία την οποία υπέστη, συνεπεία ελαττώματος που εμφανίστηκε στο μίσθιο μετά την σύναψη της σύμβασης μίσθωσης εξαιτίας υπαιτίων παραλείψεων του εκμισθωτή, οι οποίες υπόκεινται στην γενική εκ του άρθ. 249 ΑΚ προβλεπομένη εικοσαετή παραγραφή. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή (Ολ.ΑΠ 36/1988). Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αξίωση αποζημίωσης του αναιρεσιβλήτου – μισθωτή, αφορώσα σε αποκατάσταση ζημίας του, εξαιτίας της, (υπαίτιας), παράλειψης τήρησης της εκ της συμβάσεως μισθώσεως απορρέουσας υποχρέωσης της αναιρεσείουσας – εκμισθώτριας, να διατηρεί σε καλή λειτουργία το αποχετευτικό σύστημα του μίσθιου καταστήματος, υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή εκ του άρθ. 249 ΑΚ και όχι την εξάμηνη εκ του άρθ. 603 ΑΚ όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα.
Συνεπώς, ορθώς η προσβαλλομένη απόφαση, αν και με άλλη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, απέρριψε την σχετική ένσταση παραγραφής και ο εκ του αριθ. 1 άρθ. 559 ΚΠολΔ λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, προβάλλεται η αιτίαση, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης, ένεκα αντιφατικής και ανεπαρκούς αιτιολογίας, ως προς το ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ζήτημα, της ύπαρξης ή μη ευθύνης της εναγομένης – εκμισθώτριας, ήδη αναιρεσείουσας, προς αποζημίωση του ενάγοντα – μισθωτή, ήδη αναιρεσιβλήτου, για τη ζημία, που προκλήθηκε από ελάττωμα του μισθίου εμφανισθέν μετά την συνομολόγηση της σύμβασης.
Με την προσβαλλομένη απόφαση έγιναν ανέλεγκτα δεκτά τα εξής: “…Ο ενάγων μίσθωσε τον Φεβρουάριο του 1999 από την εναγομένη για αόριστο χρόνο, μια αποθήκη εμβαδού 100 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στο υπόγειο οικοδομής της στη θέση “άσπρα σπίτια” στη Χώρα Νάξου και αποτελείται από τρία (3) διαμερίσματα ισογείου ορόφου και τρία (3) διαμερίσματα του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 30.000 δραχμών, ήτοι στο ποσό των 88,04 ευρώ και το μίσθιο παραδόθηκε για να χρησιμεύσει ως βοηθητικός, (αποθηκευτικός), χώρος της επιχείρησης του ενάγοντος, πώλησης δερματίνων ειδών και δώρων, καθώς, επίσης, και αντικειμένων της οικίας του, με τη συγκατάθεση της εναγομένης. Το παραπάνω μίσθιο, λόγω των βροχοπτώσεων και της απόφραξης του σωλήνα παροχέτευσης των λυμάτων από το μίσθιο μέχρι το βόθρο, στον οποίο, (σωλήνα), κατέληγαν τα λύματα και των έξι διαμερισμάτων της οικοδομής, τμήμα της οποίας αποτελούσε το μίσθιο, πλημμύρισε. Τα λύματα αυτά εισέρευσαν στο ανωτέρω μίσθιο από τις 12-03-2003 και μέχρι τις 16 Μαρτίου του ίδιου χρόνου το κατέκλυσαν, και έφτασαν σε ύψος 25 εκατοστών, στο οποίο και παρέμειναν, σχεδόν, σε όλη τη διάρκεια του μηνός Μαρτίου, καθώς, παρά το ότι επενέβη η Πυροσβεστική Υπηρεσία στις 16 του μηνός και άντλησε τα νερά από το βόθρο, η στάθμη των υδάτων εντός της αποθήκης δεν κατέβηκε καθόλου, διότι είχε βουλώσει το τμήμα του σωλήνα παροχέτευσης των λυμάτων από το μίσθιο στον βόθρο. Ο ενάγων από την πρώτη στιγμή που διαπίστωσε το γεγονός αυτό ενημέρωσε την εναγομένη και τον σύζυγό της, αλλά, αυτοί, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του για βοήθεια δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια και έτσι αυτός στις 21-03-2003 απευθύνθηκε στην Εισαγγελία Νάξου, στο Α.Τ. Νάξου και στο Τμήμα Υγιεινής του Επαρχείου Νάξου και κατόπιν τούτων ο σύζυγος της εναγομένης υποχρεώθηκε να καθαρίσει τον σωλήνα από νερά και λύματα και έτσι μειώθηκε άμεσα η στάθμη των λυμάτων στο ανωτέρω μίσθιο. Ωστόσο, στις 20-04-2003 επαναλήφθηκαν τα ίδια. Από την εισροή των νερολυμάτων, εντός του μισθίου, καταστράφηκαν τα παρακάτω εμπορεύματα: 1) 50 ζεύγη δερμάτινα σανδάλια αξίας 220,00 ευρώ, 2) 417 ζεύγη δερμάτινα σανδάλια αξίας 1.592,94 ευρώ, 3) …, συνολικής αξίας 9.868,97 ευρώ. Από την καταστροφή των ως άνω εμπορευμάτων του ο ενάγων απώλεσε διαφυγόν κέρδος ύψους 6.806,18 ευρώ και υπέστη από τα νερά και καταστροφή του προσωπικού του αρχείου, που το αποτελούσε το επαγγελματικό του αρχείο από το έτος 1979 έως 2003, εφημερίδες, περιοδικά, φωτογραφίες, στοιχεία και αρχεία Κ.Φ.Σ., μη αποτιμητά σε χρήμα. Περαιτέρω, ο σχετικός με τη βλάβη της αποθηκευμένης οικοσκευής και ειδών κλινοστρωμνής αγώγιμος ισχυρισμός ποσού 2.744,75 ευρώ, δεν αποδείχθηκε, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτά καταστράφηκαν από την εισροή υδάτων, γιατί τα παραπάνω πράγματα ήταν παλιά, πολυετούς χρήσεως και περιέπεσαν σε αχρησία, εξάλλου γι’ αυτό είχαν αποθηκευθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα για θετική ζημία το ποσό των 9.868,97 ευρώ και για διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 6.806,18 ευρώ δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης της εναγόμενης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω, η προξενηθείσα από την εκμισθώτρια – εναγομένη ζημία είναι παράνομη, αφού προσβλήθηκε με τη συμπεριφορά της και δη την υπαίτια παράλειψή της, δικαίωμα του παθόντος, προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψή της γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωσή της. Κατόπιν τούτων, ο τέταρτος λόγος έφεσης περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας, με τον οποίο η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης του μίσθιου ακινήτου, διότι το μίσθωνε επί πέντε ολόκληρα έτη και κατέβαλλε μισθώματα και ότι σε κάθε περίπτωση δεν έπραξε τίποτα για να αποτρέψει τη ζημία του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς ο ενάγων προέβη σε πλείστες όσες ενέργειες που αναφέρονται λεπτομερώς παραπάνω …”. Κρίνοντας έτσι το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζήτημα της αιτίας πρόκλησης της βλάβης στο μίσθιο και κατ’ επέκταση της αιτιώδους συναφείας της με την επελθούσα βλάβη στα εκεί τοποθετηθέντα εμπορεύματα του μισθωτή – αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα, αν και γίνεται δεκτό ότι αιτία της πλημμύρας ήταν οι έντονες βροχοπτώσεις και η απόφραξη του σωλήνα διοχέτευσης λυμάτων όλης της οικοδομής στο βόθρο, δεν διευκρινίζεται ποιά από τις δύο αιτίες συνετέλεσε στην πλημμύρα του μισθίου ή στην περίπτωση που επέδρασαν και οι δύο αν ο σωλήνας των λυμάτων εκβάλει μέσα στο μίσθιο ή σε χώρο εκτός αυτού, έτσι ώστε, να διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επικαλούμενων παραλείψεων της αναιρεσίβλητης και του επελθόντος αποτελέσματος. Η ασάφεια της αιτίας πλημμύρας του μισθίου επιτείνεται και από το γεγονός ότι αν και γίνεται δεκτό ότι ο σύζυγος της αναιρεσείουσας καθάρισε τον σωλήνα από τα νερά και τα λύματα, στις 20-4-03 επαναλήφθηκαν τα ίδια με την εισροή νερολυμάτων χωρίς να διευκρινίζεται ποιά ήταν η αιτία αυτή την φορά της πλημμύρας του μισθίου όπως και αν οι ζημιές επήλθαν από την πρώτη ή την δεύτερη πλημμύρα του μισθίου.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο εκ του αριθμού 19 άρθ. 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος, και αναιρεθεί η απόφαση, κατά το μέρος που δέχθηκε την από 10-10-2004 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 751/14-10-2004 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, παρελκόμενης της έρευνας των λοιπών λόγων, αφού, η αναιρετική εμβέλεια του συγκεκριμένου λόγου εκτείνεται στο σύνολο των προσβαλλομένων κεφαλαίων. Αντίθετα, η αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που αφορά την από 29-1-2005 αγωγή της αναιρεσείουσας εναντίον του αναιρεσιβλήτου, που απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση ως ουσιαστικά αβάσιμη, είναι αόριστη και εντεύθεν κατά τούτο απορριπτέα ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι, εκτός από το αίτημα που διατυπώνεται στο διατακτικό του αναιρετηρίου για αναίρεση στο σύνολό της, με κανένα από τους προβληθέντες λόγους δεν πλήττεται κατά τούτο η απόφαση. Μετά ταύτα θα πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκείνων που δίκασαν την προσβαλλομένη απόφαση, διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα και καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, η οποία παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 46/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, κατά το μέρος που δέχθηκε την από 10-10-2004 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 751/14-10-2004 αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς νέα εκδίκαση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκείνων που δίκασαν.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων στην αναιρεσείουσα. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ