Ανακοπή κατά της πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής. Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Ακύρωση επιταγής πληρωμής σε επίσπευση πλειστηριασμού, διότι πάσχει αοριστίας (κεφάλαιο, τόκους κ.λπ.).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
Αριθμός απόφασης 442/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Πολυδώρου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αργυρώ Πάνου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 14 Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος-ανακόπτοντος: ., κατοίκου Πειραιά Αττικής, επί της οδού ., με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αγγελικής Καραχάλιου, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Πανεπιστημίου αριθμ.61, και υπέβαλε προτάσεις.
Των καθ’ων η κλήση-καθ’ων η ανακοπή: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αμερικής αριθμ.4 και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ., και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε υπέβαλε προτάσεις, 2) ανώνυμης εταιρείας παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», πρώην με την επωνυμία alternative Financial Solutions Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της λεωφόρου Μεσογείων αριθμ.109-111 και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ 801215902, η οποία ενεργεί ως μη δικαιούχος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σοφίας Μοράκου, κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής, επί της οδού Ζακύνθου αριθμ.6 και υπέβαλε προτάσεις.
Ο καλών-ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21-06-2022 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 23-06-2022, με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 09-11-2027 και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Ήδη ο καλών-ανακόπτων με την από 31-01-2023 κλήση του που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 02.02.2023 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2023 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2023, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, φέρει προς συζήτηση σε συντομότερη δικάσιμο από την αρχικά ορισθείσα για την 09η.11.2027, την από 21-06-2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022 ανακοπή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της από τη σειρά που ήταν γραμμένη στο πινάκιο, οι παρόντες διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί αυτοί και όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η από 21-06-2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022 ανακοπή, η οποία εισάγεται προς συζήτηση σε δικάσιμο συντομότερη της αρχικής, κατ’ άρθρο 226 παρ.5 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 230 αριθμ. 2 ΚΠολΔ, κατόπιν τήρησης της νόμιμης διαδικασίας (ΑΠ 1134/2005 ΔΕΕ 2006. 54), με την από 31-01-2023 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2023 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2023 κλήση του καλούντος-ανακόπτοντος.
Από τη με αριθμ..Β/03-02-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., την οποία νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο ανακόπτων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 31-01-2023 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2023 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2023 κλήσης του καλούντος-ανακόπτοντος, με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ανακόπτοντα στην πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 122 παρ.1, 123 παρ.1, 126 παρ.1 περ. γ, 129, 591 περ.α του ΚΠολΔ). Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η τελευταία δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην, ταυτιζομένης ως προς τη δικονομική της θέση με αυτή του εναγομένου (άρθρα 233, 226, 271 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015, το οποίο ισχύει και εφαρμόζεται κατά το άρθρο ένατο παρ.2 του άρθρου πρώτου του ίδιου ως άνω νόμου στις ανακοπές που ασκούνται από την 011.01.2016 και έπειτα, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να σωρευθεί και αίτημα ακύρωσης των πράξεων εκτέλεσης, οι οποίες ενεργούνται με βάση αυτήν, αν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 218 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, προϋπόθεση για την παραδεκτή σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά της εκτέλεσης είναι, μεταξύ άλλων, να υπάγονται αμφότερες στην καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του ίδιου Δικαστηρίου (ΑΠ 337/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και η ανακοπή που ασκήθηκε αναρμοδίως (καθ’ ύλην ή κατά τόπο) παραπέμπεται στο αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 218 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα για την άσκηση της ανακοπής του άρθρ. 632 ΚΠολΔ κατανέμεται ανάμεσα στο Ειρηνοδικείο, το Μονομελές και το Πολυμελές Πρωτοδικείο σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 14 και 18 ΚΠολΔ, ανάλογα με το ύψος της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με την επιφύλαξη των διατάξεων, που καθιερώνουν εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Επιπλέον, κατά το άρθρο 46 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο όγδοο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015, το οποίο ισχύει και εφαρμόζεται κατά το άρθρο ένατο παρ.3 του άρθρου πρώτου του ίδιου ως άνω νόμου, στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης όταν η επιταγή προς εκτέλεση διενεργείται από την 01-01-2016 και έπειτα, και όπως τροποποιήθηκε δια του άρθρου 57 του ν.4842/2021, ο οποίος ως προς την τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 933 ΚΠολΔ τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ.6α του άρθρου 116 και του άρθρου 120 εδαφ.β αυτού, για όσες ανακοπές ασκηθούν από την 01.01.2022 και έπειτα, αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο, και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, με βάση το κριτήριο του εκτελεστού τίτλου, αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, είναι κατ’ αρχήν το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατ’ εξαίρεση δε το Ειρηνοδικείο, μόνον όταν ο εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από αυτό. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο [ΑΠ 1645/2001 ΕλλΔνη 43(2002).728]. Σύμφωνα περαιτέρω με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, «3. Αρμόδιο κατά τόπο είναι πάντοτε το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τόπος εκτέλεσης είναι ο τόπος κατάσχεσης, ακόμη και εάν έχει οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος που έχει την έδρα του σε άλλη περιφέρεια». Στο άρθρο 42 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα. 2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην πρώτη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας», ενώ στο άρθρο 43 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι «Η συμφωνία των διαδίκων, με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές». Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ.2, 216 παρ.1, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, πως η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, δεν είναι στοιχείο της αγωγής ή της ανακοπής ή της ένστασης και δεν δεσμεύει το δικαστήριο ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται από τους διαδίκους, διότι το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα εκκαλούμενα προς θεμελίωση του οικείου ισχυρισμού περιστατικά τον – κατά την κρίση του – προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον ισχυρισμό στον προσήκοντα κανόνα δικαίου λαμβάνοντας υπ’όψη την ιστορική βάση και το υποβαλλόμενο αίτημα (ΑΠ 116/2014, Νόμος, ΑΠ 1382/2008, ΑΠ 1468/2005, Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί, να ακυρωθούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτήν α) η με αριθμ../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας διατάχθηκε να καταβάλει στην πρώτη των καθ’ων η ανακοπή το ισόποσο σε ευρώ συνολικό ποσό των 322.041,80 ελβετικών φράγκων, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής, για οφειλή του απορρέουσα από σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως δανειολήπτης, και β) η από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή, που τέθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ. ./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία του επέδωσε η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή καθώς και να καταδικασθούν οι καθ’ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα σαφώς συνάγεται ότι στο υπό κρίση δικόγραφο σωρεύονται αφ’ενός ανακοπή του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ, με την οποία πλήττεται η με αριθμ../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα για απαίτηση του ισόποσου σε ευρώ συνολικού ποσού των 322.041,80 ελβετικών φράγκων, από σύμβαση στεγαστικού δανείου και αφ’ετέρου ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η οποία βάλλει κατά της επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι του πρώτου απογράφου εκτελεστού της παραπάνω διαταγής πληρωμής. Η ανωτέρω ανακοπή φέρεται ως ανακοπή εκ των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ, πλην όμως, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, σε αυτήν σωρεύεται με την εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή, η εκ του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ ανακοπή και όχι αυτή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, διότι, όπως προκύπτει από τη με αριθμ..Δ/30-04-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ., η με αριθμ../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδόθηκε στον ανακόπτοντα για πρώτη φορά την 30-04-2013, και για δεύτερη φορά την 03-06-2022 (όπως προκύπτει από τη με αριθμ../03-06-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), με αποτέλεσμα η ασκηθείσα μετά την ως άνω δεύτερη επίδοση ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής να ερείδεται ως προς τη νόμιμη βάση της στη διάταξη του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ και όχι σε εκείνη του άρθρου 632 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, δεν είναι στοιχείο της ανακοπής και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται από τον ανακόπτοντα, διότι το Δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα εκκαλούμενα προς θεμελίωση του οικείου ισχυρισμού περιστατικά τον -κατά την κρίση του- προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον ισχυρισμό στον προσήκοντα κανόνα δικαίου λαμβάνοντας υπ’ όψη την ιστορική βάση και το υποβαλλόμενο αίτημα (ΑΠ 116/2014, Νόμος, ΑΠ 1382/2008, Νόμος). Πλην όμως, απαραδέκτως κατ’ άρθρα 218 παρ. 1 και 632 παρ. 6 ΚΠολΔ, -όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο τέταρτο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015-, σωρεύονται εν προκειμένω η εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής με την εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή. Και τούτο διότι η σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία πλήττεται η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και στηρίζει το αίτημα περί ακύρωσης της, αναρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει του ύψους της απαίτησης που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ήτοι του ισόποσου σε ευρώ των 322.041,80 ελβετικών φράγκων με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρα 15, 16 και 622Β ΚΠολΔ).
Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης ανακοπής (23.06.2022), ο οποίος λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της κρινόμενης διαφοράς [άρθρο 10 του ΚΠολΔ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Ν. Νίκας), ΚΠολΔ I (2000), άρθρ. 10, αρ. 1], το ισόποσο σε ευρώ του ως άνω ποσού ελβετικών φράγκων ανερχόταν σε 318.145,00 ευρώ (δεδομένου ότι η επίσημη ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων, για την αγορά ελβετικών φράγκων, είχε διαμορφωθεί στις 23.06.2022 ως εξής: 1 ευρώ = 1,0122 ελβετικά φράγκα). Επομένως, αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστήριο προς εκδίκαση της εκ του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ ανακοπής, είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, λόγω αφ’ ενός του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και αφ’ ετέρου του τόπου έκδοσης της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 18 και 633 παρ.2 σε συνδυασμό με αρθρ.632 παρ. 1 ΚΠολΔ, (τα οποία εφαρμόζονται όπως ισχύουν μετά την κατά περίπτωση τροποποίηση τους με το άρθρο πρώτο του ν. 4335/2015, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου ένατου του άρθρου πρώτου του ίδιου ως άνω νόμου). Επομένως, εφόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση αμφότερων των σωρευόμενων ανακοπών, πρέπει να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός τους, να κηρυχθεί το παρόν Δικαστήριο αναρμόδιο για την εκδίκαση της σωρευόμενης ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ και να παραπεμφθεί αυτή στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ.
Κατά τα λοιπά, η έτερη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον του καθ’ ύλη αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου, αφού ο εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο (Δικαστήριο) είναι και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ.933 παρ.3, 584, 22, 42, 43, 44 και 37 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 933 ΚΠολΔ ισχύει μετά την αντικατάσταση του από τη διάταξη του άρθρου όγδοου παρ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015 και μετά την τροποποίηση του δια του άρθρου 57 του ν.4842/2021, ο οποίος ως προς την ανωτέρω τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 933 ΚΠολΔ τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ.6α του άρθρου 116 και του άρθρου 120 εδαφ.β αυτού για ανακοπές που ασκούνται από την 01.01.2022 και έπειτα), -παρά το γεγονός ότι α) ο ανακόπτων τυγχάνει κάτοικος Πειραιά Αττικής, και β) με τον όρο με αριθμ.8.10 της με αριθμ../20-01-2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα που συνήφθη μεταξύ του ανακόπτοντος και της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή από την οποία πηγάζει η απαίτηση της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν περιλήφθηκαν στη σχετική δικονομική συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας και εγκαθίδρυσης της συντρέχουσας αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Αθηνών, ρητώς και ειδικώς οι δίκες περί την εκτέλεση-, λόγω της σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης που αποκλείει εν προκειμένω το κατ’ άρθρο 933 παρ.3 και 584 ΚΠολΔ δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος (Μάζη στην Ερμηνεία ΚΠολΔ2, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, τόμος II, άρθρο 933, αριθμ. 29 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία), διότι, από την παράσταση της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και το περιεχόμενο των προτάσεων που κατέθεσε, συνάγεται συναίνεση της για την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο (ως προς το ότι το αρχικώς αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο καθίσταται εκ των υστέρων αρμόδιο λόγω σιωπηρής παρέκτασης της αρμοδιότητας κατ’ άρθρο 42 παρ.2 ΚΠολΔ, που συνάγεται από τη σιωπηρή συναίνεση εκ μέρους ενός μόνο παρισταμένου ομοδίκου, βλ. Νίκα στην Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, εκδ.2000, τόμος I, άρθρο 37, αριθμ.2 σελ.90-91 με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία, άρθρ.42 αριθμ.10, σελ.101, με την παραδοχή ότι και ο ερημοδικασθείς ομόδικος νομίμως συνενάγεται με βάση το άρθρο 31 ΚΠολΔ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση ανακοπής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 23-06-2022, και επιδόθηκε στις καθ’ων η ανακοπή την 24-06-2022, (όπως προκύπτει από τις με αριθμ..Β και . Β/24-06-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .), η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή δεν είχε προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου του ανακόπτοντος, με αποτέλεσμα να μην έχει ιδρυθεί κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης ανακοπής η αποκλειστική δωσιδικία του τόπου της εκτέλεσης, ήτοι του τόπου κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, οπόταν και θα απαιτείτο η σύναψη ρητής συμφωνίας παρέκτασης της αρμοδιότητας ή η ρητή συναίνεση ενώπιον του Δικαστηρίου της καθ’ης η ανακοπή για την παρέκταση της αρμοδιότητας αυτού. Από την προσκομιζόμενη δε με επίκληση με αριθμ../26-07-2022 κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., προκύπτει ότι η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή κατάσχεσε αναγκαστικά ακίνητο του ανακόπτοντος που ευρίσκεται στη θέση «. ή .» του Δήμου Πειραιώς Αττικής, την 26-07-2022. Η ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 26-07-2022 (όπως προκύπτει από την από 26-07-2022 επισημείωση επί της με αριθμ../26-07-2022 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών . περί επίδοσης αυτής) ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, με αποτέλεσμα η κατά τόπο αρμοδιότητα για την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής να κρίνεται με βάση τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του ανακόπτοντος, (άρθρα 933 παρ.3, 584, 22 ΚΠολΔ) η οποία όμως δεν είναι ειδική αποκλειστική δωσιδικία, με περαιτέρω συνέπεια να επιτρέπεται η σύναψη ως προς αυτήν σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης.
Περαιτέρω, η σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή, παραδεκτώς εισάγεται για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, (σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 937 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 614 επ. του ιδίου Κώδικα, όπως το άρθρο 937 ΚΠολΔ ισχύει μετά την αντικατάσταση του από τη διάταξη του άρθρου όγδοου παρ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015 και μετά την τροποποίηση του δια του άρθρου 59 του ν.4842/2021, ο οποίος ως προς την ανωτέρω τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 937 ΚΠολΔ τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ.6β του άρθρου 116 και του άρθρου 120 εδαφ.β αυτού για αποφάσεις που εκδίδονται από την 01.01.2022 και έπειτα). Ωστόσο, καθ’ ο μέρος της στρέφεται κατά της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή, η κρινόμενη ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο της, της θετικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης. Και τούτο διότι στην ανοιγόμενη με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δίκη, παθητικά νομιμοποιούμενος διάδικος είναι αποκλειστικά ο επισπεύδων την αναγκαστική εκτέλεση δανειστής, ήτοι το πρόσωπο που επέδωσε στον οφειλέτη-ανακόπτοντα την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή (Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2000, τόμος II, άρθρο 933, σελ. 1778). Στην προκειμένη περίπτωση, την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αιτήθηκε η πρώτη των καθ’ων η ανακοπή, πλην όμως την προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επέσπευσε το πρώτον η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή, με την επίδοση στον ανακόπτοντα της προσβαλλόμενης από 31-05-2022 επιταγής προς πληρωμή. Πράγματι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 03-06-2022 (όπως προκύπτει από τη με αριθμ.6572/03-06-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), επιτάσσουσα την πληρωμή και επισπεύδουσα τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που εκκίνησε με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της πρώτης των καθ’ων, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.». Η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή υπό την ανωτέρω ιδιότητα της επέδωσε στους ανακόπτοντες την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, δια της οποίας γνωστοποίησε ρητώς σε αυτούς ότι σε χρόνο μετά την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE 1 NPL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, κατέστη ειδική διάδοχος της επίδικης απαίτησης λόγω μεταβίβασης αυτής προς τιτλοποίηση από την πρώτη των καθ’ων η ανακοπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003, δυνάμει της από 16-03-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα, την 17-03-2021, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ., με αυξ. αριθμ.. και έλαβε αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021. Επιπροσθέτως τους γνωστοποίησε ότι δυνάμει της από 16-03-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα, την 17-03-2021, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ., με αυξ. αριθμ.., και έλαβε αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021, ανέλαβε η ίδια δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή την διαχείριση των κατά τα ανωτέρω μεταβιβασθεισών απαιτήσεων. Επομένως, η εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή θα έπρεπε να στραφεί αποκλειστικά κατά της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή υπό την ανωτέρω ιδιότητα της και όχι και κατά της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή, η οποία αποξενώθηκε από τις ένδικες απαιτήσεις μετά την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής και δεν επέσπευσε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής. Τέλος, η σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα, κατ’άρθρο 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του δια του άρθρου όγδοου παρ.2 του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015, (που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο επειδή οι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ αφορούν ελαττώματα της απαίτησης, και της εκτελεστικής διαδικασίας που ανάγονται σε πράξεις προγενέστερες χρονικά της δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης), προ της έναρξης της κατ’ άρθρο 934 παρ.1σ ΚΠολΔ προθεσμίας των 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης, δεδομένου ότι από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα προκύπτει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, ότι κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 23-06-2022, και επιδόθηκε στις καθ’ων η ανακοπή την 24-06-2022, (όπως προκύπτει από τις με αριθμ..Β και . Β/24-06-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .), δεν είχε εισέτι κατασχεθεί η κινητή ή ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος.
Πρέπει, επομένως, η σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ υπό κρίση ανακοπή, κατά το τμήμα που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να γίνει δεκτή ως προς το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιου της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1094/2006, ΜονΕφΑΘ 105/2019, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία (ΑΠ 196/2020, ο.π., ΑΠ 368/2019, ο.π., ΑΠ 1336/2006, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή προς πληρωμή η αιτία της απαίτησης, η οποία άλλωστε θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Η δε ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολο της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος, εκτός εάν η ακυρότητα αναφέρεται στο σύνολο του επιτασσόμενου να καταβληθεί κεφαλαίου (ΑΠ 959/2019, ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996,102, ΕΕΝ 1996,182, ΜονΕφΠειρ 189/2021, ΜονΕφΑιγ 97/2021, ΜονΕφΠατρ 21/2021, ΜονΕφΑΘ 123/2020, άπασες δημοσιευθείσες και στην ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, όπως το ιστορικό αυτού συμπληρώνεται από το γενικό ιστορικό της ανακοπής, ο ανακόπτων ζητεί, να ακυρωθεί η από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή, που τέθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ. ./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι, πάσχει ακυρότητας λόγω αοριστίας του επιτασσόμενου με αυτήν να καταβληθεί ποσού, καθόσον, με αυτήν επιτάσσεται να καταβάλει στη δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή «το συνολικό ποσό των 548.705,84 ευρώ, το οποίο έχει διαμορφωθεί σήμερα στο ποσό των 177.069,23 ευρώ εντόκως με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και τον νόμο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από την επομένη της επίδοσης της παρούσας μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης». Ότι λόγω της ασαφούς και αόριστης αυτής διατύπωσης της επιταγής προς πληρωμή αδυνατεί να κατανοήσει ποιο ποσό τελικώς επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ης η ανακοπή.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο τρίτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής τυγχάνει ορισμένος και νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 924, 915 και 916 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την προσήκουσα εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που εξετάστηκε επιμέλεια του ανακόπτοντος νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και εκτιμάται καθαυτή και σε συνδυασμό με το λοιπό αποδεικτικό υλικό κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας της, από την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτιμώμενα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη, ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 937 παρ.3, 591 παρ.1 και 2, 340 παρ.1 και 614 επομ. ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με τον ν.4335/2015), από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους και αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ανακόπτων σύναψε με την πρώτη των καθ’ων η ανακοπή τη με αριθμ../29-01-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα (CHF), ποσού 348.300,00 ελβετικών φράγκων, διάρκειας 360 μηνών, στην οποία συμβλήθηκε ο ίδιος και η πρώην σύζυγος του . ως συνοφειλέτες, και οι . και ., γονείς της πρώην συζύγου του, καθώς και ο . ως εγγυητές. Λόγω της υπερημερίας του ανακόπτοντος και της πρώην συζύγου του στην εκπλήρωση των εκ της σύμβασης υποχρεώσεων τους, η πρώτη των καθ’ων η ανακοπή προέβη στο οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης δανείου με αριθμ.. δανειακού λογαριασμού την 23-02-2012, μεταφέροντας το οριστικό κατάλοιπο αυτού στον με αριθμ.. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, ενώ με την από 29-02-2012 εξώδικη καταγγελία-πρόσκληση της, γνωστοποίησε στον ανακόπτοντα, τη συνοφειλέτιδά πρώην σύζυγο του και τους συμβληθέντες ως εγγυητές, την καταγγελία της ως άνω σύμβασης στεγαστικού δανείου και τους κάλεσε να της καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό, το οποίο την 23-02-2012 ανερχόταν στο ποσό των 322.041,80 ελβετικών φράγκων. Η καταγγελία αυτή κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα στις 05-03-2012, όπως τούτο προκύπτει από τη με αριθμ..ΣΤ/05-03-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ., στην πρώην σύζυγο του . και στην . κοινοποιήθηκε επίσης στις 05-03-2012, όπως προκύπτει από τις με αριθμ..ΣΤ και .ΣΤ/05-03-2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, στον δε … κοινοποιήθηκε την 12-03-2012, όπως προκύπτει από τη με αριθμ..ΣΤ/12-03-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ., ενώ στον . δεν κατέστη εφικτή η επίδοση της καταγγελίας της σύμβασης, λόγω του ότι είχε αποβιώσει κατά τον χρόνο της επιχειρηθείσας επίδοσης, όπως προκύπτει από την από 05-03-2012 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .. Η πρώτη καθ’ης η ανακοπή, λόγω της κατά τα ανωτέρω υπερημερίας των αντισυμβαλλομένων της, προέβη, ως είχε νόμιμο δικαίωμα στην υποβολή, την 21-03-2012, αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής. Κατόπιν της ανωτέρω αίτησης της, εκδόθηκε η με αριθμ. ./2013 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ανακόπτων, η επίσης πρωτοφειλέτιδα . και οι εγγυητές . και ., διατάχθηκαν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ισόποσο σε ευρώ του συνολικού ποσού των 322.041,80 ελβετικών φράγκων με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής, εντόκως από 24.02.2012 (επομένη του οριστικού κλεισίματος του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης λογαριασμού και της καταγγελίας της σύμβασης), και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, σύμφωνα με τον όρο 8.1 παρ.2 της σύμβασης δανείου, μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 4.545,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη έκδοσης αυτής. Στις 30.04.2013 επιδόθηκε από την πρώτη των καθ’ων η ανακοπή προς τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτού συνταχθείσα από 12.04.2013 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία ο ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει στην πρώτη των καθ’ων η ανακοπή (i) το ισόποσο σε ευρώ του συνολικού ποσού των 322.041,80 ελβετικών φράγκων με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής, ως επιδικασθέν με την ως άνω διαταγή πληρωμής κεφάλαιο, εντόκως νομίμως από 24-02-2021 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, (ii) το ποσό των 4.545,00 ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, (iii) το ποσό των 2,00 ευρώ ως έξοδα λήψης απογράφου της διαταγής πληρωμής, (iv) το ποσό των 120,00 ευρώ ως έξοδα έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, σύνταξης της επιταγής, της παραγγελίας προς επίδοση και της επίδοσης αυτής, και (v) τόκους υπερημερίας επί των προαναφερόμενων με αριθμ…. ποσών, από την επίδοση της επιταγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, υπολογιζόμενους με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η δεύτερη καθ’ης η υπό κρίση ανακοπή τυγχάνει ανώνυμη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με αριθμό ΓΕΜΗ ., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, με την με αριθμ.326/2/17.09.2019 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, δημοσιευθείσα στο με αριθμ.3533/20-09-2019 ΦΕΚ (τ. Β’). Μετά την έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και πριν την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, ειδική διάδοχος της ένδικης απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η με αριθμ. ./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέστη η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, λόγω μεταβίβασης αυτής προς τιτλοποίηση από την πρώτη των καθ’ων η ανακοπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003, δυνάμει της από 12-09-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα, την 16-09-2019, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ., με αύξοντα αριθμό . και έλαβε αριθμ. πρωτ. ./16.09.2019. Εν συνεχεία, την 30-12-2020 η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στην πρώτη ως άνω νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία. Την 10-03-2021 καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . με αύξοντα αριθμό ., με αριθμ.πρωτ../10-03-2021, η από 10-03-2021 περίληψη της μεταβολής της από 16-09-2019 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων ως προς το πρόσωπο της μεταβιβάζουσας εταιρείας, λόγω της επελθούσας κατά τα ανωτέρω υποκατάστασης δυνάμει οιονεί καθολικής διαδοχής. Περαιτέρω, την 10-03-2021, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», προέβη σε επανεκχώρηση (αποτιτλοποίηση-επαναμεταβίβαση) προς την πρώτη των καθ’ων η ανακοπή μέρους των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής την 10-03-2021, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ., με αύξοντα αριθμό ., με αριθμ. πρωτ. ./10.03.2021. Ακολούθως, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», πρώτη των καθ’ων η ανακοπή μεταβίβασε -μεταξύ άλλων- την επίδικη απαίτηση προς τιτλοποίηση στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «SUNRISE I NPL FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003, δυνάμει της από 16-03-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα, την 17-03-2021, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ., με αυξ. αριθμ.. και έλαβε αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021. Επιπροσθέτως, δυνάμει της από 16-03-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα, την 17-03-2021, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ., με αύξοντα αριθμό . και έλαβε αριθμ. πρωτ. ./17.03.2021, ανέλαβε η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή την διαχείριση των κατά τα ανωτέρω μεταβιβασθεισών απαιτήσεων και μεταξύ αυτών και της επίδικης απαίτησης. Η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, επέδωσε την 03-06-2022 στον ανακόπτοντα για δεύτερη φορά την με αριθμ../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την παρά πόδας αυτής από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή, (όπως προκύπτει από τη με αριθμ../03-06-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), επιτάσσοντας αυτόν να της καταβάλει «α) για επιταχθέν ποσό με την από 12-04-2013 κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή το ποσό των 268.635,68 ευρώ, β) για νόμιμους τόκους από 24-02-2012 μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 275.351,56 ευρώ, γ) για σύνταξη της επιταγής το ποσό των 4.545,00 ευρώ, και δ) για κοινοποίηση της επιταγής το ποσό των 173,60 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 548.705,84 ευρώ, το οποίο έχει διαμορφωθεί σήμερα στο συνολικό ποσό των 177.069,23 ευρώ, εντόκως με το προβλεπόμενο στη σύμβαση και τον νόμο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό από την επόμενη της επίδοσης της επιταγής μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης». Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο η από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει αόριστη στο σύνολο της, ως προς το ποσό αλλά και το ποιόν της απαίτησης που επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει. Ειδικότερα, ενώ σε αυτήν αναλύεται ότι ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλει α) για επιταχθέν ποσό με την από 12-04-2013 κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή το ποσό των 268.635,68 ευρώ, β) για νόμιμους τόκους από 24-02-2012 μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 275.351,56 ευρώ, γ) για σύνταξη της επιταγής το ποσό των 4.545,00 ευρώ, και δ) για κοινοποίηση της επιταγής το ποσό των 173,60 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 548.705,84 ευρώ, στη συνέχεια αναφέρεται ότι το ποσό των 548.705,84 ευρώ «έχει διαμορφωθεί σήμερα στο ποσό των 177.069,23 ευρώ». Με αυτή τη διατύπωση όμως προκαλείται παντελής αοριστία ως προς την επιτασσόμενη να καταβληθεί απαίτηση αφού δεν προσδιορίζεται 1ον) ποιο ποσό τελικά επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει, ήτοι το ποσό των 548.705,84 ευρώ, ή το ποσό των 177.069,23 ευρώ, 2ον) για ποιο λόγο το ποσό των 548.705,84 ευρώ έχει διαμορφωθεί στο ποσό των 177.069,23 ευρώ, ήτοι εάν έλαβε χώρα μερική εξόφληση, ή μερική άφεση του χρέους ή κάποιος άλλος αποσβεστικός του χρέους λόγος ή εάν αντιθέτως δεν έχει αποσβεσθεί μερικά η οφειλή του ανακόπτοντος, αλλά απλώς η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή τον επιτάσσει να καταβάλει μέρος μόνο του συνολικού χρέους, το οποίο όμως εξακολουθεί να ανέρχεται στο ποσό των 548.705,84 ευρώ, 3ον) εάν υποτεθεί ότι ο ανακόπτων επιτάσσεται τελικά να καταβάλει το ποσό των 177.069,23 ευρώ, σε τι αφορά το εν λόγω -μικρότερο του συνολικού ποσού των 548.705,84 ευρώ- ποσό, ήτοι Α) εάν αποτελεί τμήμα του υπό στοιχείο α της από 31-05-2022 επιταγής κονδυλίου, ήτοι του επιταχθέντος να καταβληθεί με την από 12-04-2013 κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή ποσού των 268.635,68 ευρώ και σε καταφατική περίπτωση σε ποιο εκ των κονδυλίων της από 12-04-2013 επιταγής προς πληρωμή αφορά, δεδομένου ότι όπως ανωτέρω αναφέρθηκε με την από 12-04-2013 επιταγή προς πληρωμή ο ανακόπτων διατάχθηκε να καταβάλει «(i) το ισόποσο σε ευρώ του συνολικού ποσού των 322.041,80 ελβετικών φράγκων με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής, ως επιδικασθέν με τη διαταγή πληρωμής κεφάλαιο, εντόκως νομίμως από 24-02-20212 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, (ii) το ποσό των 4.545,00 ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, (iii) το ποσό των 2,00 ευρώ ως έξοδα λήψης απογράφου της διαταγής πληρωμής, (iv) το ποσό των 120,00 ευρώ ως έξοδα έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, σύνταξης της επιταγής, της παραγγελίας προς επίδοση και της επίδοσης αυτής, (ν) τόκους υπερημερίας επί των προαναφερόμενων υπ’ αριθ. .. ποσών, από την επίδοση της επιταγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, υπολογιζόμενους με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας», Β) εάν αποτελεί τμήμα του υπό στοιχείο β της από 31-05-2022 επιταγής κονδυλίου, ήτοι των νόμιμων τόκων από 24-02-2012 μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή, ποσού 275.351,56 ευρώ, ή Γ) εάν περιλαμβάνει τα επιτασσόμενα να καταβληθούν υπό στοιχεία γ και δ της από 31-05-2022 επιταγής έξοδα και Δ) εάν εν τέλει αφορά σε τμήμα του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής κεφαλαίου και μέχρι ποιου ποσού, ή/και σε τμήμα των οφειλόμενων τόκων και μέχρι ποιου ποσού ή εάν περιλαμβάνει και έξοδα και ποια συγκεκριμένα. Με αυτόν τον τρόπο ο ανακόπτων αδυνατεί να διαγνώσει με σαφήνεια και ασφάλεια τόσο το ακριβές ποσό της οφειλής του όσο και το ποιόν αυτής. Περαιτέρω, από τη στιγμή που δεν καθίσταται σαφές ποιο είναι το επιτασσόμενο να καταβληθεί ποσό και ποια είναι η αιτία αυτού, ήτοι εάν αυτό αφορά σε κεφάλαιο, τόκους ή έξοδα, ο ανακόπτων αδυνατεί να ελέγξει και τη νομιμότητα των αξιούμενων να καταβληθούν τόκων, επί του ποσού αυτού, το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού τους, αλλά και το ζήτημα του ανατοκισμού αυτών, δεδομένου ότι αυτό διαφοροποιείται αναλόγως με το εάν το επιτασσόμενο να καταβληθεί ποσό αφορά σε κεφάλαιο, τόκους ή έξοδα. Καθίσταται, έτσι, αδύνατη η εκούσια συμμόρφωση του ανακόπτοντος προς το περιεχόμενο της από 31-05-2022 επιταγής προς πληρωμή, αλλά και ο έλεγχος της ορθότητας του ποσού τόσο του κεφαλαίου όσο και των τόκων, την είσπραξη των οποίων αξιώνει και θα αξιώσει στο μέλλον η καθ’ ης η ανακοπή στο πλαίσιο της επισπευδόμενης εις βάρος του ανακόπτοντος διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία συνεχίσθηκε με την επιβολή κατάσχεσης σε ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία) του ανακόπτοντος κείμενου στη θέση Λειβάδι ή Καμίνια του δήμου Πειραιά Αττικής, το οποίο αποτελεί και την κύρια του κατοικία, συνταχθείσας σχετικώς της με αριθμ../26-07-2022 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .. Η αοριστία αυτή της επιταγής δεν ήρθη, αλλά, αντιθέτως επιτάθηκε και από τις μετέπειτα ακολουθήσασες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, το ορισμένο και νόμιμο των οποίων παραδεκτώς εξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της έρευνας της δικονομικής βλάβης που έχει υποστεί ή όχι ο ανακόπτων λόγω της κατά τα ανωτέρω αοριστίας της επιταγής προς πληρωμή. Συγκεκριμένα, με την από 15.06.2022 εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή προς τον δικαστικό επιμελητή ., δόθηκε η εντολή για την είσπραξη της απαίτησης, όπως αυτή αναφέρεται κατά τα ανωτέρω στην από 31.05.2022 επιταγή προς πληρωμή, χωρίς να εξειδικεύεται κατά ποσό και ποιόν (βλ. 5° φύλλο της με αριθμ../26-07-2022 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., όπου αντιγράφεται η από 15.06.2022 εντολή για εκτέλεση), ενώ, σε περίπτωση μη καταβολής της οφειλής, δόθηκε η εντολή για αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος για το ποσό των 177.069,23 ευρώ, το οποίο όπως κατά λέξη αναφέρεται στην ως άνω εντολή προς εκτέλεση, «αντιστοιχεί στο σύνολο του επιδικασθέντος με τον ως άνω εκτελεστό τίτλο κεφαλαίου (πλέον τόκων και εξόδων), όπως αυτό προκύπτει αναλυτικά στην ως άνω από 31-05-2022 κοινοποιηθείσα επιταγή» (βλ. 6° φύλλο της με αριθμ../26-07-2022 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., όπου αντιγράφεται η από 15.06.2022 εντολή για εκτέλεση). Επομένως, ούτε στην από 15.06.2022 εντολή έλαβε χώρα ακριβής προσδιορισμός της απαίτησης, αλλά αντιθέτως επιτάθηκε έτι περαιτέρω η αοριστία της επιτασσόμενης να καταβληθεί απαίτησης, αφού, ενώ και στην εντολή αυτή αναφέρεται ως συνολικά οφειλόμενο ποσό αυτό των 548.705,84 ευρώ, στη συνέχεια αναφέρεται ότι η κατάσχεση θα επιβληθεί για το ποσό των 177.069,23 ευρώ, και αναγράφεται ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί «στο σύνολο του επιδικασθέντος με τον εκτελεστό τίτλο κεφαλαίου (πλέον τόκων και εξόδων), όπως αυτό προκύπτει αναλυτικά στην ως άνω από 31-05-2022 κοινοποιηθείσα επιταγή». Πλην όμως, το επιδικασθέν με τον εκτελεστό τίτλο, ήτοι τη με αριθμ../2013 διαταγή πληρωμής κεφάλαιο δεν είναι το ποσό των 177.069,23 ευρώ αλλά το ισόποσο σε ευρώ του συνολικού ποσού των 322.041,80 ελβετικών φράγκων με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής, πλέον τόκων και εξόδων, ενώ ως συνολικό οφειλόμενο ποσό στην από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή φέρεται το ποσό των 548.705,84 ευρώ. Κατ’ ακολουθία καθίσταται σαφές ότι η αοριστία της επιταγής προς πληρωμή επέδρασε και στην αμέσως επόμενη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι την εντολή προς εκτέλεση, αφού, παραπέμποντας η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή (δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της που συνέταξε αυτήν) στο περιεχόμενο της από 31-05-2022 επιταγής προς πληρωμή, κατέστησε αυτήν αόριστη με αποτέλεσμα ούτε με αυτήν να διευκρινίζεται τελικά για ποιο ποσό απαίτησης επισπεύδεται η προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και με βάση ποια αιτία. Ύστερα δε από την εν λόγω εντολή, έλαβε χώρα η αναγκαστική κατάσχεση του ανωτέρω ακινήτου του ανακόπτοντος. Η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε, -όπως κατά λέξη αναφέρεται στη συνταχθείσα σχετικά με αριθμ../26-07-2022 κατασχετήρια έκθεση ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .-, για το ποσό «των 177.069,23 ευρώ, το οποίο ποσό αντιστοιχεί στο σύνολο του επιταχθέντος ποσού σύμφωνα με την από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή (εκτέλεση) και σύμφωνα με τις στην επιταγή αναφερόμενες διακρίσεις, ρητώς επιφυλασσόμενη για την είσπραξη του συνόλου αυτής, εντόκως, νομίμως μετά των εξόδων εκτέλεσης, έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό». Από την ως άνω κατασχετήρια έκθεση όχι μόνο δεν αίρεται η αοριστία ως προς το ύψος και το ποιόν της απαίτησης που θεωρεί η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή ότι διατηρεί σε βάρος του ανακόπτοντος, αλλά επιτείνεται ακόμη περισσότερο, διότι ναι μεν αναφέρεται ότι η κατάσχεση επιβάλλεται για το ποσό των 177.069,23 ευρώ, όμως α) δεν αναφέρεται εκ ποίας αιτίας πηγάζει το ποσό αυτό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, ήτοι για κεφάλαιο, τόκους ή έξοδα και συγκεκριμένα μέχρι ποίου ποσού για το καθένα εκ των κονδυλίων αυτών, β) με την παραπομπή στην από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή δημιουργείται αντιφατικότητα και αοριστία καθόσον όπως ανωτέρω αναφέρθηκε ούτε στην επιταγή προσδιορίζεται με σαφήνεια το ποσό και το ποιόν της απαίτησης και γ) ρητώς περιλαμβάνεται σε αυτήν επιφύλαξη για την είσπραξη «του συνόλου αυτής εντόκως, νομίμως μετά των εξόδων εκτέλεσης, έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό», ήτοι υπονοείται ότι η συνολική απαίτηση ανέρχεται σε ποσό μεγαλύτερο από το ποσό των 177.069,23 ευρώ, και το οποίο (μεγαλύτερο ποσό) επιφυλάσσεται η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή να εισπράξει με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιο είναι το μεγαλύτερο αυτό ποσό. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι η αοριστία της από 31-05-2022 επιταγής προς πληρωμή δεν ήρθη αλλά επέδρασε και στις μετέπειτα πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας. Επομένως, αποδεικνύεται ότι η από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας του αντιγράφου εκ του παώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πάσχει αοριστίας στο σύνολο της, αφού δι’αυτής δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια και ακρίβεια ούτε το συγκεκριμένο ποσό ούτε το ποιόν ήτοι η αιτία της επιτασσόμενης να καταβληθεί απαίτησης, η δε ως άνω αοριστία επέφερε τη μετάπτωση της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος σε ανεκκαθάριστη, καθώς πλέον ο ως άνω οφειλέτης δεν δύναται να διαγνώσει το ποσό και το ποιόν της παροχής για την οποία γίνεται η αναγκαστική εκτέλεση, ούτε να αμυνθεί κατ’ αυτής, προκαλούμενης έτσι σε αυτόν δικονομικής βλάβης η οποία δεν δύναται να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Με βάση τα ανωτέρω, η ως άνω από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας του αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρέπει να κηρυχθεί άκυρη στο σύνολο της, δεκτού γενομένου ως και ουσία βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει Α) να διαταχθεί ο χωρισμός των σωρευόμενων εκ των άρθρων 633 παρ.2 και 933 ΚΠολΔ ανακοπών, Β) να κηρυχθεί το παρόν Δικαστήριο αναρμόδιο και να παραπεμφθεί η σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, Γ) να απορριφθεί η σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή καθ’ο μέρος στρέφεται κατά της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή, και Δ) να γίνει δεκτή η σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή, καθ’ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή, λόγω της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του τρίτου λόγου αυτής, παρελκούσης πλέον, ως άνευ αντικειμένου, της εξέτασης της βασιμότητας των λοιπών λόγων της και να ακυρωθεί η από 31-05-2022 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας του αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων ως προς την κατ’ άρθρο 633 παρ.2 του ΚΠολΔ σωρευθείσα ανακοπή, για την οποία το παρόν Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο, δεν θα περιληφθεί στην παρούσα, διότι η απόφαση περί παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο είναι μεν οριστική αλλά δεν είναι τελειωτική της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 191 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού με αυτή δεν επιλύεται η διαφορά επί της ουσίας (πρβλ. ΕφΔωδ 188/2004, ΕφΠειρ 564/2004, ΕφΑΘ 3181/2000, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πρέπει να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την ερήμην δικασθείσα πρώτη των καθ’ων η ανακοπή (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως προς τη σωρευόμενη εκ του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ως προς τη σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή, δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικασθούν υπέρ της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή, ελλείψει σχετικού αιτήματος ως εκ της ερημοδικίας της, λόγω της οποίας δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα, ενώ κατά τα λοιπά τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος ως προς τη σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή, λόγω της ήττας της, με βάση και το σχετικό αίτημα του ανακόπτοντος, (άρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 63 παρ. 1 στοιχ. ια’, 66, 68 παρ. 1 του ν. 4194/2013), προσδιοριζόμενων βάσει του ποσού της απαίτησης για το οποίο επισπεύστηκε η εκτέλεση (ΑΠ 905/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 328/2003 ΧρΙΔ 2003,547), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται ως προς τη σωρευόμενη εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 59 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρ.δβ άρθρου 116 του αυτού νόμου και για τις αποφάσεις που θα δημοσιευθούν μετά από την έναρξη ισχύος του, ήτοι από 01-01-2022 και έπειτα] στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την ερήμην της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το προκαταβλητέο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, ως προς τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ, στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 ευρώ).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ το χωρισμό των σωρευόμενων εκ των άρθρων 633 παρ.2 και 933 ΚΠολΔ ανακοπών στο δικόγραφο της από 21-06-2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022 ανακοπής, με την οποία ζητείται η ακύρωση της με αριθμ. ./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 31.05.2022 επιταγής προς πληρωμή, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της σωρευόμενης ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ με αίτημα την ακύρωση της με αριθμ. ./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την ανακοπή αυτή στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ τη σωρευόμενη στο από 21-06-2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022 δικόγραφο, ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της από 31.05.2022
επιταγής προς πληρωμή, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ. ./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τη σωρευόμενη στο από 21-06-2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2022 δικόγραφο, ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της από 31.05.2022 επιταγής προς πληρωμή, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 31.05.2022 επιταγή προς πληρωμή, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τη δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (2.750,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 24-02-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ