Αδικοπρακτική ευθύνη ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας. Υπαίτια παράβαση υποχρεώσεων που απέρρεαν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και από τον Κώδικα Δεοντολογίας των εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ευθύνη προστήσαντος. Απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος. Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες κατά το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες εμπίπτουν και οι τράπεζες οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παράβαση των οποίων συνιστά εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία. Υποχρέωση πληροφόρησης. Επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 172/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 16ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νεκταρία Σουκαρά, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από το Γραμματέα Νικόλαο Καλαντζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Νοεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ζωή Ηλιοπούλου.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ….. κατοίκου …., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δομίνικο Αρβανίτη.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 10 Οκτωβρίου 2014 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./2014, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 14290/2019 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούσα, με την από 12 Φεβρουαρίου 2020 έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./2020.
Η συζήτηση της ως άνω έφεσης ματαιώθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11.3.2021, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας το)ν δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./2021 Πράξης της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, η συζήτηση της έφεσης νομίμως επαναπροσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως για την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο.
Ήδη η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 14290/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ματαιώθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11.03.2021 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COCID-19. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./2021 Πράξης της Προέδρου της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο. Η κρινόμενη έφεση της Τράπεζας Πειραιώς, ως καθολικής διαδόχου της εναγομένης «ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», κατά της ως άνω υπ’ αριθ. 14290/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495, 511, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, κατά την ίδια διαδικασία, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, αφού για το παραδεκτό της, κατατέθηκε από την εναγόμενη – εκκαλούσα, το νόμιμο παράβολο των 100,00 €, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. την έκθεση καταθέσεως της εφέσεως και τη, διαλαμβανόμενη σ’ αυτή, βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ότι κατατέθηκε το αναφερόμενο ηλεκτρονικό παράβολο ποσού 100 ευρώ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 10.10.2014 αγωγή της, με την οποία, παραιτούμενη από την με αριθμό κατάθεσης ./2012 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), εξέθετε ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την αρχική εναγόμενη Τράπεζα στα Ιωάννινα και κατόπιν επενδυτικών συμβουλών και αντιστοίχων προτροπών του ………………., επενδυτικού συμβούλου της αρχικής εναγομένης «ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εκκαλούσα, ο τελευταίος της πρότεινε ένα προϊόν με υψηλό επιτόκιο, με εγγύηση του κεφαλαίου από την Τ-ΒΑΝΚ, φέρουσα επισήμως την ονομασία «Aspis Bank Α.Ε.» και άμεσα ρευστοποιήσιμο μετά τον πρώτο χρόνο της αγοράς. Ότι η ιδία υπήρξε στρατιωτικός και με πολλές προσωπικές και οικονομικές θυσίες είχε καταφέρει και διαχειριζόταν ένα χαρτοφυλάκιο ύψους 100.000 ευρώ, το οποίο και επένδυσε στο ανωτέρω τραπεζικό προϊόν. Ότι η ιδία δεν είχε ποτέ σχέση και γνώσεις με το χρηματιστήριο και χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ενώ είναι γενικώς ως εκ της εργασίας της τόσα χρόνια ως στρατιωτικού είχε μάθει να κινείται συντηρητικά, πλην όμως οι διαβεβαιώσεις του ανωτέρω συμβούλου της εναγομένης, ότι δηλαδή το εν λόγω πρόγραμμα είναι 100% εγγυημένο έκαμψαν τις αντιρρήσεις της. Ότι, στις 5.10.2005, τοποθέτησε τις προαναφερόμενες οικονομίες της στο ομόλογο της «Aspis Bank Α.Ε.» με κωδικό ΙSΙΝ ΧS ., λήξεως στις 10.2.2015, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ με εγγυήτρια την «Aspis Bank Α.Ε.». Ότι, το έτος 2006, επισκέφθηκε την εναγομένη Τράπεζα, προκειμένου να ρευστοποιήσει το προϊόν και να λάβει τα χρήματα, όπως την είχαν διαβεβαιώσει από την τράπεζα ότι θα μπορούσε να πράξει, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση παρά μόνο με την πάροδο ενός έτους, πλην όμως οι υπάλληλοι της Τράπεζας την ενημέρωσαν ότι τα χρήματα είχαν δεσμευθεί μέχρι την λήξη του προϊόντος, ήτοι μέχρι το 2015, καθώς το κλίμα στην διατραπεζική αγορά είχε κλονισθεί από την επικείμενη παγκόσμια οικονομική κρίση. Ότι επιχείρησε ακολούθως και άλλες φορές να ρευστοποιήσει το εν λόγω τραπεζικό προϊόν, απροσφόρως όμως. Ότι, τον Φεβρουάριο του 2012, η εναγομένη με επιστολή που της απέστειλε την ενημέρωσε, υπό την ιδιότητα της ως θεματοφύλακας του ανωτέρω ομολόγου, ότι σύμφωνα με την μέχρι τότε ενημέρωση της δεν είχε γίνει καταβολή του τοκομεριδίου του ομολόγου στις 10.2.2012 (ημέρα πληρωμής), καθόσον η εγγυήτρια τράπεζα Τ-ΒΑΝΚ είχε τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Ότι η εναγομένη την ενημέρωσε περαιτέρω στις 5.9.2013 με επιστολή της, ότι από τις 100.000 ευρώ τελικώς θα εισπράξει το ποσό των 60,00 ευρώ. Ότι θεωρεί τον εαυτό της θύμα εξαπάτησης εκ μέρους της εναγομένης, αφού παρασυρόμενη από την εμπιστοσύνη της προς την τράπεζα πείσθηκε να τοποθετήσει τις οικονομίες μιας ζωής σε κάποιο τραπεζικό προϊόν, το οποίο αποδείχθηκε ούτε πιο συμφέρον ούτε εγγυημένο και ότι εάν γνώριζε εξ αρχής τα πραγματικά περιστατικά σε καμία περίπτωση δεν θα αποφάσιζε να προβεί στην οποιαδήποτε συνεργασία με την εναγομένη, από την οποία πλανήθηκε και εξαπατήθηκε. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα, επικαλούμενη την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, από την υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από την παροχή στην ιδία επενδυτικών – συμβουλευτικών υπηρεσιών, καθώς και από τον Κώδικα Δεοντολογίας των εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) (ν. 3606/2007) και επιπρόσθετα από τις διατάξεις του ν. 2251/1994, περί προστασίας του καταναλωτή, ζητούσε, όπως το αίτημά της παραδεκτά περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τόσο με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της 2.10.2019, όσο και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει (α) το ποσό των 100.000,00 ευρώ, που αποτελεί την δαπάνη αποκτήσεως του εν λόγω ομολόγου, (β) το ποσό των 1.061,15 ευρώ, το οποίο αποτελεί την προμήθεια της Τράπεζας για την παροχή των προαναφερόμενων συμβουλών, καθώς και (γ) το ποσό των 9.966 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι η Τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγομένη, με την έφεσή της, για τους λόγους, που αναφέρονται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά την εξαφάνισή της, την κατ’ ουσίαν έρευνα και την απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου της.
I. Από την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς υπαιτίως σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων, που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σε αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σε αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση (ΑΠ 1325/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι, (α) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμελείας, ήτοι όταν δεν καταβάλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, (β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και (γ) ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή την δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα Κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου πρόσωπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικώς να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Τέλος, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στην δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για την γενόμενη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτον. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρου ς της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί την δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, ήτοι να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 631/2015 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των ως άνω διατάξεων. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης απαιτούν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της τράπεζας, που παρέχει τις υπηρεσίες, μέσω της οποίας παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε Θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει, εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 ν. 2251/1994, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (βλ. Ί. Καράκωστα, Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, έκδοση 2001, σελ. 28-35, Ο ίδιος, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΧρΙΔ 2003, σελ. 97 επ. Δ. Αυγητίδη, Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001, 286. ΕφΑΘ 787/2013 ΔΕΕ 2014, 251). Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του ν. 2251/1994 κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική Προσφορά του παρέχοντος αυτήν», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι: (α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, (β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε σχετικά υπ’ όψιν ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, (γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, (δ) η ζημία και (ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 589/2001, ΕφΠειρ 862/2005). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 394/2002, ΑΠ 274/1999). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 589/2001, ΕφΑθ 2556/2010, ΕφΠειρ 826/2005, ΕφΘεσ 147/2005, ΕφΑθ 2214/2001). Εξάλλου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως ΜiFID), η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε΄ του ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3606/2007, οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο, ούτως ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν την φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ (ή και οι τράπεζες) παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με την γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με την συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλόλητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ (ή και οι τράπεζες) παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ (ή και οι τράπεζες) να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ (ή και οι τράπεζες) κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ (ή και οι τράπεζες) οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλόλητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπ’ όψιν το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. Με βάση, λοιπόν, τις διατάζεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, εάν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα και εάν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (βλ. ΑΠ 1738/2013, ΕφΑθ 4841/2014, Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010 σελ. 867-868). Εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη της ενδεχομένως να έχει συναφθεί σιωπηρά σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν την δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν την βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή τους. Τέλος, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (βλ. ΕφΒορΑιγ 84/2015, καθώς και σε Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers, ΔΕΕ 2010, σελ. 136). Τέλος, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στην συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στην διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 21 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στην διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εν προκειμένω σημειώνεται, ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμα του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 159/2017 ΝΟΜΟΣ).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ………………., που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομότυπα οι διάδικοι, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους (ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 9/2000 ΝΟΜΟΣ), είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, από τις δικαστικές ομολογίες των διαδίκων, που είτε προκύπτουν ευθέως, είτε συνάγονται εμμέσως από τις προτάσεις τους και επισημαίνονται ειδικότερα κατωτέρω, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ – βλ. σχετ. ΑΠ 1456/1996 ΑρχΝ 48.311) και θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, την συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν (ΟλΑΠ 10/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1550/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1404/2012 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εκκαλούσα Τράπεζα Πειραιώς είναι καθολική διάδοχος, λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της αρχικής εναγομένης ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε., η οποία, πριν την συγχώνευσή της, αποτελούσε τραπεζική εταιρεία με έδρα την Αθήνα και υποκατάστημα στα Ιωάννινα. Η εφεσίβλητη είναι συνταξιούχος στρατιωτικός και ήταν πελάτισσα της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, καθώς διατηρούσε από το 2000 – ημερομηνία κατά την οποία συνταξιοδοτήθηκε – απλές προθεσμιακές καταθέσεις των χρημάτων της στο παραπάνω υποκατάστημά της. Στις 5.10.2005, τοποθέτησε τις οικονομίες από την εργασία της, ύψους 100.000 ευρώ, στο ομόλογο της «Aspis Bank Α.Ε.» με κωδικό ΙSΙΝ ΧS., λήξεως στις 10.2.2015 (και εκδόσεως 10.2.2005), ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ με εγγυήτρια την «Aspis Bank Α.Ε». Στην επένδυση αυτή η εφεσίβλητη προέβη κατόπιν επενδυτικών συμβουλών και αντιστοίχων προτροπών του …………, επενδυτικού συμβούλου της δικαιπαρόχου της εκκαλούσας, ο οποίος της πρότεινε ένα προϊόν με υψηλό επιτόκιο, με εγγύηση του κεφαλαίου από την Τ-ΒΑΝΚ, φέρουσα επισήμως την ονομασία «Aspis Bank Α.Ε». και άμεσα ρευστοποιήσιμο μετά τον πρώτο χρόνο της αγοράς. Η εφεσίβλητη, που υπήρξε στρατιωτικός, δεν είχε ποτέ σχέση και γνώσεις σχετικώς με το χρηματιστήριο και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη ήταν έμπειρη επενδύτρια, αφού πριν από την κρίσιμη επένδυση είχε επενδύσει τα χρήματά της, αγοράζοντας ομόλογα της Εμπορικής Τράπεζας. Πράγματι, η εφεσίβλητη ένα μέρος του χρηματικού ποσού το οποίο κατέβαλε για την ένδικη επένδυση και συγκεκριμένα το ποσό των 89.045,51 ευρώ προερχόταν από την πρόωρη εξόφληση δομημένων ομολόγων της Εμπορικής Τράπεζας (ΟΜΟΛ ΕΜΠΟΡ. DΝ 5136), όπως τούτο προκύπτει, (α) από το σχετικό με ημερομηνία 4.10.2005 ενημερωτικό δελτίο της Τράπεζας ως προς τα ομόλογα της Εμπορικής τράπεζας, (β) από το υπ’ αριθμ. ./7.10.2005 δελτίο είσπραξης για την αγορά των ένδικων ομολόγων Aspis, στο οποίο αναγράφεται ότι το ποσό των 89.045,51 ευρώ προέρχεται από το υπ’ αριθμ. ./7.10.2005 δελτίο ανάληψης της Τράπεζας και γίνεται μνεία ότι το ποσό αυτό αφορά την εξόφληση δομημένων ομολόγων της Εμπορικής Τράπεζας και (γ) από το ίδιο το ανωτέρω υπ’ αριθμ. ./7.10.2005 δελτίο ανάληψης, το οποίο αφορά την πρόωρη εξόφληση ομολόγων της Εμπορικής Τράπεζας. Το γεγονός όμως αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συνιστά επαρκές και ικανό στοιχείο για να προσδώσει στην εφεσίβλητη την ιδιότητα της έμπειρης επενδύτριας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εγκαλούσα, διότι η κατάφαση του ισχυρισμού αυτού προϋποθέτει την σε βάθος χρόνου και με σύνθετα τραπεζικά προϊόντα ενασχόληση κάποιου που διαθέτει χρήματα, ώστε να του προσδοθεί η ιδιότητα του έμπειρου επενδυτή. Στην εν λόγω τοποθέτηση των χρημάτων της εφεσίβλητης συνετέλεσαν αποκλειστικώς οι διαβεβαιώσεις του ανωτέρω συμβούλου της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, ότι δηλαδή το εν λόγω πρόγραμμα είναι 100% εγγυημένο και όχι η εμπειρία της εφεσίβλητης, περί των χρηματιστηριακών και των επενδύσεων σε διάφορα τραπεζικά προϊόντα. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι στην υπό κρίση περίπτωση ενήργησε μόνο εκτελεστικώς ως προς την αποκλειστική βούληση της εφεσίβλητης και κατ’ εντολή της για την αγορά του επίδικου ομολόγου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης. Ειδικότερα, η δικαιοπάροχος της εκκαλούσας διέθετε προδιατυπωμένο έγγραφο αίτησης για την έκδοση Λογαριασμού Άυλων Τίτλων για την αγορά Ομολόγων (χωρίς τον τίτλο του ομολόγου), που συμπληρώνονταν εκ των υστέρων από τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο πελάτη της, ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, τον τίτλο του ομολόγου, το ποσό, τον Αρ. Λογαρ. Ταμ/ρίου και των συνδικαιούχων, όπως και συνέβη εν προκειμένω από την εφεσίβλητη πελάτισσά της. Επομένως, ο ισχυρισμός της ότι η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση προς την Τράπεζα για να πραγματοποιήσει την συγκεκριμένη επένδυση, χωρίς να μεσολαβήσει η οποιαδήποτε υπόδειξη εκ μέρους του προστηθέντος της, δεν ευσταθεί, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την πειστική, σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, συζύγου της εφεσίβλητης, ο οποίος κατέθεσε ότι ο προστηθείς της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας υπέδειξε στην εφεσίβλητη να τοποθετήσει τα χρήματά της στο συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, ώστε να έχει καλύτερη απόδοση, και ότι πολύ αργότερα έμαθαν ότι είχαν τοποθετηθεί τα χρήματά της στην «Ασπίς Πρόνοια», όταν άρχισαν να θορυβούνται από το γεγονός ότι από ένα χρονικό σημείο και μετά έπαψαν να κατατίθενται τόκοι από το επενδυμένο κεφάλαιο. Εξάλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη άτυπη σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, δυνάμει της οποίας η εκκαλούσα δια του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου της δικαιοπαρόχου της ανέλαβε την υποχρέωση να δώσει συμβουλές στην εφεσίβλητη για χρηματοπιστωτικά ζητήματα, δεδομένου ότι η πληροφόρηση αυτή είχε μεγάλη σημασία για αυτήν (εφεσίβλητη), καθώς θα αποτελούσε την βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για την επένδυση του κεφαλαίου της. Επιπλέον, παρά τις άνω επενδύσεις της εφεσίβλητης σε ομόλογα, είναι σαφές ότι η δικαιοπάροχος της εκκαλούσας διέθετε πολύ πιο εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις σχετικές με αυτά συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμβουλές της τελευταίας να είναι άκρως απαραίτητες για την διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης, η οποία με την σειρά της βασιζόταν στην υπεύθυνη πληροφόρηση εκ μέρους της αντισυμβαλλόμενης Τράπεζας, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή της. Επομένως, η δικαιοπάροχος της εκκαλούσας ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας παρείχε μέσω του προστηθέντος της (υπαλλήλου του υποκαταστήματος Ιωαννίνων) επενδυτική συμβουλή και σύσταση στην εφεσίβλητη, η οποία διέθετε εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της αντισυμβαλλομένης της, μη υπερβαίνουσα το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός το επενδυθέν από αυτήν επίμαχο ποσό δεν ήταν τόσο υψηλό και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση της εφεσίβλητης με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Επομένως, οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας με βάση την οποία η εφεσίβλητη προέβη στην αγορά του επίμαχου ομολόγου, προκάλεσαν στην τελευταία, που δεν διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία, μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση από τον ανωτέρω υπάλληλο της αντιδίκου της, τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα. Ειδικότερα, κατέστη φανερό, ότι η εφεσίβλητη δεν ενημερώθηκε προσυμβατικώς με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών του επίμαχου ομολόγου, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών. Παρότι η δικαιοπάροχος της εκκαλούσας είχε την υποχρέωση να της παρουσιάσει αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν, στην οποία της πρότεινε να προβεί, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε την ενημέρωσε για τον κίνδυνο ως προς την τύχη του ομολόγου και φυσικά των χρημάτων, τα οποία είχε τοποθετήσει σε αυτό. Επομένως, κατά παράβαση των οριζόμενων υποχρεώσεων της, η δικαιοπάροχος της εκκαλούσας, όπως συνομολογείται, ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στην εφεσίβλητη, προκειμένου να αντιληφθεί τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες, οι οποίοι προσδιόριζαν την απόδοση των εν λόγω ομολόγου. Με τον τρόπο που ενήργησε η δικαιοπάροχος της εκκαλούσας δια του προαναφερθέντος προστηθέντος υπαλλήλου της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψή της αυτή ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται αβάσιμα η εκκαλούσα. Επιπλέον, η εκκαλούσα υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι της εφεσίβλητης, και για τον λόγο ότι, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς του προαναφερομένου οργάνου της δικαιοπαρόχου της, προκάλεσε με δόλο στην εφεσίβλητη, η οποία ετύγχανε συντηρητική πελάτισσα αυτής, την απόφαση επένδυσης στο επίμαχο ομόλογο, παριστώντας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, ήτοι ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ασφαλή τοποθέτηση με εγγυημένο κεφάλαιο, υψηλό επιτόκιο και άμεσα ρευστοποιήσιμο μετά τον πρώτο χρόνο της αγοράς, αποσιωπώντας τους προδιαληφθέντες κινδύνους αυτού, προκαλώντας στην εφεσίβλητη την ως άνω μείωση της περιουσίας της. Επιπροσθέτως, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου της σε βάρος της εφεσίβλητης αντισυμβαλλόμενης πελάτισσας αυτής και καταναλωτή στο πλαίσιο της χορήγησης σε αυτής επενδυτικής συμβουλής και σύστασης για την αγορά του επίμαχου ομολόγου αντί του προαναφερθέντος τιμήματος συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία της εφεσίβλητης. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην επακολουθήσασα θέση υπό ειδική εκκαθάριση της «Aspis Bank Α.Ε.», αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου της ήταν ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε ζημία στην εφεσίβλητη, που συνίσταται στα ποσά που η τελευταία κατέβαλε για την αγορά του ομολόγου (100.000 ευρώ) και την προμήθεια (1.061,15 ευρώ) στην δικαιοπάροχο της εκκαλούσας για τις τραπεζικές υπηρεσίες που της παρείχε, υπό την έννοια της ύπαρξης ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου της συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία της εφεσίβλητης, καθόσον αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να παρασχεθεί σε αυτήν (εφεσίβλητη) η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιχεόμενο της επένδυσης και να αποφασίσει, εάν θα προβεί σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εκκαλούσας, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της έφεσης. Επιπλέον, το ποσό των τόκων, που έλαβε η εφεσίβλητη από το ανωτέρω προϊόν είναι απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτής και της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβε η εφεσίβλητη ως απόδοση του χρεογράφου είναι μεν κέρδος της από την κυριότητα του τίτλου αυτού, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην αντισυμβαλλόμενη Τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στην εφεσίβλητη. Επομένως, η τελευταία δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Άλλωστε η απόδοση αυτών με την μορφή συνυπολογισμού τους στην ζημία της εφεσίβλητης, θα αντίκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού η τελευταία τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου της, απορριπτομένου για τον λόγο αυτό ως αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση της εφεσίβλητης του ποσού των τόκων που αυτή έλαβε. Συνέπεια δε της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, η εφεσίβλητη υπέστη, ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε, ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας, ενόψει της έκτασης της ζημίας της, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της αντιδίκου της και της κοινωνικοοικονομικής θέσης και κατάστασης εκάστου των μερών, κρίνεται ως εύλογο για την επιδίκασή του το ποσό των 9.966 ευρώ και ορθώς η εκκαλουμένη με την ίδια ως άνω επαρκή αιτιολογία αναγνώρισε ότι η εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ανωτέρω ποσό, τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με σχετικό λόγο της έφεσης απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία, σωστά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, γι’ αυτό και η κρινόμενη έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, να εισαχθεί το κατατεθέν από την εναγόμενη – εκκαλούσα παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί η τελευταία στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183, 191 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διάδικων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 14290/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος, από την εκκαλούσα, παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Αθήνα στις 13.1.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.