ΑΠΟΦΑΣΗ
Udovychenko κατά Ουκρανίας της 23.03.2023 (αριθ. προσφ. 46396/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ελευθερία της έκφρασης αυτόπτη μάρτυρα. Υποχρέωση των δικαστηρίων για επαρκή αιτιολογία αποφάσεων.
Η προσφεύγουσα ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε τροχαίο ατύχημα που προκάλεσε την κοινή γνώμη. Κατά την διάρκεια συνέντευξής της σε δημοσιογράφο, ανέφερε ότι από την πόρτα του οδηγού του αυτοκινήτου που προξένησε το ατύχημα εξήλθε ο γιος πρώην βουλευτή. Αμφότεροι γιος και βουλευτής άσκησαν αγωγή αποζημίωσης εναντίον της για τη δήλωσή της στο δημοσιογράφο και το αστικό δικαστήριο καταδίκασε την προσφεύγουσα να καταβάλει αποζημίωση 9.700 ευρώ, να ανακαλέσει την δήλωσή της και της στη συνέχεια της επιβλήθηκε απαγόρευση εξόδου από την χώρα μέχρι την πλήρη καταβολή της αποζημίωσης. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι κανένας δεν ανέφερε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια ή ότι ενήργησε κακόπιστα.
Κατά το Δικαστήριο δικαιούνται οι αυτόπτες μάρτυρες να μεταφέρουν δημόσια, καλή τη πίστη, αυτό που είχαν άμεσα παρατηρήσει – εκτός εάν δεσμεύονται από το απόρρητο μιας έρευνας – ως μια σημαντική πτυχή της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης.
Έτσι το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε ότι η προσφεύγουσα υπέστη δυσανάλογη επιβάρυνση με το ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει και την απαγόρευση εξόδου που της επιβλήθηκε χωρίς τα εθνικά δικαστήρια να παράσχουν επαρκή αιτιολογία.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης της προσφεύγουσας δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και διαπίστωσε παραβίαση (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ). Επιδίκασε δε το ποσό των 14.300 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.450 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Alla Anatoliyivna Udovychenko, είναι Ουκρανή υπήκοος που γεννήθηκε το 1977 και ζει στο Rivne (Ουκρανία).
Στις 2 Δεκεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα έγινε μάρτυρας ενός τροχαίου ατυχήματος στο Rivne στο οποίο ένας πεζός τραυματίστηκε σοβαρά.
Το περιστατικό προκάλεσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ σε τοπικό επίπεδο και, όταν επισκέφτηκε το θύμα στο νοσοκομείο, είπε σε δημοσιογράφο ότι είχε δει τον γιο του πρώην βουλευτή Β., να βγαίνει από την πλευρά του οδηγού του αυτοκινήτου που ενεπλάκη στο ατύχημα.
Τον Νοέμβριο του 2009 ο B. και ο γιος του M.B., άσκησαν αγωγή κατά της προσφεύγουσας, κατηγορώντας την ότι προέβη σε ψευδή δήλωση στα ΜΜΕ υπονοώντας ότι ο Μ.Β. ήταν ένοχος για την πρόκληση του ατυχήματος.
Στη διαδικασία που ακολούθησε, ζητήθηκε από την προσφεύγουσα να αποδείξει όσα είχε πει στους δημοσιογράφος (το λεγόμενο «τεκμήριο αλήθειας» του άρθρου 277 ΑΚ). Λόγω αδυναμίας προσκόμισης τέτοιων αποδείξεων, το δικαστήριο της πόλης Rivne κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δήλωσή της ήταν αναληθής και έβλαψε την τιμή, αξιοπρέπεια και φήμη των εναγόντων. Το Δικαστήριο την καταδίκασε να ανακαλέσει τη δήλωσή της και να καταβάλει αποζημίωση ύψους περίπου 9.790 ευρώ.
Στη συνέχεια άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε.
Ανακάλεσε τη δήλωσή της τον Φεβρουάριο του 2013. Η απόφαση εκτελέστηκε μεταξύ του 2012 και 2018, όπου δικαστικοί επιμελητές κατάσχεσαν την περιουσία της και το 20% του μισθού της μήνα για την αποπληρωμή της αποζημίωσης. Της επιβλήθηκε δε και ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα μέχρι να καταβάλει την αποζημίωση.
Πριν κατατεθεί η αγωγή κατά της προσφεύγουσας η αστυνομία είχε διαπιστώσει ότι ήταν ένας Ουκρανός επιχειρηματίας που οδηγούσε το αυτοκίνητο που ενεπλάκη στο ατύχημα. Η ποινική έρευνα εναντίον του, ωστόσο, αρχειοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2009 λόγω ελλείψεως υπαιτιότητας επειδή το θύμα διέσχισε τον δρόμο από σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών.
Στηριζόμενη ειδικότερα στο άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την διαδικασία εναντίον της, υποστηρίζοντας ότι η απλή αναφορά όσων είχε δει δεν ισοδυναμούσε με το προσβολή της φήμης των εναγόντων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατ΄αρχήν, το Δικαστήριο συμφώνησε με τα ουκρανικά δικαστήρια ότι το σχόλιο της προσφεύγουσας σχετικά με τον γιο του B. ότι εξήλθε από την πλευρά του οδηγού του αυτοκινήτου που ενεπλάκη στο ατύχημα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάθεση για το επίδικο συμβάν.
Ωστόσο, για να αποδείξει η προσφεύγουσα αυτό που πίστευε ότι είχε δει με τα μάτια της, όπως απαιτείται από τα εθνικά δικαστήρια, θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να γίνει. Αυτό επιπλέον ήταν μη συμβατό με τις αρχές που ορίζονται στη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Κυρίως, δεν υπήρξε ποτέ κανένα στοιχείο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια ή ότι ενήργησε κακόπιστα.
Ειδικότερα, ούτε οι ενάγοντες ούτε τα δικαστήρια είχαν υποστηρίξει ότι η προσφεύγουσα με δόλο είπε ψέματα για να βλάψει τον Μ.Β. και τη φήμη του πατέρα του. Δεν είχε χρησιμοποιήσει καμία προσβλητική έκφραση ή παρατήρηση για τους ενάγοντες, είχε απλά αφηγηθεί όσα είχε δει χωρίς να πάρει θέση σχετικά με την ενοχή κανενός. Ούτε οι αρχές κίνησαν διαδικασία εναντίον της προσφεύγουσας για ψευδορκία ή την υπόδειξη ότι είχε αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με την ποινική έρευνα.
Πράγματι, το Δικαστήριο επισήμανε ότι επιτρέπονται οι αυτόπτες μάρτυρες που ενδεχομένως εμπλέκουν εγκληματίες σε αδικήματα, να μεταφέρουν δημόσια, καλή τη πίστη, αυτό που είχαν άμεσα παρατηρήσει – εκτός εάν δεσμεύονται από το απόρρητο μιας έρευνας – ως μια σημαντική πτυχή της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης.
Διαπίστωσε επίσης ότι δεν υπήρχε επαρκή αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων για την σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστη η προσφεύγουσα. Ουσιαστικά την είχαν αναγκάσει να δηλώσει δημόσια ότι δεν είχε δει αυτό που πίστευε ότι είχε δει και ότι είχε δυσκολευτεί να πληρώσει την αποζημίωση που της επιδικάστηκε – η οποία ήταν μεγάλη σε σύγκριση με τον μισθό της, για περισσότερα από πέντε χρόνια, διάστημα κατά το οποίο της είχαν απαγορεύσει να ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Εν ολίγοις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αντίδραση των αρχών στη δήλωση της προσφεύγουσας σχετικά με το ατύχημα που είχε δει, ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τον νόμιμο στόχο της προστασίας της φήμης του Μ.Β. και του πατέρα του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της προσφεύγουσας δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, κατά παράβαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό 14.300 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.450 ευρώ για έξοδα και δαπάνες