Μη υποχρεωτική η επίδοση στον Διοικητή της στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [Α.Α.Δ.Ε.], κατά τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 36 παρ. 1 Ν. 4389/2016, και τούτο διότι η ένδικη υπόθεση δεν αφορά βεβαιωμένες οφειλές που αφορούν δημόσια έσοδα, αλλά έσοδα του καθ’ού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, τα οποία δεν συνιστούν δημόσια βάρη, ούτε έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αντιθέτως, συνιστούν προμήθεια για την έκδοση εγγυητικών επιστολών και για αυτό το λόγο το Δημόσιο δεν νομιμοποιείται παθητικά στη προκείμενη δίκη. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι η άσκηση της ανακοπής δεν ολοκληρώθηκε, διότι δεν επιδόθηκε και στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [Α.Α.Δ.Ε.] και την απέρριψε ως απαράδεκτη.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΦΕΣΗ – ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 3/2023
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης έφεσης ../14.4.2021]
[αριθμός έκθεσης προσδιορισμού συζήτησης έφεσης ΜΤ./07.5.2021]
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής ./20.01.2020]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Λύκουρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 08 Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος – ανακόπτοντος : ., κατοίκου Ζαχάρως Νομού Ηλείας, ΑΦΜ ., ΔΟΥ Πύργου, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Μαρίας Μπακατσέλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000221, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η0./08.12.2021, από 01ης.12.2021 έγγραφη εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως] και κατέθεσε προτάσεις.
Του εφεσίβλητου – καθού η ανακοπή : Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ» (ΤΜΕΔΕ ΝΠΙΔ), που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού αρ.3-5, και εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ. 997073630, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Ακριβής Κατσιαδράμη [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000122, υπ’αριθμ. ./28.11.2018 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ατελώς κατά το άρθρο 27 παρ.1 εδ.γ ΥΑ Αριθμ.Φ.80000/58192/2153 Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης], που κατέθεσε προτάσεις.
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε κατά του εφεσίβλητου την από 19.01.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1/20.01.2020 ανακοπή του άρθρου 73 παρ.1 Κ.Ε.Δ.Ε. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε ερήμην του καθού η ανακοπή, κατά τη τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4/22.3.2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η απέρριψε την ανακοπή. Ήδη ο ανακόπτων εκκαλεί την απόφαση αυτή με την από 07.4.2021 έφεσή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./14.4.2021, και στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προς προσδιορισμό δικασίμου συζήτησης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ./07.5.2021, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο [08.12.2021].
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Η υπό κρίση από 07.4.2021 έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ανακόπτοντος κατά της υπ’αριθμ.4/22.3.2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας, που εκδόθηκε ερήμην του καθού η ανακοπή κατά τη τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ.1β’, 516, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της κατατέθηκε στη Γραμματεία του ως άνω Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14.4.2021, ήτοι εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης [22.3.2021], καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε προσκομίζουν έκθεση επίδοσης και ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Επιπλέον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο παράβολο ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ [ παράβολο με κωδικό πληρωμής ., βλ. έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αρήνης]. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της.
Ο εκκαλών – ανακόπτων, με την από 19.01.2019 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 1/2020) ανακοπή [άρθρο 73 παρ.1 ΚΕΔΕ], που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας κατά του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ», ζήτησε, για τους διαλαμβανόμενους λόγους στο δικόγραφό της, να ακυρωθεί η υπ’αριθμ. ΣΥΝ../10.9.2019/ΘΕΜΑ ./ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ. . απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΜΕΔΕ περί ταμειακής βεβαίωσης οφειλής, που του επιδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2019, και η υπ’αριθμ.πρωτ. ./2019 ατομική ειδοποίηση οφειλής του καθού, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος του ως έσοδο του καθού το συνολικό ποσό των 5.428,85 ευρώ, που αφορά εμφανιζόμενο χρέος αυτού [ανακόπτοντος] προς το καθού η ανακοπή προερχόμενο από προμήθειες εγγυητικών επιστολών, συνολικού ποσού 3.960,92 ευρώ, πλέον τόκων και τελών χαρτοσήμου, που χρεώνονταν [οι προμήθειες] ανά τρίμηνο για την έκδοση εγγυητικών επιστολών από το πρώην Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου – Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης με την επωνυμία «Ταμείο Συντάξεως Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων» [ΤΣΜΕΔΕ], στη θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος το καθού η ανακοπή κατά το άρθρο 86 Ν.4387/2016. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, ερήμην του καθού, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκρινε ότι η ανακοπή ήταν απαράδεκτη, διότι ο ανακόπτων δεν προσκόμισε ούτε επικαλέστηκε με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του έκθεση επίδοσης αυτής στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [Α.Α.Δ.Ε.] κατά το άρθρο 85 παρ.1 ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) σε συνδυασμό με το άρθρο 36 παρ.1 Ν.4389/2016 και απέρριψε αυτή καταδικάζοντας τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα του καθού η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών και ζητά, για τον διαλαμβανόμενο σε αυτή λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, έτσι στη συνέχει να γίνει δεκτή η ανακοπή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστεί το καθού στη δικαστική του δαπάνη.
[I] Κατά το άρθρο 73 §1 του Ν.Δ. 356/1974 «Κ.Ε.Δ.Ε.», η προ της ενάρξεως της εκτέλεσης ανακοπή του οφειλέτη ασκείται: α) κατά της εκδοθείσας ατομικής ειδοποίησης, β) κατά του εντάλματος προσωπικής κράτησης, που εκδόθηκε και δεν εκτελέστηκε, και γ) κατά του νόμιμου τίτλου, εκδικάζεται δε από τα αρμόδια καθ`ύλην δικαστήρια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 του ΚΠολΔ. Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτηση του κατ` ουσίαν βάσιμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφόσον ο προσδιορισμός αυτής δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικός επιτροπάς αποφαινόμενας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2.Η κατά της αρξάμενης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτη ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικούς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη δια καταβολής ή δια συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υπόχρεου δεν είναι ο νόμω υπόχρεος. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη….)». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ προβλέπει δυο είδη ανακοπών. Την ανακοπή που ασκείται πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτελέσεως και την ανακοπή που ασκείται κατά της αρξάμενης εκτελέσεως για τους περιοριστικούς αναφερόμενους λόγους (numerus clasus) στις δύο παραπάνω παραγράφους του ίδιου άρθρου. Η ως άνω ανακοπή κατά το άρθρο 73§1 Κ.Ε.Δ.Ε. εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, ο δε προσδιορισμός της καθ` ύλην αρμοδιότητας θα γίνει βάσει του ύψους της επίδικης οφειλής (βλ. σχετ. ΜΠΠειρ 196/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).
Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 § 1 του ΝΔ 356/1974 «Περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία ασκείται (και) κατά του νόμιμου τίτλου, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ` αρχήν θέση εναγόμενου, ο δε καθού (Δημόσιο ή ΟΤΑ κατά τα ανωτέρω) θέση ενάγοντος και έτσι ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε αν ασκούσε το δικαίωμα του με αγωγή (ΑΠ 5/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 65/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΠειρ 196/2020 ό.π.).
Στη προκειμένη περίπτωση, το καθού η ανακοπή Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ», το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 86 επ. Ν.4387/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 27 του Καταστατικού του, που εγκρίθηκε με την υπ’αριθμ.58192/2153/2016 (ΦΕΚ Β/4216) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, συνιστά καθολικό διάδοχο του Τομέα ΤΣΜΕΔΕ του τέως ΕΤΑΑ [ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ], με έδρα την Αθήνα, σε ότι αφορά στο αντικείμενο και στις αρμοδιότητες εγγυοδοσίας και πιστοδοσίας, το οποίο (ΕΤΑΑ) ήταν καθολικός διάδοχος του ΤΣΜΕΔΕ [ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ], δυνάμει των άρθρων 25 και 38 του Ν.3655/2008, παραδεκτά με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο πρότεινε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, άνευ λόγου εφέσεως, ενόψει της ερημοδικίας του πρωτοδίκως, τον ισχυρισμό [δικονομική ένσταση] περί τοπικής αναρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου Αρήνης να δικάσει την κρινόμενη ανακοπή, διότι αρμόδιο προς εκδίκασή της, βάσει της γενικής συντρέχουσας δωσιδικίας του άρθρου 25 ΚΠολΔ και ενόψει του ότι η έδρα του καθού η ανακοπή νομικού προσώπου είναι η Αθήνα, επί της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού 3-5, το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Επί του ισχυρισμού αυτού πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : η υπό κρίση ανακοπή, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα σε αυτήν, τυγχάνει ανακοπή εκ του άρθρου 73 παρ.1 ν.δ.356/1974 [ΚΕΔΕ], δεδομένου ότι δεν έχει αρχίσει κατά την άσκησή της η διοικητική εκτέλεση καθώς δεν έχει επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση, η τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της ανακοπής του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ καθορίζεται είτε από τη γενική συντρέχουσα δωσιδικία του ανακόπτοντος, ο οποίος κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία [Ι] νομική σκέψη της παρούσας επέχει θέση εναγομένου [22, 583, 584 ΚΠολΔ, 73 παρ.1 ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ], του οποίου εν προκειμένω είναι η Ζαχάρω Ηλείας, είτε η γενική συντρέχουσα δωσιδικία της έδρας του νομικού προσώπου καθού η ανακοπή [25 ΚΠολΔ]. Συνεπώς το Ειρηνοδικείο Αρήνης είχε τοπική αρμοδιότητα να εκδικάσει την ανακοπή, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος κατοικίας του ανακόπτοντος, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού ως αβάσιμου.
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση απορρίπτοντας την ανακοπή ως απαράδεκτη, επειδή αντίγραφο αυτής δεν επιδόθηκε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [Α.Α.Δ.Ε.], εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 36 Ν.4389/2016 και 85 παρ.1 ΚΕΔΕ και δεν εφάρμοσε την προσήκουσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 28 παρ.7 Ν.2579/1998. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι επίδοση στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. δεν απαιτείται στην ένδικη υπόθεση, καθώς αφορά βεβαιωμένες οφειλές σε βάρος του έναντι του καθού η ανακοπή νομικού προσώπου προερχόμενες από προμήθειες έκδοσης εγγυητικών επιστολών του πρώην ΤΣΜΕΔΕ, καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει το καθού, και συνεπώς, ενόψει του ότι με την προαναφερόμενη ταμειακή βεβαίωση επιδιώκεται η είσπραξη μη δημοσίου εσόδου νομικού προσώπου, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικος το Δημόσιο παρά μόνο το νομικό πρόσωπο και δεν υπάρχει υποχρέωση επίδοσης του δικογράφου στο τελευταίο.
[III] Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. ε ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου (ήδη Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.), κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε όμως περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 4389/2016 «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ, κατά το άρθρο 36 παρ.1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1, 8 παρ.2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Α.Ε.Δ. 27/2004,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1270/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1801/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 2 περ. ζ’ αυτού, «στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο». Ακόμη, κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), « σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος». Επίσης, κατά το άρθρο 98 Ν. 4270/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 ν. 4484/2017, «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία απόδοσης των εσόδων που εισπράττονται υπέρ τρίτων. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου ή όμοιες μπορεί να ανατεθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων ειδικών δημόσιων υπηρεσιών και Ειδικών Ταμείων, εφόσον η είσπραξη των εσόδων τους δεν είναι δυνατή με δικά τους όργανα, καθώς και η είσπραξη εσόδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων. Με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζεται και το ποσοστό συμμετοχής των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων στη δαπάνη για την είσπραξη των εσόδων που εισπράττονται για λογαριασμό τους, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 20% των εισπραττόμενων εσόδων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης». Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τέτοιων θεωρουμένων εκείνων τα οποία επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται δε στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια απ’ αυτά, και των εσόδων των προσώπων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 91 ΚΕΔΕ, των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής στα πιο πάνω πρόσωπα και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» εκ μόνου του λόγου ότι εισπράχθησαν υπό των δημοσίων ταμείων, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 του Κ.Ε.Δ.Ε, διάδικος εις την επί της ανακοπής (άρθρο 74 Κ.Ε.Δ.Ε.) δίκη είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη δικαιούχο της απαίτησης πρόσωπο, κατά του οποίου και πρέπει να στραφεί το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα δεχόταν τον χαρακτηρισμό των εσόδων των εις το άρθρο 91 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. αναφερομένων προσώπων ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξήγετο διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις (ΕφΠειρ 130/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΘρ. 301/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στη προκειμένη περίπτωση, η ένδικη ανακοπή, η οποία ασκήθηκε πριν την έναρξη της εκτέλεσης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο καθού η ανακοπή Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ» [Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.], όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ..Ε’/24.01.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών .. Ωστόσο, για την ολοκλήρωση της άσκησης της ανακοπής δεν απαιτείται επίδοση αυτής στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [Α.Α.Δ.Ε.], κατά τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ.1 ΚΕΔΕ και 36 παρ.1 Ν.4389/2016, και τούτο διότι η ένδικη υπόθεση δεν αφορά βεβαιωμένες οφειλές που αφορούν δημόσια έσοδα αλλά έσοδα του καθού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, τα οποία δεν συνιστούν δημόσια βάρη ούτε έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αντιθέτως, συνιστούν προμήθεια για την έκδοση εγγυητικών επιστολών και για αυτό το λόγο το Δημόσιο δεν νομιμοποιείται παθητικά στη προκείμενη δίκη [βλ. σχετ. ΔΕφΑθ 2438/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΔΠΚερκ 610/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Εν προκειμένω δε το Δημόσιο ούτε καν επιμελήθηκε, δια των εισπρακτικών μηχανισμών του, την είσπραξη των οφειλών για λογαριασμό του καθού, καθώς η ατομική ειδοποίηση με την περιεχόμενη σε αυτή ταμειακή βεβαίωση χρέους και το χρηματικό κατάλογο που τη συνοδεύει εκδόθηκαν από το καθού η ανακοπή, περίπτωση κατά την οποία και πάλι δεν θα νομιμοποιείτο να παραστεί παθητικά το Δημόσιο στη παρούσα δίκη, από καμία δε διάταξη νόμου δεν προβλέπεται κοινή νομιμοποίηση του καθού με το Δημόσιο και εντεύθεν δημιουργία αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η άσκηση της ανακοπής δεν ολοκληρώθηκε διότι δεν επιδόθηκε και στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [Α.Α.Δ.Ε.] και την απέρριψε ως απαράδεκτη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ.1 ΚΕΔΕ και 36 παρ.1 Ν.4389/2016, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών – ανακόπτων, με τον μοναδικό λόγο έφεσής του. Συνεπώς πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η ανακοπή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα, κατά τη τακτική διαδικασία [βλ. ΜΠΠειρ 196/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Σημειωτέον ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς από την έκδοση των δεκαοκτώ [18] εγγυητικών επιστολών από το καθού η ανακοπή υπέρ του ανακόπτοντος, αφού η επικαλούμενη οφειλή του τελευταίου προς το καθού η ανακοπή έχει παραχθεί από σχέση ιδιωτικού δικαίου και δη από τη δράση του τελευταίου ως οικονομική οντότητα ιδιωτικού δικαίου, αφού η συμφωνία για την καταβολή προμήθειας για την έκδοση εγγυητικών επιστολών από μέρους του καθού η ανακοπή, δεν διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, που προσδίδουν στο καθού υπερέχουσα θέση, με αποτέλεσμα οι επιμέρους συμβάσεις να μην έχουν τον χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης αλλά σύμβασης ιδιωτικού δικαίου [βλ. σχετ. ΑΠ 1103/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, όπως αυτός εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση της υπ’αριθμ.ΣΥΝ./10.9.2019/ΘΕΜΑ .ο/ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ.. βεβαίωσης οφειλής και της υπ’ αριθμ. πρωτ. ./10.10.2019 ατομικής ειδοποίησης οφειλών του ΤΜΕΔΕ, διότι δεν υφίσταται νόμιμος τίτλος βάσει εγγράφων που να αποδεικνύουν την απαίτηση κατά κεφάλαιο, τόκους, τέλη απογράφου και ΟΓΑ. Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του.
[ΙV] Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.2 του ν.δ. 356/1974 [ΚΕΔΕ], νόμιμο τίτλο αποτελούν : α) τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή και γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει, από τον τίτλο, δηλαδή από το σύνολο των εγγράφων που τον συγκροτούν, να προκύπτει βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση, το είδος αυτής και η ακριβής αιτία της αντίστοιχης οφειλής, δηλαδή ανάλυση της κίνησης του λογαριασμού της, ώστε, αν αμφισβητηθεί, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, αφού με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατόν να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφή την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Δημόσιο, η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας, αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη. Από τη βεβαίωση ως νόμιμο τίτλο είσπραξης (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια) διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαίτησης του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά τίτλο εκτέλεσης. Στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαίωσης στον οφειλέτη ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο ή να παρατίθενται αναλυτικά σε αυτή τα μερικότερα ποσά της οφειλής ή η αιτιολογία τους, αλλά αρκεί με βάση τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου, τα οποία το Δημόσιο υποχρεούται να προσκομίσει προς απόδειξη της απαίτησής του, να παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβήτησης της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της [ΕφΛαρ 65/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3,4 του Α.Ν.2326/1940 «περί Ταμείου Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων», όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 του Ν.915/1979, «κάθε απαίτηση του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενη, μετά των πρόσθετων επιβαρύνσεων, εισπράττεται βάσει των δικονομικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας για την αναγκαστική είσπραξη των δημοσίων εσόδων νομοθεσίας….Τίτλο για την αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί η απόφαση του ΤΣΜΕΔΕ, που καθορίζει το εισπρακτέο ποσό από καθυστερούμενες γενικά απαιτήσεις και πρόσθετες επιβαρύνσεις, την αιτία της οφειλής καθώς και την περίοδο στην οποία αυτή ανάγεται [ΕφΑθ 3060/2011 αδημ., ΔΕφΑθ 1227/1991, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Στη προκειμένη περίπτωση από τις εγγυητικές επιστολές, που αναφέρονται κατά αριθμό και ημερομηνία έκδοσης στη συνημμένη στην υπ’αριθμ. ΣΥΝ./10.9.2019/ΘΕΜΑ.ο/ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ.. βεβαίωση οφειλής μηχανογραφημένη κατάσταση, όπως επιδόθηκε στον ανακόπτοντα δυνάμει της υπ’αριθμ..Γ/19.12.2019 έκθεσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ., αποδεικνύεται η εκκαθαρισμένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση του καθού η ανακοπή από προμήθειες εγγυητικών επιστολών υπέρ του ανακόπτοντος ως εργολάβου δημοσίων έργων. Στο σώμα της ανωτέρω βεβαίωσης αναφέρεται ο αριθμός του εγγράφου εκάστης εγγυητικής επιστολής, η ημερομηνία έκδοσής του, το κεφάλαιο αυτής, το ποσοστό της προμήθειας, το χρονικό διάστημα της οφειλής και το συνολικό ποσό της προμήθειας καθώς και το ποσό της πρόσθετης επιβάρυνσης, δηλαδή των τόκων, του χαρτοσήμου και της εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α., στοιχεία τα οποία την καθιστούν ορισμένη, χωρίς να απαιτείται αναφορά του έργου που αφορά εκάστη εγγυητική επιστολή και του προσώπου υπέρ του οποίου εκδόθηκε καθόσον τα στοιχεία αυτά ανευρίσκονται με βάση τον αριθμό του εγγράφου της εγγυητικής επιστολής. Επομένως στην ανωτέρω βεβαίωση οφειλής περιέχονται τα αναγκαία εκ του νόμου στοιχεία και η νόμιμη αιτιολογία και τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος για την έκδοσής της. Ως εκ τούτου από την ανωτέρω βεβαίωση προκύπτει ληξιπρόθεσμη και εκκαθαρισμένη η συνολική απαίτηση του καθού απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου ανακοπής.
Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι για τις απαιτήσεις από προμήθειες εγγυητικών επιστολών που γεννήθηκαν έως και εντός του 2008, η προθεσμία ταμειακής βεβαίωσης άρχιζε το αργότερο στις 31.12.2008 και έληγε το αργότερο στις 31.12.2011, και ότι συνεπώς το καθού απώλεσε το δικαίωμα προς είσπραξη των απαιτήσεων των ένδικων εγγυητικών επιστολών πλην των περιπτώσεων του κονδυλίου [Ζ] και [ΙΗ], για τα οποία έχει επέλθει μερική απόσβεση. Ειδικότερα εκθέτει ότι η υπό στενή έννοια βεβαίωση [αποστολή χρηματικού καταλόγου] πρέπει να γίνει εντός προθεσμίας τριών (3) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης [υπό ευρεία έννοια βεβαίωση] κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 παρ.1 Ν.542/1977. Ο λόγος αυτός ανακοπής παραδεκτά προβάλλεται και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του.
[V] Κατά τη διάταξη του άρθρου 71 παρ.1 Ν.542/1977 Περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων, «Η βεβαίωσις οιουδήποτε φόρου, τέλους, προστίμου, δικαιώματος ή εισφοράς υπέρ του Δημοσίου μετά των πάσης φύσεως προσθέτων και υπέρ τρίτων, ενεργείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από της λήξεως του μηνός εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαιώσεως……Ανεξαρτήτως των υπό του προηγουμένου εδαφίου οριζομένων, η βεβαίωσις δύναται να ενεργηθή και μετά την πάροδον της τριμήνου προθεσμίας και ουχί πέραν των τριών ετών, από της λήξεως του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαιώσεως». Κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 845/2015, 343/2014, 3288/2013, 1093/2010, 571/2009, 2944/2008, 1503/2006, 1783/2002), από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι το Δημόσιο δεν δύναται να προβεί σε ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση εν στενή εννοία) απαιτήσεων μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους εντός του οποίου εκτήθησαν οι σχετικοί τίτλοι βεβαίωσης. Συνεπώς, κατά την ανωτέρω νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η κατά τη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 1 του Ν.542/1977 τριετής προθεσμία έχει αποσβεστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 1408/2017). Εξάλλου, το άρθρο 71 παρ.1 του Ν. 542/1977 εξακολουθεί να ισχύει και μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 86 του Κ.Δ.Λ. και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 71 παρ. 1 του Ν. 542/1977 από την (περί παραγραφής) διάταξη του άρθρου 86 παρ. 1 του Κώδικα αυτού (ΣτΕ 730/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1408/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 2922/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3550/2018 αδημ.).
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.4 Ν.2326/1940 «Πάσα απαίτησις του Ταμείου (ΤΣΜΕΔΕ) εξ οιασδήποτε αιτίας προερχόμενη, μετά των πρόσθετων επιβαρύνσεων, εισπράττεται βάσει των δικονομικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσης δια την αναγκαστικήν είσπραξιν των δημοσίων εσόδων νομοθεσίας….Τίτλον δια την τοιαύτην αναγκαστική είσπραξιν αποτελεί απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΣΜΕΔΕ καθορίζουσα το εισπρακτέον ποσό εκ καθυστερούμενων εν γένει απαιτήσεων και πρόσθετων επιβαρύνσεων, την αιτίαν της οφειλής, ως και την περίοδον εις ην ανάγεται αύτη. Δια της επιδόσεως της ατομικής ειδοποιήσεως εις οφειλέτην διακόπτεται η παραγραφή». Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι ο νόμιμος τίτλος εν ευρεία εννοία και ταμειακή βεβαίωση εν στενή εννοία, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΚΕΔΕ, για την είσπραξη των οφειλομένων εσόδων του ΤΣΜΕΔΕ, είναι η απόφαση του Δ.Σ.αυτού, αφού αμέσως μετά την έκδοσή της ακολουθεί η ατομική ειδοποίηση που είναι η επόμενη μετά την ταμειακή βεβαίωση πράξη, το ως άνω δε άρθρο 7 παρ.4 του Ν.2326/1940 παραπέμπει στον ΚΕΔΕ μόνο για τις δικονομικές διατάξεις, όπως η άσκηση ανακοπής, και όχι για τη διαδικασία βεβαίωσης του εσόδου [ΕφΑθ 3550/2018 αδημ.].
Από τα έγγραφα, που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι , προκύπτει ότι με την υπ’ αριθμ. ΣΥΝ../10-09-2019/ΘΕΜΑ./ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ.. απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του καθού – βεβαίωση οφειλής βεβαιώθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος συνολική οφειλή ύψους 5.248,85 ευρώ, η οποία από κοινού με την υπ’ αριθμ.πρωτ../10.10.2019 ατομική ειδοποίηση οφειλής του καθού επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 19 Δεκεμβρίου 2019, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ..Γ/19.12.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στη περιφέρεια του Εφετείου Πατρών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αμαλιάδας .. Το συνολικό αυτό ποσό των 5.428,85 ευρώ προέρχεται : α) από προμήθειες εγγυητικών επιστολών που εκδόθηκαν από το πρώην ΤΣΜΕΔΕ, εκ ποσού συνολικού 3960,92 ευρώ, β) από τόκους, υπολογισμένους για το χρονικό διάστημα των τελευταίων πέντε ετών επί ποσοστού 7,5% ετησίως επί του κεφαλαίου, γ) από το ποσό των 157,21 ευρώ για τέλος χαρτοσήμου 3% επί του συνολικού οφειλόμενου ποσού κεφαλαίου και τόκων και δ) από το ποσό των 31,44 ευρώ για τέλος ΟΓΑ χαρτοσήμου, 20% επί του ποσοστού 3%. Το ανωτέρω συνολικό ποσό των 5.428,85 ευρώ προέρχεται από προμήθειες που χρεώνονταν ανά τρίμηνο, για την έκδοση εγγυητικών επιστολών από το πρώην ΝΠΔΔ – Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης με την επωνυμία «Ταμείο Συντάξεως Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων» (ΤΣΜΕΔΕ), στη θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος, το καθ’ ου, δυνάμει του άρθρου 86 Ν. 4387/2016. Συγκεκριμένα, η οφειλή του ανακόπτοντος προέρχεται: Α) από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 70,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Β) από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 250,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Γ) από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 90,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Δ) από την υπ’ αριθμόν ./23-9-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 1.008,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 23-12-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Ε) από την υπ’ αριθμόν ./6-11-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 292,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 6-2-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 86,94 ευρώ και τόκοι 32,60 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Στ) από την υπ’ αριθμόν ./5-12-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 576,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 5-3-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 86,94 Ευρώ και τόκοι 32,60 Ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Ζ) από την υπ’ αριθμόν ./16-3-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 5.611,0 ευρώ, με προμήθεια 25,25 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 16-6-2004 έως 16-12-2018, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 1.467,50 ευρώ και τόκοι 432,84 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Η) από την υπ’ αριθμόν ./10-5-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 292,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 10-8-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,28 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Θ) από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 200,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,28 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Ι) από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 260,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,27 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΑ) από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 200,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 1-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 72,45 ευρώ και τόκοι 27,17 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΒ) από την υπ’ αριθμόν ./5-7-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 300,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 5-10-2004 έως 4-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 72,45 ευρώ και τόκοι 27,17 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΓ) από την υπ’ αριθμόν ./15-7-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 450,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-10-2004 έως 15-9-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,28 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΔ) από την υπ’ αριθμόν ./20-10-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 257,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 20-1-2005 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 67,62 ευρώ και τόκοι 25,36 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΕ) από την υπ’ αριθμόν ./1-11-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 50,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 67,62 ευρώ και τόκοι 25,36 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΣΤ) από την υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 252,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 8-9-2005 έως 18-8-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 57,96 ευρώ και τόκοι 21,74 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΖ) από την υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 225,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 8-9-2005 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 57,96 ευρώ και τόκοι 21,74 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΗ) από την υπ’ αριθμόν ./3-8-2005 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 5.000,0 Ευρώ, με προμήθεια 22,50 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 3-11-2005 έως 3-11-2018, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 1.170,0 ευρώ και τόκοι 350,16 ευρώ, για την τελευταία πενταετία. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα η ανωτέρω υπ’ αριθμ.ΣΥΝ../10-09-2019/ΘΕΜΑ./ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ.. απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής – βεβαίωση οφειλής του καθού αποτελεί νόμιμο τίτλο εν ευρεία και εν στενή έννοια, διότι στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 καταλόγισε και βεβαίωσε το χρέος του ανακόπτοντος από τις προμήθειες των εγγυητικών επιστολών. Οι εγγυητικές επιστολές δεν αποτελούν εν ευρεία έννοια νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 71 του Ν.542/1977 αλλά αποδεικνύουν τη γέννηση της αξίωσης και το ληξιπρόθεσμο αυτής. Συνεπώς ο νόμιμος τίτλος των αξιώσεων προμήθειας κτήθηκε από το καθού τον Οκτώβριο του 2019, ενσωματώνει δε και ταμειακή βεβαίωση, ενώ επακολούθησε και ατομική ειδοποίηση στον καθού ανακόπτοντα, οι οποίες (απόφαση-βεβαίωση-ειδοποίηση) προσβάλλονται με την υπό κρίση ανακοπή. Επομένως ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος περί παρέλευσης τριετίας από τη γέννηση των αξιώσεων για καταβολή των προμηθειών είναι αβάσιμος, διότι η τριετία για την επιδίωξή τους άρχισε από την έκδοση του νόμιμου τίτλου, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΚΕΔΕ, για την είσπραξη των οφειλόμενων εσόδων του καθού, ήτοι από την απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής αυτού. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τρίτο λόγο ανακοπής, που προβάλλεται επικουρικώς, σε περίπτωση που απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις του καθού για προμήθειες από εγγυητικές επιστολές είχαν ήδη, προ της ασκήσεως της ανακοπής, υποπέσει σε πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ.5 ΑΚ. Ειδικότερα ισχυρίζεται, ότι για όλες τις απαιτήσεις του καθού που γεννήθηκαν έως το 2006 και εντός αυτού, η παραγραφή ξεκίνησε έως την 01η.01.2007, και συνεπώς είχαν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, ήτοι έως τις 11.4.2012. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται και πρέπει να γίνει δεκτός ως προς τη βασιμότητά του.
[VΙ] Με το άρθρο 17 ΕισΝΑΚ καταργήθηκε κάθε γενική ή ειδική διάταξη για παραγραφή, διατηρήθηκαν δε μόνο οι διατάξεις που αφορούσαν το Δημόσιο, καθώς και εκείνες, με τις οποίες είχε επεκταθεί σε νπδδ η εφαρμογή των διατάξεων για παραγραφή, που αφορούσαν το Δημόσιο. Έτσι, μετά την εισαγωγή του ΑΚ, καθόσον αφορά τα νπδδ, εφαρμόζονται για την παραγραφή κατά κανόνα μεν οι κοινές διατάξεις του ΑΚ, εξαιρετικώς δε οι διατάξεις που αφορούν το Δημόσιο, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, για το οποίο είχε επεκταθεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, που αφορούν το Δημόσιο ή τυχόν μεταγενέστερες του ΑΚ ειδικές διατάξεις (ΟλΑΠ 132/1962, ΑΠ 307/1962, ΑΠ 404/1962). Επακολούθησε το ν.δ. 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού”, με το άρθρο 101 του οποίου οριζόταν ότι “Δια β.δ/των προκαλουμένων υπό του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού δύναται αι διατάξεις του παρόντος ν.δ/τος να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και επί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, επιτρεπομένης της τροποποιήσεώς των, επί τω τέλει της προσαρμογής αυτών προς τας ιδιομορφίας εκάστης κατηγορίας ή εκάστου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου”. Με βάση την εξουσιοδότηση αυτή εκδόθηκε το β.δ. 776/1972, με το οποίο επεκτάθηκαν στα ΝΠΔΔ οι διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 9, 13, 14, 15, 16, 17, 21, 45, 46, 48 και 50 του άνω ν.δ/τος, όπως συγχρόνως τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν ειδικώς για τα ΝΠΔΔ, από τις οποίες όμως καμία δεν αφορά παραγραφή αξιώσεων. Σημειωτέον ότι και κατά το άρθρο 101 του ν.δ. 321/1969, καθόσον αφορά την παραγραφή αξιώσεων κατά ή υπέρ ΝΠΔΔ, εξακολούθησε να ισχύει το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Ακολούθως, όμως, εκδόθηκε το ν.δ. 496/1974, το οποίο με τα άρθρα 44 επ. ρυθμίζει τα της παραγραφής αξιώσεων κατά και υπέρ ΝΠΔΔ και του οποίου η ισχύς άρχισε από 1 Ιανουαρίου 1977, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή του, οι οποίες όμως δεν αφορούν την παραγραφή. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 44 του ν.δ. 496/1974, περί Λογιστικού των νπδδ, ορίζει ότι “παν χρέος προς το νπ παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη” (παρ. 1 εδ. α’ )….”χρέη προς το νπ α)…, β)…, γ) εκ συμβάσεων και διατάξεων τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανομένων και των περιοδικών παροχών, υπόκεινται εις εικοσαετή παραγραφήν, αρχομένην από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθησαν” (παρ.2). Η διάταξη δε του άρθρου 56 παρ. 2 του ίδιου ν.δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 578/1977, ορίζει ότι “Δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων μέχρις 30ης Νοεμβρίου 1977, δύνανται να εξαιρώνται εκ των διατάξεων του παρόντος, εν όλω ή εν μέρει και έτερα Ν.Π.Δ.Δ.” (πλην των αναφερομένων στην παρ.1)… . “Τα ως άνω Διατάγματα επιτρέπεται όπως καταργούνται κατά την αυτήν διαδικασίαν, αν εκλείψουν οι λόγοι δι’ ους ταύτα εξεδόθησαν”. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι στην περίπτωση εξαίρεσης νπδδ από την εφαρμογή όλων των διατάξεων του ν.δ. 496/1974, δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής αυτού και συνεπώς, καθόσον αφορά ειδικότερα την παραγραφή των κατ’ αυτού ή υπέρ αυτού αξιώσεων, εξακολουθεί να ισχύει to προηγούμενο νομικό καθεστώς. Περαιτέρω, με τις διαχρονικού δικαίου μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 54 και 55 του Διατάγματος αυτού, ορίζονται τα ακόλουθα: “Άρθρο 54. Αι διατάξεις του παρόντος περί του χρόνου παραγραφής εφαρμόζονται επί των από της θέσεώς του εν ισχύι γεννωμένων αξιώσεων. Άρθρο 55. Ειδικαί διατάξεις των νομικών προσώπων, που ρυθμίζουν τα του χρόνου της παραγραφής εν γένει χρεών προς το νομικό πρόσωπο ή χρεών τούτου, εξακολουθούν ισχύουσαι”. Στη συνέχεια, κατ’ εφαρμογή της παρεχόμενης από την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974 εξουσιοδότησης, εκδόθηκε το π.δ. 437/1977, το άρθρο μόνο του οποίου ορίζει ότι “εξαιρούνται της εφαρμογής του ν.δ. 496/1974 οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαίρεση είναι καθολική και επομένως καταλαμβάνει και τις περί παραγραφής ως άνω διατάξεις του ν.δ. 496/1974, οι οποίες δεν επανήλθαν σε ισχύ με το άρθρο μόνο του π.δ. 305/1985 (ΑΠ 1645/2010, ΑΠ 1831/2006, ΑΠ 663/2011). Επίσης, με τον ν. 2326/1940 ιδρύθηκε το “Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων” (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), του οποίου καθολικό διάδοχο απετέλεσε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 και 38 του ν. 3655/2008, το “Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων” (ΕΤΑΑ), υπαγόμενο στην εποπτεία του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικών Υπηρεσιών, ακολούθως δε καθολικό διάδοχο του τελευταίου αποτελεί το ήδη αναιρεσείον “Ταμείο Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων” (Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.), σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 1 και 2 του ν. 4387/2016. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου μόνου του π.δ. 437/1977, εξαιρέθηκε το ως άνω νομικό πρόσωπο ολοσχερώς της εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ. 496/1974 και επομένως και εκείνης του άρθρου 44, που ορίζει τα της παραγραφής των αξιώσεων Ν.Π.Δ.Δ., δεδομένου δε ότι στο καταστατικό του δεν περιλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αξιώσεών του, εφαρμογή έχουν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις του ΑΚ. Κατά δε το άρθρο 249 του κώδικα αυτού, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι έτη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, όπως στην περίπτωση του άρθρου 250 περ.5, που αναφέρεται στις αξιώσεις εκείνων, που ασκούν κατ’ επάγγελμα την παροχή υπηρεσιών, για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους, οι οποίες παραγράφονται σε πέντε χρόνια, από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 251-253 του ΑΚ. Με το άρθρο 7 του Α.Ν. 440/1945 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των αφορωσών το Ταμείον Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων διατάξεων” ορίζονται, πλην άλλων, τα εξής: Οι κατά τις κείμενες γενικές ή ειδικές διατάξεις εγγυοδοτικές επιστολές για τη συμμετοχή σε δημοπρασίες εκτέλεσης έργων ή προμηθειών του Δημοσίου όλων των Υπουργείων και κάθε αρμοδιότητας, όπως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και κάθε Οργανισμού, για τα οποία απαιτείται κατά το νόμο δημοπρασία για την εκτέλεσή τους, εκδίδονται απεριόριστα και από το Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων. Οι εγγυοδοτικές επιστολές του Ταμείου γίνονται υποχρεωτικά δεκτές, έστω και αν δεν αναφέρεται αυτό στη διακήρυξη. Με το άρθρο 2 του Ν. 1019/1949 ορίστηκε ότι, προκειμένου για Δημόσια κλπ έργα, που εκτελούνται στις επαρχίες, οι υπέρ των μετόχων του ΤΣΜΕΔΕ εκδιδόμενες από αυτό μετά το Ν.440/1945 εγγυοδοτικές επιστολές για τη συμμετοχή στις δημοπρασίες, χορηγούνται είτε από το Κεντρικό Γραφείο του Ταμείου είτε από τα ιδρυόμενα επαρχιακά Γραφεία. Τέλος, κατά το άρθρο 2 του Ν. 2326/1940 σκοπός του ΤΣΜΕΔΕ είναι η παροχή συντάξεως ή εφάπαξ βοηθήματος στους μετόχους, οι οποίοι παύουν να εξασκούν επάγγελμα, όπως και στις οικογένειές τους, με το άρθρο 7 δε του ίδιου νόμου ορίστηκαν οι πόροι του Ταμείου, και στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού ορίζονται τα εξής: “Πάσα απαίτησις του Ταμείου εξ οιασδήποτε αιτίας προερχόμενη, μετά των προσθέτων επιβαρύνσεων, εισπράττεται βάσει των δικονομικών διατάξεων της εκάστοτε ισχυούσης δια την αναγκαστικήν είσπραξιν των Δημοσίων εσόδων, νομοθεσίας…Τίτλον δια την τοιαύτην αναγκαστικήν είσπραξιν αποτελεί απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΣΜΕΔΕ, καθορίζουσα το εισπρακτέον ποσόν εκ καθυστερουμένων εν γένει απαιτήσεων και προσθέτων επιβαρύνσεων, την αιτίαν της οφειλής, ως και την περίοδον εις ην ανάγεται αύτη. Δια της επιδόσεως της ατομικής ειδοποιήσεως εις οφειλέτην διακόπτεται η παραγραφή. Το Ταμείον δύναται να επιδιώξει την είσπραξιν των απαιτήσεων του και κατά την τακτικήν διαδικασίαν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το ΤΣΜΕΔΕ έχει διφυή χαρακτήρα, ήτοι αφενός συνιστά ασφαλιστικό οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης και με την ιδιότητα αυτή αποτελεί φορέα δημόσιας εξουσίας και αφετέρου ενεργεί ως οικονομική οντότητα ιδιωτικού δικαίου (Fiscus), όπως ακριβώς δρουν τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα και στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του αυτής παρέχει στους μετόχους του ασφαλισμένους πιστωτικές υπηρεσίες, εγγυόμενο υπέρ των μελών του, τα οποία επιδίδονται έτσι απρόσκοπτα στην ανάληψη και εκτέλεση δημοσίων έργων, καταβάλλοντας στο Ταμείο ορισμένη προμήθεια. Η καταβολή προμήθειας γενικά για την έκδοση εγγυητικών επιστολών συνιστά ανταποδοτικό αντάλλαγμα (αμοιβή) για την παροχή εγγύησης ή την έκδοση εγγυητικής επιστολής και η αξίωση για την καταβολή αυτής (αμοιβής) υπόκειται στη πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ.5 του ΑΚ. Επομένως, το ΤΣΜΕΔΕ ανήκει στη κατηγορία των προσώπων της περ.5 του άρθρου 250 ΑΚ, κατά το μέρος που ασκεί κατ’ επάγγελμα την παροχή υπηρεσιών χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα, με την παροχή εγγυήσεων υπέρ των εργοληπτών δημοσίων έργων, δια της εκδόσεως εγγυητικών επιστολών και οι αντίστοιχες αξιώσεις του από προμήθειες για την έκδοση εγγυητικών επιστολών υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή της περ. 5 του άρθρου 250 ΑΚ (ΑΠ 1601/2014, ΑΠ 663/2011, ΑΠ 1645/2010). Ήδη με το άρθρο 26 παρ. 11 του ν. 4075/2012 (ΦΕΚ Α’ 89/11-4-2012), στο τέλος της παραγράφου 1 του Α’ Τμήματος του άρθρου 137 του ν. 3655/2008, προστέθηκε νέο εδάφιο, που έχει ως εξής: “Απαιτήσεις του ΤΣΜΕΔΕ κατά ασφαλισμένων του από προμήθειες εγγυητικών επιστολών, που έχουν εκδοθεί προ της ενάρξεως ισχύος του ν.3655/2008, παραγράφονται εντός πενταετίας, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του επόμενου οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες”. Με βάση δε τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον η παραγραφή των προαναφερομένων απαιτήσεων του ΤΣΜΕΔΕ είχε συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4075/2012 (11-4-2012), υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς, που προεκτέθηκε, η βεβαίωση της αντίστοιχης οφειλής και η εντεύθεν εφαρμογή του άρθρου 137 παρ.1, εδάφιο τελευταίο του ν. 3655/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ.11 του ν. 4075/2012, για την κίνηση διαδικασίας αναγκαστικής είσπραξης, αποτελούν διαδικασίες ακυρωτέες, αν ο οφειλέτης υποβάλλει σχετική ένσταση παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ (ΑΠ 781/2019, ΑΠ 350/2018, ΑΠ 238, 239/2018, ΑΠ 741/2017). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 137 Α’ Τμήμα παρ. 1 εδ. τελευταίο του Ν. 3665/2008, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 11 του Ν. 4075/2012, εισάγει νέα ρύθμιση και δεν έχει ερμηνευτικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου ούτε και αναδρομική δύναμη. Τούτο δε διότι οι ως άνω προϊσχύσασες σχετικές διατάξεις ήταν επαρκώς σαφείς ως προς την έννοια, την έκταση και το χρόνο εφαρμογής τους και συνεπώς δεν συνέτρεχε περίπτωση ερμηνείας τους από το νομοθέτη [ΑΠ 1103/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Από τα έγγραφα, που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 19 Δεκεμβρίου 2019, κατά τα προαναφερόμενα, επιδόθηκε στον ανακόπτοντα η υπ’ αριθμ. πρωτ../10.10.2019 ατομική ειδοποίηση οφειλής του Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του καθού και η σε αυτή αναφερόμενη υπ’αριθμ. ΣΥΝ./10.9.2019/ΘΕΜΑ.ο/ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ.. απόφαση – ταμειακή βεβαίωση οφειλής της Διοικούσας Επιτροπής του καθού, με τις οποίες το τελευταίο βεβαίωσε σε βάρος του οφειλή και τον κάλεσε να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.428,85 ευρώ, δηλαδή 3.960,92 ευρώ από προμήθειες εγγυητικών επιστολών, 1.279,28 ευρώ για τόκους για το χρονικό διάστημα των τελευταίων πέντε ετών επί ποσοστού 7,5 ευρώ επί του κεφαλαίου, 157,21 ευρώ για τέλος χαρτοσήμου 3% επί του συνολικού οφειλόμενου ποσού κεφαλαίων και τόκων και 31,44 ευρώ για τέλος ΟΓΑ επί χαρτοσήμου 20% επί του ποσοστού 3%. Το ποσό προέρχεται από οφειλόμενη προμήθεια και τόκους για την έκδοση από το καθού η ανακοπή (19) εγγυητικών επιστολών υπέρ του ανακόπτοντος από 01ης.8.2003 έως 03.8.2005. Ειδικότερα, οι εγγυητικές επιστολές που αφορούν οι προμήθειες είναι οι εξής: Α) η υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 70,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Β) η υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 250,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Γ) η υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 90,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Δ) η υπ’ αριθμόν ./23-9-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 1.008,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 23-12-2003 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 91,77 ευρώ και τόκοι 34,41 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Ε) η υπ’ αριθμόν ./6-11-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 292,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 6-2-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 86,94 ευρώ και τόκοι 32,60 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Στ) η υπ’ αριθμόν ./5-12-2003 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 576,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 5-3-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 86,94 Ευρώ και τόκοι 32,60 Ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Ζ) η υπ’ αριθμόν ./16-3-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 5.611,0 ευρώ, με προμήθεια 25,25 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 16-6-2004 έως 16-12-2018, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 1.467,50 ευρώ και τόκοι 432,84 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Η) η υπ’ αριθμόν ./10-5-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 292,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 10-8-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,28 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Θ) η υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 200,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,28 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, Ι) η υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 260,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,27 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΑ) η υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 200,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 1-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 72,45 ευρώ και τόκοι 27,17 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΒ) η υπ’ αριθμόν ./5-7-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 300,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 5-10-2004 έως 4-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 72,45 ευρώ και τόκοι 27,17 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΓ) η υπ’ αριθμόν ./15-7-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 450,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-10-2004 έως 15-9-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 77,28 ευρώ και τόκοι 28,98 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΔ) η υπ’ αριθμόν ./20-10-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 257,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 20-1-2005 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 67,62 ευρώ και τόκοι 25,36 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΕ) η υπ’ αριθμόν ./1-11-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 50,0 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 67,62 ευρώ και τόκοι 25,36 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΣΤ) η υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 252,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 8-9-2005 έως 18-8-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 57,96 ευρώ και τόκοι 21,74 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΖ) η υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 225,00 ευρώ, με προμήθεια 4,83 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 8-9-2005 έως 18-7-2008, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 57,96 ευρώ και τόκοι 21,74 ευρώ, για την τελευταία πενταετία, ΙΗ) η υπ’ αριθμόν ./3-8-2005 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 5.000,0 Ευρώ, με προμήθεια 22,50 ευρώ ανά τρίμηνο, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 3-11-2005 έως 3-11-2018, με αποτέλεσμα να χρεωθούν σε βάρος του ανακόπτοντος προμήθειες 1.170,0 ευρώ και τόκοι 350,16 ευρώ, για την τελευταία πενταετία. Οι εγγυητικές επιστολές εκδόθηκαν στα πλαίσια της δραστηριότητας του καθού ως οικονομικής οντότητας ιδιωτικού δικαίου που παρέχει πιστωτικές υπηρεσίες εγγυόμενο υπέρ των μελών του έναντι προμήθειας. Οι ανωτέρω, ωστόσο, αξιώσεις του καθού η ανακοπή για προμήθειες και τόκους έχουν υποπέσει, κατά τα προεκτεθέντα, στη πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 5 ΑΚ, σύμφωνα με βάσιμο ισχυρισμό του ανακόπτοντος με τον τρίτο λόγο ανακοπής, καθώς από το τέλος των ετών 2003 έως 2005, κατά τα οποία γεννήθηκαν οι ως άνω αξιώσεις (έναρξη απαιτητού προμήθειας στο τρίμηνο από την έκδοση κάθε εγγυητικής επιστολής) μέχρι και την 19.12.2019 οπότε επιδόθηκε στον ανακόπτοντα η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση και πρόσκληση, ως πρώτο διακοπτικό γεγονός της παραγραφής, παρήλθαν πέντε και πλέον έτη. Εξάλλου, με την ίδια πενταετή παραγραφή συμπαραγράφηκαν και οι παρεπόμενες από την ως άνω κύρια αξίωση του καθού η ανακοπή αξιώσεις για την καταβολή τόκων και λοιπών απαιτήσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 274 ΑΚ. Ειδικότερα : Α) από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 1-11-2003 έως 1-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (3έτη x 4 τρίμηνα/έτος x4,83 =) 57,96 ευρώ. Β) Από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 1-11-2003 έως 1-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (3έτη x 4 τρίμηνα/έτος x4,83 =) 57,96 Ευρώ. Γ) Από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-11-2003 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 1-11-2003 έως 1-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (3έτη χ 4 τρίμηνα/έτος χ4,83 =) 57,96 Ευρώ. Δ) Από την υπ’ αριθμόν ./23-9-2003 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 23-12-2003 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού για τα τρίμηνα από 23-12-2003 έως 23-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθ’ ου για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (3έτη χ4 τρίμηνα/έτος χ4,83 =) 57,96 Ευρώ. Ε) Από την υπ’ αριθμόν ./6-11-2003 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 6-2-2004 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 6-2-2004 έως 6-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (11 τρίμηνα χ4,83 =) 53,13 Ευρώ. Στ) Από την υπ’ αριθμόν ./5-12-2003 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 5-3-2004 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 5-3-2004 έως 5-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (11τρίμηνα χ 4,83 =) 53,13 Ευρώ. Ζ) Από την υπ’ αριθμόν ./16-3-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 5.611,0 ευρώ, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 16-6-2004 έως 16-12-2018, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 16-6-2004 έως 16-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (10 τρίμηνα χ 25,25 =) 252,50 Ευρώ. Η) Από την υπ’ αριθμόν ./10-5-2004 εγγυητική επιστολή, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 10-8-2004 έως 10-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (9 τρίμηνα χ 4,83 =) 43,47 ευρώ. Θ) Από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 15-9-2004 έως 15-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (9τρίμηνα χ 4,83 =) 43,47 ευρώ. Ι) Από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 15-9-2004 έως 15-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (9 τρίμηνα χ 4,83 =) 43,47 ευρώ. ΙΑ) Από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 200,00 ευρώ, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-9-2004 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 1-10-2004 έως 1-10-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (8τρίμηνα χ4,83 =) 38,64 Ευρώ. ΙΒ) Από την υπ’ αριθμόν ./5-7-2004 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 5-10-2004 έως 4-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 5-10-2004 έως 5-10-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (8τρίμηνα χ 4,83 =) 38,64 Ευρώ. ΙΓ) Από την υπ’ αριθμόν ./15-7-2004 εγγυητική επιστολή κεφαλαίου 450,0 ευρώ, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 15-10-2004 έως 15-9-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 15-10-2004 έως 15-10-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (8τρίμηνα χ 4,83 =) 38,64 ευρώ. ΙΔ) Από την υπ’ αριθμόν ./20-10-2004 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 20-1-2005 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 20-1-2005 έως 20-10-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (7τρίμηνα χ 4,83 =) 33,81 ευρώ. ΙΕ) Από την υπ’ αριθμόν ./1-11-2004 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 1-2-2005 έως 1-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (7τρίμηνα χ 4,83 =) 33,81 ευρώ. ΙΣΤ) Από την υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 8-9-2005 έως 18-8-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 8-9-2005 έως 8-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (5 τρίμηνα χ 4,83 =) 24,15 ευρώ. ΙΖ) Από την υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 8-9-2005 έως 18-7-2008, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 8-9-2005 έως 8-12-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθ’ ου για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (5τρίμηνα χ 4,83 =) 24,15 Ευρώ. ΙΗ) Από την υπ’ αριθμόν ./3-8-2005 εγγυητική επιστολή, η οποία ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 3-11-2005 έως 3-11-2018, έχουν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι αξιώσεις προμηθειών του καθού, για τα τρίμηνα από 3-11-2005 έως 3-11-2006, η παραγραφή των οποίων άρχισε το αργότερο την 1-1-2007 και ολοκληρώθηκε την την 1-1-2012. Συνεπώς έχουν παραγραφεί όλες οι αξιώσεις του καθού για την καταβολή των άνω τριμηνιαίων προμηθειών, εκ ποσού (4τρίμηνα χ 22,50 =) 90,0 ευρώ. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του ανακόπτοντος, από το κεφάλαιο για προμήθειες των ένδικων εγγυητικών επιστολών έχει υποπέσει σε παραγραφή συνολικό ποσό ύψους 1.042,85 ευρώ. Επιπλέον έχει παραγραφεί, ως παρεπόμενη απαίτηση, και το ποσό των (1.042,85*7,5/100*5έτη =) 391,07 ευρώ για τόκους της τελευταίας πενταετίας εκ του άνω κεφαλαίου, όπως και ποσό (3,6%*(1.042,85+391,07)=) 51,62 ευρώ για τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ. Σημειωτέον εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 137 παρ. 1 του Ν.3655/2008, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 11 του Ν.4075/2012, σύμφωνα με το οποίο η παραγραφή των απαιτήσεων του ΤΣΜΕΔΕ κατά ασφαλισμένων του από προμήθειες εγγυητικών επιστολών. που έχουν εκδοθεί προ της ενάρξεως ισχύος του Ν.3655/2008,αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, καθώς η παραγραφή των επίδικων απαιτήσεων είχε ήδη συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4075/2012 (11.4.2012), που τροποποίησε τον χρόνο έναρξης αυτής. Επομένως η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν κατά τον τρίτο λόγο αυτής. Σημειωτέον ότι η ανακοπή παραδεκτά ασκείται κατά της προαναφερόμενης ατομικής ειδοποίησης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 73 παρ.1 ΚΕΔΕ, στην οποία ρητά προβλέπεται ότι, πριν από την έναρξη της εκτέλεσης, η ανακοπή στρέφεται μεταξύ άλλων και κατά της ατομικής ειδοποίησης [ΕφΑθ 3550/2018 αδημ.].
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η έφεση του ανακόπτοντος πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο [ΚΠολΔ 535], να ερευνηθεί στην ουσία της η ανακοπή, που πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθούν εν μέρει η υπ’αριθμ. ΣΥΝ../10.9.2019/ΘΕΜΑ ./ΑΠΟΦ.ΑΡΙΘΜ. . απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΜΕΔΕ περί ταμειακής βεβαίωσης οφειλής και η υπ’ αριθμ.πρωτ. ./2019 ατομική ειδοποίηση οφειλής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμφηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν [άρθρο 179 ΚΠολΔ], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 07.4.2021 [αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./14.4.2021, αριθμός έκθεσης προσδιορισμού συζήτησης ΜΤ./07.5.2021] έφεση κατά της υπ’αριθμ.4/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ.4/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αρήνης Ηλείας.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19.01.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20.01.2020 ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ’ ουσίαν την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ : α) την υπ’αριθμ. ΣΥΝ./10.9.2019 /ΘΕΜΑ .ο /ΑΠΟΦ. ΑΡΙΘΜ.. απόφαση – ταμειακή βεβαίωση οφειλής της Διοικούσας Επιτροπής του καθού και β) την υπ’ αριθμ. πρωτ../10.10.2019 ατομική ειδοποίηση οφειλής του Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του καθού, όσον αφορά το κεφάλαιο για προμήθειες των ένδικων εγγυητικών επιστολών, κατά το συνολικό ποσό ύψους 1.042,85 ευρώ, όπως αυτό επιμερίζεται για εκάστη αυτών (εγγυητικών επιστολών) και συγκεκριμένα, Α) από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή, ποσό 57,96 ευρώ. Β) Από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή, ποσό 57,96 ευρώ. Γ) Από την υπ’ αριθμόν ./1-8-2003 εγγυητική επιστολή, ποσό 57,96 ευρώ. Δ) Από την υπ’ αριθμόν ./23-9-2003 εγγυητική επιστολή, ποσό 57,96 ευρώ. Ε) Από την υπ’ αριθμόν ./6-11-2003 εγγυητική επιστολή, ποσό 53,13 ευρώ. Στ) Από την υπ’ αριθμόν ./5-12-2003 εγγυητική επιστολή, ποσό 53,13 ευρώ. Ζ) Από την υπ’ αριθμόν ./16-3-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 252,50 ευρώ. Η) Από την υπ’ αριθμόν ./10-5-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 43,47 ευρώ. Θ) Από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 43,47 ευρώ. Ι) Από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 43,47 ευρώ. ΙΑ) Από την υπ’ αριθμόν ./15-6-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 38,64 ευρώ. ΙΒ) Από την υπ’ αριθμόν ./5-7-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 38,64 ευρώ. ΙΓ) Από την υπ’ αριθμόν ./15-7-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 38,64 ευρώ. ΙΔ) Από την υπ’ αριθμόν ./20-10-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 33,81 ευρώ. ΙΕ) Από την υπ’ αριθμόν ./1-11-2004 εγγυητική επιστολή, ποσό 33,81 ευρώ. ΙΣΤ) Από την υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή, ποσό 24,15 ευρώ. ΙΖ) Από την υπ’ αριθμόν ./8-6-2005 εγγυητική επιστολή, ποσό 24,15 Ευρώ. ΙΗ) Από την υπ’ αριθμόν ./3-8-2005 εγγυητική επιστολή, ποσό 90,00 ευρώ, όσον αφορά τους τόκους της τελευταίας πενταετίας εκ του άνω κεφαλαίου κατά το ποσό των 391,07 ευρώ, και όσον αφορά τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ κατά το ποσό των 51,62 ευρώ.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στον Πύργο, στις 10 Ιανουαρίου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ