Αριθμός 428/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σακκά, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γεώργιο Αποστολάκη και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Απριλίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Σ. του Κ., κατοίκου …, 2) Μ. Χ. του Κ., κατοίκου …, 3) Γ. Κ. του Δ., κατοίκου … και 4) Ε. Π. του Α., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Εμμανουήλ Ασίκη και Φίλιππο Σπυρόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” με διακριτικό τίτλο “… ΑΕ”, όπως μετονομάστηκε η “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και διακριτικό τίτλο … Α.Ε., που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Μ. Α. του Σ., κατοίκου …, 3) Γ. Τ. του Π., κατοίκου … και 4) Ε. Σ. του Κ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο – Δημήτριο Κρεμμύδα, ο οποίος ανακάλεσε την από 20-4-2018 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-2-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6115/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 3346/2015 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-12-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου ανέγνωσε την από 10-1-2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το άρθρο 858 ΑΚ συνάγεται ότι ο εγγυητής, ο οποίος ικανοποίησε το δανειστή, δικαιούται να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη και να ζητήσει να του πληρώσει το ποσό που κατέβαλε στο δανειστή, μόνο αν έχει δικαίωμα αναγωγής κατ’ αυτού, δηλαδή εφόσον μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτη υφίσταται έννομη σχέση, η οποία παρέχει σ’ αυτόν σχετικό δικαίωμα. Τέτοια έννομη σχέση μπορεί να είναι η σύμβαση της εντολής, που παρέχει στον εντολοδόχο το δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα ο,τιδήποτε δαπάνησε για την κανονική εκτέλεσή της (άρθρο 722 ΑΚ), ή ακόμη η διοίκηση αλλοτρίων, η οποία, ως εξωδικαιοπρακτική ενοχή, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730 έως 740 ΑΚ. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία έννομη σχέση, αν ο εγγυητής, ως διοικητής αλλοτρίων, ανέλαβε τη διοίκηση (χειρισμό) της ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου (πρωτοφειλέτη), έχει δικαίωμα να ζητήσει απ’ αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή των άρθρων 713 επ.ΑΚ, που εφαρμόζονται αναλόγως (ΑΚ 730 και 736). Αν, όμως, δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενοι όροι των ΑΚ 730 και 736, ήτοι της γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων, ο διοικητής-εγγυητής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον πρωτοφειλέτη-κύριο της υπόθεσης την ανόρθωση των ζημιών, ενώ απόδοση των δαπανών δικαιούται να ζητήσει μόνο κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 737), που οριοθετεί, κατά τρόπο αρνητικό, τη γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων. Εξ άλλου, κατά την ΑΚ 739 εδ.α’, όποιος, επομένως και ο εγγυητής, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση τη διοικεί σαν δική του, με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων. Μη γνήσια ή νόθος, επομένως, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, είναι η διαχείριση ξένης υπόθεσης από κάποιον (διοικητή) με τη γνώση, ότι είναι ξένη σαν δική του, όχι προς το συμφέρον του κυρίου, αλλά προς το συμφέρον του. Στην περίπτωση αυτή, κατά την ΑΚ 739 εδ.β’, ο διοικητής, που μπορεί να είναι και ο εγγυητής, έχει δικαίωμα να απαιτήσει δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως και εκείνος της γνήσιας πλην αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων, κατά την ΑΚ 737 εδ.β’. (ΑΠ 668/2007). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006 και 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονταν (ΑΠ 1668/2008). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. Α.Π. 1/1999).
II. Στην προκειμένη υπόθεση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη επί των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα τα εξής: “Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) είναι ορκωτοί λογιστές-ελεγκτές, βασικοί μέτοχοι και νόμιμοι εκπρόσωποι της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας ορκωτών ελεγκτών με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρεία Ορκωτών Λογιστών και Συμβούλων Επιχειρήσεων” και διακριτικό τίτλο “…”, η οποία παρέχει ελεγκτικές υπηρεσίες (audit) σε πληθώρα επιχειρήσεων όλων των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, βρίσκεται δε σε στενή συνεργασία με το παγκόσμιο δίκτυο παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών (ελεγκτικές, χρηματοοικονομικές, συμβουλευτικές, επενδυτικές, φορολογικές υπηρεσίες) της πολυεθνικής εταιρείας με έδρα τις ΗΠΑ, “… … LIMITED”, το οποίο καλύπτει 140 περίπου χώρες. Η δεύτερη, ο τρίτος και ο τέταρτος εναγόμενοι (ήδη 2η, 3ος, 4ος αναιρεσίβλητοι) είναι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης (και ήδη αναιρεσίβλητης) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο “…” που εδρεύει στο … και έχει αντικείμενο την παροχή λογιστικών και φοροτεχνικών συμβουλών και υπηρεσιών. Στις 30.7.2002, στις ΗΠΑ, μετά την αιφνίδια κατάρρευση μεγάλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρειών (…, … κ.α.), τέθηκε σε ισχύ ο νόμος “Sarbanes-Oxley Act”, προς αποκατάσταση της δημόσιας εμπιστοσύνης στις οργανωμένες κεφαλαιαγορές, βάσει του οποίου θεσμοθετήθηκε η ανεξαρτησία του εξωτερικού ελεγκτή (τακτικού ελεγκτή στο ημεδαπό δίκαιο), υπό την έννοια της απαγόρευσης σε ελεγκτικές εταιρείες να παρέχουν παραλλήλως και υπηρεσίες λογιστικού, φορολογικού-φοροτεχνικού χαρακτήρα, δηλαδή να δημιουργούν σχέσεις αμοιβαιότητας συμφερόντων. Η παραπάνω απαγόρευση κατέστη περιεχόμενο και ημεδαπού νόμου, και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 12 παρ.4 του ν. 3148/2003 (ΦΕΚ Α 136/5.6.2003) με τον οποίο εισήχθησαν ασυμβίβαστα και περιορισμοί στις παρεχόμενες λογιστικές και φοροτεχνικές υπηρεσίες των ελεγκτικών εταιρειών και συγκεκριμένα (…). Η εταιρεία των εναγόντων (ελληνική …), η οποία μέχρι τότε παρείχε παραλλήλως ελεγκτικές και λογιστικές/φοροτεχνικές υπηρεσίες, υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί, αφενός στο ρυθμιστικό πλαίσιο του παραπάνω αλλοδαπού νόμου, ως εκ της ιδιότητάς της ως αποκλειστικής αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πολυεθνικής …, η οποία θα απέσυρε το όνομα της εταιρείας από τους ενάγοντες, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, αλλά και στη διάταξη του παραπάνω ημεδαπού νόμου, η ισχύς του οποίου ορίστηκε μετά διετία από τη δημοσίευση στην ΕτΚ, δηλαδή στις 5.6.2005, και να αποσυνδεθεί επομένως, εξ ολοκλήρου, από το λογιστικό-φοροτεχνικό τμήμα των υπηρεσιών της. Ο αποχωρισμός αυτός, μπορούσε να πραγματοποιηθεί είτε με τη κατάργηση του τμήματος και την εντεύθεν καταγγελία των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού του λογιστικού – φοροτεχνικού τμήματος, είτε με την δημιουργία ενός νέου φορέα, τρίτου νομικού προσώπου, μη δεσμευόμενου από τις προβλέψεις των παραπάνω νόμων, το οποίο θα αναλάμβανε τις μέχρι τότε παρεχόμενες από την εταιρεία των εναγόντων λογιστικές και φοροτεχνικές υπηρεσίες. Όπως ομολογούν στην αγωγή τους (σελίδα 6 στίχος 25 της ένδικης αγωγής), οι ενάγοντες απέκλεισαν την πρώτη λύση, δηλαδή την κατάργηση του τμήματος λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών της εταιρείας τους, με καταγγελία των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού που απασχολείτο σε αυτό, και προέκριναν (σελίδα 7 στίχος 19 της ένδικης αγωγής) την ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ως φορέα δραστηριότητας του κλάδου λογιστικών-φοροτεχνικών υπηρεσιών, προκειμένου να υλοποιήσουν την εξαγορά της νέας εταιρείας που έμελλε να συσταθεί, από τους ιδρυτές της, δηλαδή την γνωστή στη διεθνή συναλλακτική πρακτική, ως χρηματοδοτούμενη (μοχλευμένη) εξαγορά εταιρείας από τα διευθυντικά της στελέχη [“… (….)”] και μάλιστα με μεταβίβαση μετοχών (share deal), που έκριναν ότι θα ήταν πλέον συμφέρουσα από φορολογική άποψη και λιγότερο χρονοβόρα μέθοδος από τη μεταβίβαση αυτής ως ομάδος περιουσίας. Προς τούτο, με πρωτοβουλία των εναγόντων και ιδίως του Π. Ζ., τότε μετόχου και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρείας των εναγόντων (“… Ανώνυμη Εταιρεία Ορκωτών Λογιστών και Συμβούλων Επιχειρήσεων” / ελληνικής “…”), ο οποίος έλαβε “άτυπη εντολή” από τους ενάγοντες, όπως τούτο αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα, προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, και ιδίως από την ανωμοτί κατάθεση του εκ των εναγόντων, Μ. Χ., αλλά και από δικαστική ομολογία των εναγόντων (σελίδα 12 στίχος 28 της ένδικης αγωγής), δρομολογήθηκε με τις οδηγίες των εναγόντων και με δικά τους κεφάλαια και μέσα, η σύσταση και οργάνωση της νέας εταιρείας “στόχου” για την επικείμενη εξαγορά των μετοχών της από τα διευθυντικά της στελέχη, ενόψει του ότι αυτοί (ενάγοντες) δεν επιθυμούσαν την διάχυση εμπιστευτικών πληροφοριών και επαγγελματικών απορρήτων του τμήματος λογιστικών kol φοροτεχνικών υπηρεσιών της εταιρείας τους (ελληνικής “…”) σε τρίτους, όπως στην αγωγή τους ομολογούν (σελίδα 11 στίχοι 1-2 της ένδικης αγωγής). Σε εκτέλεση του άνω επιχειρηματικού σχεδίου των εναγόντων, συνεστήθη στις 28.5.2003, με τη με αριθμό 6265/28.5.2003 απόφαση του Νομάρχη, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Άμεσες Υπηρεσίες Συμβούλων Συναλλαγών Ανώνυμη Εταιρεία” και διακριτικό τίτλο “…” με αριθμό μητρώου …ΑΤ/Β/03/195, ΑΦΜ …6969 της ΔΟΥ … (4595/6.6.2003 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και έδρα την Αθήνα, ως φορέας δραστηριότητας του κλάδου λογιστικών-φοροτεχνικών υπηρεσιών της εταιρείας των εναγόντων (ελληνικής “…”) με ιδρυτές κατά το καταστατικό, τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγομένους, οι οποίοι μέχρι τότε ήσαν διευθυντικά στελέχη του παραπάνω κλάδου και συγκεκριμένα, η δεύτερη εναγομένη Μ. Α. ήταν εταίρος του φορολογικού τμήματος (Tax Partner) και οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι, ανώτεροι διευθυντές του φορολογικού τμήματος (Senior Tax Managers), με το σκοπό η νέα αυτή εταιρεία να αποτελέσει την εταιρεία-στόχο της επικείμενης εξαγοράς της από τους παραπάνω ιδρυτές της με τη μέθοδο της μεταβίβασης μετοχών (σελίδα 7, στίχος 15 της ένδικης αγωγής). Το μετοχικό κεφάλαιο σύστασης της νέας εταιρείας από 60.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 30.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, καταβλήθηκε από ισόποσο άτοκο δάνειο που έλαβαν οι παραπάνω εναγόμενοι, με βάση τις από 1.8.2003 έγγραφες συμβάσεις δανείων, από την κυπριακή εταιρεία “…” με έδρα τη …, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον Π. Ζ. και συμφερόντων αυτού και των εναγόντων. Το παραπάνω ποσό παραδόθηκε ισομερώς (20.000 ευρώ X 3) στη δεύτερη, τρίτο και τέταρτο και ορίστηκε αποδοτέο από αυτούς, το αργότερο στις 31.12.2006, και εξοφλητέο, εκτός των άλλων, και μέσω της προσφοράς των άνω μετοχών στη δανείστρια κυπριακή εταιρεία, ενώ αυθημερόν προς εξασφάλιση της άνω δανείστριας, και με βάση τις αντίστοιχες έγγραφες συμβάσεις παροχής ενεχύρου επί χρεογράφων, της παραδόθηκαν ως ενέχυρο οι οριστικοί τίτλοι δέκα χιλιάδων ονομαστικών μετοχών εκδόσεως της νέας εταιρείας από έκαστο των δανειοληπτών εναγομένων-ιδρυτών της, οι οποίοι δυνάμει των ως άνω συμβάσεων (άρθρα 5, 6 και 7 συμβάσεων) υπέκειντο σε πλήρη έλεγχο της ενεχυρούχου δανείστριας κυπριακής εταιρείας, και κατ’ επέκταση των εναγόντων, δεδομένου ότι συμμετοχή τους σε Γενικές Συνελεύσεις της εκδότριας των μετοχών εταιρείας για θέματα αυξήσεως του μετοχικού της κεφαλαίου ή εισόδου νέου μετόχου ή μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας, ορίστηκε ότι προϋπέθετε την έγγραφη συναίνεση αυτής (ενεχυρούχου δανείστριας). Το παραπάνω επιχειρηματικό σχέδιο των εναγόντων, είχε ανακοινωθεί στους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, από τον προϊστάμενο τους στον κλάδο λογιστικών/φοροτεχνικών υπηρεσιών της ελληνικής “…” Π. Ζ., και τότε μέλος της εταιρείας των εναγόντων, ως προεκτέθηκε, ως η μοναδική λύση προκειμένου να μην καταγγέλλονταν οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που μέχρι τότε τους συνέδεαν με την άνω εταιρεία, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν ως εκ της σχέσεως εξαρτήσεως στην οποία διατελούσαν, να συμμορφωθούν προκειμένου να μην απολυθούν και να αναλάβουν την εκπροσώπηση της νεοσυσταθείσας εταιρείας, και τις μετοχές της, χωρίς ουδεμία προηγηθείσα διαπραγμάτευση, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή, άνευ πρωτοβουλίας τους και χωρίς ίδια κεφάλαια, όπως προεκτέθηκε, τακτική η οποία τηρήθηκε και ως προς τους λοιπούς υπαλλήλους του λογιστικού/φοροτεχνικού τμήματος της ελληνικής “…”, οι οποίοι, έτσι, στο σύνολό τους σχεδόν, δεν απολύθηκαν, αλλά προωθήθηκαν σε θέσεις της νεοσυσταθείσας εταιρείας ανάλογες της ειδικότητάς τους. Ακολούθως, και σε περαιτέρω εκτέλεση του σχεδίου των εναγόντων για τη εξαγορά της νεοσυσταθείσας εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο “…” από τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγομένους, που τοποθετήθηκαν ως μέλη του ΔΣ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα, συνεστήθη στις 16.11.2004 νέα ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “Άμεσες Φορολογικές Συμβουλευτικές Λύσεις Ανώνυμη Εταιρεία” και τον διακριτικό τίτλο “…” με αριθμό μητρώου MAE Νομαρχίας Αθηνών …ΑΤ/Β/04/378 (14020/23.11.2004 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) με το ίδιο αντικείμενο με την προηγούμενη εταιρεία “…”, ιδρυτές κατά το καταστατικό της, και πάλι τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγομένους, με κεφάλαια που αντλήθηκαν ως εγκεκριμένες αμοιβές των μελών του ΔΣ της εταιρείας “…”, προκειμένου η νέα εταιρεία (“…”) να χρησιμεύσει ως “όχημα” της από αυτούς εξαγοράς των μετοχών της προηγούμενης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο “…” και ως μοχλός χρηματοδότησης της εξαγοράς, μέσω επωφελούς από φορολογική άποψη λήψεως τραπεζικού δανείου. Ένα μήνα περίπου μετά, και συγκεκριμένα, στις 20.12.2004, έκαστος των νομίμων εκπροσώπων της “…”, δηλαδή η δεύτερη, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγομένων, μεταβίβασαν τις μετοχές της εταιρείας, σε εξόφληση του ατόκου δανείου που έλαβαν για την δημιουργία του μετοχικού κεφαλαίου της, κατά τα ανωτέρω, στην ενεχυρούχο δανείστρια …, η οποία έτσι κατέστη έκτοτε κυρία των μετοχών της εταιρείας “…”, αξίας 60.000 ευρώ, ενώ εννέα ημέρες μετά την απόκτηση του πακέτου μετοχών της εταιρείας “…” από την κυρία αυτών κυπριακή εταιρεία συμφερόντων των εναγόντων (…) προς τη νεοϊδρυθείσα εταιρεία “…”, εκπροσωπούμενη από τα μέλη του ΔΣ αυτής (δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγομένους), αντί τιμήματος όμως, υπερπολλαπλασίου της αξίας τους ως μετοχικού κεφαλαίου της “…”, και συγκεκριμένα αντί του ποσού των 2.000.000 ευρώ, η ολοσχερής καταβολή του οποίου στην άνω πωλήτρια κυπριακή εταιρεία, έλαβε χώρα, δυνάμει της, σε εκτέλεση της αυθημερόν (29.12.2004) μεταξύ της Τράπεζας …και της εταιρείας “οχήματος” (νεοϊδρυθείσας εταιρείας “…”), με αριθμό …003/29.12.2004 σύμβασης χρεωλυτικού δανείου, ποσού 2.000.000 ευρώ, ισόποσου δηλαδή προς το τίμημα της άνω εξαγοράς, εκταμίευσης του την ίδια ημέρα (29.2.2004) στον λογαριασμό της άνω πιστούχου εταιρείας και της μεταφοράς του την επομένη στον λογαριασμό της πωλήτριας. Την υπόψη δανειακή σύμβαση δεν διαπραγματεύθηκαν με την άνω δανείστρια τράπεζα οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι, ως εκπρόσωποι της αγοράστριας εταιρείας (“…”) που έλαβε τελικώς την πίστωση (δάνειο 2.000.000 ευρώ), αλλά είχαν ήδη διαπραγματευθεί οι ενάγοντες, ως μέτοχοι της άνω πωλήτριας κυπριακής εταιρείας και από πολλά χρόνια “πελάτες” της τράπεζας, με “αξιωματούχους”, υψηλόβαθμα δηλαδή στελέχη της διοίκησης της τελευταίας, μεταξύ των οποίων ο τότε αντιπρόεδρός της Π., στα πλαίσια υλοποίησης του υπόψη σχεδίου τους για την χρηματοδοτούμενη εξαγορά. Επί πλέον, η πωλήτρια κυπριακή εταιρεία, που είχε διαπραγματευθεί το δάνειο μέσω των εναγόντων, υπήρξε αυτή που παρέσχε ισόποση προς το άνω τίμημα εξαγοράς εγγύηση, δυνάμει της από 30.12.2004 σύμβασης ενεχύρασης προθεσμιακής κατάθεσης και συνέστησε ενέχυρο υπέρ της άνω δανείστριας τράπεζας επί του τηρουμένου σ’ αυτή με αριθμό …-955 λογαριασμού καταθέσεων της (cash collateral). Αποδεικνύεται συνεπώς, ότι οι ενάγοντες ήσαν οι εμπνευστές και ενορχηστρωτές της μοχλευμένης εξαγοράς του μορφοποιηθέντος σε ανεξάρτητη και αυτοτελή ανώνυμη εταιρεία (…), τμήματος λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών της εταιρείας τους (ελληνική “…”), χωρίς την παραμικρή συμμετοχή των δεύτερης, τρίτου και τέταρτου εναγομένων, αντί του υψηλοτάτου τιμήματος των 2.000.000 ευρώ, που προσδιορίστηκε από τους ίδιους ως η αξία του προσδοκώμενου ετήσιου κύκλου εργασιών της, το οποίο μετά την απόκτηση των μετοχών της άνω εξαγοραζόμενης εταιρείας από την κυπριακή εταιρεία συμφερόντων τους, θα περιήρχετο άμεσα και απ’ ευθείας σ’ αυτούς, ως νομίμων εκπροσώπων της πωλήτριας στην υπόψη εξαγορά, όπως και έγινε, κατά τα προεκτεθέντα. Δεδομένου δε, ότι η εξαγοραζόμενη εταιρεία “…” δεν είχε λειτουργήσει ως αυτοτελής οικονομική ύπαρξη διαθέτουσα μία ευημερούσα οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση, αλλά συνεστήθη ακριβώς προκειμένου να υπάρξει ως τέτοια, πρόδηλο είναι ότι δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει η ίδια ως οργανική μονάδα, χωρίς τη συμβολή των εναγόντων, τα παραπάνω προσδοκώμενα κέρδη. Προς τούτο, οι ενάγοντες συνεφώνησαν προφορικά με τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγομένους, ως νομίμους εκπροσώπους της εξαγοραζόμενης “…”, ότι προκειμένου να καταστεί αυτή βιώσιμη και να επιτύχει ετήσια κερδοφορία τουλάχιστον 500.000 ευρώ, τόση δηλαδή, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τα λειτουργικά της έξοδα και επί πλέον να εξοφλεί το ποσό των δόσεων του δανείου των 2.000.000 ευρώ, σε βάθος τετραετίας, για όσο χρόνο δηλαδή ορίστηκε ότι θα ήταν αυτό εξοφλητέο σε δέκα ισόποσες χρεολυτικές δόσεις, ζήτημα για το οποίο αυτοί (ενάγοντες), είχαν πρόδηλο έννομο συμφέρον ως εγγυητές, που απέβλεπαν στην αποπληρωμή του δανείου από την πρωτοφειλέτιδα πιστούχο εταιρεία, και όχι από τους ίδιους, θα παρείχαν στήριξη σε επίπεδο λειτουργικών υποδομών καθώς και συνεχή ροή πελατείας από το διεθνές δίκτυο-πελατολόγιο της εταιρείας τους (ελληνική “…”), συστήνοντας την εξαγοραζόμενη “…” ως τον αποκλειστικά προτιμώμενο πάροχο λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών (preferred service supplier of …). Για τον αυτό εξ άλλου λόγο, και με σκοπό να εισπραχθεί από τους ενάγοντες μέσω της άνω πωλήτριας κυπριακής εταιρείας συμφερόντων τους, το παραπάνω υψηλό τίμημα της πώλησης-εξαγοράς, παρέσχε η ελληνική “…” τις παραπάνω εγγυήσεις και όχι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πιστούχου ανώνυμης εταιρείας, ή τρίτος, σε πλήρη αντίθεση προς τα συνήθως κρατούντα στις συναλλαγές, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ικανοποιηθείς με καταβολή του εκταμιευθέντος από τη δανείστρια τράπεζα τιμήματος της πώλησης πωλητής, ουδέν έννομο συμφέρον έχει να εγγυηθεί την αποπληρωμή του δανείου που είχε λάβει ο αντισυμβαλλόμενος του αγοραστής προκειμένου να τον εξοφλήσει. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η συμφωνία αυτή μεταξύ των εναγόντων και των νομίμων εκπροσώπων της εξαγορασθείσας “…” λειτούργησε για το έτος 2005, και η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στη πιστοδότρια Τράπεζα … τις δύο δόσεις του δανείου για το έτος 2005, συνολικού ύψους (200.000 X 2=) 400.000 ευρώ. Μέσα στο ίδιο έτος δε, επακολούθησε η ολοκλήρωση του σχεδίου μοχλευμένης εξαγοράς της “…” με την συγχώνευση απορροφήσεως της τελευταίας (αρθ. 69 κ.ν.2190/1920) ως εταιρείας “στόχου” από την εταιρεία “όχημα”, δηλαδή από την “…” (με αριθμό ΕΜ 11932/30.6.2005 απόφαση της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής), στην πραγματικότητα δηλαδή, η μεταβίβαση στην εταιρεία “όχημα” του συνόλου της περιουσίας (ενεργητικού και παθητικού) της εξαγορασθείσας εταιρείας “στόχου” (Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρείες, σελ.332) και η μεταφορά στην εξαγορασθείσα επιχείρηση του βάρους του εξωτερικού δανεισμού που είχε επωμισθεί η εταιρεία “όχημα” για την τελεσφόρηση της επιχειρούμενης απόκτησης, ενώ τροποποιήθηκε η επωνυμία της απορροφήσασας εταιρείας “…”, σε “Άμεσες Υπηρεσίες Συμβούλων Συναλλαγών Ανώνυμη Εταιρεία” και διακριτικό τίτλο “…”. Μετά τις άνω καταβολές, συνήφθη στις 7.2.2006, μεταξύ της αυτής ως άνω πιστοδότριας τράπεζας και της πρώτης εναγομένης η με αριθμό …006/7.2.2006 δανειακή σύμβαση προς αναχρηματοδότηση της προηγούμενης από 29.12.2004 δανειακής σύμβασης προς πλήρη αποσύνδεση της τότε εγγυήτριας εταιρείας “…”, με βάση και σε εκτέλεση του αρχικού σχεδίου χρηματοδότησης της εξαγοράς εμπνεύσεως των εναγόντων. Με τη νέα δανειακή σύμβαση, το ποσό του αρχικού δανείου απομειώθηκε κατά το καταβληθέν ποσό των δύο δόσεων από 400.000 ευρώ, στο εναπομείναν ποσό των (2.000.000 – 400.000 =) 1.600.000 ευρώ και κατόπιν διαπραγματεύσεων των εναγόντων με τους αρμόδιους φορείς της πιστοδότριας τράπεζας, εξ αιτίας του ήδη από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005 προβλήματος ρευστότητος (cash flow) της πρώτης εναγόμενης προς την πιστοδότρια τράπεζα και της ανάγκης να δρομολογηθεί ανανέωση (αναχρηματοδότηση) ή αύξηση του δανειακού ορίου (σχετ. προσκομιζόμενη από 30.12.2005 ηλεκτρονική αλληλογραφία του πρώτου των εναγόντων με την τότε διευθύντρια του υποκαταστήματος … της Τράπεζας …, Α. Φ.), αλλά και επειδή, όπως ομολογείται στην αγωγή, απεχώρησε ο μη διάδικος, Π. Ζ., αποφασίστηκε μεταξύ των εναγόντων και της άνω τράπεζας, η αντικατάσταση της εγγύησης και του ενεχύρου τραπεζικής κατάθεσης που είχε παράσχει η εγγυήτρια “…” στα πλαίσια της αρχικής δανειακής σύμβασης, με προσωπικές εγγυήσεις των εναγόντων και σύσταση ενεχύρου στις προσωπικές καταθέσεις που αυτοί τηρούσαν στην πιστοδότρια τράπεζα. Συγκεκριμένα οι εναπομείναντες πρώτος, δεύτερος και τρίτος ενάγων εγγυήθηκαν, παραιτηθέντες των δικαιωμάτων του ΑΚ, και συνέστησαν ενέχυρο υπέρ της τράπεζας μέχρι του ποσού των 462.737,33 ευρώ, στους με αριθμούς …-248, …-853, …-051 λογαριασμούς, αντιστοίχως, οι τρεις πρώτοι, ο τέταρτος ενάγων εγγυήθηκε και συνέστησε ενέχυρο μέχρι του ποσού των 109.830 ευρώ, στον με αριθμ. …-086 τραπεζικό λογαριασμό, ο δε μη διάδικος, Π. Ζ., εγγυήθηκε και συνέστησε ενέχυρο μέχρι του ποσού των 101.960 ευρώ στον με αριθμό …-221 τραπεζικό του λογαριασμό. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η πρώτη εναγομένη για το επόμενο έτος (2006) κατέβαλε, έναντι της πρώτης δόσης των 200.000 ευρώ που έληγε στις 30.6.2006, μόνον το ποσό των 48.650,97 ευρώ, δηλώνοντας αδυναμία να εξυπηρετήσει περαιτέρω το δάνειο, υπαιτιότητα των εναγόντων, γεγονός που γνωστοποίησε στις 30.11.2006, με την από 29.11.2006 εξώδικη δήλωση της, στην πιστοδότρια τράπεζα, την οποία καλούσε να αναζητήσει από τους εγγυητές ενάγοντες το υπόλοιπο της οφειλής, ενέργεια στην οποία η τελευταία προέβη, επιδίδοντας στους ενάγοντες τις από 22.2.2007 εξώδικες δηλώσεις-προσκλήσεις τους, και ειδοποιώντας τους ότι εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών προτίθετο να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση και να ρευστοποιήσει τις ενεχυρασμένες καταθέσεις τους, εφόσον αυτοί δεν αναλάμβαναν την εξυπηρέτηση του δανείου. Τελικώς, λόγω της αρνήσεως των εναγόντων, η Τράπεζα … κατήγγειλε στις 6.3.2007 τη με αριθμό …006/7.2.2006 δανειακή σύμβαση, και αυθημερόν, αφενός μεν, μετέφερε το υπόλοιπο του τηρηθέντος λογαριασμού από 1.616.056,06 ευρώ, στον με αριθμό …503 λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, αφετέρου δε, ρευστοποίησε τις παραπάνω ενεχυρασθείσες καταθέσεις των εναγόντων – εγγυητών, εναπομένοντος του χρηματικού ποσού των 66.053,57 ευρώ ως χρεωστικού υπολοίπου εις βάρος της πιστούχου εταιρείας – πρωτοφειλέτιδος, το οποίο αυτή κατέβαλε στις 11.6.2007 προς ολοσχερή εξόφληση του δανεισθέντος ποσού. Αιτία της αδυναμίας εξυπηρέτησης του από 7.2.2006 δανείου, ύψους 1.600.000 ευρώ, από την πρώτη εναγομένη υπήρξε, αποκλειστικά, η παράβαση της προφορικής συμφωνίας επιχειρηματικής στήριξης της πρώτης εναγομένης από τους ενάγοντες, συμφωνία που αποτέλεσε, ως προεκτέθηκε, τη βάση για την προσδοκώμενη κερδοφορία της, και η εντεύθεν σταδιακή μείωση της ροής πελατών από το πελατολόγιο της εταιρείας των εναγόντων (ελληνικής …), μείωση η οποία κατέστη εναργώς σαφής στους εναγομένους με την προς αυτούς, από 10.2.2006, ηλεκτρονική επιστολή (e-mail) του δευτέρου των εναγόντων, Μ. Χ., με την οποία τους ανακοίνωνε ρητώς, τον πλήρη και ουσιαστικό διαχωρισμό της πρώτης εναγομένης από την εταιρεία των εναγόντων (ελληνική “…”) και κατέληξε στα μέσα του έτους, στην οριστική παύση της διοχέτευσης πελατών και την πλήρη αποξένωση της πρώτης εναγομένης από το διεθνές δίκτυο των προτεινόμενων συνεργατών της ελληνικής “…”, γεγονός μάλιστα που κατέστη ευρέως γνωστό με σχετική ανακοίνωση στον ηλεκτρονικό τύπο, με άμεσο επακόλουθο την ακαριαία μείωση των εσόδων και κερδών της πρώτης εναγομένης, και την πλήρη αδυναμία της να εξυπηρετήσει το υπόψη δάνειο. Αποδείχθηκε συνεπώς, ότι η όλη διαδικασία μοχλευμένης (χρηματοδοτούμενης) εξαγοράς της πρώτης εναγομένης από τους λοιπούς εναγομένους, πρώην υπαλλήλους της εταιρείας των εναγόντων (ελληνικής “…”), όπως αυτή αναλυτικά προπαρατέθηκε, έλαβε χώρα με πρωτοβουλία των εμπνευσθέντων αυτήν εναγόντων, που την επιμελήθηκαν ως ιδία υπόθεση, ώστε ουδέν δικαίωμα αναγωγής προσνέμεται στους τελευταίους από εσωτερική σχέση μεταξύ αυτών και της πρωτοφειλέτιδος πρώτης εναγομένης και συγκεκριμένα εντολής, καθόσον οι ενάγοντες δεν υπήρξαν εντολοδόχοι των εναγομένων, ούτε εξ άλλου επί τη βάσει ανυπαρξίας εννόμου μεταξύ τους σχέσεως, και δη γνήσιας ή μη διοίκησης αλλότριων, καθόσον εν προκειμένω, ελλείπει το στοιχείο του αλλότριου της υπόθεσης, σε κάθε δε περίπτωση υφίστατο συμφωνία των διαδίκων που υποχρέωνε τους ενάγοντες σε ενέργεια κατά τα προεκτεθέντα, η οποία και αποκλείει το αδικαιολόγητο του επικαλουμένου πλουτισμού. Εξ άλλου, ουδόλως αποδείχθηκε συμπεριφορά των εναγομένων αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, καθόσον η διακοπή της εξυπηρέτησης του υπόψη δανείου από την πρώτη εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τους λοιπούς εναγομένους, που είχε ως συνέπεια την εξόφληση του μέσω των ενεχυρασθεισών χρηματικών καταθέσεων των εναγόντων, δεν υπήρξε αποτέλεσμα κακόπιστης και εναντίον των χρηστών ηθών και της αντικειμενικής (συναλλακτικής) καλής πίστης συμπεριφοράς των τελευταίων, αλλά υπήρξε συνέπεια της παράβασης της αναληφθείσας με προφορική συμφωνία υποχρέωσης των εναγόντων να συνεχίζουν να στηρίζουν επιχειρηματικά την νεοϊδρυθείσα πρώτη εναγομένη και μετά το πρώτο έτος λειτουργίας της, τούτο δε, παρόλο που οι ίδιοι ως κύριοι του πακέτου μετοχών της εξαγορασθείσας πρώτης εναγομένης, είχαν εισπράξει το τίμημα της εξαγοράς και ήταν σε πλήρη γνώση του ότι η πρώτη εναγομένη ως εταιρεία λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών χωρίς παρουσία στην αγορά μέχρι τότε, δεν θα ήταν σε θέση να εξοφλεί τις δόσεις του δανείου για την εξαγορά χωρίς την συνδρομή σε επίπεδο υποδομών και πελατών της εταιρείας των εναγόντων, από την οποία και προήλθε. Σε κάθε περίπτωση, η μη εξυπηρέτηση του υπόψη δανείου από την εναγομένη, παρά την κερδοφορία της ως οικονομικής μονάδος, από το έτος 2006 και εντεύθεν, δεν συνιστά εναντίον των χρηστών και συναλλακτικών ηθών συμπεριφορά της, καθόσον η συμφωνία της με τους ενάγοντες αφορούσε σε διαρκή σ’ αυτήν διάθεση του πελατολογίου της, και δη τουλάχιστον μέχρις ότου καταστεί δυνατή η εξόφληση του δανείου και όχι για το πρώτο έτος λειτουργίας της και μόνον. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε ο όλως επικουρικά προταθείς αδικαιολόγητος πλουτισμός των εναγομένων, καθόσον αποδείχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση η περιουσιακή μετακίνηση επήλθε στα πλαίσια συμβατικής σχέσης (που αποκλείει το στοιχείο του αδικαιολογήτου). Σε κάθε δε περίπτωση, δεν επήλθε πλουτισμός της πρώτης εναγομένης και των λοιπών εναγομένων, διότι αποδείχθηκε ότι η πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν και επαύξησαν την περιουσία της πρώτης (και των λοιπών εναγομένων) ανέρχεται μόνον σε 60.000 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα, η δε υπερπολλαπλάσια αποτίμησή τους σε 2.000.000 ευρώ έγινε στα πλαίσια των άνω επιχειρηματικών σχεδιασμών των εναγόντων και του άνω μη διαδίκου Π. Ζ. (πραγματικών κυρίων των υποθέσεων), οι οποίοι και κατ’ αποτέλεσμα, μέσω της άνω πωλήτριας εταιρείας τους, εισέπραξαν το ποσό του δανείου (προσδιορισθέν ως άνω ως τίμημα), το οποίο δεν αντανακλά την πραγματική αξία των μετοχών και συνεπώς την επαύξηση της περιουσίας των εναγομένων”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση (με εξαίρεση τον λόγο αυτής, περί εσφαλμένης επιβολής δικαστικής δαπάνης εις βάρος των εκκαλούντων, τον οποίο έκανε δεκτό και επί της ουσίας τη συμψήφισε) και επεκύρωσε (κατά τα λοιπά) την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
III. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακροάσεως των διαδίκων (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 §2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως “πράγματα” οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς και οι κύριοι και πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αφορούν σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1530/2001, 1225/2004), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή -ανάλογα- ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων (ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 469/1984), και γενικότερα οι ισχυρισμοί που υποβάλλονται διηγηματικώς προς ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των απόψεων κάποιου διαδίκου, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΑΠ 430/2011), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, 2/2001), και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 881/1988), εκτός αν υπάγονται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 § 2 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν ο ισχυρισμός, με την παραπάνω έννοια, ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση έχει παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλονται οι αναιρετικές αιτιάσεις από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, που περιείχετο στην έφεσή τους, ότι η πρόταση εξαγοράς της εταιρείας … προήλθε όχι από τους ίδιους αλλά από τους αναιρεσίβλητους και ότι δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που αποδείκνυαν τον ισχυρισμό αυτόν. Συναφώς με αυτά προβάλλεται η πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον ισχυρισμό ότι το Εφετείο παρά το νόμο προσέδωσε στην ανώμοτη κατάθεση του 2ου αναιρεσείοντος αποδεικτική δύναμη δικαστικής ομολογίας, ενώ αυτός δεν προέβη σε ομολογία και συνεπώς ότι δέχθηκε πράγματα έχοντα ουσιώδη επίδραση στη δίκη χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, εφόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, όπως αυτές εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό των αναιρεσειόντων με αντίθετες παραδοχές, στηρίζοντας την κρίση του περί υπάρξεως επιχειρηματικού σχεδίου των αναιρεσειόντων στα αναφερόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, ενώ παράλληλα από την αδιάστικτη διατύπωση ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα δεν γεννάται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε τα επικαλούμενα από τους ίδιους ηλεκτρονικά μηνύματα και τέλος δέχεται ότι το επιχειρηματικό αυτό σχέδιο υπήρξε πρωτοβουλία του τότε μέλους του Δ.Σ. της εταιρείας των αναιρεσειόντων Π. Ζ., ο οποίος και έλαβε άτυπη εντολή από αυτούς για την υλοποίησή του, όπως και οι ίδιοι ομολογούν στην ένδικη αγωγή.
Συνεπώς αβάσιμα ισχυρίζονται αυτοί τα αντίθετα με τα λοιπά σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.
IV. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλονται οι πλημμέλειες από τους αρ. 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους, που είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ότι η δανειοδοτούσα Τράπεζα διαπραγματεύτηκε μόνο με τους τρεις αναιρεσιβλήτους (και όχι από κοινού με τους αναιρεσείοντες) τη δανειακή σύμβαση και παράλληλα δεν έλαβε υπόψη τα μνημονευόμενα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυπτε η βασιμότητα του ισχυρισμού τους. Και ο λόγος αυτός κατ’ αμφότερα τα σκέλη του είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο δεν υπέπεσε στις φερόμενες πλημμέλειες αλλ’ απλώς διαλαμβάνει στην απόφασή του παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό, οι οποίες προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη κρίση του από τις αποδείξεις.
V. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 393 § 1 και 394 § 1 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ενώ εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες: α) αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη, β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο, γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία, και δ) αν από την φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε και ιδίως όταν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ως αποδεδειγμένο το εξής: “…..Οι ενάγοντες συνεφώνησαν προφορικά με τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγομένους, ως νομίμους εκπροσώπους της εξαγοραζόμενης “…”, ότι προκειμένου να καταστεί αυτή βιώσιμη και να επιτύχει ετήσια κερδοφορία τουλάχιστον 500.000 ευρώ, τόση δηλαδή, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τα λειτουργικά της έξοδα και επί πλέον να εξοφλεί το ποσό των δόσεων του δανείου των 2.000.000 ευρώ, σε βάθος τετραετίας, για όσο χρόνο δηλαδή ορίστηκε ότι θα ήταν αυτό εξοφλητέο σε δέκα ισόποσες χρεολυτικές δόσεις, ζήτημα για το οποίο αυτοί (ενάγοντες), είχαν πρόδηλο έννομο συμφέρον ως εγγυητές, που απέβλεπαν στην αποπληρωμή του δανείου από την πρωτοφειλέτιδα πιστούχο εταιρεία, και όχι από τους ίδιους, θα παρείχαν στήριξη σε επίπεδο λειτουργικών υποδομών καθώς και συνεχή ροή πελατείας από το διεθνές δίκτυο-πελατολόγιο της εταιρείας τους (ελληνική “…”), συστήνοντας την εξαγοραζόμενη “…” ως τον αποκλειστικά προτιμώμενο πάροχο λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών (preferred service supplier of …)”. Όμως το ζήτημα της συνάψεως ή μη της ως άνω περιγραφόμενης σύμβασης δεν αποτελεί “πράγμα” που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, διότι δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον το περιεχόμενο και η λειτουργία της συμφωνίας αυτής δεν αποτέλεσε αγωγική βάση, ούτε την ιστορική βάση ενστάσεως καταλυτική της αγωγής, αλλά αιτιολογημένη άρνηση των εναγομένων – αναιρεσίβλητων. Είναι λοιπόν απαράδεκτος, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως – κατά το πρώτο σκέλος του- με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν πλημμέλεια από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον ισχυρισμό ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη ότι συνάφθηκε η συγκεκριμένη σύμβαση, χωρίς να εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, πολλώ μάλλον που δεν θα μπορούσε να συναγάγει απόδειξη από τους εξετασθέντες μάρτυρες γι’ αυτήν, εφόσον η αξία της υπερβαίνει τις 20.000 €. Επίσης, λόγω του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία από ποια αποδεικτικά μέσα συνήγαγε το Εφετείο την ως άνω απόδειξη περί του προφορικού συμφώνου, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του που επικαλείται πλημμέλεια από τον αρ. 11 του ως άνω άρθρου, επειδή δήθεν ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις ή μάρτυρες) που ο νόμος δεν επιτρέπει, είναι απαράδεκτος, επειδή βασίζεται καθαρά στην υποθετική κρίση ότι ελήφθησαν υπόψη τέτοια αποδεικτικά μέσα. Αβάσιμος, εξάλλου, κρίνεται ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, μη προσδιορίζοντας το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως αυτής, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 192 ΑΚ, αφού νοηματικά προκύπτει αυτός από την απόφαση και δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται η ακριβής ημερομηνία καταρτίσεως της συμβάσεως. Αλλά και ο πέμπτος λόγος, με τον οποίο, υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη ότι το ως άνω σύμφωνο μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε κατά το έτος 2005, είναι αβάσιμοι, επειδή τα περιστατικά αυτά καθ’ εαυτά δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, εφόσον, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, αντικείμενο της ένδικης αγωγής, ήταν η κατ’εντολή των εναγομένων εγγύηση για την εξόφληση του τραπεζικού δανείου της πρώτης τούτων εκ μέρους των εναγόντων άλλως ότι η εγγύηση αυτή δόθηκε κατά τη ρητή και εικαζόμενη βούληση των εναγομένων, άλλως ότι οι τελευταίοι αδικοπράγησαν σε βάρος τους, και σε κάθε περίπτωση ότι με την εκ μέρους τους εξόφληση του δανείου που βάρυνε την πρώτη πλούτισαν αδικαιολόγητα σε βάρος τους.
VI. Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ αποσκοπούν στην ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως και καθεμιά από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δηλώσεως, δηλαδή την άποψη του δηλούντος, και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δηλώσεως, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση του εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως και από τον τρίτο. Ωστόσο, το δικαστήριο της ουσίας, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες, που εισάγουν οι πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, όταν, εκτός άλλων, παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων, και όταν το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 274/2008). Με τον έκτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες: α) της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 185, 189, 191, 192, 193 και 195 του ΑΚ, καθώς και εκείνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση για την κατανόηση της πιο πάνω προφορικής συμφωνίας, χωρίς να διαπιστώσει κενό ή ασάφεια, προσέφυγε εμμέσως στους κανόνες ερμηνείας των συμβάσεων, τους οποίους παρεβίασε, αφού δεν παρέθεσε κανένα πραγματικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων και β) της έλλειψης νόμιμης βάσεως, ως περιέχουσα ελλιπείς αιτιολογίες, όσον αφορά το περιεχόμενο της συμβάσεως. Το Εφετείο δέχθηκε σχετικώς τα εξής: “Με σκοπό να εισπραχθεί από τους ενάγοντες, μέσω της άνω κυπριακής εταιρείας συμφερόντων τους, το παραπάνω υψηλό τίμημα της πώλησης-εξαγοράς, η ελληνική “…” παρέσχε τις παραπάνω εγγυήσεις και όχι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πιστούχου ανώνυμης εταιρείας, ή τρίτος, σε πλήρη αντίθεση προς τα κρατούντα στις συναλλαγές, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ικανοποιηθείς με καταβολή του εκταμιευθέντος από τη δανείστρια τράπεζα τιμήματος της πώλησης πωλητής, ουδέν έννομο συμφέρον έχει να εγγυηθεί την αποπληρωμή του δανείου που είχε λάβει ο αντισυμβαλλόμενος του αγοραστής, προκειμένου να τον εξοφλήσει”. Ο λόγος αυτός, κατ’ αμφότερα τα σκέλη του, είναι απαράδεκτος διότι προκύπτει ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ερμηνεία της συμβάσεως, ούτε διεπίστωσε κάποιο κενό, ώστε δεν τίθεται θέμα ερμηνείας των ως άνω διατάξεων και συνακόλουθα ούτε παραβάσεως τούτων, αλλ’ απλώς χρησιμοποίησε ένα επιχείρημα, το εκ του αντιθέτου για να εξηγήσει, για ποιο λόγο παρέσχε η ελληνική “…” τις παραπάνω εγγυήσεις και όχι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πιστούχου ανώνυμης εταιρείας …, ή τρίτος.
VII. Περαιτέρω με τον έβδομο λόγο του αναιρετηρίου υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 8, 10 και 11 ΚΠολΔ προβάλλονται, όσον αφορά τον υπό του Εφετείου προσδιορισμό της αξίας των μετοχών της … ΑΕ (α’εναγομένης – αναιρεσίβλητης) σε 60.000 ευρώ, οι πλημμέλειες: α) της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και περιέχονται στον 5° λόγο της εφέσεως, β) της λήψης υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, γ) της εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων και δ) της παραδοχής πραγμάτων ως αληθών χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός στο σύνολό του δεν ιδρύεται, αφού αφενός το ζήτημα της αξίας των μετοχών δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 και 10 ΚΠολΔ και αφετέρου κατ’ άρθρο 561 § 1 του ίδιου Κώδικα η εκτίμηση των αποδείξεων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Αλλά και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο κατά το πρώτο σκέλος του, κατ’ επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ προβάλλεται η πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη του ισχυρισμού των αναιρεσειόντων περί προικοδοτήσεως της εταιρείας … κατά τη σύστασή της με σημαντικό πελατολόγιο, ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώνει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της, ομοίως δεν ιδρύεται διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την ως άνω έννοια, αλλά επιχείρημα υπέρ των απόψεων των αναιρεσειόντων, ενώ παράλληλα από την αδιάστικτη διατύπωση της αποφάσεως, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται γεννάται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες ηλεκτρονικά μηνύματα και τις δύο ένορκες βεβαιώσεις, και συνεπώς ο λόγος αυτός κατά το δεύτερο σκέλος του, που με την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
VIII. Περαιτέρω με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, κατ’ επίκληση πλημμελειών από τους αριθ. 1, 8, 11 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυριζόμενοι: α) ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 858, 722, 723, 730, 736, 739, 904 επ., 415 και 873 του ΑΚ, όσον αφορά την επίρριψη της ευθύνης της αδυναμίας της 1ης αναιρεσίβλητης προς εξυπηρέτηση του από 7-2-2006 δανείου στην παράβαση -εκ μέρους των ιδίων- της συμφωνίας επιχειρηματικής στήριξής της από αυτούς, β) ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους περί του ότι οι αναιρεσίβλητοι μόνο ελπίδα κτήσεως δικαιώματος μπορούσαν να αποκτήσουν (άρα μη αγώγιμη αξίωση) και όχι προσδοκία δικαιώματος, γ) ότι δεν έλαβε υπόψη το σχετικό από 12-1-2005 ηλεκτρονικό μήνυμα του Π.Ζ. και δ) ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 10-2-2006 ηλεκτρονικού μηνύματος του 2ου εξ αυτών Μ.Χ.. Η πρώτΗ αιτίαση είναι αβάσιμη, διότι από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι εκείνο ορθά δεν εφάρμοσε τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών, και για το λόγο αυτό απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Εξάλλου, η δεύτερη αιτίαση δεν είναι ¨πράγμα¨κατά την ως άνω έννοια αλλά αντεπιχείρημα των αναιρεσειόντων κατά της αιτιολογημένης αρνήσεως των αναιρεσιβλήτων περί συμφώνου ροής πελατείας με εγγυημένη κερδοφορία, και συνεπώς δεν όφειλε δεν όφειλε το δικαστήριο να τον ερευνήσει. Συνακόλουθα η τρίτη αιτίαση είναι αβάσιμη εφόσον δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για μη λήψη υπόψη εγγράφου που προσκομίστηκε προς απόδειξη μη ουσιώδους ισχυρισμού. Η τελευταία επίσης αιτίαση είναι αβάσιμη αφού ο σχετικός λόγος δεν ιδρύεται, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στηρίξει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό του πόρισμα στο έγγραφο αυτό, του οποίου το περιεχόμενο φέρεται ότι παραμορφώθηκε (βλ. ΟλΑΠ 2/2008).
IX. Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται με την επίκληση του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η πλημμέλεια της παραβιάσεως των άρθρων 713, 722 και 858 του ΑΚ, με την απόρριψη από το Εφετείο της αγωγικής βάσεως ότι σε κάθε περίπτωση είχε καταρτιστεί στις αρχές Νοεμβρίου 2004 σύμβαση εντολής της 1ης των αναιρεσιβλήτων προς την εταιρεία …, ώστε να εγγυηθούν αυτοί προσωπικά προς τη δανειοδοτούσα Τράπεζα, προκειμένου να λάβει αυτή χρηματοδότηση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι το δικαστήριο έκρινε ανελέγκτως ότι οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες, μετά την αποχώρηση του Π.Ζ., συναποφάσισαν με την Τράπεζα να προβούν στην αντικατάσταση του τραπεζικού ενεχύρου που είχε παράσχει η … με την σύσταση ενεχύρου επί των προσωπικών τραπεζικών καταθέσεων που αυτοί τηρούσαν στην ίδια Τράπεζα και συνεπώς οι άνω διατάξεις, ελλείψει καταρτισμένης συμβάσεως εντολής, δεν ήταν εφαρμοστέες. Ο ίδιος λόγος κατά τα λοιπά σκέλη του, ήτοι κατά τις προβαλλόμενες πλημμέλειες από τους αριθ. 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ως άνω προταθέντα ισχυρισμό ούτε τα προσκομισθέντα και αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος εφόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα αλλ’ εκ του πράγματος απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, διαλαμβάνοντας αντίθετες παραδοχές.
X. Οι ενδέκατος και δωδέκατος λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι αναφέρονται στις απορριφθείσες επικουρικές βάσεις της αγωγής, και οι οποίοι με την επίκληση πλημμελειών από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 730, 736 ΑΚ άλλως 730, 739 ΑΚ (ο 11ος), 919 άλλως 914 ΑΚ (ο 12ος) είναι αβάσιμοι αφού από τις παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το Δικαστήριο εκείνο ορθά δεν εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, ούτε αυτές ήταν εφαρμοστέες, με βάση τις παραδοχές του, προκειμένου δηλ. περί διοικήσεως αλλοτρίου κρίνοντας ότι στην υπόθεση την οποία διοίκησαν οι αναιρεσείοντες δεν υφίσταται το στοιχείο του “αλλοτρίου”, αλλ’ως ιδίαν την διοίκησαν. Οι λόγοι αυτοί κατά τα λοιπά σκέλη τους, ήτοι κατά τις προβαλλόμενες πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι για τους ίδιους ακριβώς λόγους που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας.
XI. Τέλος ο δέκατος τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο κατ’ επίκληση πλημμέλειας από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο με ανεπαρκή αιτιολογία απέρριψε την επικουρικότερη αγωγική βάση που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, είναι αβάσιμος, εφόσον το δικαστήριο εκείνο με σαφήνεια προσδιόρισε ότι η περιουσιακή μετακίνηση (ρευστοποίηση των ενεχυρασμένων καταθέσεων των εγγυητών-αναιρεσειόντων προς εξόφληση του δανείου και ενσωμάτωση στην περιουσία της Τράπεζας) επήλθε στα πλαίσια συμβατικής σχέσεως (εγγυήσεως), πράγμα που αποκλείει το στοιχείο του αδικαιολόγητου, σε συνδυασμό άλλωστε και με την παραδοχή ότι η πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν στους αναιρεσίβλητους ανέρχονταν μόνο σε 60.000 ευρώ, η δε αποτίμησή τους στο υπερπολλαπλάσιον ποσόν των 2.000.000 ευρώ ήταν το αποτέλεσμα των επιχειρηματικών σχεδίων των αναιρεσειόντων. Κατά τα λοιπά οι προβαλλόμενες πλημμέλειες από τους αριθ. 8 και 11 του άρθρου ΚΠολΔ είναι αβάσιμες και απορριπτέες για τους παραπάνω λόγους.
XII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση των αναιρεσειόντων, να διαταχθεί κατ’ άρθρ. 495 § 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-12-2015 αίτηση των: 1) Ν. Σ., 2) Μ. Χ., 3) Γ. Κ. και 4) Ε. Π. για αναίρεση της υπ’ αρ. 3346/2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ