Mε απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή που άσκησαν δύο κάτοικοι της Ρόδου κατά ανώνυμης αεροπορικής εταιρείας.
Δυνάμει, συμβάσεως εναέριας μεταφοράς, που συνήψαν οι ενάγοντες με την εναγόμενη αεροπορική εταιρία, είχε προγραμματιστεί η αναχώρησή τους από τον Αερολιμένα Ηρακλείου Κρήτης με προορισμό τον Αερολιμένα Ρόδου, για τις 29.01.2018 και ώρα 13:30.
Οι ενάγοντες μετέβησαν, στις 29.01.2018, εγκαίρως και συγκεκριμένα στις 12:20, στον Αερολιμένα Ηρακλείου, η μεν δεύτερη ενάγουσα παρέμεινε καθισμένη, ο δε πρώτος ενάγων προσήλθε στο σημείο ελέγχου εισιτηρίων και αποσκευών της εναγόμενης, έχοντας τις αστυνομικές ταυτότητες και των δύο, αναφέροντας στην υπάλληλο της εναγομένης την πρόσφατη υποβολή της δεύτερης ενάγουσας σε χειρουργική επέμβαση ινομυωματεκτομής.
Οι υπάλληλοι της εναγομένης ανέφεραν στον πρώτο ενάγοντα, ότι, ενόψει της κατάστασης της υγείας της δεύτερης ενάγουσας, για να της επιτραπεί να ταξιδέψει, απαιτείτο η προσκόμιση ιατρικής βεβαιώσεως υπογεγραμμένης από θεράποντα ιατρό, στην οποία να αναφέρεται ότι αυτή θα μπορούσε να ταξιδέψει με το αεροσκάφος, χωρίς το ενδεχόμενο πρόκλησης κινδύνου της υγείας της.
Οι ενάγοντες παραδέχτηκαν ότι δεν διέθεταν τέτοια ιατρική βεβαίωση, μάλιστα αγνοούσαν τελείως την σχετική υποχρέωση, αποδίδοντας αυτή, την παράλειψη σε ευθύνη της εναγόμενης.
Η έλλειψη, μάλιστα, σαφούς αναφοράς στην ιστοσελίδα της εναγόμενης σχετικά με το έγγραφο που απαιτείτο να προσκομίσει επιβάτης μετά από χειρουργική επέμβαση, επιβεβαίωσε και το δικαστήριο.
Εν πάση περιπτώσει, χωρίς καμία χρονοτριβή ζήτησαν να πληροφορηθούν τι μπορούσαν να κάνουν τη δεδομένη χρονική στιγμή ώστε να τους επιτραπεί η επιβίβαση και εάν θα μπορούσε η θεράπουσα ιατρός να αποστείλει με email τη βεβαίωση σχετικά με τη δυνατότητα της δεύτερης ενάγουσας να ταξιδέψει αεροπορικώς στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εναγόμενης.
Η τελευταία συμφώνησε με την πρόταση αυτή και ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία του πρώτου με τη θεράπουσα ιατρό της δεύτερης ενάγουσας, μαιευτήρα – γυναικολόγο.
Στο πλαίσιο της τηλεφωνικής επικοινωνίας που έλαβε χώρα για τη διευθέτηση του ζητήματος που ανέκυψε, στην οποία μετείχαν ο πρώτος ενάγων, η γραμματέας της ιατρού, καθώς και υπάλληλος/προστηθείσα της εναγομένης, ζητήθηκε από την τελευταία να αποσταλεί στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που υπέδειξε ηλεκτρονική επιστολή (email) με τη βεβαίωση της θεράπουσας ιατρού περί του ό,τι η δεύτερη ενάγουσα μπορεί να ταξιδέψει αεροπορικώς χωρίς κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην υγεία της.
Ακολούθως η υπάλληλος/προστηθείσα της εναγόμενης τους ανακοίνωσε ότι η βεβαίωση δεν είχε το απαιτούμενο περιεχόμενο διότι δεν έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή της ιατρού.
Η διαδικασία αυτή των συνεννοήσεων είχε ως αποτέλεσμα να παρέλθει αρκετός χρόνος, μετά δε την απόρριψη του e-mail που παρελήφθη από την εναγόμενη, για την οποία μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα από την παραλαβή του που έγινε στις 12:53, αναφέρθηκε στους ενάγοντες από τους υπαλλήλους της εναγομένης ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο γιατί η πύλη κλείνει σε 15 λεπτά, με αποτέλεσμα τελικά να μην μπορέσει να ταξιδέψει κανένας από τους δύο ενάγοντες.
Τελικώς οι ενάγοντες μετά την άρνηση της εναγομένης να δεχθεί την επιβίβασή τους άλλαξαν τα εισιτήριά τους και ταξίδεψαν την επόμενη ημέρα.
Ο ενάγων την ίδια ημέρα που η εναγόμενη αρνήθηκε την επιβίβασή τους απέστειλε e-mail σε αυτήν ζητώντας καταγραφή των γεγονότων καθώς και άλλο με την καταγγελία του, τα οποία ουδέποτε απαντήθηκαν από την εναγόμενη.
Επίσης απέστειλε email και στην ΥΠΑ στις 30.1.2018 με την καταγγελία των εναγόντων.
Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει σε κάθε ένα από τους ενάγοντες – εκκαλούντες το ποσό των 888,12 € νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Τάσος Μπακαλούμας.