Τι αλλάζει από το Μάιο στην έκδοση του πιστοποιητικού – Τα ποσοστά παρακράτησης για είσπραξη χρημάτων και μεταβίβαση ακινήτων
Με μια αίτηση που θα υποβληθεί ηλεκτρονικά και χωρίς επίσκεψη στην Εφορία θα λαμβάνουν σε χρόνο εξπρές τη φορολογική ενημερότητα οι φορολογούμενοι με ρυθμισμένες οφειλές στην Εφορία στην περίπτωση που θέλουν να εισπράξουν χρήματα ή να μεταβιβάσουν ακίνητα.
Το επιχειρησιακό σχέδιο της ΑΑΔΕ προβλέπει την καθιέρωση από τον Μάιο μια νέας ψηφιακής διαδικασίας για την έκδοση και χορήγηση πιστοποιητικού ενημερότητας με τον όρο της παρακράτησης στην περίπτωση οφειλών. Οι φορολογούμενοι με ρυθμισμένες οφειλές θα υποβάλλουν ηλεκτρονικά την αίτησή τους και σύντομο χρονικό διάστημα θα λαμβάνουν ηλεκτρονικά τη φορολογική ενημερότητα η οποία είναι απαραίτητη στις συναλλαγές τους. Ποσοστό 10%-70% από τα χρήματα που θα εισπράξει ο φορολογούμενος ή από το τίμημα της μεταβίβασης ακινήτου θα παρακρατείτε από την Εφορία για τη μείωση ή την κάλυψη των οφειλών.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία τα ποσοστά παρακράτησης διαμορφώνονται ανάλογα με τη περίπτωση ως εξής:
- Μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος. Εφόσον υπάρχουν οφειλές σε ρύθμιση ή οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται με ποσό παρακράτησης ποσοστού 70 % επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση. Εάν υφίστανται ληξιπρόθεσμες οφειλές σε αναστολή άνω των 50.000 ευρώ, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης 50% επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των συνολικών οφειλών σε αναστολή. Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης, υπολογιζόμενο επί του τιμήματος είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό δεν υπερβαίνει το τίμημα.
- Είσπραξη χρημάτων. Το ποσοστό της παρακράτησης διαμορφώνεται από 10% έως και 70% και ορίζεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών υπηρεσίας εντός των ακόλουθων κατά περίπτωση ορίων:
- 10% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 30% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 50% έως και 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 50% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 30% έως και 50% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 70% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό έως και 30% της ρυθμισμένης οφειλής.
- Τα ποσοστά παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχούν στην κάλυψη τουλάχιστον 2 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και δώδεκα (12). Εάν οι εναπομένουσες δόσεις της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων είναι περισσότερες από 12 το ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί στην κάλυψη τουλάχιστον 4 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού.
- Περιοδική είσπραξη χρημάτων. Το ποσοστό παρακράτησης ορίζεται στο 10% επί του εισπραττόμενου ποσού εφόσον το ποσό της ρυθμισμένης οφειλής που υπολείπεται δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Εάν η συνολική εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή είναι άνω των 20.000 ευρώ, τότε το ποσοστό που θα παρακρατείται από τα χρήματα θα πρέπει:
- να αντιστοιχεί στην κάλυψη 1 δόσης της τηρούμενης ρύθμισης/ ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας και
- να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 10% του εισπραττόμενου ποσού, αλλά να μην υπερβαίνει το 30% αυτού.