ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τον Δικαστή Γεώργιο Παπασχαλίδη, Δικαστικό Πάρεδρο, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 9η Δεκεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου … νήσου , με Α.Φ.Μ. …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Τσώνη
(Α.Μ./Δ.Σ.Α.038550), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Aνώνυμης εταιρίας με την
επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσας στο …, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Πατσάνα (Α.Μ./Δ.Σ.Π.003723) ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 03.12.2021 με στοιχεία Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.9866/4541/2021 ανακοπή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίσθηκε δε να συζητηθεί εξ αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό -26-.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Με την υπό κρίση ανακοπή η οποία έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 144 και 632 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, καθώς επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με την από 03.11.2021 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 15.11.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια της Ανατολικής Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου Κρήτης) και ενόψει του ότι η ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 06.12.2021 και επιδόθηκε στην καθ’ ης αυθημερόν (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), ζητείται ν’ ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή με βάσει την εκδοθείσα από 21.06.2018 συναλλαγματική, το ποσό των 141.969,99 ευρώ, ως αυτό περιορίστηκε από την καθ’ ης, νομιμοτόκως από την ημέρα εμφάνισής της και μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και το ποσό των 2.000,00 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, για τους λόγους ότι η διαταγή εξεδόθη από τοπικά αναρμόδιο δικαστήριο και ότι η συναλλαγματική δεν είχε ακόμη λήξει. Επίσης εκτίθεται ότι η οφειλή είναι άκυρη καθότι η συμφωνία – διακανονισμός για το χρέος αντίκειται στα χρηστά ήθη, είναι δε συνάμα καταπλεονεκτική – καταδυναστευτική, άλλως επικουρικώς ο ανακόπτων επικαλείται την μερική εξόφλησή της καθ’ ης και ότι τέλος αυτή επιδιώκει καταχρηστικώς να ικανοποιήσει για την απαίτησή της σε βάρος του ανακόπτοντος. Με τέτοιο περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, εισάγεται για να συζητηθεί με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 1, 2 εδ. β’ και 6 ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτων, πρέπει η ανακοπή, αφού έγινε τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙ.Από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 ΚΠολΔ, δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός εάν από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει το αντίθετο. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο εάν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων προβάλλει κατά τη δέουσα εκτίμηση του ισχυρισμού του ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την επίδικη διαταγή πληρωμής ήταν τοπικά αναρμόδιο καθότι η με ημερομηνία έκδοσης 21.06.2018 επίδικη συναλλαγματική εκδόθηκε στο πλαίσιο της από 21.06.2018 σύμβασης αναγνώρισης και διακανονισμού του χρέους, αφορώσα νέα ενοχή ύψους 159.069.99 ευρώ και όχι στο πλαίσιο της από 04.05.2012 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομισθώσεως. Προσέτι δε, ο ανακόπτων διατείνεται ότι η ανωτέρω από 21.06.2018 συμφωνία η οποία συνοδεύει την επίδικη συναλλαγματική δεν περιέχει ρήτρα παρέκτασης, όπως η από 04.05.2012 σύμβαση η οποία μάλιστα είχε λυθεί από 31.12.2015 όπως αναφέρεται ρητώς στο από 21.06.2018 συμφωνητικό και η οποία παρέκταση δεν διατηρήθηκε εκ νέου ούτε όμως και το τελευταίο συμφωνητικό προσκομίστηκε κατά την έκδοση της διαταγής προς πληρωμή ως σχετικό έγγραφο. Ακόμη ισχυρίζεται ότι και αν ήθελε υποτεθεί πώς η παρέκταση αρμοδιότητος που συμφωνήθηκε με το συμφωνητικό του 2012 είναι ισχυρή, τότε και πάλι δεν τυγχάνει εφαρμογής, καθότι η απαίτηση που ενσωματώνεται στην συναλλαγματική, αφορά αξιώσεις που έχουν αναγνωριστεί με πλείονες συμβάσεις που υπογράφησαν μεταξύ των διαδίκων και οι οποίες δεν περιέχουν παρέκταση αρμοδιότητος, άλλως δεν περιέχουν παρέκταση για ορισμένη έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων για τις διαφορές που θα ανέκυπταν μεταξύ τους. Τέλος ιστορεί ότι η σχετική ρήτρα παρέκτασης στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει την αξίωση εκ της επίδικης συναλλαγματικής τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, καθότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, αλλά επιβλήθηκε μονομερώς από την καθ’ ης η ανακοπή, δημιουργώντας προσκόμματα στον ανακόπτοντα, καθότι κατοικεί μακρυά από τον τόπο του Δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή, γεγονός που συνεπάγεται την επιβάρυνσή του με συναφείς δικαστικές και εξώδικες υποχρεώσεις αλλά και με έξοδα, ότι ταυτόχρονα η παρέκταση αρμοδιότητος δεν έχει καμία συνάφεια ούτε με την έδρα της καθ’ ης εταιρείας η οποία είναι το … και ότι τέλος δημιουργεί σημαντική ανισορροπία μεταξύ των μερών. Ο δε λόγος αυτός είναι παραδεκτός και νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
IΙΙ.Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα ανταπόδειξης της καθ’ ης η ανακοπή, …, η οποία εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, (άρθ. 256 παρ.1& 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το Π.Δ. 326/2001), καθώς και από τις με αρ. … και …/08.12.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης, … και …, που λήφθηκαν προς επίρρωση των όσων εμπεριέχονται στην κρινόμενη ανακοπή, ύστερα από αίτηση του ανακόπτοντος ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αριστοφάνη Ι. Μπουντουράκη, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης της καθ’ ης, όπως τούτο αποδεικνύεται δυνάμει της υπ’ αριθμ. …’/05.12.2022 εκθέσεως επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, την οποία νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο ανακόπτων και οι οποίες καταθέσεις εκτιμώνται χωριστά και σε συνδυασμό προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας τους, από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων των διαδίκων, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και τα οποία λαμβάνονται υπόψιν προς άμεση ή έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ.3, 339 σε συνδυασμό με 395 ΚΠολΔ), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 επ. ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων, μόνιμος κάτοικος …, στο παρελθόν διατηρούσε πρατήριο στην ίδια περιοχή. Περί το έτος 2009 εκπρόσωποι της καθ’ ης του πρότειναν συνεργασία μαζί του και του ζήτησαν ν’ αναλάβει ένα νέο πρατήριο στην περιοχή της … (…), διαβεβαιώνοντάς τον ότι το εγχείρημα αυτό θα ήταν αρκετά κερδοφόρο. Κατά αυτόν τον τρόπο υπεγράφη το από 26.05.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης, με βάση το οποίο ως πρατηριούχος απέκτησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την επωνυμία και τα σήματα της καθ’ ης, υποχρεούμενος να διαθέτει με αγοραπωλησία αποκλειστικά τα προϊόντα της καθ’ ης και καταβάλλοντας υπομίσθωμα της τάξεως των 8.000,00 ευρώ. Το εν λόγω πρατήριο, από ότι προέκυψε δεν παρουσίασε την δυναμική και δεν διέθετε την αναμενόμενη πελατεία που είχε αρχικώς προβλεφθεί, γεγονός στο οποίο επηρέασαν εκτός της θέσης του και το γεγονός ότι απαλλοτριώθηκαν όμορες εκτάσεις που συνέβαλαν στην ζημιογόνο λειτουργία του. Ο δε ανακόπτων έκτοτε προέβη την περίοδο Οκτωβρίου 2009 έως και Μάρτιο 2010 σε διακοπή εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Απέστειλε δε στην καθ’ ης α) την από 07.05.2010 εξώδικη δήλωσή του με την οποία εξέθετε ότι από την έναρξη της υπομισθώσεως μέχρι τότε είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για την αύξηση της πελατείας του Σταθμού, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, β) την από 20.09.2010 εξώδικη δήλωσή του με την οποία εξέθετε ότι, αφού επιφυλάχθηκε για την αναζήτηση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του, κατήγγειλε την από 26.05.2009 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και υπομισθώσεως εξαιτίας αποκλειστικής υπαιτιότητας της καθ’ ης και γ) την από 18.01.2011 εξώδικη δήλωσή του με την οποία ιστορούσε ότι αφού δεν είχε τελεσφορήσει νέα συμφωνία για τον Σταθμό Εξυπηρετήσεως Αυτοκινήτων που βρίσκεται επί της … – …, όπως τον είχε διαβεβαιώσει η επιθεωρήτρια της καθ’ ης στην Κρήτη, … σχετικά με τη μείωση του μισθώματος και την καλύτερη τιμολογιακή πολιτική μέχρι και τις 15 Δεκεμβρίου 2010, δήλωνε ότι ενέμενε στην ανωτέρω προηγούμενη καταγγελία του και σε κάθε περίπτωση κατήγγειλε εκ νέου την από 26.05.2009 σύμβαση από αποκλειστική υπαιτιότητα της καθ’ ης. Ακολούθως και ενόψει του ότι η καθ ης αφουγκράστηκε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ανακόπτων και τη βασιμότητα των λόγων που της εξέθετε, αποδείχθηκε ότι υπεγράφη το από 05.07.2011 συμφωνητικό που αφορούσε στον ίδιο ανωτέρω Σταθμό, με το οποίο συμφωνήθηκε υπομίσθωμα ύψους 3.500 ευρώ καθώς επίσης και διακανονισμός οφειλής του ανακόπτοντος ποσού 100.000 ευρώ που είχε ανακύψει από τιμολόγια και μισθώματα. Συμφωνήθηκε δε ο ανακόπτων να αποδεχθεί και παραδώσει στην καθ’ ης, χάριν καταβολής μέρους της συνολικής οφειλής του ύψους περίπου 141.600,00 ευρώ, δύο μεταχρονολογημένες συναλλαγματικές ποσού 20.700 και 20.930 ευρώ περίπου με την υπόσχεση μελλοντικής διαγραφής της οφειλής του. Στο μεταξύ και αφού η παραπάνω συνεργασία λύθηκε δυνάμει του από 07.09.2012 συμφωνητικού, προέκυψε ότι η καθ’ ης πρότεινε εκ νέου στον ανακόπτοντα νέα συνεργασία, σε έτερο πρατήριο, σε κεντρικό σημείο του …, επί της λεωφόρου …. Για το σκοπό αυτό συνήφθη η από 04.05.2012 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας (5ετούς διάρκειας) και υπομισθώσεως, με την οποία ως πρατηριούχος απέκτησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την επωνυμία και τα σήματα της καθ’ ης, υποχρεούμενος να διαθέτει αποκλειστικά τα προϊόντα της, ενώ η χρήση του Σταθμού παραχωρήθηκε σε αυτόν με την παρεπόμενη σύμβαση της υπομισθώσεως. Το εν λόγω πρατήριο, το οποίο ευρίσκετο σε κεντρικότατο σημείο συμφωνήθηκε να υπομισθωθεί στον ανακόπτοντα προς 2.000,00 ευρώ για τα πρώτα δύο έτη και προς 2.500,00 ευρώ για το τρίτο μισθωτικό έτος, με αναπροσαρμογή από το τέταρτο ως ειδικότερα ορίστηκε. Η τελευταία αυτή σύμβαση λύθηκε την 31.12.2015, καθώς από 21.03.2016 τη διαχείριση ανέλαβε η εταιρεία … (συμφερόντων της καθ’ ης) ενώ η τελευταία σύνηψε νέα σύμβαση εργολαβίας με τον ανακόπτοντα, ο οποίος τοποθετήθηκε ως διαχειριστής του ανωτέρω πρατηρίου. Περαιτέρω η καθ’ ης, όπως αποδείχθηκε, απέστειλε στον ανακόπτοντα την από 10.09.2015 εξώδικο, με το οποίο τον καλούσε σε εξόφληση μισθωμάτων που οφείλονταν από τη λειτουργία του πρατηρίου επί της …, ενώ εξέδωσε αργότερα την υπ’ αρ. … διαταγή απόδοσης μισθίου. Κατόπιν ο ανακόπτων υπέγραψε με την καθ’ ης η ανακοπή το από 21.06.2018 συμφωνητικό με την οποία ο πρώτος αναγνώρισε ότι όφειλε από τη λειτουργία των δύο πρατηρίων στην περιοχή … αλλά επί του κειμένου στη …, περί τις 150.000 ευρώ αναλυομένης σε ποσό 75.932 ευρώ, δυνάμει του από 05.07.2011 συμφωνητικού, σε ποσό 34.187,44 ευρώ δυνάμει της από 04.05.2012 συμβάσεως, το οποίο απομειώθηκε στο ποσό των 28.487,44 ευρώ, αφού η … είχε καταβάλει 5.700,00 ευρώ για λογαριασμό του ανακόπτοντος στην καθ’ ης, ποσό 43.188,50 ευρώ περίπου προερχόμενο δυνάμει του από 04.05.2012 συμφωνητικού και ποσό 2.462,05 ευρώ ως οφείλετο δυνάμει του από 05.07.2014 συμφωνητικού το οποίο είχε χορηγηθεί στον πρατηριούχο ως εμπορευματική πίστωση προς διευκόλυνσή του από την καθ’ ης και το οποίο όφειλε να της επιστρέψει. Μάλιστα με το ανωτέρω συμφωνητικό ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τμηματικά το συνολικώς οφειλόμενο ποσό των 150.069,99 ευρώ, σε 43 συνεχόμενες δόσεις ποσού 300 ευρώ εκάστη, όπου η τελευταία συμφωνήθηκε να ανέρχεται σε ποσό 137.469 ευρώ περίπου, καταβλητέα την 31.12.2021 ενώ προς εξασφάλιση της απαίτησης της … ο πρατηριούχος αποδέχθηκε την 21.06.2018, μία συναλλαγματική εγγυήσεως εκδόσεως 21.06.2018 της καθ’ ης ποσού 150.069,99 ευρώ, λήξεως όψεως και πληρωτέας εντός επτά 7 ετών από εκδόσεώς της, σε διαταγή της …, στο κατάστημα 101 της τράπεζας «…». Η επίδικη συναλλαγματική δηλαδή, έπρεπε να εμφανισθεί μέσα σε χρονικό διάστημα 7 ετών, που άρχιζε από την επόμενη της ημερομηνίας εκδόσεως, ήτοι από τις 22.06.2018 (357/2005 ΕφΠειραιά, δημοσίευση ΤΝΠ «NOMOS»), για την οποία ακολούθως, καθότι ο ανακόπτων δεν τήρησε τον τελευταίο διακανονισμό και αφού το Σεπτέμβριο του 2020 διέκοψε την συνεργασία του με την …, η καθ’ ης την εμφάνισε στις 20.09.2021 προς πληρωμή, χωρίς όμως αυτή να πληρωθεί και κατ’ επέκταση συνετάγη με επιμέλεια της τελευταίας το με αριθμό …/20.09.2021 διαμαρτυρικό μη πληρωμής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Σπηλιοπούλου – Πουλαντζά και κατά αυτόν τον τρόπο η τελευταία την ανέλαβε ως πλέον νόμιμη κομίστρια – εκδότριά της. Με βάση το αξιόγραφο αυτό η καθ’ ης ζήτησε και εξέδωσε την προσβαλλομένη, με αριθμό … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με σκοπό την ικανοποίηση της αξίωσής της, κοινοποιώντας στον ανακόπτοντα αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου, με επιταγή προς εκτέλεση συνταχθείσα στις 03.11.2021, με την οποία τον επέτασσε να καταβάλει ποσό συνολικά 147.182,57 ευρώ. Αποδείχθηκε δε, ότι η υπό κρίση διαταγή προς πληρωμή αναφέρει ως αιτία έκδοσής της την επίδικη συναλλαγματική. Από το σώμα του επιδίκου αξιογράφου, το οποίο προσκομίστηκε για την έκδοση της προς ανακοπή διαταγής προκύπτει ότι η κατοικία του πληρωτή και συνάμα αποδέκτη – ανακόπτοντος είναι το …, ο οποίος τόπος μάλιστα, λογίζεται ως τόπος πληρωμής που αναπληρώνεται από αυτόν που αναγράφεται δίπλα από το όνομα του πληρωτού, καθότι αυτός δεν αποτυπώνεται ρητά επί του σώματος του αξιογράφου (άρθ. 2 παρ.3 Ν.5325/1932). Παράλληλα δε από το ίδιο αξιόγραφο προέκυψε ότι ο τόπος έκδοσης είναι η έδρα της καθ’ ης εκδότριας που είναι το …. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η με ημερομηνία έκδοσης 21.06.2018 επίδικη συναλλαγματική εκδόθηκε στο πλαίσιο της από 21.06.2018 σύμβασης αναγνώρισης και διακανονισμού του χρέους, αφορώσα νέα ενοχή ύψους 159.069.99 ευρώ και όχι στο πλαίσιο της από 04.05.2012 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομισθώσεως. Προσέτι δε, προέκυψε ότι η ανωτέρω από 21.06.2018 συμφωνία η οποία συνοδεύει την έκδοση της επίδικης συναλλαγματικής δεν περιέχει ρήτρα παρέκτασης, όπως η από 04.05.2012 σύμβαση η οποία μάλιστα είχε λυθεί από 31.12.2015 όπως αναφέρεται ρητά στο από 21.06.2018 συμφωνητικό (ιδ. την 4η σελίδα αυτού, όπου δηλώνεται ότι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών -και ήδη διαδίκων-, ουδεμία άλλη αξίωση δεν διατηρήθηκε εκατέρωθεν από τις αναφερόμενες λυθείσες συμβάσεις μεταξύ των οποίων και της από 04.05.2012) και η οποία ρήτρα παρέκτασης δεν συμφωνήθηκε εκ νέου ούτε όμως το από 21.06.2018 συμφωνητικό προσκομίστηκε κατά την έκδοση της διαταγής προς πληρωμή ως σχετικό έγγραφο, ώστε να μην έχει ληφθεί υπόψιν από το Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλομένη διαταγή. Πολλώ δε μάλλον δεν ανεγράφη επί του σώματος της συναλλαγματικής ρήτρα παρέκτασης, η οποία να υποδηλώνει ότι αρμόδια σε περίπτωση δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης που ενσωματώνεται θα είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά. Εξάλλου ο ανακόπτων έχει έννομο συμφέρον απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ ης, προς εκδίκαση της υπόθεσης στο … για λόγους αποδεικτικής εγγύτητας και ευχέρειας συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού και της προσαγωγής επ’ ακροατηρίω μαρτύρων, πλεονέκτημα που του δίδεται στα πλαίσια των ειδικών περιουσιακών διαφορών πέραν επιπλέον του υλικού του συμφέροντος, ήτοι της αποφυγής εξόδων. Επιπλέον ενισχύεται κατά αυτόν τον τρόπο η άμυνα του εναγομένου (εν προκειμένω του ανακόπτοντος ο οποίος επέχει στην δίκη της ανακοπής τέτοια θέση), αφού η δίκη δύναται να διεξαχθεί στην κατοικία του και δεν είναι αναγκασμένος να υποστεί ενδεχομένως μεγάλη ταλαιπωρία δικαζόμενος σε απομακρυσμένο τόπο (βλ. σχετ. Νίκα ΕγχΠολΔικ 2016 σ. 92). Σε κάθε περίπτωση η αρμοδιότητα των Δικαστηρίων Πειραιά κείται εκτός ευλόγων συμφερόντων της εταιρείας, έδρα της οποίας είναι το … και κατά αυτόν τον τρόπο κατά τόπον αρμόδια θα μπορούσαν να είναι άλλως, τα Δικαστήρια Αθηνών. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι δεν υφίστατο συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητος κατ’ άρ. 42 επόμ ΚπολΔ ούτε όμως προκύπτει από το σώμα του τίτλου αρμοδιότητα των Δικαστηρίων Πειραιά. Κατόπιν των ανωτέρω, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της κατ` άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπής και ως κατ’ ουσίαν βάσιμου, θα πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής. Τέλος, πρέπει η καθ’ ης να υποχρεωθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, κατά παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού αιτήματος του τελευταίου που υποβλήθηκε με την ανακοπή, αλλά και με τις προτάσεις του (άρθρα 176, 189, 191 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1, περ. (i) στοι. α’, 65, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ’ ης, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των (4.260,00€) τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 29.12.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ