Αριθμός 1349/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Ιωάννη Σίδερη και Γεωργία Λαλούση (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Αχιλλέα Νταφούλη, Ελένης Μαραμαθά, Αντωνίου Παπαθεοδώρου και Γεωργίου Πετράκη), Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, με έδρα το ….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Χ2, 3) Χ3, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τόλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ψ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Δημητρούκα, 2)Ψ2, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Σακελλαρίου και 3) Ψ3, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σακελλαρίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/8/1992 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4143/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1359/2005 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 18/4/2005 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η με αριθμό 1751/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία απεφάνθη ότι ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Πετράκης, μέλος της σύνθεσης του Δικαστηρίου αυτού στη δικάσιμο της 11/5/2007, ήταν εξαιρετέος στη συζήτηση της αναφερόμενης στο σκεπτικό υπόθεσης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της από 18/4/2005 αιτήσεως των ως άνω αναιρεσειόντων. Την υπόθεση επανέφεραν προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου οι ως άνω αναιρεσείοντες με την από 1/10/2007 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Πολυζωγόπουλος, ανέγνωσε την από 28/4/2007 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτου Πλαστήρα Αναστασάκη, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των πρώτου και δευτέρου και την απόρριψη του τρίτου των λόγων αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του αναιρεσείοντος, όχι δε και κατά του ομοδίκου του αναιρεσείοντος, ως προς τον οποίον είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 24/1997, 15-16/1996). Επομένως, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, η οποία υπάρχει όταν ενάγονται περισσότεροι του ενός ως εις ολόκληρον υπόχρεοι για αποζημίωση από αδικοπραξία (ΑΚ 926) η αίτηση αναιρέσεως του ενός από αυτούς δεν μπορεί να απευθύνεται κατά του ομοδίκου του αναιρεσείοντος, που ηττήθηκε επίσης στη δίκη, εκτός αν η απόφαση περιλαμβάνει δυσμενή διάταξη ή αιτιολογία κατ’ αυτού και υπέρ του αναιρεσιβλήτου. Τέτοια όμως περίπτωση δεν συντρέχει, όταν η απόφαση δέχεται κοινή υπαιτιότητα των ομοδίκων, ακόμη και αν καθορίζει (ως εκ περισσού) συγκεκριμένο ποσοστό στη συνυπαιτιόττητας, αφού η σχετική κρίση δεν παράγει δέσμευση δεδικασμένου μεταξύ των ομοδίκων στην προς αλλήλους σχέση τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η πρώτη ασναιρεσίβλητη Ψ1 άσκησε την από 8-7-1992 αγωγή κατά των αναιρεσειόντων και των δύο τελευταίων αναιρεσιβλήτων (Ψ2 και Ψ3) με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί αν της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 17.775.874 δρχ. ως αποζημίωση, λόγω των φθορών που υπέστη το ακίνητό της, από πυρκαϊά που προκλήθηκε από συγκλίνουσα υπαιτιότητα των εναγομένων και των προστηθέντων απ’ αυτούς τόσο στο μισθωμένο από τους δύο τελευταίους αναιρεσιβλήτους ημιυπόγειο της κειμένης στο … Αττικής (…..)οικοδομής της, όσο και στο ισόγειο αυτής, το οποίο είχαν μισθώσει οι αναιρεσείοντες. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4143/2003 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον το ποσό των 40.645.48 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοσή της εν λόγω αποφάσεως. Στη συνέχεια, ύστερα από την με ημερομηνία 15-9-2003 έφεση των αναιρεσειόντων – εναγομένων και την από 29-9-2004 έφεση των δύο τελευταίων αναιρεσιβλήτων – εναγομένων, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη 1359/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο, αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά τις ως άνω εφέσεις και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ακολούθως, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν και με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον το ποσό των 35.390,62 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου οι αιαρεσείοντες (…… ΟΕ, Χ2 και Χ3) άσκησαν την κρινόμενη από 18-4-2005 αίτηση αναίρεσης, την οποία έστρεψαν τόσο κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης και ενάγουσας Ψ1, όσο και κατά των συνεναγομένων με αυτούς δύο τελευταίων αναιρεσιβλήτων (Ψ2 και Ψ3), οι οποίοι δεν είναι νικήσαντες αντίδικοι, αλλά ομόδικοι των αναιρεσειόντων, ως προς τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου δεν διέλαβε υπέρ αυτών διάταξη έναντι των ομοδίκων τους αναιρεσειόντων, αλλά όλοι υποχρεώθηκαν και καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας το ποσό που προαναφέρθηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίοι αναιρεσίβλητοι δεν κατέστησαν αντίδικοι των αναιρεσειόντων από μόνο το γένος ότι απαραδέκτως η μεν από 15-9-2003 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης απευθύνθηκε κατά των συνεναγομένων ομοδίκων τους δύο τελευταίων αναιρεσιβλήτων, η δε από 29-9-2004 έφεση τούτων και κατά των αναιρεσειόντων. Επομένως η ένδικη αναίρεση, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά των δύο τελευταίων αναιρεσιβλήτων (Ψ2 και Ψ3) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλεια, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα κοινής της πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του άρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α και 19 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δικής. Προς εξεύρεση της παραβίασης του νόμου, ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση και συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση, την ελάσσονα πρόταση και το συμπέρασμα (διατακτικό). Με τον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 ελέγχεται το σφάλμα στη μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα, εφόσον υπάρχει σφάλμα στο διατακτικό. Αν το σφάλμα εντοπίζεται στην ελάσσονα πρόταση, δηλαδή όταν η περιγραφή των περιστατικών είναι τόσο ατελής, ελλιπής ή αντιφατική, ώστε να μη μπορεί να διαγνωστεί, αν τα περιστατικά υπάγονται στον εφαρμστέο νομικό κανόνα, η παράβαση ελέγχεται με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19. Ειδικότερα, σε σχέση με το λόγο αυτό, έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία, η οποία έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό, κατά τρόπο σαφή και επαρκή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνον το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νομού δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 324 Κ.Πολ.Δ, δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα, παρισταμένων μόνον για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο με την ίδια ιστορική και νομική αίτια. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, ανελέγκτως, ότιαπόδείχτησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώθηκε πυρκαϊά στο ημιυπόγειο και στο ισόγειο της οικοδομής της πρώτης αναιρεσίβλητης: “…Την 15 Σεπτεμβρίου 1991 ημέρα Κυριακή και περί ώρα 01.00’στην οδό … αριθ. … στο …. Αττικής και στη στεγαζόμενη στο ημιυπόγειο του κτιρίου βιοτεχνία πλεκτών της πρώτης εναγομένης (ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης), τις εργασίες στην οποία διηύθυνε ο δεύτερος εναγόμενος (τρίτος αναιρεσίβλητος) σύζυγός της, κατ’ ανάθεση εκείνης, καθώς και στη στεγαζόμενη στο ισόγειο του ιδίου κτιρίου βιοτεχνία επίσης πλεκτών της πέμπτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας, ομόρρυθμοι εταίροι της οποίας ήταν ο τέταρτος εναγόμενος και η τρίτη εναγομένη (υπόλοιποι αναιρεσείοντες) προκλήθηκε πυρκαγιά. Η φωτιά εκδηλώθηκε σε χρόνο που δεν υπήρχε προσωπικό σε καμμία από τις άνω βιοτεχνίες και δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθεί το ακριβές σημείο ενάρξεως της πυρκαγιάς κατά την αυτοψία που έγινε από αξιωματικούς της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Από την πυρκαγιά προκλήθηκαν μέτριες σε έκταση υλικές ζημίες στα οικοδομικά στοιχεία του υπογείου του κτιρίου, που ήταν κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα ο σκελετός, από τούβλα η τοιχοποιία, με σκεπή, (ταράτσα) και μεγαλύτερες ζημίες στα οικοδομικά στοιχεία του ισογείου, καταστράφηκαν δε ολοσχερώς από τη φωτιά τα μηχανήματα και οι πρώτες ύλες (νήματα) της βιοτεχνίας πλεκτών του ισογείου και υπέστησαν μικρότερης έκτασης ζημίες τα μηχανήματα και οι πρώτες ύλες αυτής, κυρίως από τη διαβροχή από τα νερά για την κατάσβεση. Επίσης, έπεσαν επιχρίσματα οροφής του κτιρίου (κυρίως στο ισόγειο), έσπασαν τζάμια, καταστράφηκε η ηλεκτρική εγκατάσταση μαζί με τους πίνακες ρεύματος, καταστράφηκαν πόρτες και παράθυρα από τους καπνούς, ρυπάνθηκε ολόκληρο το κτίριο και προκλήθηκαν ζημιές σε ένα πλωτό ναυπήγημα με καμπίνα και σε μια λέμβο που βρισκόταν έμπροσθεν του κτιρίου. Από τις δυνάμεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που κατέφθασαν επί τόπου σε πολύ σύντομο διάστημα από τη στιγμή που ειδοποιήθηκαν, κατασβέσθηκε η πυρκαγιά μετά από έντονη προσπάθεια περί ώρα 01.20 της 15.12.91 Στην από ….. έκθεση πραγματογνωμοσύνης για τα αίτια και τις συνθήκες της πυρκαϊας που εκδηλώθηκε στις άνω βιοτεχνίες πλεκτών που υπογράφεται από τον διπλωματούχο Ναυπηγό Μηχανολόγο Μηχανικό ….. αναφέρεται ότι δεν ήταν δυνατό να εντοπισθεί η αρχική αιτία της πυρκαϊάς που έλαβε χώρα την 15-12-1991 και ώρα 01.12 στις δύο αυτές βιοτεχνίες, λόγω της μεγάλης και ομοιόμορφης καταστροφής του χώρου του ισογείου και του πέριξ του κεντρικού ηλεκτρικού πίνακα του υπογείου, σημειώνεται δε επιπλέον ότι ο κεντρικός ηλεκτρικός πίνακας του υπογείου είχε καταστραφεί από την πυρκαϊά καθώς και ο γύρω από αυτόν χώρος και στις περισσότερες ασφάλειες στις οποίες είχαν τοποθετηθεί σύρματα ενδεικτικά επαναχρησιμοποίησής τους μετά από καταστροφή τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της επαναχρησιμοποιήσεως ασφαλειών με σύρματα αναφέρεται ότι ήταν να μην έχουν την απαραίτητη προστασία οι ηλεκτροφόροι αγωγοί που προστάτευαν και ότι διαπιστώθηκαν βραχυκυκλώματα σε αγωγούς κοντά στον αναφερόμενο ηλεκτρικό πίνακα από την έντονη τήξη με αποκοπή σε ορισμένα σημεία των αναφερόμενων αγωγών, καθώς και ότι τα διάφορα μηχανήματα στο χώρο του υπογείου δεν είχαν υποστεί ζημίες από την εξέλιξη της πυρκαϊας, αλλά πιθανόν να υπέστησαν τέτοιες από το νερό που χρησιμοποιήθηκε για την κατάσβεση της πυρκαϊας και ότι δεν είχαν τεχνικά προβλήματα αυτές οι μηχανές πλέξεως στο χώρο της βιοτεχνίας στο υπόγειο του κτιρίου. Στον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα του ισογείου διαπιστώθηκε από τον άνω πραγματογνώμονα ότι επικρατούσε η ίδια κατάσταση με εκείνη του υπογείου μόνο που η καταστροφή στο ισόγειο ήταν ολοσχερής και ο ορισμός των βραχυκυκλώματων των ηλεκτροφόρων αγωγών ήταν μεγαλύτερος και τα διάφορα μηχανήματα της βιοτεχνίας του ισογείου είχαν υποστεί μεγάλες ζημίες από την πυρκαϊα, αλλά δεν διαπιστώθηκαν τεχνικά προβλήματα σε αυτά που να εξηγούν την έναρξη της πυρκαγιάς. Ακόμη ανέφερε ο ίδιος πραγματογνώμων στην άνω έκθεση ότι δεν ανευρέθηκαν τυχόν κατάλοιπα γνωστών εκρηκτικών ή εμπρηστικών μηχανισμών, αλλά στο χώρο του υπογείου και κάτω από τον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα βρέθηκαν βαρέλια που περιείχαν πετρέλαιο και αυτός ήταν και ο λόγος που το έργο κατασβέσεως της πυρκαϊας του συγκεκριμένου χώρου ήταν δυσχερής.
Στο συμπέρασμα εξέθετε ο πραγματογνώμων ότι από τον λεπτομερή τεχνικό έλεγχο των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και των διαφόρων μηχανημάτων στις παραπάνω βιοτεχνίες πλεκτών και από την έρευνα των χώρων και καταλοίπων της πυρκαγιάς και την αξιολόγηση των διαπιστωθέντων, κατά τη γνώμη των πραγματογνωμόνων, η πυρκαγιά αποδίδεται σε ηλεκτρικά βραχυκυκλώματα που έλαβαν χώρα λόγω της υπερφόρτωσης των ηλεκτροφόρων αγωγών στις περιοχές των κεντρικών ηλεκτρικών πινάκων στις δύο βιοτεχνίες πλεκτών. Αυτό έγινε από το ότι το σύστημα προστασίας των ηλεκτροφώρων αγωγών (διάφορες ασφάλειες) δεν λειτούργησε, διότι είχαν παραβιασθεί οι ασφάλειες με τοποθέτηση συρμάτων και επαναχρησιμοποίηση των μετά από προηγούμενη καταστροφή αυτών και ότι η αλλοίωση των ασφαλειών και τα βραχυκυκλώματα που διαπιστώθηκαν στους ηλεκτροφόρους αγωγούς τόσο στο υπόγειο όσο και στο ισόγειο και κοντά στο χώρο που ήταν οι ηλεκτρικοί πίνακες καθιστούσαν αδύνατη τη διαπίστωση αν η πυρκαγιά άρχισε στο χώρο του υπογείου ή του ισογείου.
Στην έκθεση πραγνματογνωμοσύνης του Ηλεκτρολόγου _Μηχανολόγου ……, που διορίσθηκε με την 58/1993 απόφαση του Πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών, σημειώνεται ότι επισκέφθηκε τον τόπο της πυρκαγιάς και ήταν ανεπισκεύαστοι τόσο οι χώροι στο υπόγειο όσο και στο ισόγειο, όπου υπήρχαν οι δύο βιοτεχνίες και διαπιστώθηκαν έντονα τα ίχνη της πυρκαγιάς και στην πλάκα του υπογείου προς το ισόγειο υπήρχε εκεί, όπου οι δύο βιοτεχνίες είχαν τους κεντρικούς ηλεκτρικούς πίνακες, μία τρύπα διαμέτρου περίπου 10 εκατοστών του μέτρου, η οποία τον πληροφόρησαν ότι εξυπηρετούσε τη διέλευση των κεντρικών καλωδίων κατά το παρελθόν, όταν υπήρχε κοινός μετρητής ηλεκτρικής ενέργειας και για τις δύο βιοτεχνίες που στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο και εκφραζόταν η άποψη ότι αυτή η τρύπα μπορεί να αποτέλεσε και την πρώτη δίοδο για τη μετάδοση της πυρκαγιάς από τον ένα χώρο στον άλλο.
Από τον πραγματογνώμονα αυτόν δεν δόθηκε απάντηση στο ερώτημα για το αίτιο της πυρκαγιάς από την μη ύπαρξη, κατά τον χρόνο της αυτοψίας που έγινε εκ μέρους του στις 3/10-93 και κατά τον χρόνο της πραγματογνωμοσύνης που κατετέθη την 26-5-95 στη γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, των στοιχείων που μνημονεύονταν ότι υπήρχαν κατά το χρόνο της πυρκαγιάς στην έκθεση της πυροσβεστικής υπηρεσίας που επελήφθη της κατασβέσεως της και, ειδικότερα, των παρεμβάσεων στους ηλεκτρικούς πίνακες και των επισκευασμένων ασφαλειών στους πίνακες και των δύο ορόφων. Κατά τον άνω πραγματογνώμονα ήταν ολοσχερώς καταστραμμένη η ηλεκτρική εγκατάσταση και έπρεπε να κατασκευασθεί από την αρχή. Η πραγματογνώμων ….. μετά από αυτοψία που διενήργησε στην οικοδομή της ενάγουσας στο ισόγειο και στο υπόγειο της οποίας εξερράγη την 15-12-1991 πυρκαγιά αναφέρει στην από …. έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ότι από τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν κατά την πυρκαγιά προκλήθηκαν σημαντικές βλάβες στον φέροντα οργανισμό. Οι ζημιές που προκλήθηκαν στο ισόγειο του κτιρίου της ενάγουσας από αυτή την πυρκαγιά ήταν μεγαλύτερες, διότι από τη βιοτεχνία της εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας που στεγαζόταν στο χώρο αυτό χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεκτών κυρίως ακρυλικό νήμα ως πρώτη ύλη. Υπήρχε μεγάλη ποσότητα τέτοιων πρώτων υλών και ετοίμων προϊόντων, τα οποία είναι πολύ εύφλεκτα και επεκτάθηκε ταχύτατα η φωτιά σε όλο το χώρο του ισογείου μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς από την καύση των ακρυλικών νημάτων και των προϊόντων που είχαν κατασκευασθεί από αυτά. Στην βιοτεχνία πλεκτών που λειτουργούσε στο υπόγειο οι δύο πρώτοι εναγόμενοι χρησιμοποιούσαν κυρίως μάλλινα νήματα που δεν είναι τόσο εύφλεκτα όσο τα ακρυλικά και η φωτιά δεν επεκτάθηκε σε. όλο το χώρο του υπογείου, αλλά περιορίστηκε σε 15 τ.μ. περίπου εκεί που ήταν ο ηλεκτρικός πίνακας και τα βαρέλια με το πετρέλαιο κάτω από αυτόν. Μεσολαβούσε μεταξύ του χώρου αυτού και εκείνου όπου ήταν τοποθετημένες οι πέντε πλεκτομηχανες ένα διάκενο πλάτους τριών μέτρων που λειτούργησε ως αντιπυρική ζώνη. Δεν επεκτάθηκε η φωτιά πέρα από το μέρος, όπου βρισκόταν στην αριστερή πλευρά ο ηλεκτρικός πίνακας προς τα δεξιά, διότι δεν υπήρχαν πολλά αποτεθειμένα έτοιμα προϊόντα και πρώτες ύλες στο χώρο του υπογείου σε ποσότητες που να καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση, αλλά κάηκαν έτοιμα προϊόντα και νήματα που ήταν μαζί με υλικά συσκευασίας στο χώρο δίπλα από τον ηλεκτρικό πίνακα. Βοήθησε περαιτέρω αρκετά στη μετάδοση της φωτιάς το πετρέλαιο που ήταν σε κάποιο ανοικτό από τα βαρέλια κάτω από τον ηλεκτρικό πίνακα του υπογείου και αυτό, όπως θερμάνθηκε και εξαερωνόταν, ανεφλέγη με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σταθερή εστία πυρός από το καιγόμενο εξαερούμενο πετρέλαιο.
Οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν στην Εισηγήτρια Δικαστή που ορίσθηκε με την Πράξη του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και είναι συγγενείς των διαδίκων δεν ήταν παρόντες στο χώρο των βιοτεχνιών όταν εκδηλώθηκε η πυρκαγιά στο υπόγειο και το ισόγειο του κτιρίου της ενάγουσας, ούτε προσήλθαν εκεί κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, αλλά πήγαν στο κτίριο το πρωί της επόμενης ημέρας όταν είχε σβήσει η πυροσβεστική υπηρεσία της φωτιά. Ο ….. που ειδοποίησε την πυροσβεστική υπηρεσία προσήλθε στο χώρο έξω από το κτίριο, όπου είχε εκδηλωθεί η πυρκαγιά, όταν είχε φθάσει εκεί η πυροσβεστική και είχε επιληφθεί του έργου της κατάσβεσης και δεν είχε πλήρη θέα του κτιρίου από τους καπνούς και τις φλόγες και δεν εγνώριζε ότι υπήρχε υπόγειος χώρος στο κτίριο, γι’ αυτό εσχημάτισε τη γνώμη ότι οι πυροσβέστες έρριχναν νερό για να σβήσουν τη φωτιά στο ισόγειο, αν και αντελήφθη ότι οι πυροσβέστες έκοψαν τη σιδερένια θύρα του ισογείου για να εισέλθουν εντός του κτιρίου, όπως προκύπτει από όσα κατέθεσε εξεταζόμενος ως μάρτυς στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση του στις 29-4-1996, όταν εκδικαζόταν η σε βάρος της πρώτης και τετάρτου των κατηγορουμένων ποινική υπόθεση για εμπρησμό από αμέλεια, ενώ στην από 19-12-91 έκθεση εξετάσεως του ως μάρτυρας ενώπιον αξιωματικών της πυροσβεστικής υπηρεσίας ανέφερε ότι όταν βγήκε από την οικία του στην οδό ….. στο Περιστέρι, που απείχε 50 μέτρα από το κτίριο με τις βιοτεχνίες των εναγομένων μετά το θόρυβο από το σπάσιμο τζαμιών περί ώρα 01.00 τη νύχτα της 15-12-91, είδε να βγαίνουν φλόγες και καπνοί από τα πλάγια του ακινήτου της ενάγουσας, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το ακριβές σημείο και την εστία της φωτιάς και προσέθεσε ότι μέχρι να πλησιάσει στο χώρο των βιοτεχνιών, όπου είχε εκδηλωθεί η πυρκαγιά, σε χρονικό διάστημα δύο λεπτών η φωτιά πήρε μεγάλες διαστάσεις και ότι τότε έφθασε στον τόπο της πυρκαγιάς η Πυροσβεστική Υπηρεσία που επελήφθη του έργου της κατασβεσης.
Ο αντιπύραρχος ….. που ήταν διοικητής της μονάδος της Υπηρεσίας για την κατάσβεση και είχε ορισθεί πραγματογνώμων για την διερεύνηση των αιτιών και των συνθηκών της πυρκαϊας που εκδηλώθηκε στις βιοτεχνίες πλεκτών των εναγομένων που στεγάζονταν στο κτίριο ιδιοκτησίας της ενάγουσας εξετάσθηκε ως μάρτυς κατά την εκδίκαση της κατηγορίας για εμπρησμό από αμέλεια στο ποινικό δικαστήριο πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Αυτός ήταν παρών κατά την προσπάθεια κατασβέσεως της πυρκαγιάς και έκανε λόγο ότι έσπασαν από τη φωτιά κάποια τζάμια στο υπόγειο του άνω κτιρίου, αλλά προσέθεσε ότι ορισμένα από τα τζάμια τα έσπασαν οι πυροσβέστες για να ρίξουν νερό. Δεν αντιλήφθηκε ο αξιωματικός αυτός που πήγε λίγο διάστημα μετά την μετάβαση των πυροσβεστικών οχημάτων στον τόπο της πυρκαιάς να εξέρχονται από το κτίριο φλόγες. Οι πυροσβέστες που ρώτησε τον πληροφόρησαν ότι έβγαιναν φλόγες από το υπόγειο του κτιρίου. Προσδιορίζοντας αυτός περαιτέρω την ένταση της φωτιάς είπε ότι ήταν μεγαλύτερη στο ισόγειο και ότι, όταν άνοιξαν (κόβοντας) την εξωτερική θύρα του ισογείου, οι πυροσβέστες διαπίστωσαν ότι είχε επεκταθεί η φωτιά σε όλη την επιφάνεια του ισογείου και γινόταν η προσπάθεια κατάσβεσης από δύο σημεία, εννοώντας, προφανώς, ότι και από τη στέγη του κτιρίου όπου ανέβηκαν οι άνδρες της πυροσβεστικής και έρριχναν νερό στο ισόγειο. Είπε ακόμη αυτός ότι επί μια ώρα διήρκησε η προσπάθεια των πυροσβεστών να σβήσουν τη φωτιά στο ισόγειο και ότι από τη φωτιά των νημάτων και των ετοίμων ειδών από ακρυλικό στο ισόγειο μεταδιδόταν εύκολα η φωτιά λόγω ακαριάιας καύσεως του ακρυλικού που συρρικνώταν απέδωσε δε το σπάσιμο των τζαμιών και στην ανάπτυξη μεγάλων θερμοκρασιών. Επίσης, είπε ότι ζεστάθηκαν τα υγρά καύσιμα που ήταν στο βαρέλι που ήταν ανοικτό στο υπόγειο και έβγαιναν ατμοί που ανεφλέγησαν και ότι αυτή η φλόγα ήταν ικανή να μεταδώσει τη φωτιά στο ισόγειο, καθώς ότι τα ίχνη από τον καπνό έδειχναν ότι ήταν ανοδική η φορά του καπνού, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι ξεκίνησε η φωτιά από το σημείο όπου ήταν τοπ βαρέλι με το πετρέλαιο. Έκανε ακόμη λόγο για την ανεύρεση ασφαλειών στον ηλεκτρικό πίνακα του ισογείου με πρόσθετα σύρματα, ώστε να είναι δυνατή η επαναχρησιμοποίηση των, ότι διαπιστώθηκαν βραχυκυκλώματα στους ηλεκτρικούς αγωγούς στο ίδιο σημείο και στο υπόγειο και στο ισόγειο και ότι δεν θα γίνονταν βραχυκυκλώματα με κατεβασμένους τους διακόπτες που μεσολαβούσαν μεταξύ του ηλεκτρικού πίνακα και των αγωγών που τροφοδοτούσαν με ρεύμα τις μηχανές.
Ο έτερος πραγματογνώμων που ορίσθηκε από το Ανακριτικό Τμήμα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για τη διερεύνηση των αιτιών και των συνθηκών πυρκαϊας ….. εξεταζόμενος ως μάρτυς στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά τη συνεδρίαση του, μετά την αναίρεση από τον Άρειο Πάγο της προηγούμενης 5783-5784/1998 αποφάσεως του Εφετείου, έκανε λόγο για τα σύρματα και τα αλουμινόχαρτα που βρήκε στις ασφάλειες τήξεως τόσο στον ηλεκτρικό πίνακα του ισογείου όσο και στον ηλεκτρικό πίνακα του υπογείου του κτιρίου και ότι γινόταν αυτή η τοποθέτηση συρμάτων και σιγαρόχαρτου στις κατεστραμμένες ασφάλειες για να μη διακόπτεται η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος προς τους διακόπτες και από αυτούς μέσω των ηλεκτροφόρων αγωγών προς τις μηχανές πλέξεως που ήταν ηλεκτροκίνητες. Επίσης, είπε ότι δεν ήταν σε καλή κατάσταση ούτε ο ηλεκτρικός πίνακας στο ισόγειο ούτε εκείνος στο υπόγειο και ότι μετά τον πίνακα και κοντά σ’ αυτόν διαπιστώθηκαν τα βραχυκυκλώματα καλωδίων στο ισόγειο χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη και άλλων βραχυκυκλωμάτων. Ακόμη είπε ότι περισσότερα ήταν τα βραχυκυκλώματα στο ισόγειο και ότι για να σημειωθούν αυτά έπρεπε να είχε καταστραφεί τελείως η μόνωση των καλωδίων που μπορεί να επηρεασθεί από τη μεγάλη θερμοκρασία. Είπε, επίσης, ότι είδε αυτός, όταν μετέβη και έλεγξε τους χώρους την άλλη ημέρα, ότι υπήρχαν καλώδια καμμένα που είχαν ξεκολλήσει από τα σημεία στήριξης, καθώς και ότι διαπίστωσαν να υπάρχουν ηλεκτρικά καλώδια και στους τοίχους με τη μόνωση τους επάνω και άλλα ξεκολλημένα και κομμένα, όπως κάποια από την οροφή του υπογείου που ήταν βραχυκυκλωμένος, ενώ στο ισόγειο τα περισσότερα από τα καλώδια ήταν πεσμένα. Αναγνώρισε ο μάρτυς πραγματογνώμων ότι υπήρχαν καπνοί με κατεύθυνση προς τα πάνω και ότι το σύνηθες είναι η φωτιά να μη πηγαίνει με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω και ότι για να συμβεί το αντίθετο που είναι πιο δύσκολο πρέπει να υπάρχει υλικό θερμότητος, όπως δέχθηκε ότι είναι οι ύλες από ακρυλικό και απέφυγε να διατυπώσει συμπέρασμα από πού ξεκίνησε η πυρκαγιά, αλλά ότι δύσκολα θα μπορούσε να γίνει φωτιά από βραχυκύκλωμα αν υπήρχαν κανονικές ασφάλειες στους ηλεκτρικούς πίνακες και επίσης παρατήρησε ότι υπήρχε ρεύμα στους αγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος, διαφορετικά δεν θα σημειωνόταν βραχυκύκλωμα, και ότι υπερφόρτωση με ηλεκτρικό ρεύμα των αγωγών δεν δικαιολογείται με κλειστές τις ηλεκτρικές πλεκτικές μηχανές που ήταν στις βιοτεχνίες που λειτουργούσαν στους χώρους του υπογείου και του ισογείου, όπου σημειώθηκε η πυρκαϊα. Τέλος, για την επιμονή της φωτιάς στο υπόγειο εξέφρασε ο άνω πραγματογνώμων την άποψη ότι έπρεπε να υπήρχε, εκτός από το πετρέλαιο, και άλλο υλικό η χυμένα καύσιμα, ούτε απέκλεισε το ενδεχόμενο από τη φωτιά στο υπόγειο εκεί που καιγόταν το βαρέλι με το πετρέλαιο κάτω από τον πίνακα να ζεστάθηκε η επάνω οροφή και να μεταδόθηκε η φωτιά. Οι ζημιές στο κτίριο της ενάγουσας προκλήθηκαν από την πυρκαϊα που έγινε στις 15-12-91 και οφείλονταν σε ηλεκτρικά βραχυκυκλώματα στα καλώδια γραμμών της ηλεκτρικής εγκατάστασης που τροφοδοτούσαν τις μηχανές πλέξεως τόσο στο ημιυπόγειο όσο και στο ισόγειο της οικοδομής. Από τους σπινθήρες κατά την δημιουργία των βραχυκυκλωμάτων τα καλώδια άρχισαν να καίγονται. Από τα καλώδια πήρε και ο κεντρικός ηλεκτρικός πίνακας τόσο εκείνος στο ισόγειο όσο και αυτός στο ημιυπόγειο. Οι σπινθήρες και τα φλεγόμενα τεμάχια από τα καλώδια που έπεσαν στο δάπεδο, όπου υπήρχαν εύφλεκτες ύλες στο ημιυπόγειο κάτω από τον πίνακα και οι σπινθήρες και τα κομμάτια από τα καιγόμενα καλώδια που έπεσαν στο ισόγειο του κτιρίου, προκάλεσαν ανάφλεξη χυμένων καυσίμων στο δάπεδο του ημιυπογείου που μεταδόθηκε στις υπάρχουσες πρώτες ύλες και ανάφλεξη στις πρώτες ύλες από ακρυλικό στο δάπεδο στο ισόγειο που καιγόνταν εύκολα. Έτσι, θερμάνθηκαν οι καύσιμες ύλες στο βαρέλι με το πετρέλαιο στο υπόγειο και άρχισαν να καίγονται, όπως εξατμίζονταν, και επεκτάθηκε η φλόγα προς τα πάνω αφού κάηκαν πλεκτά και νήματα από μαλλί στο χώρο, όπου ήταν αποτεθειμένα στο εμπρόσθιο αριστερό μέρος, χωρίς να επεκταθεί σε άλλους χώρους του υπογείου, ακόμη δε επεκτάθηκε η φωτιά από τις καιόμενες από ακρυλικό πρώτες ύλες και έτοιμα προϊόντα που ήταν στο χώρο του ισογείου και κατέστρεψε τις μηχανές και έφθασε μέχρι το πατάρι και λόγω της υψηλής θερμοκρασίας που αναπτύχθηκε και έφθασε τους 700 βαθμούς επέφερε και τις φθορές στο φέροντα οργανισμό του κτιρίου στην οροφή του υπογείου, στο δάπεδο του ισογείου και στους τοίχους και στα μεταλλικά κουφώματα. Οι εναγόμενοι που είχαν την ευθύνη για τη λειτουργία των δύο άνω βιοτεχνιών πλεκτών, στο ημιυπόγειο του άνω κτιρίου οι δύο πρώτοι και οι υπόλοιποι στο ισόγειο του ίδιου κτιρίου, από αμέλεια δεν συντηρούσαν όπως επιβαλλόταν την χωριστή ηλεκτρική εγκατάσταση από την οποία εξυπηρετούνταν κάθε βιοτεχνία. Αυτοί και οι εκ μέρους των προστηθέντες στις εργασίες που γίνονταν στις δύο αυτές ανεξάρτητες επιχειρήσεις τοποθετούσαν στους ηλεκτρικούς πίνακες που ήταν στο ημιυπόγειο και στο ισόγειο του άνω κτιρίου πολλές ασφάλειες προστασίας των ηλεκτρικών καλωδίων που ξεκινούσαν από τον πίνακα και έφθαναν στις μηχανές πλέξεως, ενώ είχαν καεί και αχρηστευθεί προσθέτοντας πρόχειρα σύρματα ή αλουμινόχαρτο από συσκευασίες για τσιγάρα. Αυτή η επέμβαση από τα άνω πρόσωπα στις ασφάλειες είχε συνέπεια να παρέχουν μειωμένη προστασία από την υπερφόρτωση των αγωγών με ηλεκτρικό ρεύμα και γινόταν για να λειτουργούν οι μηχανές όλες τις ώρες τον περισσότερο καιρό και ήταν η αιτία να δημιουργηθούν τα βραχυκυκλώματα. Τα άνω πρόσωπα όφειλαν να αντικαταστήσουν τις καταστραμμένες ασφάλειες κάθε φορά με νέες που είχαν μεγαλύτερη αντοχή και μπορούσαν να προβαίνουν σε τέτοια αντικατάσταση για να μη δημιουργείται κανένα τέτοιο πρόβλημα στην ηλεκτρική εγκατάσταση.
Από την οπή, που είχε ανοιχθεί στο παρελθόν μεταξύ της οροφής του υπογείου και του δαπέδου του ισογείου στο άνω κτίριο, όταν εξυπηρετούνταν από κοινό μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας και συνδέονταν ο ηλεκτρικός πίνακας του ημιυπογείου με τον ηλεκτρικό πίνακα στο ισόγειο του κτιρίου, οι φλόγες που ήταν έντονες εξαιτίας του καιόμενου πετρελαίου και είχαν ανοδική τάση και έφθαναν μέχρι την οροφή του υπογείου πέρασαν και έφθασαν στο ισόγειο, όπου είχε εξελιχθεί ήδη η πυρκαϊα από τα βραχυκυκλώματα των καλωδίων κοντά στον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα. Οι φλόγες από το καιόμενο πετρέλαιο συντέλεσαν και αυτές στην περαιτέρω υπερθέρμανση της οροφής του ημιυπογείου που ήταν και το δάπεδο του ισογείου. Οι φλόγες από το καιόμενο πετρέλαιο, ως πρόσθετη εστία πυρός, ήταν μια επί πλέον αιτία για να συνεχίσει η φωτιά να κατακαίει όλο το χώρο του ισογείου, όπου οι καταστροφές από την πυρκαϊά ήταν πολύ μεγαλύτερες. Σημειώνεται ότι πρώτα άρχισε από τους άνδρες των δυνάμεων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας η κατάσβεση της πυρκαϊάς από το ημιυπόγειο με τη ρίψη νερού μετά τη θραύση των υαλοπινάκων στους φεγγίτες που ήταν στο αριστερό μέρος αυτού και αργότερα άρχισε η αντιμετώπιση της πυρκαϊας στο ισόγειο του κτιρίου, διότι καθυστέρησαν οι πυροσβέστες μέχρι να κόψουν με μηχάνημα τη μια από τις μεταλλικές θύρες στο ισόγειο του κτιρίου και μέχρι να μετακινήσουν από τον προ του κτιρίου εξωτερικό χώρο το σκάφος και τη βάρκα που είχαν αποτεθεί εκεί από τον σύζυγο της ενάγουσας. Εξεταζόμενος στο ποινικό δικαστήριο ο σύζυγος της τρίτης εναγομένης και γαμβρός του τετάρτου εναγομένου Χα, που εξετάσθηκε κατά πρόταση των τριών τελευταίων εναγομένων και στον Εισηγητή στα πλαίσια της δίκης επί της ένδικης αγωγής, ανέφερε ότι όταν έφυγε ώρα 10 νυκτερινή της προηγούμενης της πυρκαϊάς από την βιοτεχνία πλεκτών του ισογείου μαζί με τον Γ1, που διατηρούσε σε διπλανό ακίνητο βιοτεχνία νημάτων, διέκοψε την λειτουργία των μηχανών της επιχειρήσεως στο ισόγειο, κλείνοντας τους διακόπτες εκκίνησης που ήταν κοντά στον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα ενώ ο Γ1 έκλεισε κατεβάζοντας τον γενικό διακόπτη, διότι ήταν ο γάμος κάποιας ανηψιάς του τετάρτου εναγομένου το απόγευμα της επόμενης ημέρας και πήγαν όλοι σε κάποιο δείπνο που παρέθετε το Σάββατο το βράδυ ο πατέρας ο πατέρας της νύφης. Ο υιός των δύο πρώτων εναγομένων εξεταζόμενος ως μάρτυς στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης στην εισηγήτρια Δικαστή, αλλά και στο ακροατήριο του ποινικού Δικαστηρίου, έκανε λόγο για αναχώρηση του ίδιου με τον εναγόμενο πατέρα του από τη βιοτεχνία του ημιυπογείου την νύκτα της 14-12-1991 μετά την 23.15 και ότι δεν άφηναν τις μηχανές να λειτουργούν στη βιοτεχνία πλεκτών χωρίς να είναι κάποιο άτομο την επιχείρηση. Δεν πείθεται το Δικαστήριο ότι δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα η ηλεκτρική εγκατάσταση στην επιχείρηση πλεκτών του ισογείου, όπως υποστήριξαν ο Χα και άλλοι μάρτυρες που εργάζονταν στην ίδια επιχείρηση στα πλαίσια της ποινικής δίκης. Διαφορετικά δεν θα βρισκόταν στον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα του ισογείου από τους πραγματογνώμονες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επαναχρησιμοποιημένες ασφάλειες με πρόσθετα πρόχειρα σύρματα τοποθετημένα εξωτερικά σ’ αυτές. Δεν είχε αναφέρει, όταν εξεταζόταν προανακριτικώς, ο Χα ότι είχε συναντηθεί πριν φύγει από τη βιοτεχνία του ισογείου όπου εργαζόταν ως μηχανικός με τον μάρτυρα Γ1 και ότι είχε προβεί σε κλείσιμο του γενικού διακόπτη της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως, αλλά μόνον ότι έκλεισε τις μηχανές. Στις αρχικές καταθέσεις του στους αξιωματικούς της Πυροσβεστικής και στον Ανακριτή ο μάρτυς Γ1 δεν ανέφερε ότι είχε μεταβεί ο ίδιος στις 14-12-91 στην βιοτεχνία του ισογείου, ούτε ότι συναντήθηκε με τον Χα ούτε ότι έκλεισε τον γενικό διακόπτη. Οι διαπιστώσεις των πραγματογνώμων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επηρέασαν τις μεταγενέστερες καταθέσεις των μαρτύρων. Τα βραχυκυκλώματα στα καλώδια της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως του ισογείου κοντά στον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα δεν οφείλονταν μόνο στη μετάδοση της πυρκαϊας από το ημιυπόγειο του κτιρίου με άνοδο της φωτιάς στον χώρο του ισογείου. Η υπερφόρτωση των ηλεκτροφόρων αγωγών και πρόκληση βραχυκυκλωμάτων, δημιουργήθηκε από τη λειτουργία των μηχανών πλέξεως τις νυκτερινές ώρες τόσο στη βιοτεχνία του ημιυπογείου όσο και στη βιοτεχνία του ισογείου, λόγω των καμμένων και επαναχρησιμοποιημένων ασφαλειών μετά την προσθήκη των πρόχειρων συρμάτων. Δεν πείθεται το Δικαστήριο από όσα ανέφεραν οι μάρτυρες των εναγομένων που εξετάσθηκαν ενώπιον της εισηγήτριας Δικαστού ότι διεκόπη η λειτουργία των μηχανών πλέξεως στις άνω βιοτεχνίες όταν αποχώρησαν από αυτές τελευταίοι ο πρώτος εναγόμενος με τον υιό του και ο γαμβρός του τετάρτου και σύζυγος της τρίτης των εναγομένων, αφού ήταν σύνηθες να λειτουργούς κάποιες μηχανές και τις νυκτερινές ώρες για να ετοιμάζουν το λάστιχο που την επόμενη ημέρα έπρεπε να υπάρχει για να χρησιμοποιηθεί στα παραγόμενα έτοιμα είδη ενδύσεως. Δεν αποτελούσε λόγο να μη λειτουργήσει τη νύκτα της 14-12-91 μηχανή πλέξεως στο χώρο του ισογείου το ότι την επομένη το απόγευμα θα γινόταν ο γάμος συγγενούς του διαχειριστή της πέμπτης εναγομένης και εκπροσώπου αυτής τετάρτου των εναγομένων και αν έγινε κάποια εορταστική εκδήλωση το βράδυ της 14-11-1991.
Στο υπ’ αριθμό ….. απαντητικό έγγραφο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης – Τμήμα Εσωτερικών Λειτουργιών – Γραφείο Αντιγραφών προς τον τέταρτο εναγόμενο βεβαιώνεται ότι επελήφθη η υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας πυρκαϊας, η οποία εξερράγη την 15-12-91 και ώρα 01.20 στην οδό …. – …. από άγνωστη αιτία στον υπόγειο χώρο του κτιρίου με αποτέλεσμα να επεκταθεί και στον ισόγειο χώρο που κατεστράφηκαν ολοσχερώς από την πυρκαϊα και ότι του συμβάντος επελήφθη το Πυροσβεστικό Σώμα. Στηρίζονται όσα βεβαιώνονται στο άνω έγγραφο σε όσα δήλωσαν ότι υπέπεσαν στην αντίληψη τους οι αστυνομικοί …. και ….., που ήταν μέλη του περιπολικού της Άμεσης Δράσης που αφίχθηκε στον άνω τόπο τη πυρκαγιάς ορισμένα λεπτά αργότερα από τότε που είχαν μεταβεί στον ίδιο χώρο οχήματα με άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που είχαν αρχίσει να επιλαμβάνονται του έργου της κατασβέσεως. Δεν είναι επαρκή τα στοιχεία αυτά να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η πυρκαϊα εκδηλώθηκε αρχικά μόνον στο χώρο του ημιυπογείου του άνω κτιρίου και ότι συνέχεια επεκτάθηκε στο χώρο του ισογείου.
Επηρεάσθηκαν οι άνω αστυνομικοί της Αμέσου Δράσεως κατά το χρόνο που πήγαν στον τόπο της πυρκαϊάς βλέποντας του πυροσβέστες να έχουν επιληφθεί πρώτα της κατασβέσεως της πυρκαγιάς στο υπόγειο του κτιρίου με τη ρίψη νερού από έξω αφού έσπασαν τα τζάμια στο αριστερό εμπρός μέρος του κτιρίου του υπογείου και από το ότι άργησαν να επιληφθούν της κατασβέσεως της φωτιάς στο ισόγειο, αφού έκοψαν πρώτα με μηχανήματα την μεταλλική θύρα στο ισόγειο. Δεν είχαν ορατότητα οι αστυνομικοί για την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του ισογείου και στη συνέχεια μπόρεσαν να διαπιστώσουν ότι φλεγόταν και ο χώρος της βιοτεχνίας στο ισόγειο όταν άρχισε η αντιμετώπιση της φωτιάς στον χώρο του ισογείου από τους πυροσβέστες.
Δεν είναι δεσμευτικές για το παρόν Δικαστήριο, κατά την έρευνα και κρίση επί της ένδικης αγωγής, η υπ’ αριθμό 9809/99 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που κήρυξε ένοχο εμπρησμού από αμέλεια τον τέταρτο των εναγομένων ως πρόξενο της άνω πυρκαγιάς από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος για άνθρωπο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως (5) μηνών και η υπ’ αριθ. 5783/5784/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που κήρυξε αθώα την πρώτη εναγομένη της ίδιας αξιοποίνου πράξεως, αφού οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια κατά το άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., αλλά χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν εξαφανίστηκαν μεταγενεστέρως, ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου.
Έχουν δεχθεί η 2474/1996 και 2746/1996 αποφάσεις του παρόντος Εφετείου ότι η άνω πυρκαϊά στον ημιυπόγειο χώρο του ακινήτου στην οδό … αριθ. …. και στον ισόγειο χώρο του ίδιου ακινήτου οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης των εδώ εναγομένων και τους προστηθέντες από αυτή εργαζομένους στην επιχείρηση της που στεγαζόταν στο ημιυπόγειο του άνω ακινήτου και δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα των υπευθύνων και εργαζομένων της εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας, η επιχείρηση της οποίας στεγαζόταν στο ισόγειο του ίδιου κτιρίου. Οι αποφάσεις αυτές είχαν εκδοθεί επί άλλων αγωγών που είχε ασκήσει ο σύζυγος της εδώ ενάγουσας ως εκμισθωτής των άνω χώρων του ίδιου κτιρίου στις άνω εναγόμενες και με τις οποίες ζητούσε όχι αποζημίωση από αδικοπραξία για ζημιές στο κτίριο όπου ήταν αυτοί οι μίσθιοι χώροι, αλλά τα μισθώματα του διαστήματος από Νοέμβριο 1991 έως και Δεκέμβριο 1992 από το ότι κατά αυτό το διάστημα οι εναγόμενες μισθώτριες και τα ομόρρυθμα μέλη της εξ αυτών μισθώτριας του ισογείου εταιρείας δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα μίσθια από λόγους που αφορούσαν τις ίδιες, δηλαδή τις βλάβες που προκλήθηκαν στο ακίνητο από την πυρκαϊά που οφειλόταν σε υπαιτιότητα της κάθε μισθώτριας. Δεν παράγεται δεδικασμένο από τις άνω αποφάσεις και δεν δεσμεύεται το παρόν Δικαστήριο ως προς την ευθύνη κάθε εναγομένου για τις ζημιές που προκλήθηκαν από την πυρκαϊά στο κτίριο αυτό. Δεν συνέτρεχαν οι από το άρθρο 324 Κ.Πολ.Δικ. προϋποθέσεις για την ενέργεια δεδικασμένου από τις άνω αποφάσεις του Εφετείου τούτου, που εκδόθηκαν μεταξύ διαφορετικών προσώπων ως διαδίκων από αυτά που είναι διάδικοι στη δίκη επί της ένδικης αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και δεν υπάρχει επίσης ταυτότητα δικαιώματος και ιστορικής και νομικής αιτίας αφού διέφερε η έννομη σχέση των αγωγών εκείνων και ζητούνταν μισθώματα να καταβληθούν από τους εναγομένους στον σύζυγό της ενάγουσας, ως εκμισθωτή των χώρων όπου εκδηλώθηκε η πυρκαϊά. Δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν δέχθηκε ύπαρξη δεδικασμένου από τις άνω αποφάσεις του Εφετείου τούτου και δεν έκρινε αναλόγως, ως προς το ζήτημα της αιτίας της πυρκαϊας και του χώρου όπου πρώτα εκδηλώθηκε αυτή, όπως και της υπαιτιότητος μόνον εκείνων από τους εναγομένους που είχαν σχέση με τη βιοτεχνία που λειτουργούσε στο ημιυπόγειο του ακινήτου της ενάγουσας. Όσα υποστηρίζονται περί του αντιθέτου με τον πρώτο λόγο της εφέσεως των τριών τελευταίων εναγομένων είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Αποδεικνύεται κατόπιν αυτών ότι αμέλεια των δύο πρώτων εναγομένων που είχαν την βιοτεχνία του ημιυπογείου, αλλά και των προστηθέντων από αυτούς, καθώς και αμέλεια των λοιπών εναγομένων που είχαν τη βιοτεχνία του ισογείου και των προστηθέντων που εργαζόνταν σ’ αυτή, συνετέλεσε στην εκδήλωση και διάδοση της πυρκαϊας από βραχυκυκλώματα των αγωγών της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως, διότι άφηναν σε κακή κατάσταση τους ηλεκτρικούς πίνακες, δεν συντηρούσαν τη ηλεκτρική εγκατάσταση, αδιαφορούσαν για την υπερφόρτωση με ηλεκτρική ενέργεια των αγωγών τροφοδοσίας των σε συνεχή λειτουργία τον περισσότερο καιρό πλεκτικών μηχανών των επιχειρήσεων τους, συνεχώς τοποθετούσαν στις ασφάλειες των ηλεκτρικών πινάκων που καίγονταν πρόχειρα σύρματα και τις επαναχρησιμοποιούσαν επί πλέον δε, αν και υπήρχαν πρώτες ύλες στο εσωτερικό του χώρου κάθε βιοτεχνίας που μπορούσαν εύκολα να αναφλεγούν, δεν είχαν φροντίσει για την ύπαρξη πυροσβεστήρων που να τίθονταν αυτόματα σε λειτουργία σε περίπτωση εκδηλώσεως πυρκαϊας και ακόμη οι πρώτη και δεύτερος των εναγομένων είχαν στο εσωτερικό του ημιυπογείου, κάτω από τον ηλεκτρικό πίνακα, βαρέλια με καύσιμη ύλη (πετρέλαιο), χωρίς να είναι κλειστά στο άνω μέρος όλα, ενώ δεν έπρεπε να έχουν αποθέσει αυτά εκεί, αλλά σε άλλο απομονωμένο σημείο προκειμένου να μη δημιουργηθεί κίνδυνος για πρόκληση ζημιών σε πράγματα τρίτων σε περίπτωση πυρκαϊας σε μεγαλύτερη έκταση. Από το ότι υπήρχαν στο ισόγειο του κτιρίου της ενάγουσας, αλλά και στο υπόγειο της ίδιας οικοδομής βραχυκυκλωμένα καλώδια σε σημεία που είχαν αποκολληθεί από τους τοίχους και από την οροφή όπου ήταν πριν στερεωμένα δεν έπεται ότι μόνον από την μετάδοση της πυρκαϊας από τον ένα όροφο στο άλλο προκλήθηκαν τα βραχυκυκλώματα στα καλώδια των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, αλλά τα περισσότερα βραχυκυκλώματα στους υπερφορτωμένους αγωγούς της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως σε κάθε όροφο του άνω ακινήτου, που τροφοδοτούσαν τις πλεκτικές μηχανές, έγιναν από την κακή κατάσταση της ηλεκτρικής εγκατάστασης σε κάθε όροφο και από τις καμμένες ασφάλειες που είχαν επαναχρησιμοποιηθεί μετά την προσθήκη πρόχειρων συρμάτων πριν από την έναρξη πυρκαϊας. Όταν από τα βραχυκυκλώματα άρχισαν να καίγονται τα καλώδια και οι ηλεκτρικοί πίνακες και να πέφτουν στο δάπεδο φλεγόμενα τεμάχια σε εύφλεκτα υλικά και πρώτες ύλες, που ήταν στο εσωτερικό τόσο του ημιυπογείου όσο και του ισογείου, άρχισαν να καίγονται τα υπαρχοντα εντός των χώρων αυτών υλικά και έτοιμα προϊόντα καθώς και οι ηλεκτρικοί πίνακες και έτσι επεκτάθηκε η πυρκαϊα που προκάλεσε τις ζημιές που προαναφέρθηκαν και στο κτίριο της ενάγουσας.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι από συγκλίνουσα αμέλεια των εναγομένων και των προστηθέντων από αυτούς εργαζομένων στια στεγαζόμενες σε κάθε όροφο βιοτεχνίες, εκδηλώθηκε η πυρκαϊα που προκάλεσε τις ανωτέρω αναφερόμενες ζημιές στο κτίριο δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Είναι αβάσιμος ο λόγος της εφέσεως των τριών τελευταίων εναγομένων, ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη δέχθηκε πως η πρόκλησης της πυρκαϊας οφείλονταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης μισθώτριας του ημιυπογείου και ότι εκεί αρχικά εκδηλώθηκε η φωτιά η οποία, στη συνέχεια, επεκτάθηκε στο ισόγειο, χωρίς ευθύνη της μισθώτριας του ισογείου. Επίσης, είναι αβάσιμος ο λόγος της εφέσεως των δύο πρώτων εναγομένων, ότι η πρόκληση της πυρκαϊας, από την οποία καταστράφηκε ολοσχερώς η βιοτεχνία του ισογείου και σε πολύ μικρή έκταση αυτή στο ημιυπόγειο, οφείλονταν σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εφεσιβλήτων τριών τελευταίων εναγομένων, όπως και ο έτερος λόγος από 29-9-2004 εφέσεώς των ότι δεν είχε ο δεύτερος εναγόμενος την ιδιότητα του διευθυντή της επιχειρήσεως της πρώτης εναγομένης ούτε είχε προστηθεί από αυτή…” Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τους αναφερόμενους στα αίτια της πυρκαγιάς λόγους των εφέσεων, κρίνοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι πράξεις και οι παραλείψεις των εκκαλούντων – εναγομένων ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που προκλήθηκε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, την οποία, στη συνέχεια, κατά παραδοχή σχετική λόγου των εφέσεων, περιόρισε στα ποσά των 35.390, σε ευρώ, το οποίο και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον οι εναγόμενοι στην ενάγουσα. Έτσι, με την εκτεθείσα κρίση του το Εφετείο δεν προέβη σε ψευδή ερμηνεία της αόριστης νομικά έννοιας της αιτιώδους συνάφειας. Περαιτέρω, το Εφετείο διέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της συγκλίνουσας υπαιτιότητας των εναγομένων για την πρόκληση της πυρκαγιάς, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, με αναλυτική μάλιστα αξιολόγηση των κατ’ ιδίαν αποδεικτικών μέσων, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκαν, γι’ αυτό και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, ενόψει και του ότι δεν αποκλείεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική να βραχυκύκλωσαν συγχρόνως τα πλημμελώς συντηρημένα ηλεκτρικά συστήματα των ηλεκτρικών πινάκων του υπογείου και του ισογείου. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος εφέσεως, με την οποία αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιάσεις από το εδάφιο 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, διότι, τάχα, το Εφετείο, κατά παράβαση του νόμου, δεν δέχτηκε την ύπαρξη δεδικασμένου από τις 2746/1996 και 2747/1996 αποφάσεις του, αφού, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, πράγματι δεν συνέτρεχαν οι από το άρθρο 324 Κ.Πολ.Δ προϋποθέσεις για την δημιουργία δεδικασμένου από τις εν λόγω αποφάσεις του Εφετείου, οι οποίες εκδόθηκαν μεταξύ διαφορετικών προσώπων ως διαδίκων από αυτά που είναι διάδικοι στη δίκη επί της αγωγής για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και δεν υπάρχει, επίσης, ταυτότητα δικαιώματος και ιστορικής και νομικής αιτίας, διότι αντικείμενο αγωγών εκείνων ήταν η επιδίκαση στο σύζυγο της ενάγουσας, ως εκμισθωτή των χώρων όπου εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, των οφειλομένων από τους εναγομένους μισθωμάτων.
III. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι ναι μεν το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή κάποιου λόγου εφέσεως και την διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για παραπέρα εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, η εξουσία όμως αυτή να εξετάσει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως τελεί υπό περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ κατά το οποίο “με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσω στα όρια που καθορίζονται από την έφεση
και τους πρόσθετους λόγους”. Ειδικότερα, όταν η αγωγή αποτελείται από περισσότερα κεφάλαια και απορριφθεί ως προς ένα μόνο, γίνει δε δεκτή ως προς τα λοιπά, η έφεση του εναγομένου ή του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάντος για τα κεφάλαια που έγιναν δεκτά, μεταβιβάζει την υπόθεση στο Εφετείο μόνο για τα κεφάλαια αυτά και όχι και για το κεφάλαιο που έχει απορριφθεί, για το οποίο άλλωστε δεν έχει έννομο συμφέρον να παραπονεθεί κάποιος από αυτούς. Επομένως, αν ο ενάγων επιθυμεί την ανατροπή και ως προς το κεφάλαιο αυτό, ως προς το οποίο νικήθηκε, πρέπει να ασκήσει ο ίδιος έφεση, ή υπό ορισμένους όρους αντέφεση, διότι διαφορετικά το κεφάλαιο αυτό δεν μεταβιβάζεται στο Εφετείο και το τελευταίο αυτό δεν μπορεί, ενόψει της παραπάνω διάταξης, να το εξετάσει ούτε μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης του εναγομένου για τα κεφάλαια της αγωγής που έγιναν δεκτή. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκανε εν μέρει δεκτή που αγωγή για το ποσό 40.645,48 ευρώ, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα το ως άνω ποσό νομιμοτόκως από την επίδοση της αποφάσεως του και όχι από την επίδοση της αγωγής, όπως ζήτησε η ενάγουσα. Η τελευταία όμως δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση και συνεπώς δεν μεταβιβάστηκε στο Εφετείο το κεφάλαιο τούτο της πρωτοβάθμιας απόφασης με την οποία απορρίφθηκε σιωπηρά το αίτημα για επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, που, μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, κατά παραδοχή των εφέσεων των εναγομένων, την έθιξε και ως προς το κεφάλαιο αυτό και επιδίκασε στην ενάγουσα τόκους από την επίδοση της αγωγής, υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψεως υπόψη πράγματων που δεν προτάθηκαν, δηλαδή ανύπαρκτης έφεσης από την πλευρά της ενάγουσας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατ’ εκτίμηση από το εδάφιο 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ (και όχι από το εδάφιο 9 που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες) είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν τούτων, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσείοντες και την πρώτη αναιρεσίβλητη και, συγκεκριμένα, μόνο για το κεφάλαιο των τόκων, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσίβλητους Ψ2 και Ψ3, την από 18-4-2005 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία “…. ΟΕ” κλπ για αναίρεση της 1359/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των ως άνω αναιρεσιβλητων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
Αναιρεί, κατά το μέρος που αφορά την αναιρεσίβλητη Ψ1, την ανωτέρω απόφαση, ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την ως άνω αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων την οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια (1300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2008 .
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ