Αριθμός 1280/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σακκά, Αβροκόμη Θούα – Εισηγήτρια, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γεώργιο Αποστολάκη και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόδουλο Τσακιρέλλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Φ. του Ε. και 2) Ν. Π. του Γ., αμφοτέρων κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Καζά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-10-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5022/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1387/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-6-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1465 παρ. 1, 1467 και 1470 αριθμ,1 του ΑΚ, “το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας (τέκνο γεννημένο σε γάμο)”, “η ιδιότητα του τέκνου, ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και 1466, ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι, από το σύζυγο της ή ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις” και “η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται για το σύζυγο της μητέρας, όταν περάσει ένα έτος αφ’ότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν, και, σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό”. Εξάλλου, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 67 του νόμου 1329/1983, που ισχύει από 18-2-1983, η ιδιότητα του τέκνου που γεννήθηκε πριν από την ισχύ αυτού του νόμου ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο της γέννησής του. Η προσβολή όμως της πατρότητας κρίνεται σύμφωνα με το νέο δίκαιο. Ο σύζυγος της μητέρας μπορεί να προσβάλλει την πατρότητά του, όταν το τέκνο γεννήθηκε πριν την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, μόνο εάν δεν είχε χάσει το κατά το προηγούμενο δίκαιο δικαίωμα της αποκήρυξης του τέκνου ή της αμφισβήτησης της πατρότητας, η άσκηση του οποίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1474 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν τον νόμο 1329/1983, αποκλειόταν μετά την παρέλευση έτους από τότε που ο σύζυγος έλαβε γνώση του τοκετού Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο σύζυγος της μητέρας μπορεί να εγείρει την αγωγή για αποκήρυξη του τέκνου, που γεννήθηκε πριν την 18-2-1983, μόνο αν δεν είχε παρέλθει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό, προκειμένου, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, να μην είναι δυνατή η αναβίωση ενός τέτοιου δικαιώματος και η ανατροπή μιας κατάστασης που είχε παγιωθεί υπό το προηγούμενο καθεστώς. (ΑΠ 1020/1986). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 255, 257 και 279 του ΑΚ, συνάγεται ότι και η προβλεπόμενη από την άνω διάταξη αποσβεστική προθεσμία ,όπως και η παραγραφή των αξιώσεων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος, α) εμποδίστηκε, μεταξύ άλλων και από λόγο ανώτερης βίας, να ασκήσει το δικαίωμά του κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της αποσβεστικής προθεσμίας και β)μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της, απετράπη με δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου από την άσκηση της. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία ,ο δόλος δεν είναι ανεκτός, ενώ η έννοια της ανώτερης βίας είναι και για την προκειμένη περίπτωση η γενικώς παραδεκτή, δηλαδή ανώτερη βία αποτελεί κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα επιμέλεια και σύνεση και εξ αιτίας του οποίου καθίσταται ανέφικτο στον δικαιούχο να προβεί ο ίδιος ή με τη συνδρομή άλλου προσώπου στην επιβαλλόμενη σε αυτόν ενέργεια (ΑΠ 429/2016, 1387/2015). Συνέπεια της αναστολής είναι ότι το χρονικό διάστημα αυτής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της αποσβεστικής προθεσμίας και όταν πάψει η αναστολή η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του δικαιούχου περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας συνιστά καταχρηστική ένσταση, προβαλλόμενη ως αντένσταση στην προτεινόμενη και αυτεπαγγέλτως άλλωστε εξεταζόμενη, ένσταση περί συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας (ΑΠ 299/2010, 715/2006, 1569/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού έκρινε, ότι τα περιεχόμενα, καθ’υποφορά στην αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και επαναλαμβανόμενα με την έφεση του περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία, τελούσε σε πλήρη άγνοια για την πατρότητα διότι η δεύτερη εναγομένη – πρώην σύζυγος του (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη), του απέκρυπτε την αλήθεια για την πατρότητα του τέκνου της, επιπλέον δε με την δόλια και παρελκυστική συμπεριφορά της, που συνίστατο σε δικαστικούς αγώνες για την επιμέλεια και τη διατροφή του τέκνου με δημόσια πανηγυρική αποδοχή της πατρότητας αυτού από τη γέννησή του, δεν άφηνε περιθώριο αμφιβολίας για την αναγνώριση του πρώτου εναγόμενου (ήδη δεύτερου αναιρεσίβλητου) ως γνήσιου τέκνου του και τον απέτρεπε από την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του, μέχρι τον Απρίλιο του 2012 που ανακάλυψε την αλήθεια, έκτοτε δε αμφότεροι οι εναγόμενοι ενεργούν με υποκρισία και αποκρύπτουν την αλήθεια, αρνούμενοι να υποβληθούν σε ιατρικές εξετάσεις για τη διαπίστωση της πατρότητας, συνιστούσαν νόμιμη αντένσταση περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης της αγωγικής του αξίωσης, λόγω ανώτερης βίας αλλά και δόλιων ενεργειών της αντιδίκου του, δέχθηκε, τα ακόλουθα: “Διαρκούντος του γάμου του ενάγοντος (ήδη αναιρεσείοντος) με τη δεύτερη εναγόμενη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7.6.1980 ο πρώτος εναγόμενος (ήδη αμφότεροι αναιρεσίβλητοι). Το Μάρτιο του 1981 η δεύτερη εναγομένη αποχώρησε οριστικά από την οικογενειακή στέγη μαζί με το τέκνο της, πρώτο εναγόμενο, και τον Μάιο του 1982, με την υπ’ αριθ. 4082/1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών λύθηκε ο εν λόγω γάμος. Ακολούθως, η δεύτερη εναγομένη, αφού νυμφεύθηκε τον Β. Μ., το Μάρτιο του 1989 επεδίωξε δικαστικά την αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου τότε τέκνου που απέκτησε με την ενάγοντα και διεκδίκησε διατροφή για λογαριασμό του, ενώ ο ενάγων ζήτησε να ρυθμιστεί δικαστικά το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο. Έκτοτε οι σχέσεις του ενάγοντα με τον πρώτο εναγόμενο ήταν ψυχρές παρά τις δικές του αντίθετες προσπάθειες. Τον Απρίλιο του 2012 ο ενάγων ενημερώθηκε τυχαία από ειδικό επιστήμονα ότι με βάση τον τύπο της ομάδας αίματος του ιδίου και των εναγομένων, αποκλείεται αυτός να είναι ο φυσικός πατέρας του πρώτου εναγόμενου, γεγονός που κλόνισε την μέχρι τότε εντύπωση και του δημιούργησε την πεποίθηση ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε συνάψει ερωτική σχέση με τον μετέπειτα δεύτερο σύζυγο της σε χρόνο προγενέστερο από τη λύση του γάμου τους, γεγονός το οποίο αγνοούσε ο ενάγων. Ο ενάγων, από την ημέρα του τοκετού, εκλάμβανε το ανωτέρω τέκνο ως γνήσιο τέκνο του και συνέχιζε να έχει αυτή την ακλόνητη πεποίθηση και μετά. τη λύση του γάμου του με την πρώτη εναγόμενη σύζυγο του, μέχρι και τον Απρίλιο του 2012, όταν διαπίστωσε την ανυπαρξία σχέσεως γονέως και τέκνου μεταξύ του ιδίου και του πρώτου εναγόμενου. Η κρίση του αυτή, δεν οφειλόταν σε δική του βαρεία αμέλεια, σε απραξία, ολιγωρία ή επιπολαιότητα του, αλλά οφειλόταν σε ανωτέρα βία, λόγω της άγνοιάς του για την πραγματικότητα και επειδή η δεύτερη εναγομένη του απέκρυπτε την αλήθεια, με συνέπεια να απολέσει προς τούτο τη νόμιμη προθεσμία να ασκήσει το δικαίωμα του περί προσβολής της πατρότητας εντός του έτους από τότε που έλαβε γνώση του τοκετού. Επομένως, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, κατά παραδοχή της σχετικής αντένστασης του ενάγοντος, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 255 εδ. 2 ΑΚ, περί αναστολής της παραγραφής για λόγους ανώτερης βίας και ως εκ τούτου η ενιαύσια αποκλειστική προθεσμία της προσβολής της πατρότητας (αποκήρυξης τέκνου) εκ μέρους του ενάγοντος – εκκαλούντος ανεστάλη κατά τη λήξη αυτής μέχρι και τον Απρίλιο του 2012, για να συμπληρωθεί μετά την πάροδο εξαμήνου (άρθρο 257 § 2 ΑΚ). Ωστόσο, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ήτοι κατατέθηκε στις 12-12- 2012 και επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 31-1-2013, σύμφωνα με την από 31-1-2013 σχετική επισημείωση επί του δικογράφου του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Απόστολου Κουρκούλη, με συνέπεια την απόσβεση το δικαιώματος του ενάγοντα, διότι από το χρόνο άρσεως της ανώτερης βίας και παύσεως της αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας, παρήλθε η προβλεπόμενη από το άρθρο 257 παρ. 2 ΑΚ εξάμηνη προθεσμία, μετά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγομένων”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο ακολούθως απέρριψε την από 25-10-2015 έφεση του αναίρεσείοντος και επεκύρωσε την 5022/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω παρόδου της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας, την από 6-10-2012 αγωγή αποκήρυξης του αποκτηθέντος από τον γάμο του με την πρώτη των αναιρεσιβλήτων, δεύτερου αυτών, τέκνου της.
Κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δυσμενές δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Η αντικατάσταση του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης από το αναιρετικό δικαστήριο, συνίσταται στην, με την απόφασή του, υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα με περιεχόμενο όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή το διατακτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου περιέχει απορριπτική της αναίρεσης διάταξη και στο σκεπτικό, παράθεση του ορθού αιτιολογικού, σε αντικατάσταση του εσφαλμένου (ΟλΑΠ 30/1998, 37/1996). Ως αιτιολογικό, νοείται η νομική αιτία, δηλαδή η διάταξη νόμου που αποτελεί τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 390/2017).
Εξεταζόμενη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, σε σχέση με την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2012, για λόγους ανώτερης βίας, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε, απορρίπτοντας την αντένσταση του αναιρεσείοντος, με λάθος όμως αιτιολογία και συγκεκριμένα αξιολογώντας την ως νόμιμη, ενώ δεν ήταν. Και τούτο για το λόγο, ότι, τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδειχθέντα το Εφετείο, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων από την ημέρα του τοκετού εκλάμβανε τον δεύτερο των αναιρεσιβλήτων ως γνήσιο τέκνο του και συνέχιζε να έχει αυτή την ακλόνητη πεποίθηση μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2012 και ότι η κρίση του αυτή δεν οφειλόταν σε δική του βαρειά αμέλεια, απραξία ολιγωρία ή επιπολαιότητα, αλλά σε ανώτερη βία, συνισταμένη στην άγνοιά του για την πραγματικότητα, δεν συνιστούν την από το άρθρο 255 ΑΚ απαιτούμενη έννοια της επιβαλλόμενης για την αναστολή της αποσβεστικής προθεσμίας ,ανώτερης βίας, εφόσον δεν αποτελούν γεγονότα απρόβλεπτα, που δεν μπορούσαν να αποτραπούν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, τέτοια ώστε να παρεμποδίσουν τον αναιρεσείοντα από την επιδίωξη της άσκησης του δικαιώματος του. Εξάλλου, δεν δικαιολογείται η αναίρεση της απόφασης προς αντικατάσταση και μόνο της αιτιολογίας με την οποία απορρίφθηκε η αντένσταση του αναιρεσείοντος κατ’άρθρο 578 ΚΠολΔ, εφόσον δεν υφίσταται έννομο συμφέρον αυτού, το οποίο και δεν επικαλείται ο τελευταίος προς αποτροπή βλαπτικού εξ’αυτού δεδικασμένου (ΑΠ 159/2011). Επομένως, αφού αντικατασταθεί το ανωτέρω αιτιολογικό, με το ως άνω ορθό της παρούσας, ώστε να γίνει δεκτό ότι η αντένσταση του αναιρεσείοντος περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας λόγω ανώτερης βίας δεν είναι νόμιμη, οι από το άρθρο 559 αριθμ.1, 1β και 19 ΚΠολΔ, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 255 παρ.2 και 257 παρ.2 ΑΚ, διότι αντίστοιχα, α) δεν δέχθηκε ότι ο χρόνος λήξης της ανώτερης βίας επήλθε τον Οκτώβριο του έτους 2012, ώστε να θεωρήσει κατ’ουσία βάσιμη την αντένστασή του, β)για εσφαλμένη μη λήψη υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πράγμα που αν έπραττε θα κατέληγε στην ορθή κατ’αυτόν ημερομηνία λήξης της ανώτερης βίας και γ) για έλλειψη αιτιολογίας στην παραδοχή για την συγκεκριμένη ημερομηνία, εκτός του ότι είναι απαράδεκτοι, διότι με την επίφαση των αναιρετικών αυτών πλημμελειών πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ) είναι και αβάσιμοι ως αλυσιτελείς, εφόσον αναφέρονται σε μη νόμιμο ισχυρισμό και συνεπώς μη ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω και ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ.11γ ΚΠολΔ, κατά το μέρος με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση,για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων κρίσιμων για την απόδειξη του χρόνου που επήλθε η λήξη της ανώτερης βίας, η οποία τον εμπόδισε στην άσκηση της αξίωσής του, είναι αβάσιμος, εφόσον με αυτόν πλήττεται παραδοχή της απόφασης στηριζόμενης σε μη νόμιμο ισχυρισμό και συνεπώς μη ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην δίκη (ΑΠ 1711/2008).
Περαιτέρω, εξεταζόμενη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, στα πλαίσια της επίσης περιλαμβανόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’εκτίμηση, παραδοχής περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας και από δόλιες ενέργειες της πρώτης των αναιρεσιβλήτων(που του απέκρυπτε την αλήθεια), μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2012, όταν ο αναιρεσείων διαπίστωσε την ανυπαρξία σχέσης γονέως και τέκνου μεταξύ αυτού και του δεύτερου των αναιρεσιβλητων, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί όμως να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, αρκεί δηλαδή η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου που έλαβε υπόψη το δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθμ.11γ ΚΠολΔ, λόγο της αίτησής του κατά το δεύτερο μέρος, μέμφεται το Εφετείο, ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος περί διαπίστωσης εκ μέρους του της ανυπαρξίας σχέσης γονέως και τέκνου μεταξύ αυτού και του δεύτερου των αναιρεσιβλήτων τον Απρίλιο του έτους 2012, δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα, κρίσιμα για την απόδειξη αποδεικτικά μέσα, που είχε νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει ως προς το ζήτημα, ότι ο χρόνος της σχετικής διαπίστωσης των δολίων ενεργειών των αναιρεσιβλήτων ήταν ο Οκτώβριος του 2012, ήτοι: 1)την από 24-7-2012 εξώδικη πρόσκλησή του προς τους αναιρεσίβλητους, 2)το από 2-8-2012 απαντητικό εξώδικο των αντιδίκων του, που του επιδόθηκε στις 2-10-2012 και 3) τις καταθέσεις των μαρτύρων του. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία δεν υφίσταται ούτε η διαβεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις, έστω και ως γενική αναφορά του είδους των αποδείξεως στις οποίες στήριξε το αποδεικτικό της πόρισμα, γεννώνται αμφιβολίες για το αν λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, κατά το σχηματισμό του ανωτέρω πορίσματος, τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων είχε νόμιμα επικαλεσθεί με τις ενώπιον αυτού από 28-11-2016 προτάσεις του και για τα οποία δεν γίνεται έστω και έμμεση αναφορά στις παραδοχές της. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της, που απέρριψε την αντένσταση αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας συνεπεία δόλιας συμπεριφοράς της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων, σε σχέση με το ίδιο μέρος, λόγω της πλήρους αναιρετικής εμβέλειας του γενόμενου δεκτού, και να παραπεμφθεί, κατά τούτο η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος απ’αυτόν παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά του έξοδα (αρθρ.176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1387/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
Παραπέμπει, κατά τούτο, την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3,000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιουλίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1280/2018 Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (τέκνο γεννημένο σε γάμο).
Προηγούμενο άρθροΑναδρομικά 2015-2020: Σε λειτουργία οι εφαρμογές στην ΑΑΔΕ