Μη προσδιορισμός των περιστατικών που συνιστούν τον επικείμενο κίνδυνο – Απλή αναφορά στην στερεότυπη διατύπωση του νόμου
Απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κρίθηκε από το Ειρηνοδικείο Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης (ΕιρΑθ 459/2023).
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτών δεν προσδιορίζει στο δικόγραφο της αίτησής του τα περιστατικά που να συνιστούν τον επικείμενο κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι υπάρχει για την ικανοποίηση της σε βάρος του καθ’ ου απαίτησής του, χρησιμοποιώντας απλώς τη στερεότυπη αυτή διατύπωση του νόμου.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, προκειμένου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να είναι ορισμένη, δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα και τη γένεση του ασφαλιστέου δικαιώματος. Ομοίως, για το ορισμένο της σχετικής αίτησης, όπως της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας και της αίτησης εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικά, αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του Νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση, έστω και συνοπτικά, συγκεκριμένων περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών (π.χ. ότι ο καθ’ ου είναι κατάχρεος, είτε ότι έχει αρχίσει να εκποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία κι επιδιώκει ν’ αποξενωθεί από αυτά, είτε ότι επίκειται άμεση αναγκαστική εκποίησή τους για την πληρωμή άλλων χρεών του καθ’ ου και γενικά ότι υπάρχει ασυνήθης ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας του αιτούντος), διαφορετικά η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προεχόντως απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της πρόδηλης αοριστίας της, προ πάσης εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης αυτής, όσον αφορά στην ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή της απαίτησης του αιτούντος σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση.
Ειδικότερα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην αίτηση δεν αναφέρεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο σε τι συνίσταται η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος κίνδυνος, που καθιστούν αναγκαία τη λήψη του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, αλλά ο αιτών αρκείται στη στερεότυπη και αόριστη αναφορά ότι «υπάρχει άμεσος κι επικείμενος κίνδυνος, ο καθ’ ου να προβεί σε πράξη εκποίησης του ακινήτου του προς τρίτα μέρη» χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει τον κίνδυνο αυτό και χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά που καθιστούν εξαιρετικά πιθανή την προσεχή αποξένωσή του από το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο (π.χ. ανάρτηση αγγελίας πώλησης του αγροτεμαχίου, ανάθεση εντολής πώλησης σε μεσίτη, διαπραγματεύσεις με υποψήφιους αγοραστές).
Επιπλέον, στο δικόγραφο δεν γίνεται καμία, έστω και ενδεικτική αναφορά σε ενέργειες απόκρυψης, ρευστοποίησης, εκποίησης ή απαλλοτρίωσης καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο της κινητής ή ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου, με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης του αιτούντος, αφού μόνη η αφηρημένη μνεία του ενδεχόμενου μεταβίβασης του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο, ή επιβάρυνσής του και τυχόν μεταβολής της υφιστάμενης περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου δεν αρκεί για να ληφθούν εις βάρος του ασφαλιστικά μέτρα, αλλά απαιτείται η αναφορά παρόντων πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένου κινδύνου να προβεί σε τέτοιες εκποιήσεις.
Περαιτέρω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην αίτηση ουδεμία αναφορά γίνεται για συγκεκριμένες οφειλές του καθ’ ου προς συγκεκριμένους δανειστές του, ούτε τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες ή τρίτους, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, του αιτούντος αρκούμενου σε μία γενική αναφορά ύπαρξης ενεστώτος και υπαρκτού κινδύνου χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία.
Η ανωτέρω παράλειψη της σαφούς και ορισμένης έκθεσης στο υπό κρίση δικόγραφο, κατά τις επιταγές του άρθρου 688 παρ. 1 του ΚΠολΔ, των ως άνω γεγονότων, κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτό να θεραπευθεί ούτε με το έγγραφο σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι ανάγεται στην τήρηση της έγγραφης προδικασίας, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Απόσπασμα απόφασης
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αριθ. 4, 216 και 688 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής, προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτής κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς, δε, επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου, καθώς και την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο, ενώ στις χρηματικές απαιτήσεις πρέπει να αναφέρεται το οφειλόμενο χρηματικό ποσό (ή η χρηματική αξία του αντικειμένου που οφείλεται). Στα ασφαλιστικά μέτρα, η αξίωση αυτή του Νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική, δεδομένου ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη (βλ. άρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ), λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθίαν απαράδεκτη (βλ. ΕφΑΘ 1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠΑ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580, ΜΠΠειρ 1492/2018, ΜΠΡοδ 3417/2007 ΝΟΜΟΣ – βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10 και 72). Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα και τη γένεση του ασφαλιστέου δικαιώματος (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, αριθ.3.2). Ομοίως, για το ορισμένο της σχετικής αίτησης, όπως της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας και της αίτησης εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικά, αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του Νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση, έστω και συνοπτικά, συγκεκριμένων περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών (π.χ. ότι ο καθ’ ου είναι κατάχρεος, είτε ότι έχει αρχίσει να εκποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία κι επιδιώκει ν’ αποξενωθεί από αυτά, είτε ότι επίκειται άμεση αναγκαστική εκποίηση τους για την πληρωμή άλλων χρεών του καθ’ ου και γενικά ότι υπάρχει ασυνήθης ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας του αιτούντος), διαφορετικά η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (όλως ενδεικτικώς ΜΠΠ 41/2022, με πλούσια εκεί αναφερόμενη θεωρία και νομολογία, ΜΠΛαμ 291/2015, ΜΠΑ 240/2021, ΜΠρΘεσ 15137/2012 όλες σε ΝΟΜΟΣ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.