ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Διατροφή 2 ανήλικων τέκνων. ΄Αρθρα 525, 526, 528 ΚΠολΔ {πλασματική ερημοδικία στον πρώτο βαθμό λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου}. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης. Πρόκληση δικονομική βλάβης, λόγω παράβασης διάταξης, που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης θεωρείται ότι δεν υπάρχει, εφόσον από την σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατό να επηρεαστεί η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου, ιδίως δε δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, αν ο καλούμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και αντιτάσσει πλήρη υπεράσπιση γι` αυτήν.Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει. Δέχεται εν μέρει αγωγή για το 1 τέκνο.
Αριθμός Απόφασης: 201/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 “περί δικαστικών ενσήμων”, όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961 – και υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 70 του Ν. 3994/2011 και 21 του Ν. 4055/2012, προ της ισχύος δε του άρθρ. 33 του Ν. 4446/2016 – εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος κι η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 538/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 1107/2005). Κατά της αποφάσεως, που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνισή της χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019 ό.π., ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1095/2006). Η διάταξη του άρθ. 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 αποτελεί τοιαύτη του ουσιαστικού δικαίου, η δε παραβίαση αυτής ιδρύει λόγο αναιρέσεως από τη διάταξη του αρ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019 ό.π., ΑΠ 315/2010). Εξάλλου, κατά το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται στην πολιτική δίκη η αρχή της ελευθερίας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης και της συζητήσεως, σύμφωνα με την οποία η πρωτοβουλία για την καθίδρυση και συνέχιση της δίκης αυτής ανήκει στους διαδίκους, οι οποίοι οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, κινούν τη διαδικασία, μεταβιβάζουν την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα όρια, που επιθυμούν, καθώς και στο Ακυρωτικό. Το δικαστήριο, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, δεν μπορεί να επιληφθεί της εκδικάσεως διαφοράς, άνευ αιτήσεως παροχής εννόμου προστασίας από διάδικο, ο οποίος με την αίτησή του καθορίζει και τα όρια της αιτουμένης προστασίας, άλλως η απόφασή του είναι άκυρη (ΑΠ 1867/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος, Α.Π. 453/1997). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ. 2 ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠολΔ, «1. Κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης και της δευτεροβάθμιας δίκης και αν δεν έχει αποφανθεί γι’ αυτήν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αιτήσεως, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη (ΑΠ 1867/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2811/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 22/2014 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων, που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, να ζητηθεί, αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά, άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον” (ΑΠ 1867/2017 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2811/2018 ό.π.). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ, συνάγεται ότι, είναι απαράδεκτη για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη η υποβολή νέας αιτήσεως, ενώπιον του σε δεύτερο βαθμό δικάζοντος δικαστηρίου, ακόμη και μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν δηλαδή το τελευταίο λειτουργεί σαν πρωτοβάθμιο ούτε, επίσης, και όταν αυτή ασκείται από τον ερήμην πρωτοδίκως δικασθέντα εναγόμενο, αφού τέτοια δυνατότητα δεν δίνει το άρθρο 528 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 218/2000 ΕλλΔνη 2000. 1344, ΑΠ 255/1987 ΕλλΔνη 1988. 1359, ΑΠ 148/1986 ΕλλΔνη 1986. 483, ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 52/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1359/2001 Αρμ. 2001. 1096, ΕφΑθ 12636/1989 ΕλλΔνη 1992. 846, Στ. Ματθία, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων ΕλλΔνη 1995.14, Σ. Σαμουήλ, η έφεση εκδ.2003 σελ. 278, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 2008, σελ. 878). Στην περίπτωση αυτή, δηλ. όταν ασκείται έφεση από τον πρωτοδίκως ερήμην δικασθέντα διάδικο, αυτός (εκκαλών) μπορεί να προτείνει όσους ισχυρισμούς θα πρότεινε αν είχε παραστεί στο πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όχι όμως και να υποβάλει νέα αιτήματα, καθ` υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αφού τη δυνατότητα αυτή δεν έχει ούτε ο κατ’ αντιμωλίαν δικαζόμενος διάδικος (βλ. σχετ. ΑΠ 1572/2013 ό.π., Α.Π. 218/2000, 446/2007, 41/2012, 1825/2011, ΜονΕφΑθ 3706/2015 ό.π., ΕφΘεσ 52/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 169/1996 Δημ. Νόμος, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008, σελ. 878, Γ. Ν. Διαμαντόπουλου, Η ανταγωγή, σ. 291). Οι διατάξεις δε, που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις τη βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στο δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων, που θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή σε καταλυτικούς του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, που μπορούν να προταθούν, μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 527 Κ.Πολ.Δικ. και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλουν τη βάση της αγωγής (Ολ.ΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2070/2007, ΜονΕφΘεσ 2811/2018 ό.π.). Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται περαιτέρω ότι, αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικανικής πιο πάνω αξιώσεως με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017 ό.π., ΑΠ 821/2010, ΜονΕφΘεσ 2811/2018 ό.π.). Σημειώνεται ότι, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών, που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π., πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατυπώσεως του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 192/1998) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 30/7/2015 και με αριθμ. κατάθ. ……………/2015 αγωγή του, εναντίον της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, συζύγου του, ζητώντας να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος, διότι για τους αναφερόμενους στο αγωγικό δικόγραφο λόγους, που αφορούν στο πρόσωπο της συζύγου του, οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αφόρητη για τον ίδιο, άλλως, επικουρικά, για το λόγο ότι βρίσκονται σε συνεχή διάσταση επί δύο και πλέον έτη. Η εκκαλούσα άσκησε, εν συνεχεία, εναντίον του συζύγου της και ήδη εφεσιβλήτου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τις ακόλουθες αγωγές, ήτοι: Α) την από 7/7/2016 και με αριθμ. κατάθ. ………/2016 αγωγή, με την οποία, μετά τη νομότυπη μερική παραίτησή της από το δικόγραφο, αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης διατροφής για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της, ………. και …, που έλαβε χώρα με την κατωτέρω αναφερόμενη από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ………../2016 αγωγή της και, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής της, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ως προς τη νομική βάση του ισχυρού κλονισμού για το αίτημα περί λύσεως του γάμου της με τον εναγόμενο, ζητούσε: 1) να της ανατεθεί οριστικά η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας των δύο (2) ανηλίκων υιών της, ……… και ….., τους οποίους απέκτησε από το γάμο της με τον εναγόμενο εν διαστάσει σύζυγό της, 2) να ρυθμιστεί οριστικά το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με τα ανωτέρω τέκνα του, κατά τον ειδικότερα εκτιθέμενο στην αγωγή τρόπο, 3) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σε επίδειξη του από Δεκεμβρίου 2014 ιδιωτικού συμφωνητικού των διαδίκων περί λύσης του γάμου τους, ρύθμισης της επιμέλειας των τέκνων τους, διατροφής τους και επικοινωνίας του εναγόμενου με αυτά και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης και Β) την από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. …./2016 αγωγή της, με την οποία, αφού παραιτήθηκε μερικώς του δικογράφου της ως άνω από 7/7/2016 και με αριθμό κατάθεσης ……./2016 αγωγής της, αναφορικά με το αίτημα αυτής, περί υποχρέωσης του εναγομένου να της καταβάλλει διατροφή για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής της, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο πρωτοβάθμιο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 223, 294, 295, 297 ΚΠολΔ): 1) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, εν διαστάσει σύζυγός της, να της καταβάλλει, υπό την ιδιότητά της, ως προσωρινά ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, ……… και …. και για λογαριασμό τους, το ποσό των σε 565 ευρώ μηνιαίως, για διατροφή του ….. . και το ποσό των 530 ευρώ μηνιαίως για διατροφή του … και συνολικά το ποσό των 1.095 ευρώ μηνιαίως και για τα δύο τέκνα, καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνάς και για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της ένδικης αγωγής και εφεξής νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρις εξοφλήσεως, 2) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει οριστικά, μέχρι την ενηλικίωση των τέκνων τους και για τις ανάγκες μετακίνησής τους, τη χρήση του υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας NISSAN MICRA, ιδιοκτησίας του και 3) Να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 23/03/2018, και συνεκδίκαση των ως άνω τριών αγωγών, ήτοι: Α) της από 30/7/2015 και με αριθμό κατάθεσης ………/2015 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 επ., όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεώς τους με τον Ν. 4335/2015, Β) της από 7/7/2016 και με αριθμ. κατάθ. ………./2016 αγωγής και Γ) της από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ………./2016 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 ΚΠολΔ (άρθρο 681Β παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως, ομοίως, τα εν λόγω άρθρα ίσχυαν προ της αντικατάστασής τους με το ν. 4335/2015, με τη με αριθμό 3899/22-08-2018 οριστική απόφασή του: Α) έκανε δεκτή την από 30/7/2015 και με αριθμό κατάθεσης ……../2015 αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων νόμιμου θρησκευτικού γάμου, που τελέστηκε, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις 7/6/1997, στον Ιερό Ναό ……… Πειραιάς και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη της ως άνω αγωγής μεταξύ των διαδίκων αυτών, Β) αφού απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την από 7/7/2016 και με αριθμό κατάθεσης ……../2016 αγωγή, κατά το αίτημα περί επίδειξης στην ενάγουσα του ανωτέρω αναφερόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των διαδίκων, έκανε δεκτή αυτήν, ως κατ’ ουσία βάσιμη και ανέθεσε οριστικά την επιμέλεια των ανηλίκων υιών των διαδίκων, ……. και …….., στην εναγόμενη-ενάγουσα μητέρα τους, ρύθμισε δε οριστικά το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος – εναγομένου με τους ανηλίκους υιούς του, ……… και ………, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό της εκκαλούμενης τρόπο και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη της ανωτέρω αγωγής μεταξύ των διαδίκων και Γ) αφού έκρινε την από 17/10/2016 και με αριθμό κατάθεσης ………/2016 αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493, 1496, 1498, 1516 παρ. 2, 340, 341 παρ. 1, 345 και 346 ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα περί παραχώρησης στην ενάγουσα της χρήσης του αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του εναγόμενου, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο ως μη νόμιμο και ότι είχαν καταβληθεί από τον εναγόμενο αυτής τα προκαταβλητέα έξοδα, ποσού 200 ευρώ, κατ’ άρθρο 173 παρ. 4 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, διότι δεν είχε καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, ορίζοντας το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση που η ενάγουσα της ανωτέρω αγωγής ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, καταδίκασε δε την ενάγουσα της αγωγής αυτής στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου, το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ. Εναντίον της ως άνω αποφάσεως η ενάγουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση από 04/09/2018 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 05-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 06-9-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε νομότυπα, με επιμέλεια της ενάγουσας, προσωπικά στον εναγόμενο, στις 11-09-2018, αφού ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, παρέλαβε ο ίδιος, στο κατάστημά του, επί της οδού ……….. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……./11-09-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, μ’ έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……… – άρθρα 122 παρ. 1, 124 παρ. 1, 2, 126 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ), ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στις 05-09-2918, δηλαδή, προ της επιδόσεως αυτής (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 159 § 3, 160 § 1 και 106 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία συνεπάγεται την ακυρότητα αυτής, μόνο όμως στην περίπτωση της συνδρομής του στοιχείου της βλάβης, της οποίας πρέπει να γίνεται συγκεκριμένα επίκληση από το διάδικο που υφίσταται αυτή (ΑΠ 329/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1521/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 652/1988, ΕφΠειρ 494/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 712/2015 Δημ. Νόμος). Θεωρείται πάντως ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση που παραβιάσθηκαν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την παράβαση που σημειώθηκε δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα της άμυνας του διαδίκου (ΑΠ 329/2019 ό.π., ΑΠ 1521/2013 ό.π., ΕφΠειρ 494/2016 ό.π., ΜονΕφΘεσ 712/2015 ό.π.) ή της άσκησης του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1521/2013 Δημ. Νόμος), ιδία δε δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, αν ο καλούμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και αντιτάσσει πλήρη υπεράσπιση γι` αυτήν (ΑΠ 329/2019 ό.π., ΑΠ 1521/2013 ό.π., ΕφΠειρ 494/2016 ό.π., ΜονΕφΘεσ 712/2015 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 09/05/2019, επιδόθηκε σε αυτόν στη διεύθυνση ………….. στον Κορυδαλλό Αττικής, όπου δεν διαμένει και το γνωρίζει αυτό η ενάγουσα, διότι τα τελευταία δύο έτη διαμένει στην οδό ………….., και ως εκ τούτου είναι άκυρη η επίδοση της κλήσης και απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Ο ισχυρισμός της αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει δικονομική βλάβη, όταν από την παράλειψη, που σημειώθηκε, δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεαστεί, η δυνατότητα της άμυνάς του ή η άσκηση ενδίκου μέσου, ιδίως δε δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, καθόσον αυτός, που την προτείνει, παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και αντέταξε πλήρη υπεράσπιση γι` αυτήν, όπως εν προκειμένω, ο εφεσίβλητος, ο οποίος κατέθεσε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έγγραφες προτάσεις 14 σελίδων. Πέραν αυτού, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως, με ορισμό δικασίμου αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (09/05/2019), παρέλαβε νομότυπα ο ίδιος ο εφεσίβλητος, στις 11/09/2018 στο κατάστημά του, επί της οδού ………….. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. Γ. …../11-09-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, μ’ έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… – άρθρα 122 παρ. 1, 124 παρ. 1, 2, 126 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ), οπότε είχε χρόνο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και εντεύθεν να μην ανακύψει γι` αυτόν δικονομική βλάβη. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης σε αυτόν, επικαλούμενος ότι δεν κατέστη δυνατό ν’ ασκήσει εμπροθέσμως έφεση κατά αυτής, ως προς το κεφάλαιο της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων του, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε νομότυπα, με επιμέλεια της ενάγουσας, προσωπικά στον εφεσίβλητο, στις 11-09-2018, καθώς ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, παρέλαβε ο ίδιος, στο κατάστημά του, επί της οδού ……… (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. Γ. …../11-09-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, μ’ έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……… – άρθρα 122 παρ. 1, 124 παρ. 1, 2, 126 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ), οπότε είχε χρόνο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, ν’ ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα και ως προς τα λοιπά κεφάλαια της εκκαλουμένης και εντεύθεν να μην ανακύψει γι` αυτόν δικονομική βλάβη. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν απαιτείται η προκαταβολή παραβόλου για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως (495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016 -βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (ΑΠ 319/2017 Δημ. Νόμος), σε συνδυασμό με τον άρθρο 592 αριθμ. 3 περ. α΄ ΚΠολΔ (διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) και η εκκαλούσα κατέβαλε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, ποσού 799,43 ευρώ, όπως προκύπτει από το ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως, το οποίο υπάρχει εντός της δικογραφίας (βλ. σχετ. Κωδικό e-Παραβόλου …………), παραπονείται δε κατά της εκκαλουμένης απόφασης και ζητά να γίνει δεκτή η έφεσή της και την άρση της παράλειψης της σχετικής με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 7/7/2016 και με αριθμ. κατάθ. ……./2016 αγωγή της, όπως συμπληρώθηκε με την άσκηση της από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ……./2016 (επιβοηθητικής) αγωγής της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτήν, υπό την πιο πάνω ιδιότητά της, ως ασκούσας δηλ. την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της, …. και …, για την πλήρη διατροφή τους, το ποσό των 765 ευρώ μηνιαίως για τον … και το ποσό των 480 ευρώ μηνιαίως για τον …., ήτοι συνολικά και για τα δύο τέκνα, το ποσό των 1.245 ευρώ, το πρώτο πενθήμερο κάθε ημερολογιακού μήνα και για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής της και εφεξής, με το νόμιμο τόκο σε περίπτωση καθυστέρησης κάθε δόσης μέχρι της ολοσχερούς εξοφλήσεως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τις πρωτοδίκως νομότυπα υποβληθείσες αιτήσεις, ήτοι ως προς το κεφάλαιο υποχρεώσεως του εναγομένου καταβολής διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της (επί της από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. …../2016 αγωγής, καθ’ ο μέρος απορρίφθηκε λόγω μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου), καθώς και ως προς την, περί δικαστικής δαπάνης, διάταξή της, που αφορά την αγωγή της αυτή (βλ. σχετ. ΑΠ 192/1998, ΕφΘεσ 2504/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 761/2016, ΕφΠειρ 430/2015 Δημ. Νόμος), διότι, η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο του αιτήματος επιδικάσεως διατροφής σε αυτήν, για λογαριασμό των δύο ανήλικων τέκνων της, που περιεχόταν στην από 7/7/2016 αγωγή της, με το δικόγραφο της από 17/10/2016 αγωγής της, οπότε θεωρείται ως μη ασκηθέν το αίτημα διατροφής της από 7/7/2016 αγωγής. Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρο 592 αριθμ. 3 περ. α΄ ΚΠολΔ (διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), καθώς η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 -βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές-, να ερευνηθεί δε η ένδικη αγωγή ως προς το ορισμένο, νόμω και ουσία βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα, με το δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης σωρεύει το πρώτον αίτηση περί επιδικάσεως διατροφής σε αυτήν, για λογαριασμό των δύο ανήλικων τέκνων της, που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου του με τον ενάγοντα, συνολικού ποσού 1.550 ευρώ, για οφειλόμενες διατροφές Σεπτεμβρίου 2015 – Ιουλίου 2016. Η σωρευθείσα στο δικόγραφο της έφεσης αίτηση, όμως, περί επιδικάσεως διατροφής στην εκκαλούσα, για λογαριασμό των δύο ανήλικων τέκνων της, που, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, το πρώτον υποβάλλεται με την ένδικη έφεση, συνάδει, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε νέα αυτοτελή αίτηση, η οποία, όμως, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα κρίνεται απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΚΠολΔ 525 παρ. 2), διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 2, 526 και 528 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υποβολή, για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, αυτοτελούς αιτήσεως, είναι απαράδεκτη, ακόμη και αν συναινεί ο αντίδικος, έστω και αν δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, καθώς άγει σε ανεπίτρεπτη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης και του αιτήματος της αγωγής, διευρύνοντας αυτό και, συνεπώς, μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα το αντικείμενο της παρούσας δίκης. Μπορεί ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην να προβάλει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, και δεν πρότεινε λόγω της απουσίας του, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ., όχι, όμως, και να υποβάλει νέα αιτήματα καθ` υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αφού τη δυνατότητα αυτή δεν έχει ούτε ο κατ’ αντιμωλίαν δικαζόμενος διάδικος. Το γεγονός ότι αυτή ασκείται από την ερήμην πρωτοδίκως δικασθείσα ενάγουσα δεν την καθιστά παραδεκτή, αφού τέτοια δυνατότητα δεν δίνει το άρθρο 528 ΚΠολΔ., όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται, περαιτέρω, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικανικής πιο πάνω αξιώσεως με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση. Επίσης, απορριπτέα, για τους ίδιους ως άνω λόγους, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτα, είναι το υποβαλλόμενο το πρώτον με την ένδικη έφεση αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό των δύο ανήλικων τέκνων, για χρονικό διάστημα προγενέστερο της επιδόσεως της από 17/10/2016 αγωγής, διότι, όπως προαναφέρθηκε, αφενός μεν δεν περιλαμβάνεται τέτοιο αίτημα στο δικόγραφο της αγωγής αυτής, αφετέρου δε παραιτήθηκε με αυτήν από το αίτημα της από 7/7/2016 περί επιδικάσεως διατροφής για τα δύο ανήλικα τέκνα, καθώς, επίσης, και η μεταβολή του αιτήματος με αύξηση αυτού, για έκαστο τέκνο, με την υπό κρίση έφεση, το οποίο είχε παραδεκτώς περιοριστεί, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του Α.Κ., προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως, του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1612/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 174/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 541/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1681/2005 ΕλλΔικ 2006.461), προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο (ΕφΛαρ 945/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2518/1995 ό.π., ΕΑ 2176/1989 ΕλλΔικ 33.179). Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωσή του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.λ.π., καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017 ό.π.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1489 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 α΄ Κ.Πολ.Δ, να περιέχονται στην περί τούτου σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα και το χρηματικό ποσό, που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα, διότι το στοιχείο αυτό ανήκει στη βάση ενστάσεως από το άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ, την οποία μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρεώσεώς του προς διατροφή του τέκνου του, ισχυριζόμενος ότι το τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής έναντι και του άλλου γονέα, ο οποίος υποχρεούται να συμβάλει στην διατροφή του τέκνου ανάλογα με τις προσδιοριζόμενες με την ένσταση οικονομικές του δυνάμεις. Επίσης, δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, για το ορισμένο αυτής, οι διατροφικές ανάγκες του τέκνου αναλυτικώς και το ποσό που χρειάζεται για την κάλυψη καθεμιάς, αφού με το συνηθισμένο και εύχρηστο νομικό όρο “διατροφή” νοείται σαφώς το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, δηλαδή για την τροφή, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την ένδυση, την ψυχαγωγία και τη νοσηλεία αυτού, καθώς και για την ανατροφή και την εκπαίδευσή του (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος). Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 884/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 396/2001, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΑΠ 1322/1994 ΕλλΔικ 35.368, ΑΠ 1060/1993 ΕλλΔικ 35 (1994) 1291, ΜονΕφΠειρ 749/2014 Δημ. Νόμος). Αλλά, σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (βλ. σχετ. ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 344/2001 ΕλλΔικ 2002.113, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 37.97, ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΔωδ 95/2006 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1278/2001 Αρμ. 2002.225). Εφόσον, όμως, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις του ιδίου και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΜονΕφΠειρ 432/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΑθ 856/2010 ΕφΑΔ 2011.434, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ 2005.886, ΕφΘεσ 1101/2002 Αρμ 2003.38, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1489, αρ. 10, σελ. 826). Η δαπάνη δε για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υποχρέου, όπως π.χ. από τον μισθό του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό του δανείου, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1663/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 230/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 471/2005 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΚρητ 238/2012 αδημ., ΕφΠειρ 197/2006 αδημ., ΕφΠειρ 158/2006 αδημ., ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 736/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 167/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 596/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 797/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠατρ 394/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2241/2000 Δημ. Νόμος). Οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 2070/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔικ 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ι, έκδ. 1998 σελ. 306, 307). Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενα με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο. Αντιθέτως, τα καταλυτικά του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, γεγονότα και οι αντενστάσεις, τα οποία δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει παραδεκτώς τον πρώτο κατά την έκκλητη δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (Ολ. ΑΠ 2/94, ΑΠ 2070/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 537/2015 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1492 Α.Κ., προκύπτει ότι ο εναγόμενος γονέας στη δίκη διατροφής δεν μπορεί να προβάλλει καταρχήν την, από το άρθρο 1487 παρ. 1 Α.Κ., προβλεπόμενη ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όταν πρόκειται για διατροφή ανήλικων τέκνων του, εκτός αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι τα τέκνα μπορούν να στραφούν εναντίον άλλου υποχρέου ή μπορούν να διατραφούν από την περιουσία τους (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 676/2000 ΕλλΔικ 2000.1597, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΜονΕφΠειρ 306/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 198/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 230/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 149/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 195/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 969/2007 αδημ., ΕΘ 1993/2003, Δημ. Νόμος, ΕφΔυτΜακεδ 186/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 174/2001 ΕλλΔικ 2001.746, ΕΑ 9823/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 157/1996 ΕλλΔικ 1997.1614). Εξάλλου, κατά το άρθρο 63 του Κ.Πολ.Δ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νομίμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 του Α.Κ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Όταν η δίκη διεξάγεται δε από το νόμιμο αντιπρόσωπο ανίκανου φυσικού ή νομικού προσώπου, διάδικος, υπέρ και κατά του οποίου ισχύει το δεδικασμένο, είναι ο αντιπροσωπευόμενος και όχι ο αντιπρόσωπος (Β.Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ υπό άρθρο 919 αρ.5). ΄Αρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους δυο γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα (ΑΠ 611/2013 ΤΝΠΔΣΑθ). Αν έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση των γονέων και το τέκνο έχει αξίωση διατροφής κατά του γονέα, που δεν έχει την επιμέλεια του προσώπου του, την αξίωση αυτή την ασκεί εκείνος, που έχει την επιμέλειά του και, αν δεν την έχει κανείς, αυτός με τον οποίο διαμένει το τέκνο (άρθρο 1516 Α.Κ). Επομένως, σε δίκη διατροφής ανηλίκου τέκνου, αν την επιμέλειά του έχει η μητέρα, αυτή έχει την εξουσία να παρίσταται στο δικαστήριο και να το εκπροσωπεί (ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 823/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 511/1989 ΕλλΔνη 31.1270). Διάδικο, όμως, είναι το ανήλικο τέκνο και όχι η μητέρα του, η οποία απλώς αναπληρώνει την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα (Β.Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ υπό άρθρο 64 αρ.5, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, υπό άρθρο 1489 σημ. 14, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 2003, σελ. 122 επ., ΕΑ 8007/2006 ΕλλΔικ 2007.1455, ΕφΔωδ 197/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2944/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 839/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 10634/1998 ΕλλΔνη 40.1116, ΕΑ 3702/1998 Δημ. Νόμος). Το απαράδεκτο αυτό, που ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, με ελεύθερη απόδειξη, σε κάθε στάση της δίκης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 63 αρ. 17, 18, 21, 23). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ.2 του ΑΚ., προκύπτει ότι δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 1493 του ΑΚ., όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Προϋπόθεση να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του (ΑΠ 1486/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1322/2013 ό.π.). Η διαφοροποίηση των προϋποθέσεων διατροφής του ανηλίκου προς το ενήλικο τέκνο συνίσταται στην υποχρέωση του ενηλίκου τέκνου ν’ αναλώσει και την περιουσία του πριν στραφεί κατά των γονέων του [ή σε περίπτωση θανατώσεως του υπόχρεου γονέα από υπαιτιότητα τρίτου]. Ανίκανο να διαθρέψει τον εαυτό του δεν θεωρείται το ενήλικο τέκνο, το οποίο έχει ικανότητα για εργασία και δεν θέλει να εργασθεί ή το τέκνο, το οποίο δεν χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητές του για να κερδίσει περισσότερα (ΜονΕφΑθ 695/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα (ΑΠ 1486/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1381/13). Στοιχεία δε θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, να περιέχονται στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι, μεταξύ άλλων, η αδυναμία του τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του, από τα εισοδήματά του ή την περιουσία (ΑΠ 124/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1322/2013, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 1388/2009, ΤριμΕφΔωδ 87/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 664/2014 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ διατροφή για παρελθόντα χρόνο δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία. Και αυτό, γιατί ανάγκες παρελθόντος χρόνου, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι, δεν συνιστούν, ήδη, ανάγκες, αφού παρήλθαν, ούτε νοείται, πλέον, ικανοποίηση αυτών. Η διάταξη, όμως, του άρθρου 1498 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, γι` αυτό η συμφωνία για καταβολή διατροφής ακόμα και αν αφορά παρελθόντα χρόνο (χωρίς να υπάρχει υπερημερία) είναι έγκυρη. Η διάταξη αυτή, αφενός μεν καθιερώνει τον κανόνα, ότι διατροφή δεν οφείλεται για παρελθόντα χρόνο, αφετέρου δε εισάγει εξαίρεση, κατά την οποία διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο από την υπερημερία. Η υπερημερία του οφειλέτη επέρχεται με δικαστική ή εξώδικη όχληση του εκ μέρους του δικαιούχου δανειστού (άρθ. 340 ΑΚ). ΄Οταν πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, όπως στη διατροφή, η όχληση για αυτές μπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των μελλουσών παροχών, είτε για το συγκεκριμένο μέρος τους, δηλαδή για παροχές ορισμένου χρόνου. Η όχληση για την καταβολή της διατροφής πρέπει να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενο της, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτουν από αυτήν το είδος και η ακριβής ποσότητα της διατροφής. Απλή υπόμνηση προς τον υπόχρεο ότι οφείλει διατροφή και γενικά δήλωση του δικαιούχου σχετικά με την αξίωση του για διατροφή, δεν αποτελεί νόμιμη όχληση (βλ. ΑΠ 1765/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002. 114, ΕΑ 6692/2011 Δημ. Νόμος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, υπ` άρθ. 1498 σελ. 782-784). Δεν απαιτείται όχληση εάν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (άρθ. 341 ΑΚ), καθώς και όταν η όχληση είναι αδύνατη ή άσκοπη ή περιττή λόγω π.χ. της σαφώς αρνητικής στάσεως του οφειλέτη. ΄Ετσι, ο οφειλέτης και χωρίς όχληση του δανειστή γίνεται υπερήμερος, αν δήλωσε «σαφώς και κατηγορηματικώς» ότι δεν έχει σκοπό να εκπληρώσει την παροχή (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, υπ` άρθ. 340, σελ. 235, παρ.4). Η όχληση, όπως και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το περιττό ή άσκοπο της οχλήσεως, αποτελούν στοιχεία της αγωγής, όταν ζητείται διατροφή για το παρελθόν (βλ. ΕΑ 6692/2011 ό.π., ΕφΘεσ 2943/2005, ΕφΑθ 5956/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002.114). Η όχληση μπορεί να γίνει και με την επίδοση στον υπόχρεο αίτηση επιδίκασης προσωρινής διατροφής, εφόσον δεν πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, μπορεί να αφορά είτε αορίστως το σύνολο των μελλοντικών παροχών, είτε τις παροχές ορισμένου χρονικού διαστήματος (βλ. ΑΠ 342/2001 ΝοΒ 2002.341, ΕφΔωδ 399/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 589/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 909/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 222/2000 Αρμ ΝΕ.39, ΕφΑθ 7841/1995 Δημ. Νόμος, Α.Γεωργιάδη – Μ.Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ Τομ ΙΙ στο άρθρο 340 σελ. 235-237). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ……/2016 αγωγή της, η ενάγουσα, ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων της, … . και …., τα οποία απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, πρώην σύζυγό της και διαμένουν μαζί της, ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ως προς το κεφάλαιο επιδικάσεως διατροφής, το οποίο μεταβιβάστηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την υπό κρίση έφεση, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημα αυτό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, καταχωριζομένης στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων, το ποσό των σε 565 ευρώ μηνιαίως, για διατροφή του …….. και το ποσό των 530 ευρώ μηνιαίως για διατροφή του ….. και συνολικά το ποσό των 1.095 ευρώ μηνιαίως και για τα δύο τέκνα, ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή τους, ανάλογη με τις συνθήκες της ζωής τους, καθώς στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων και αδυνατούν να αυτοδιατραφούν, ενώ ο εναγόμενος πατέρας τους δύναται, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή, να καλύψει τις διατροφικές τους ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη των μηνιαίων εισοδημάτων του, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής και έως την εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. …../2016 αγωγή, ως προς το αίτημα επιδικάσεως διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της, για το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής αυτής και, κατ’ ορθή εκτίμηση, έως την ενηλικίωση αυτών, είναι αρκούντως ορισμένη και παραδεκτή, καθώς, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής, περιέχονται όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη θεμελίωσή της και ειδικότερα, αναφέρονται αναλυτικώς, μεταξύ άλλων, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου, η έλλειψη εισοδημάτων και περιουσίας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, οι ανάγκες των τέκνων, που είναι προσδιοριστικές της διατροφής τους, και το αιτούμενο, για όλες τις ανάγκες τους συνολικό ύψος της δαπάνης, που αποτελεί την, ανάλογη διατροφή των ανηλίκων, χωρίς να απαιτείται, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής επακριβώς και του απαραίτητου, για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης τους χρηματικού ποσού. Ούτε η αναφορά του απώτατου χρονικού σημείου υποχρεώσεως διατροφής είναι, εν προκειμένω αναγκαία, καθώς ο γονέας νομιμοποιείται για την άσκηση αγωγής διατροφής για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων έως την ενηλικίωση αυτών. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493, 1496, 1498, 1516 παρ. 2, 340, 341 παρ. 1, 345 και 346 ΑΚ. Σημειώνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε, απαραδέκτως η ενάγουσα, υπό την ως άνω ιδιότητά της, αιτείται το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, καθ’ υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την επιδίκαση σε αυτήν του συνολικού ποσού των 1.550 ευρώ, για οφειλόμενες διατροφές Σεπτεμβρίου 2015 – Ιουλίου 2016, λόγω μη τηρήσεως της εγγράφου προδικασίας (άρθρα 106 και 525 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα, είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ` εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 538/2019 Δημ. Νόμος). Διατροφή δε για το παρελθόν, κατ’ άρθρο 1498 Α.Κ. δεν οφείλεται παρά μόνον από την υπερημερία, εφόσον υπάρχει σχετικό αγωγικό αίτημα. Σημειώνεται ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, κατά τ’ ανωτέρω, δεν υπάρχει σχετικό αίτημα επιδικάσεως διατροφής στα τέκνα για το χρονικό διάστημα, μετά την ενηλικίωσή τους. Επομένως, η υπό κρίση από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ……/2016 αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώνται δε και σταθμίζονται ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από τις με αριθμ. …../07-05-2019 και …./07-05-2019 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα μ’ επιμέλεια της ενάγουσας (βλ. σχετ. με αριθμ. ……./02-05-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, μ’ έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., σε συνδυασμό με την από 02-05-2019 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου θυροκολληθέντος εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Νίκαιας, ………., Αστυφύλακα και την από 03-05-2019) βεβαίωση παραλαβής συστημένης επιστολής θυροκολληθέντος εγγράφου προς τον εναγόμενο), από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλην της με αριθμ. …./14-05-2019 ένορκης βεβαίωσης μάρτυρος, η οποία ελήφθη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μ’ επιμέλεια του εφεσιβλήτου, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με κλήτευση της εκκαλούσας σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του εφεσιβλήτου, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και προσκομίστηκε με την από 14/05/2019 έγγραφη προσθήκη – αντίκρουση του εφεσιβλήτου, χωρίς να προβάλλει ότι την προσκομίζει προς αντίκρουση συγκεκριμένου ισχυρισμού, που προτάθηκε το πρώτον από την εκκαλούσα με τις από προτάσεις της στο δικαστήριο αυτό, παρά μόνο προβάλλει ότι εξέτασε τον μάρτυρα στην ως άνω Ειρηνοδίκη προς απόκρουση της υπό κρίση έφεσης και συνεπώς, δεν μπορεί ληφθεί υπόψη (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 702/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 779/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1055/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 374/2019 ό.π. Δημ. Νόμος, ΑΠ 414/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 319/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 66/2007 ΔΕΕ 2007 σελ. 1230, ΑΠ 659/2007 ΝΟΒ 2007/1823, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3121/2009 ΕλλΔνη 2009 σελ. 1494), αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 7/6/1997, στον Ιερό Ναό ………… Πειραιά, στις 7/6/1997. Η ενάγουσα γεννήθηκε το έτος 1974, ενώ ο εναγόμενος το έτος 1970. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (2) τέκνα, τον ………, γεννηθέντα στις 21/11/2001 και τον …………., γεννηθέντα στις 20/5/2004 (βλ. σχετ. το από 06-05-2019 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Νίκαιας – Αγίου Ι. Ρέντη). Η τελευταία κοινή διαμονή των διαδίκων βρισκόταν στη Νίκαια Πειραιά. Από τον Νοέμβριο του 2014, όμως, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, κατά το μη εκκληθέν αυτής κεφάλαιο, περί απαγγελίας της λύσης του γάμου τους, διασπάστηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωσή τους, με την αποχώρηση του συζύγου από την κοινή συζυγική οικία και την εγκατάστασή του έκτοτε σε άλλη μισθωμένη οικία στον Κορυδαλλό, όπου διέμενε, χωρίς να υφίσταται πρόθεση επανασύνδεσής του με τη σύζυγό του και η διάσταση των διαδίκων, που υπερέβαινε τα δύο έτη, συνεχίστηκε, χωρίς διακοπή, έως και τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εν συνεχεία, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, κατά το μη προσβληθέν με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιο αυτής, ότι τεκμαίρετο αμάχητα ότι η έγγαμη σχέση των διαδίκων είχε κλονιστεί σοβαρά, λόγω της υπερδιετούς διάστασής τους και ότι, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η υπ’αριθμ. κατάθεσης …../2015 αγωγή του συζύγου, περί λύσης του γάμου των διαδίκων, ως προς τη νομική βάση της διετούς διάστασης. Περαιτέρω, κατά το μη προσβληθέν με την εκκαλουμένη κεφάλαιο, περί ρυθμίσεως της ασκήσεως της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων, έγινε δεκτό ότι από την έναρξη της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων τα ανήλικα τέκνα τους διέμειναν με τη μητέρα τους, στην οποία ανατέθηκε προσωρινά η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου τους, δυνάμει των υπ’ αριθμ. 1897/2015 και 165/2017 αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ειδικότερα, με τη με αριθμ. 165/01-02-2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατόπιν της από 18-10-2016 και με αριθμ. κατάθ. …../15-6-2016 αιτήσεως της ενάγουσας, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 15/11/2016, ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ………. και ……, αποκλειστικά στη μητέρα τους, υποχρεώθηκε προσωρινά ο πατέρας των τέκνων να προκαταβάλει εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα στην αιτούσα, ως διατροφή, για λογαριασμό των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ για τον ανήλικο ……. και το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον ανήλικο ……, ήτοι συνολικά το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, από την επίδοση της αίτησης και εφεξής. Εν συνεχεία, δυνάμει της με αριθμ. 449/14-03-2018 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά από συζήτηση, που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 25-01-2018, κατόπιν της από 31-10-2017 και με αριθμ. κατάθ. …../2109/2017 αιτήσεως του πατέρα, ανατέθηκε προσωρινά στον τελευταίο προσωρινά η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου ………… Με την εκκαλουμένη, όμως, κατά το μη προσβληθέν αυτής κεφάλαιο, κρίθηκε επωφελέστερη για τον ανήλικο, ……., η ανάθεση της άσκησης της επιμέλειας αυτού στη μητέρα του, καθώς, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, από το προσκομιζόμενο στην πρωτοβάθμια δίκη από 24/1/2018 ειδοποιητήριο απουσιών του ανήλικου προς τη μητέρα του από το 1° Ημερήσιο ΕΠΑΛ Νίκαιας, στο οποίο φοιτούσε, κατά τη σχολική περίοδο από 11/9/2017 μέχρι και 19/1/2018, προέκυπτε ότι ο μαθητής ………… σημείωσε 101 απουσίες, εκ των οποίων 45 δικαιολογημένες και 56 αδικαιολόγητες, με όριο του συνόλου απουσιών της τάξης τις 114 και των αδικαιολόγητων απουσιών της τάξης τις 50 και ότι εκ των ανωτέρω, κατά την εκκαλουμένη, συνάγεται ότι ο ……… έχει ήδη μείνει στην ίδια τάξη (Β’ Λυκείου), κατά το σχολικό έτος 2018-19, λόγω απουσιών, κρίθηκε δε (με την εκκαλουμένη) ότι προέβη στις απουσίες αυτές, λόγω της ανεπαρκούς εποπτείας του από τον πατέρα του, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Ενόψει των ανωτέρω, ανατέθηκε με την εκκαλουμένη οριστικά στη μητέρα η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας αμφοτέρων των τέκνων των, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της από 7/7/2016 και με αριθμό κατάθεσης ……/2016 αγωγής της. Επίσης, ρυθμίστηκε με την εκκαλουμένη, κατά το μη εκκληθέν κεφάλαιο αυτής, το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τα τέκνα του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό αυτής τρόπο, ενόψει του ότι, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό αυτής, ο πατέρας συναίνεσε στο αίτημα επικοινωνίας του με τα τέκνα του, κατά τον τρόπο που ορίζεται στην προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. κατάθεσης …../2016 αγωγή της συζύγου του και με δεδομένο ότι ο τρόπος αυτός κρίθηκε επωφελής και με την εκκαλουμένη για τα τέκνα και ειδικότερα ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τους ανηλίκους υιούς του, ως κάτωθι : Α) Δύο φορές την εβδομάδα από ώρα 17.00 μέχρι ώρα 21.00, Β) Την πρώτη και τρίτη εβδομάδα κάθε μήνα και συγκεκριμένα από το απόγευμα της Παρασκευής και από ώρα 17.00 μέχρι και το απόγευμα της Κυριακής και ώρα 20.1 Γ) Κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων από ώρα 17.00 της 22/12 μέχρι ώρα 20.00 της 29/12, κατά τα ζυγά έτη και από ώρα 17.00 της 29/12 μέχρι ώρα 20.00 της 6/1, κατά τα μονά έτη, Δ) Κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα από ώρα 17.00 της Παρασκευής προ της Κυριακής των Βαΐων μέχρι ώρα 19.00 της Μεγάλης Πέμπτης, κατά τα ζυγά έτη και από ώρα 11.00 της Μεγάλης Πέμπτης μέχρι ώρα 19.00 της Τετάρτης της Διακαινησίμου, κατά τα μονά έτη και Ε) Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών επί δύο εβδομάδες κατά τον μήνα Αύγουστο. Επίσης, ορίστηκε με την εκκαλουμένη ότι τα τέκνα θα παραλαμβάνει ο πατέρας τους από την οικία της μητέρας τους, επί της οδού ………., στη Νίκαια και θα τα παραδίδει στη μητέρα τους στην ίδια οικία, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων επικοινωνίας του με αυτά. Όπως αποδείχθηκε, όμως, αναφορικά με το αίτημα περί καταβολής διατροφής για λογαριασμό των δύο ανήλικων τέκνων των διαδίκων, που μεταβιβάστηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την υπό κρίση έφεση, κατά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής έως και τη συζήτηση αυτής, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το τέκνο των διαδίκων …………, διαμένει, κατόπιν δικής του θέλησης, μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος απασχολείται με την επιμέλεια και ανατροφή του και καλύπτει όλα τα έξοδα της εν γένει διατροφής του. Δεν έχει πρόθεση δε το τέκνο αυτό επιστροφής στην οικία της μητέρας του έως την ενηλικίωσή του. Αντιθέτως, το ανήλικο τέκνο, ….., διαμένει, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα μαζί με τη μητέρα του. Συνεπώς, νομιμοποιείται η μητέρα στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, για λογαριασμό του ανήλικου ….. (άρθρο 1516 παρ. 2 Α.Κ.), για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ……/2016 αγωγής έως την ενηλικίωσή του, στις 20/05/2022, απορριπτομένου ως αβασίμου του αιτήματος επιδικάσεως διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της ….. ., για το επίδικο χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ως άνω αγωγής, έως την ενηλικίωσή του, στις 21/11/2019. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος διέμενε, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, σε μισθωμένη οικία στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της οδού ………, επιβαρυνόμενος με μηνιαία δαπάνη μισθώματος, ύψους 200 ευρώ και ήδη την τελευταία διετία διαμένει σε μίσθια οικία, επί της οδού .. αρ. …., στη Νίκαια Αττικής, αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 260 ευρώ. Ο εναγόμενος είναι ομόρρυθμος εταίρος, με συμμετοχή 50% στη συσταθείσα, το έτος 2007, ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “…… ….”, η οποία έχει ως αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία ανταλλακτικών αυτοκινήτων, καινούργιων, μεταχειρισμένων καθώς και ανακατασκευής. Από την επαγγελματική αυτή δραστηριότητα αποκερδαίνει κατά μέσο όρο το ποσό των 2.000 ευρώ. Είναι κύριος, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου δύο αγρών, που βρίσκονται στην Αυλώνα Ν. Εύβοιας, επιφάνειας 2.145 και 2.013 τ.μ., αντίστοιχα, τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι δύνανται να αξιοποιηθούν, ώστε να αποφέρουν στον εναγόμενο επιπλέον εισόδημα, λαμβάνονται, όμως, υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών του δυνάμεων. Επίσης, έχει την ψιλή κυριότητα ενός ισογείου διαμερίσματος, εμβαδού 39 τ.μ., που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και επί της οδού ………. (βλ. σχετ. με αριθμ. πρωτ. …/07-05-2019 Απάντηση σε Εισαγγελική παραγγελία της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας της Α.Α.Δ.Ε., η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας). Ο εναγόμενος είναι κύριος του με αριθμό κυκλοφορίας ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής NISSAN MICRA, 1.000 cc, η χρήση του οποίου είχε παραχωρηθεί στην ενάγουσα, αρχικά, δυνάμει της από 24-10-2016 προσωρινής διαταγής και εν συνεχεία, με τη με αριθμ. 165/2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την υποχρέωση κάλυψης των εξόδων του οχήματος από την ίδια και μιας δίκυκλης μοτοσυκλέτας. Με την εκκαλουμένη, όμως, απορρίφθηκε, κατά το μη εκκληθέν με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιο, το αίτημα περί παραχωρήσεως στη μητέρα της χρήσεως του άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Επίσης, κατά το χρόνο άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ο εναγόμενος διατηρούσε καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία «………», ύψους περίπου 50.000 ευρώ (βλ. σχετ. με αριθμ. ……../12.10.2016 Δήλωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών). Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκαν από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο είτε απροσδόκητη και ασυνήθης αύξηση των βιοτικών αναγκών του εναγόμενου, τις οποίες τυχόν υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει με την ανάλωση μέρους ή του συνόλου των αποταμιεύσεών του, είτε απόκτηση από αυτόν νέων, κινητών ή ακίνητων, περιουσιακών στοιχείων ή άλλου είδους εκ μέρους του επένδυση των εν λόγω αποταμιεύσεων. Άλλη κινητή ή ακίνητη προσοδοφόρα περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εναγόμενος. Η μητέρα των τέκνων, η οποία γεννήθηκε το έτος 1974, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης εργάστηκε περιστασιακά, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ενώ είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο άνεργων του ΟΑΕΔ από 08/07/2016 έως 02/05/2019 (βλ. σχετ. από 02/05/2019 βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ.). ΄Εχει δε υποβάλλει κατ’ επανάληψη αιτήσεις για την συμμετοχή της σε προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα σε Ο.Τ.Α., προς ανεύρεση εργασίας πλήρους απασχόλησης, χωρίς, ωστόσο, κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Πάσχει δε από «σημαντικού βαθμού θωρακο-οσφυϊκή σκολίωση με βαθμό παραμόρφωσης περίπου 45ο και, όπως προκύπτει από την από 01/11/2018 Ιατρική βεβαίωση – Γνωμάτευση του Γ.Ο.Ν.Κ. «Οι ΄Αγιοι Ανάργυροι», έλαβε οδηγίες για αποφυγή υπερβολικής ορθοστασίας και άρσης βαρών. Διαμένει μαζί με το μικρότερο ανήλικο τέκνο της, …., όπως προανεφέρθηκε, στη συζυγική οικία, επί της οδού …….., που βρίσκεται στη Νίκαια Ατικής, τη χρήση της οποίας είχε παραχωρήσει σε αυτήν η μητέρα της, άνευ ανταλλάγματος, για τη διαμονή της ιδίας και των τέκνων της. Συνεπώς, δεν βαρύνεται με δαπάνη καταβολής μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνο με τις δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας του, οι οποίες είναι οι συνηθισμένες και επιμερίζονται μεταξύ αυτής και του ανήλικου τέκνου, με το οποίο διαμένει. Επίσης, βαρύνεται με τα συνήθη για την ηλικία της έξοδα διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας κλπ.. Με τη με αριθμ. 165/01-02-2017 δε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατόπιν της από 18-10-2016 και με αριθμ. κατάθ. …../15-6-2016 αιτήσεως της ενάγουσας, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 15/11/2016, ρυθμίστηκε προσωρινά η χρήση του με αριθμό κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας NISSAN MICRA, ιδιοκτησίας του πατέρα των τέκνων και παραχωρήθηκε αποκλειστικά αυτή (χρήση) στην ενάγουσα, με την υποχρέωση κάλυψης των εξόδων του οχήματος από την ίδια, πλην, όμως, με την εκκαλουμένη, όπως προαναφέρθηκε, απορρίφθηκε, κατά το μη εκκληθέν με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιο, το αίτημα περί παραχωρήσεως στη μητέρα της χρήσεως του άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Η ενάγουσα, κατά το χρόνο άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ήταν, επίσης, δικαιούχος κατάθεσης στην τράπεζα Eurobank, ύψους 17.000 ευρώ, η οποία, για το χρονικό διάστημα από 29-1-2015 μέχρι 29-1-2016, ήταν προθεσμιακή. Ουδόλως δε αποδείχθηκαν από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο είτε απροσδόκητη και ασυνήθης αύξηση των βιοτικών αναγκών της, τις οποίες τυχόν υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει με την ανάλωση του συνόλου των αποταμιεύσεών της, πέραν της ανάλωσης μέρους αυτών, λόγω της συνεισφοράς της στη διατροφή του τέκνου της, είτε απόκτηση από αυτήν νέων, κινητών ή ακίνητων, περιουσιακών στοιχείων ή άλλου είδους εκ μέρους της επένδυση των εν λόγω αποταμιεύσεων. ΄Αλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η μητέρα των τέκνων, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει, πέραν των τέκνων της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ……, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στερείται εισοδημάτων, περιουσίας και πόρων και αδυνατεί, λόγω της ηλικίας τους και της μαθητικής ιδιότητάς του, να εργαστεί και ν’ αυτοδιατραφεί. Συνεπώς, ανακύπτει καταρχήν νόμιμη υποχρέωση των γονέων του για τη διατροφή του, η οποία περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή και εκπαίδευσή του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων ……, κατά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, φοιτούσε στο Δημοτικό Σχολείο, παρακολουθούσε δε μαθήματα εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, αντί μηνιαίων διδάκτρων 70 ευρώ. Επίσης, συμμετέχει στο άθλημα του ping-pong στον αθλητικό σύλλογο “…..”, καταβάλλοντας μηνιαία συνδρομή ποσού 30 ευρώ και λαμβάνει διακρίσεις κατά τη συμμετοχή του σε αγώνες. Οι λοιπές δαπάνες διαβιώσεως του τέκνου, ήτοι τροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εκπαίδευσης και εξωσχολικών δραστηριοτήτων, είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών της αντίστοιχης ηλικίας του. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες του ανήλικου τέκνου, ….., διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες της ζωής του, απαιτείται, ενόψει και της οικονομικής και προσωπικής κατάστασης των γονέων του, κατά μέσον όρον, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, ήτοι για δίδακτρα, γραφική ύλη, βιβλία, εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση – υπόδηση, συμμετοχή στις λειτουργικές δαπάνες οίκησης, ψυχαγωγία, αθλητισμό. Στο ποσό, το οποίο απαιτείται για τη διατροφή του, πρέπει να συνυπολογιστεί και η παροχή στέγης και προσωπικής εργασίας και φροντίδων της μητέρας του για την ανατροφή του, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ για το ανήλικο τέκνο. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς, που βαρύνει τους διαδίκους, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητάς τους στο σύνολο των εισοδημάτων, που προαναφέρθηκαν. Με τα δεδομένα αυτά, ο εναγόμενος πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή του ανήλικου τέκνου του, ……, που προσδιορίζεται με τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, με το ποσό των 250 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της ως άνω από 17/10/2016 αγωγής έως την ενηλικίωση αυτού στις 20/05/2022. Το ποσό αυτό, στο οποίο ανέρχεται η προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου για το ανήλικο τέκνο, πρέπει να καταβάλει ο πατέρας του, ως συμμετοχή του στην ανάλογη τακτική σε χρήμα διατροφή του, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, καθώς, δεν τίθεται σε κίνδυνο, κατά το ποσό αυτό η δική του διατροφή. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο δύναται είτε να στραφεί εναντίον της μητέρας του, για ποσό μεγαλύτερο, που αναλογεί στην ως άνω συμμετοχή της στις διατροφικές του ανάγκες είτε από περιουσία ή εργασία ανάλογη με την ηλικία του. Κατά το υπόλοιπο ποσό συμμετέχει και η μητέρα του ανήλικου τέκνου με την παροχή στέγης και την προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησής της, για την περιποίηση και φροντίδα του τέκνου, που συνδέονται με τη συνοίκηση, οι οποίες (υπηρεσίες) αποτιμώνται, όπως προαναφέρθηκε, σε χρήμα, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου περί συνεισφοράς της ενάγουσας, στη διατροφή του ανήλικου τέκνου. Σημειώνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, δεν υπάρχει σχετικό αίτημα επιδικάσεως διατροφής στο ως άνω τέκνο για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, μετά την ενηλικίωσή του. Περαιτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου περί μερικής απόσβεσης της ένδικης αξιώσεως διατροφής του ανήλικου τέκνου του, ……, διότι οι επικαλούμενες από αυτόν καταβολές, και αληθείς υποτιθέμενες, αφορούν προγενέστερο του επιδίκου χρονικό διάστημα, απαγορεύεται δε ο συμψηφισμός κατ’ απαιτήσεων εκ διατροφής (άρθρ. 451 Α.Κ., 982 ΚΠολΔ) κι αν ακόμη η προς συμψηφισμό προτεινόμενη απαίτηση απορρέει και αυτή από καταβληθέντα προηγουμένως αχρεωστήτως ποσά διατροφής (Βαθρακοκοίλη, Οικογενειακό Δίκαιο, σελ. 482, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 2003 σελ. 138, ΕφΛαρ 945/2005 ΤΠΝΔΣΑθ, ΕφΘεσ. 509/1993 ΑΡΜ/1993 (532), ΜονΠρΘεσ 10107/2010 ΤΝΠΔΣΑθ). Σημειώνεται δε ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ.1, 346, 453 παρ.1 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 374/2019 ό.π., ΑΠ 794/2017). Ειδικότερα, για την επίκληση του αποδεικτικού μέσου, δεν είναι απαραίτητη η χρήση πανηγυρικών όρων, αλλά αρκεί να προκύπτει σαφώς η βούληση του διαδίκου για την εκτίμηση του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου από το δικαστήριο (ΑΠ 305/2019 ό.π.). Επομένως, ο εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους ……, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στη διατροφή του σε χρήμα, το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 ευρώ) μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ././2016 αγωγής, έως την ενηλικίωση αυτού, στις 20/05/2022. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ././2016 αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της ….., που γεννήθηκε στις 20/05/2004, ως ασκούσα την επιμέλειά του, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή του τέκνου, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ως άνω από 17/10/2016 αγωγής έως 20/05/2022, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί το σύνολο των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ως προς την από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ………../2016 αγωγή, λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πέραν του ποσού, το οποίο ήδη έχει προκαταβληθεί, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 3899/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, ως προς το κεφάλαιο περί υποχρεώσεως καταβολής διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της (επί της από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. …/2016 αγωγής).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την Οικογένεια, το Γάμο και την Ελεύθερη Συμβίωση, την από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. …………/2016 αγωγή, ως προς αίτημα επιδικάσεως διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 17/10/2016 και με αριθμό κατάθεσης …………/2016 αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της, …., που γεννήθηκε στις 20/05/2004, ως ασκούσα την επιμέλειά του, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή του τέκνου, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ως άνω από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ……./2016 αγωγής έως 20/05/2022, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. ως προς την από 17/10/2016 και με αριθμ. κατάθ. ………./2016 αγωγή, πέραν του ποσού, το οποίο έχει ήδη προκαταβληθεί.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28/02/2020, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ