Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ……….., 2) ………… και 3) ……………………… που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φώτιο Παπαγεωργίου με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», λόγω διάσπασης δι’απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας αυτής με σύσταση νέας εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος, που εδρεύει στην ……….. (οδός ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Κωνσταντίνο Μπάκα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
H εφεσίβλητη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.5.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./16.5.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2273/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 28.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./28.4.2021 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../31.5.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 28.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………./28.4.2021 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/31.5.2021 έφεση των εκκαλούντων, ……………., η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2273/2020 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την ασκηθείσα σε βάρος τους, από 16.5.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../16.5.2019 αγωγή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ήδη εφεσίβλητης, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», λόγω διάσπασης δι’απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της πρώτης με σύσταση νέας εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία στην από 16.5.2019 αγωγή της εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 30.5.2008 σύμβασης δανείου, που συνήψε στην Αθήνα με τον πρώτο εναγόμενο, χορηγήθηκε σ’αυτόν το ποσό των 380.000 ευρώ, για την χρηματοδότηση αγοράς ενός νεότευκτου σκάφους αναψυχής, που εκταμιεύθηκε και ήταν αποπληρωτέο σε δόσεις έντοκα, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και τις συμφωνίες, που αναφέρονται στη σύμβαση και τις από 30.9.2010 και 24.5.2011 τροποποιητικές αυτής συμφωνίες, η δε δεύτερη εναγομένη συμβαλλόμενη σ’αυτές, ως εγγυήτρια, εγγυήθηκε την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του ως άνω δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους, λοιπές επιβαρύνσεις και έξοδα, ενεχόμενη εις ολόκληρον με τον δανειολήπτη, ως αυτοφειλέτης, τηρουμένων προς εξυπηρέτηση του δανείου των αναφερόμενων λογαριασμών, μηχανογραφικά αποσπάσματα της κίνησης των οποίων από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα λογιστικά βιβλία της δανείστριας τράπεζας, συμφωνήθηκε να αποτελούν πλήρη απόδειξη των επίδικων απαιτήσεων της, πλην όμως ο εναγόμενος δανειολήπτης υπήρξε ασυνεπής στην αποπληρωμή των δόσεων, με αποτέλεσμα κατά την λήξη του δανείου στις 6.6.2016, να εμφανίζεται σε βάρος των εναγομένων χρεωστικό υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και εξόδων, 422.523,20 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από 7.6.2016 έως 23.10.2017 και εξόδων, ούτως ώστε η οφειλή να έχει διαμορφωθεί στις 23.10.2017 στο ποσό των 464.154,25 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η δεύτερη εναγομένη, οφειλέτης της, με πρόθεση βλάβης της, μεταβίβασε το ανήκον σ’αυτήν δικαίωμα ψιλής κυριότητας της οριζόντιας ιδιοκτησίας, που επαρκώς περιγράφεται στην αγωγή και αποτελούσε το μοναδικό αξιόλογο εμφανές περιουσιακό της στοιχείο, προς τον τρίτο εναγόμενο, υιό της, λόγω γονικής παροχής, δυνάμει της υπ’αριθμ………/21.5.2014 συμβολαιογραφικής πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα, η δε αξία της ψιλής κυριότητας ανερχόταν κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης σε 100.000 ευρώ και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής σε 80.000 ευρώ, με αποτέλεσμα η περιουσία της να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της εναντίον της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, αφενός να υποχρεωθούν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 464.154,25 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από 24.10.2017 μέχρι την εξόφληση και αφετέρου, να διαρρηχθεί ως καταδολιευτική η αναφερόμενη στο δικόγραφο απαλλοτριωτική δικαιοπραξία.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν και αφενός, υποχρέωσε τον πρώτο και δεύτερη των εναγομένων εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 461.510,90 ευρώ, με τους τόκους υπερημερίας από 24.10.2017 και αφετέρου, απήγγειλε την διάρρηξη της επίδικης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας μεταβίβασης του αναφερομένου διαμερίσματος, κατά ψιλή κυριότητα, στον τρίτο εναγόμενο, λόγω γονικής παροχής.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους, οι μερικώς ηττηθέντες εναγόμενοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο της, ενόψει, όχι της μεμονωμένης αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων, που συνοδεύουν την προβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Τα αίτια που προκάλεσαν τη δικαιοπρακτική βούληση, μόνο κατ` εξαίρεση επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας, όταν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 140-153 ΑΚ (πλάνη, απάτη, απειλή), οπότε παρέχεται το διαπλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης αυτής, κατά τα άρθρα 154 και 155 ΑΚ. Επομένως τα περιστατικά που συνδέονται με τις καταστάσεις αυτές (πλάνη, απάτη, απειλή) και ρυθμίζονται ειδικά με τις παραπάνω διατάξεις, δεν υπάγονται στο άρθρο 178 ΑΚ, το οποίο, άλλωστε, προβλέπει εξαρχής ακυρότητα και όχι ακύρωση. Δηλαδή, η ακυρωσία της δήλωσης βούλησης, συνεπεία πλάνης, απάτης ή απειλής, δεν μπορεί από μόνη της, να οδηγήσει στην κατ` άρθρο 178 ΑΚ ακυρότητα, όταν, εκτός του ανεπίτρεπτου, κατ` αυτήν, επηρεασμού της βούλησης, δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά, που επηρεάζουν το γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας. Από το ανωτέρω άρθρο καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, όπου, αν και υπάρχει εκμετάλλευση, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου 179 ΑΚ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές, των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι, για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικειμένης στα χρηστά ήθη, απαιτείται, αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. `Ετσι, για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεοναστική απαιτείται να συντρέχουν, αθροιστικά, τρία στοιχεία, ήτοι : α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ` αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου, από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή, το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή, που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισης της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί δε νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή, χωρίς να είναι απαραίτητη, για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά, που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν, όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου, χωρίς όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, ακυρότητα της δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσης της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ` αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 748/2021, ΑΠ 912/2019, ΑΠ 1650/2018, ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 379/2017, ΑΠ 403/2017).
Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι, η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα, κατ` αρχήν, αποφασίζει, εκτός και πάλι, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η άσκηση του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200, 288 ΑΚ) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1188/2021, ΑΠ 1185/2019, ΑΠ 565/2017).
Εξάλλου, η γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη, όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις, που εξαιτίας ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Αντίθετα έτσι με τη ρήτρα του άρθρου 200 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλοντας ως ερμηνευτικά κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη με στόχο την ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βούλησης, δηλαδή τον καθορισμό της ενυπάρχουσας στη σύμβαση αυτόνομης δικαιοπρακτικής ρύθμισης, η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας, με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, επιβάλλοντας στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων τους, όταν κατά τα παραπάνω χρειάζεται να συμπληρωθούν ή να διορθωθούν, για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάστακτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 1467/2018).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται από ενδεχομένη παραίτηση του εκ των προτέρων από του, κατ` άρθρο 855 ΑΚ, δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων από το ευεργέτημα (ελευθερώσεως) που θεσπίζει η διάταξη, αλλά μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλεια του, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση αυτού κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 332εδ. α΄ ΑΚ, είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίηση του από τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 ΑΚ) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ` αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεως του. Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο Δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια είναι βαριάς μορφής, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 1296/2017, ΑΠ 1073/2015, ΑΠ 40/4015). Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που ο εγγυητής έχει παραιτηθεί εκ των προτέρων από το ευεργέτημα ελευθερώσεως, πρέπει να επικαλεστεί σαφώς τη συνδρομή δόλου ή βαριάς αμέλειας καθώς και τα περιστατικά εκείνα, τα οποία, αντικειμενικώς ελεγχόμενα, συγκροτούν την έννοια αυτών, έχοντας και το βάρος απόδειξης των εν λόγω περιστατικών, προκειμένου έτσι να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της ανωτέρω ένστασης και του σχετικού λόγου ανακοπής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 862 ΑΚ, αλλά και ο καθ’ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1137/2019).
IV. Από την υπ’αριθμ………./23.9.2019 ένορκη βεβαίωση του ………., η οποία συντάχθηκε με επιμέλεια των εναγομένων – εκκαλούντων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης της ενάγουσας – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ…….΄/16.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), που εκτιμάται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../30.5.2008 σύμβασης δανείου, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ αφενός της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας, που εδρεύει στην Αθήνα, με την επωνυμία “…………….”, ως δανείστριας, ήδη εφεσίβλητης, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», λόγω διάσπασης δι’απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της πρώτης με σύσταση νέας εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος και αφετέρου, του πρώτου εναγομένου, …, ως οφειλέτη, η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στον δεύτερο δάνειο, ποσού 380.000 ευρώ, για τη χρηματοδότηση της αγοράς ενός νεότευκτου πλοίου, τύπου Majesty 44, κατασκευής του ναυπηγείου ………….., που βρίσκεται στο ……… των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το οποίο ο εναγόμενος οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση μετά την αγορά του να νηολογήσει επ’ονόματι του στα νηολόγια του λιμεναρχείου Πειραιώς, με το όνομα «AIV” ή όποιο άλλο εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές, συνομολογήθηκε δε το δάνειο έντοκο και αποπληρωτέο σε δεκατρείς εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, υπό τους όρους και συμφωνίες, που αναφέρονται στην σύμβαση. Ειδικότερα, ο εναγόμενος δανειολήπτης ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα τόκο στο νόμισμα του δανείου, ο οποίος θα υπολογιζόταν τοκαριθμικώς, με βάση έτος 360 ημερών, επί του εκάστοτε ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου, με βάση το συμβατικό επιτόκιο (όρος 3.1). Το συμβατικό επιτόκιο συμφωνήθηκε να συντίθεται από ένα σταθερό τμήμα («περιθώριο» (spread)), που ανερχόταν σε 1,80% ετησίως, το οποίο θα προσαυξανόταν με το κόστος της δανείστριας που θα οφειλόταν σε εφαρμογή διοικητικών μέτρων και περιορισμών, όπως δεσμεύσεις ή άλλες επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν ή τυχόν θα επιβάλλονταν σε πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων και από ένα κυμαινόμενο τμήμα, που θα ισούταν με το Euribor (όρος 3.2.α). Οι τόκοι συμφωνήθηκε να καταβάλλονται, χωρίς ειδοποίηση ή όχληση, ανά εξάμηνο (περίοδος εκτοκισμού) και, συγκεκριμένα, την τελευταία ημέρα του εξαμήνου, με πρώτη περίοδο εκτοκισμού το εξάμηνο που θα άρχιζε από την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (όρος 3.3), ενώ ο δανειολήπτης ανέλαβε και την υποχρέωση να καταβάλλει στη δανείστρια κατά τις ημερομηνίες καταβολής τόκων και ποσό ίσο με τις εισφορές του Ν.128/1975 για τη χρονική περίοδο που αφορούσαν οι τόκοι (όρος 3.4). Η εξόφληση του δανείου συμφωνήθηκε σε δεκατρείς εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, της πρώτης από αυτές, ποσού 29.230,76 ευρώ, καταβαλλομένης την αντίστοιχη ημερομηνία του 12ου μήνα από την εκταμίευση του ποσού του δανείου και των υπολοίπων δώδεκα, ποσού 29.230,77 ευρώ η καθεμία, ανά εξάμηνο μετά την καταβολή της πρώτης δόσης (όρος 4). Οι καταβολές του οφειλέτη συμφωνήθηκαν να καταλογίζονται ως εξής: α) στα έξοδα μαζί με τους σχετικούς τόκους, β) στις εισφορές, γ) στους τόκους επί των ληξιπρόθεσμων τόκων και τόκων υπερημερίας, δ) στους τόκους υπερημερίας, ε) στους λοιπούς τόκους, και στ) στο κεφάλαιο (όρος 5). Περαιτέρω, με τον όρο 6 συμφωνήθηκαν τα εξής: «6.1 Εάν ο οφειλέτης δεν εξοφλήσει εμπροθέσμως οποιοδήποτε ποσό οφείλει δυνάμει της σύμβασης, καθίσταται υπερήμερος αυτοδικαίως και χωρίς καμία όχληση, με μόνη την παρέλευση της ημέρας κατά την οποία η οφειλή έγινε ληξιπρόθεσμη. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να καταβάλλει στη δανείστρια τόκο υπερημερίας, προς επιτόκιο ίσο με το συμβατικό επιτόκιο (το οποίο μεταβάλλεται και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας με ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων ανωτέρω στην παράγραφο 3.2), προσαυξανόμενο κατά τον ανώτατο επιτρεπόμενο εκάστοτε αριθμό μονάδων (κατά την σύναψη της σύμβασης 2,5 μονάδες). Εάν παύσει ο διοικητικός καθορισμός του ύψους του επιτοκίου υπερημερίας, το συμβατικό επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά 4 μονάδες. Η δανείστρια έχει το δικαίωμα να μετατρέπει, κατά την κρίση της, την τυχόν ληξιπρόθεσμη οφειλή ξένου νομίσματος σε ισότιμη οφειλή ευρώ, με βάση την επίσημη τιμή πωλήσεως του ξένου νομίσματος που ισχύει κατά την ημέρα κατά την οποία η εν λόγω οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη. Η οφειλή αυτή σε ευρώ φέρει τόκο υπερημερίας προς κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το άθροισμα: α) του βασικού επιτοκίου κεφαλαίου κινήσεως της δανείστριας, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 8,85% ετησίως και το οποίο μεταβάλλει η ίδια με ανακοίνωση της, η οποία δημοσιεύεται δια του τύπου ή κατ’ άλλον, τυχόν επιβαλλόμενο από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις τρόπο (με ισχύ από την επομένη της κατά τα ανωτέρω πρώτης σχετικής δημοσίευσης ημέρα) και β) του ανώτατου αριθμού μονάδων με τις οποίες επιτρέπεται να προσαυξάνεται ο τόκος υπερημερίας για τραπεζικό δανεισμό (κατά την σύναψη της σύμβασης 2,5 μονάδες) ή εάν παύσει ο διοικητικός καθορισμός του ύψους του επιτοκίου υπερημερίας, των 4 μονάδων. 6.2 Συνομολογείται ότι για ληξιπρόθεσμους πάσης φύσεως τόκους ενός τουλάχιστον εξαμήνου εκάστοτε ο οφειλέτης υποχρεούται εφεξής να καταβάλλει επί αυτών τόκους υπερημερίας, προς το αυτό ως άνω υπό 6.1 επιτόκιο υπερημερίας. Οι τόκοι αυτοί λογίζονται ανά εξάμηνο και ειδικότερα στις ημερομηνίες λογισμού τόκων που ορίζονται στο άρθρο 3.3 κατά την εκάστοτε συμπλήρωση εξαμήνου». Επίσης, με τον Όρο 13 συμφωνήθηκαν τα εξής: «13.1 Η δανείστρια θα τηρεί για το δάνειο έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, σύμφωνα με την εκάστοτε λογιστική τάξη της. Η δανείστρια δικαιούται, κατά την τήρηση ενός λογαριασμού, να τον διαχωρίζει οποτεδήποτε σε περισσότερους ή να συνενώνει οποτεδήποτε τους περισσότερους σε έναν. Κατά τη συνένωση η δανείστρια θα αθροίζει ή θα συμψηφίζει τα υπόλοιπα αυτών των λογαριασμών, το δε συνολικό υπόλοιπο από το άθροισμα ή τον συμψηφισμό των επιμέρους υπολοίπων, θα αποτελεί, ανεξάρτητα από τη συνένωση, ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο οφειλής, το οποίο ασφαλίζεται με όλες τις προσωπικές και εμπράγματες ασφάλειες που έχουν παρασχεθεί κατά τους όρους της σύμβασης. 13.2 Απόσπασμα που εκδίδει η δανείστρια από τα βιβλία της και στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του/των ανωτέρω υπό 13.1 λογαριασμών από το άνοιγμα τους ή από οποιαδήποτε αναγνώριση τους εκ μέρους του οφειλέτη συμφωνείται ότι αποτελεί υποστατό και νόμιμο αποδεικτικό μέσο που πληροί τους όρους του εγγράφου επέχον θέση πρωτοτύπου και παρέχει πλήρη απόδειξη για τις απαιτήσεις της δανείστριας κατά του οφειλέτη από τη σύμβαση και έγγραφο κατάλληλο για την έκδοση διαταγής πληρωμής». Με τον όρο 14 συμφωνήθηκε ότι: «14.1 Φόροι, τέλη, εισφορές (επιπλέον αυτών που αναφέρονται στον όρο 3.4), δικαιώματα ή οποιασδήποτε φύσεως επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου ή οποιωνδήποτε τρίτων που επιβάλλονται επί του κεφαλαίου, των τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων του δανείου ή έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη σύμβαση βαρύνουν τον οφειλέτη, στον οποίο και επιρρίπτονται. Τον οφειλέτη βαρύνουν επίσης τα έξοδα, κάθε φύσεως, για την τυχόν παροχή, εγγραφή, τροπή, συμπληρωματική εγγραφή, εξάλειψη οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος ή την παροχή οποιωνδήποτε άλλων ασφαλειών για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας, την ασφάλιση ενυπόθηκων ή ενεχυρασμένων πραγμάτων, τα δικαστικά έξοδα, τα έξοδα εκτελέσεως, ανεξάρτητα από την περάτωσή της, τα έξοδα εκτιμήσεως υπέγγυας περιουσίας, οικονομοτεχνικής εκτιμήσεως, καταρτίσεως μελέτης ή παρεπόμενων συμβάσεων και όλα γενικώς τα έξοδα και οι δαπάνες που γίνονται ή θα γίνουν με αιτία ή αφορμή τη σύμβαση ή την εκτέλεση της. 14.2 Εάν η δανείστρια τυχόν καταβάλει, καίτοι δεν έχει υποχρέωση, ποσά στα οποία αφορά το παρόν άρθρο, θα χρεώνει με αυτά τον οφειλέτη μαζί με τόκους προς το βασικό επιτόκιο κεφαλαίου κίνησης. Η χρέωση αυτή του οφειλέτη θα γίνεται από την ημέρα καταβολής των ανωτέρω ποσών από τη δανείστρια έως την προσεχή λήξη δόσεως του δανείου, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση, χωρίς όχληση, να αποδώσει στη δανείστρια αυτά τα ποσά μαζί με τους ανωτέρω τόκους. Αν καταστεί υπερήμερος, οφείλει τόκο υπερημερίας προς το επιτόκιο υπερημερίας οφειλής σε ευρώ που ορίζεται ανωτέρω υπό 6.1». Στον όρο 15 ορίσθηκε ότι: «15.1 Ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασφαλίσει με δικές του δαπάνες και να διατηρεί ασφαλισμένο το πλοίο, τόσο κατά τη διάρκεια ναυσιπλοΐας του όσο και κατά τη διάρκεια ελλιμενισμού του, έως την ολοσχερή εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από τη σύμβαση, σε ασφαλιστική εταιρία που εγκρίνει η δανείστρια για τους αναφερόμενους κινδύνους. 15.2 Ο οφειλέτης συμφωνεί με τη δανείστρια να φροντίσει ώστε: α) Οι ανωτέρω ασφάλειες να συναφθούν μέσω ασφαλιστικών εταιριών της αποδοχής της δανείστριας, β) Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια να ανανεώνονται τουλάχιστον 14 ημέρες πριν από τη λήξη τους και οι ασφαλιστές να ενημερώνουν εγγράφως τη δανείστρια για το χρόνο πραγματοποιήσεως της κάθε ανανεώσεως, γ) Οι ασφαλιστές να συμφωνούν στο να δίνεται έγγραφη ειδοποίηση στη δανείστρια τουλάχιστον 14 ημέρες πριν την ακύρωση, μεταβολή, τερματισμό ή λήξη των ασφαλιστήριων συμβολαίων. 15.3 Αν ο οφειλέτης παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του που αναφέρονται ανωτέρω στο παρόν άρθρο, η δανείστρια δικαιούται, κατά την κρίση της, να προβαίνει στην ασφάλιση του πλοίου σε ασφαλιστική εταιρία της εκλογής της, με δαπάνες του οφειλέτη. Η παράγραφος 14.2 ισχύει και εν προκειμένω», ενώ στον όρο 16 ορίσθηκε ότι: «Προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων της δανείστριας κατά του οφειλέτη, οι οποίες απορρέουν ή θα απορρεύσουν από τη σύμβαση, όπως ενδεικτικά απαιτήσεις από κεφάλαιο, τόκους, εισφορές, τόκους υπερημερίας -περιλαμβανομένων και των τόκων επί των ληξιπρόθεσμων τόκων και τόκων υπερημερίαςέξοδα ή δαπάνες (οι οποίες αποκαλούνται περαιτέρω «ασφαλιζόμενες απαιτήσεις»), ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει αμέσως μετά τη νηολόγηση του πλοίου επ’ ονόματι του δικαίωμα στη δανείστρια προς εγγραφή πρώτης απλής ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου, για κεφάλαιο ίσο με ποσοστό 130% του κατά τα ανωτέρω στο άρθρο 1 ποσού του δανείου και να συμπράξει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την καταχώρηση της στα οικεία βιβλία ναυτικών υποθηκών».
Στην παραπάνω περιγραφόμενη σύμβαση δανείου συμβλήθηκε, ως εγγυήτρια, υπέρ του πρώτου εναγόμενου η δεύτερη εναγομένη, σύζυγoς του, εγγυώμενη, ως αυτοφειλέτης, παραιτηθείσα της ένστασης διζήσεως, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους, εισφορές, τόκους υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των τόκων επί ληξιπρόθεσμων τόκων και εισφορών, καθώς και επί των τόκων υπερημερίας, τα έξοδα και τα λοιπά κονδύλια του δανείου (όρος 18.1). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι δεν ελευθερώνεται έστω και αν για οποιονδήποτε λόγο, που βαρύνει ή όχι την δανείστρια, κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της από τον οφειλέτη, ούτε αν η δανείστρια παραιτήθηκε για οποιονδήποτε λόγο από ασφάλειες υπέρ της απαιτήσεως της. Τυχόν απόσβεση της κύριας οφειλής χωρίς να ικανοποιηθεί η δανείστρια ή τυχόν καθυστέρηση ή αμέλεια για την ανάληψη ή την συνέχιση από την τράπεζα της δικαστικής επιδιώξεως της απαιτήσεως της (αρθρ.866-868ΑΚ) συμφωνήθηκε ότι δεν αποτελούν λόγο ελευθερώσεως της εγγυήτριας (όρος 18.3).
Η δεύτερη εναγομένη υποστήριξε πρωτοδίκως και επανέλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ότι η συναφθείσα ως άνω σύμβαση εγγύησης, που παρείχε υπέρ του δανειολήπτη συζύγου της στα πλαίσια της δανειακής σύμβασης και των τροποποιητικών αυτής συμβάσεων, ως κατωτέρω εκτίθενται, αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και είναι άκυρη, ως καταπλεονεκτική, καθόσον υφίσταται δυσαναλογία ανάμεσα στην έκταση της ευθύνης της και την οικονομική της κατάσταση και την εξασφάλιση της δανείστριας από το σκάφος του οφειλέτη, η δε τράπεζα εκμεταλλεύτηκε την απειρία της στις τραπεζικές συναλλαγές, καθόσον δεν είχε ειδικές γνώσεις περί των επιτοκίων και του ανατοκισμού και δεν την ενημέρωσε για τους κινδύνους, παρά μόνο την διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για μια τυπική διαδικασία προς απόληψη του δανείου καθησυχάζοντας την ότι η απαίτηση της υπερκαλυπτόταν από την σύσταση της υποθήκης επί του πλοίου του δανειολήπτη. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και συνεπώς, πρέπει να ελεγχθεί, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εγγύησης, η δεύτερη εναγομένη τελούσε σε πλήρη γνώση των ευθυνών, που απέρρεαν από αυτή και ότι η ενάγουσα δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, δεν εκμεταλλεύτηκε την απειρία της, ή την ανάγκη της ή την κουφότητα της, μη συντρεχόντων τέτοιων προϋποθέσεων, καθόσον η δεύτερη εναγομένη διέθετε βασικές εκπαιδευτικές γνώσεις, ώστε να αντιλαμβάνεται απλές νομικές έννοιες όπως π.χ. «δάνειο» και «εγγύηση», καθώς επίσης είχε τη δυνατότητα να αναγιγνώσκει ένα κείμενο και να αντιλαμβάνεται την έννοια συγκεκριμένων όρων και τούτο δεν αναιρείται από το ότι δεν γνώριζε επακριβώς την διαμόρφωση του επιτοκίου συμβατικού και υπερημερίας και εν γένει την ανεύρεση των τόκων με την μέθοδο του ανατοκισμού, αφού αρκούσε η ικανότητα αντίληψης και η γνώση της περί της σημασίας της τοκοφορίας του κεφαλαίου του δανείου και της κεφαλαιοποίησης των καθυστερούμενων τόκων ανά εξάμηνο, όπως προέκυπτε με σαφήνεια από την γραμματική διατύπωση της σύμβασης δανείου και δεν απαιτούνταν να γνωρίζει με ακρίβεια τον τρόπο υπολογισμού τους. Εξάλλου, είχε εργασιακή εμπειρία απασχολούμενη, ως μισθωτή, στην εταιρεία «…..», άρα ικανή πείρα περί των οικονομικών συναλλαγών, ακόμα και με πιστωτικά ιδρύματα, ενώ δεν επιδείκνυε απροσεξία, αδιαφορία και αμεριμνησία στις συναλλαγές της, μήτε έλλειψη επίγνωσης των συνεπειών των πράξεων της, ούτως ώστε να μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης της επιτηδειότητας κάποιου υπαλλήλου, ούτε αποδείχθηκε ότι επιχειρήθηκε από την ενάγουσα τράπεζα δια των προστηθέντων της η παραπλάνηση της, προς αποκόμιση δυσανάλογων σε βάρος της περιουσιακών ωφελημάτων, δεδομένης της εμπράγματης εξασφάλισης της δανείστριας τράπεζας από την περιουσία του εναγόμενου δανειολήπτη και δη με την εγγραφή ναυτικής υποθήκης επί του ανωτέρω πλοίου, αγοραίας αξίας 530.000 ευρώ, ήτοι υπερβαίνουσας κατά πολύ το εγγυώμενο δάνειο, που παρείχε τα εχέγγυα ικανοποίησης των δανειακών απαιτήσεων της από το ενυπόθηκο πλοίο. Ως εκ τούτων, δεν στοιχειοθετείται ουδεμία αντίθεση της επίδικης σύμβασης εγγύησης με τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, μήτε αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας και συνεπώς, η κρινόμενη ένσταση κρίνεται απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης, κατά το σκέλος που πλήττει την κρίση αυτή της εκκαλουμένης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό και να απορριφθεί ο κρινόμενος ισχυρισμός, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε (άρθρο 11 της σύμβασης) ότι η δανείστρια δικαιούται να καταγγείλει εγγράφως και χωρίς προειδοποίηση, οποτεδήποτε το δάνειο, παρεκτός των οριζομένων στον νόμο και σε περίπτωση επελεύσεως οποιουδήποτε από τα κατωτέρω γεγονότα: α) καθυστέρησης από τον οφειλέτη εξόφλησης οποιασδήποτε απαίτησης της δανείστριας από την σύμβαση ή άλλης οφειλής, β) παράβασης οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας ή υποχρέωσης του κατά τους όρους της σύμβασης, γ) παύσης ή αδυναμίας πληρωμής των χρεών του ή πρότασης συμβιβασμού ή αναδιάρθρωσης των χρεών του ή ουσιώδους χειροτέρευσης της οικονομικής του καταστάσεως ή της αξίας των ασφαλειών που έχουν παρασχεθεί και αδυναμίας του να τις συμπληρώσει, δ)…, ε) εάν κατατεθεί αίτηση κήρυξης του σε πτώχευση…, στ)…, ζ)…, η) εάν δεν εγγραφεί πρώτη υποθήκη υπέρ της δανείστριας στο αποκτηθέν πλοίο και θ) αν δεν διατηρεί το πλοίο ασφαλισμένο, οπότε καθίσταται από της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του δανείου και επιβαρύνεται με το επιτόκιο υπερημερίας, που αναφέρεται στον όρο 6, ήτοι συμβατικό επιτόκιο, που μεταβάλλεται και κατά την διάρκεια της υπερημερίας με ανάλογη εφαρμογή του ως άνω όρου 3.2, προσαυξανόμενο κατά τον ανώτατο επιτρεπόμενο εκάστοτε αριθμό μονάδων (κατά την σύναψη της σύμβασης 2,5 μονάδες), ενώ σε περίπτωση που παύσει ο διοικητικός καθορισμός του ύψους του επιτοκίου υπερημερίας, το συμβατικό επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά τέσσερις μονάδες.
Το συνολικό ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε στις 3.6.2008, ενώ προς εξασφάλιση όλων των απαιτήσεων της δανείστριας τράπεζας από τη σύμβαση δανείου, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../27.6.2008 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., συστάθηκε απλή ναυτική υποθήκη υπέρ της ενάγουσας επί του σκάφους του πρώτου εναγομένου «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …. και με Δ.Δ.Σ. … …, μέχρι του ποσού των 494.000 ευρώ και η υποθήκη αυτή καταχωρήθηκε στα βιβλία του Νηολογίου Πειραιώς την 3.7.2008. Στη συνέχεια, στις 20.1.2010, καταρτίσθηκε μεταξύ των παραπάνω διαδίκων τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης δανείου, με την οποία, αφενός ο πρώτος εναγόμενος αναγνώρισε ότι η οφειλή του από τη σύμβαση δανείου ανερχόταν σε 350.769,24 ευρώ και αφετέρου, τροποποιήθηκε ο όρος 3.2.α της αρχικής σύμβασης, με έναρξη από τις 3.12.2009 και συμφωνήθηκε ότι το συμβατικό επιτόκιο θα συντίθεται από ένα σταθερό τμήμα («περιθώριο»), που ανερχόταν σε 3% ετησίως. Ακολούθως, στις 30.9.2010 καταρτίσθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων η υπ’ αριθ. 1 τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης δανείου, με την οποία, αφενός ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων αναγνώρισαν ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου υπόλοιπο ποσό (άληκτο κεφάλαιο 292.307,70 ευρώ και ληξιπρόθεσμες οφειλές 70.873,36 ευρώ, που αντιστοιχούσαν στις καταβλητέες δόσεις στις 3.12.2009 και 3.6.2010, πλέον συμβατικών τόκων) ανερχόταν συνολικά σε 363.181,06 ευρώ και αφετέρου, τροποποιήθηκε ο όρος 3 της αρχικής σύμβασης δανείου, ως προς το σταθερό τμήμα (περιθώριο) του συμβατικού επιτοκίου, το οποίο συμφωνήθηκε σε 3,95% ετησίως, καθώς και ως προς την περίοδο εκτοκισμού, η οποία συμφωνήθηκε μηνιαία, με έναρξη ισχύος της τροποποιητικής συμφωνίας από 4.10.2010. Επίσης, με την ίδια συμφωνία τροποποιήθηκε ο όρος 4 της αρχικής σύμβασης, ως προς τον χρόνο και τρόπο εξόφλησης του δανείου και ο πρώτος εναγόμενος οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει το οφειλόμενο ποσό των 363.181,06 ευρώ σε 69 μηνιαίες δόσεις, ποσού 5.263,74 ευρώ η πρώτη από αυτές και ποσού 5.263,49 ευρώ καθεμία από τις υπόλοιπες, με έναρξη καταβολής της πρώτης δόσης την 4.10.2010, καταβλητέων των υπολοίπων ανά μήνα και με καταβολή της τελευταίας δόσης την 6.6.2016. Στις 24.5.2011 μεταξύ των συμβαλλομένων καταρτίσθηκε η υπ’αριθ. 2 τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης δανείου, με την οποία ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων αναγνώρισαν ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου υπόλοιπο ποσό (άληκτο κεφάλαιο 321.072,89 ευρώ και ληξιπρόθεσμες οφειλές 16.664,11 ευρώ, που αντιστοιχούσαν σε μέρος της καταβλητέας στις 3.2.2011 δόσης και στις καταβλητέες στις 3.3.2011, 4.4.2011 και 4.5.2011 δόσεις) ανερχόταν συνολικά σε 337.737 ευρώ και τροποποιήθηκε η σύμβαση, ως προς τον όρο 4, που όριζε τον χρόνο και τρόπο αποπληρωμής, με τη συμφωνία το οφειλόμενο ποσό των 337.737 ευρώ να καταβληθεί σε 61 μηνιαίες άνισες δόσεις, σύμφωνα με το προσαρτημένο στη συμφωνία πλάνο αποπληρωμής, των 34 δόσεων καθεμιάς ποσού 3.500 ευρώ, της 35ης ποσού 75.737 ευρώ και των υπολοίπων ποσού εκάστης 5.500 ευρώ, με έναρξη πληρωμής στις 6.6.2011 και με καταβολή της τελευταίας δόσης την 6.6.2016. Επιχειρήθηκε, κατόπιν διαπραγματεύσεων της δανείστριας με τον δανειολήπτη και η υπ’ αριθ. …./25.04.2012 τροποποιητική συμφωνία της αρχικής σύμβασης δανείου, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων θα αναγνώριζαν ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου ποσό (άληκτο κεφάλαιο και ληξιπρόθεσμες οφειλές) την 25.4.2012 ανερχόταν συνολικά σε 343.105,89 ευρώ, καθώς και θα συμφωνούσαν στην κεφαλαιοποίηση μέρους της ληξιπρόθεσμης οφειλής, ποσού 33.265,91 ευρώ, έτσι ώστε κεφάλαιο του δανείου να αποτελεί: α) το άθροισμα του άληκτου κεφαλαίου, ποσού 299.237 ευρώ, β) μέρος της ληξιπρόθεσμης οφειλής, ποσού 33.265,91 ευρώ, και γ) το ποσό των συμβατικών τόκων επί του υπό τα στοιχεία α’ και β’ κεφαλαίου, καθώς και ο πρώτος από αυτούς θα αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει το κεφάλαιο του δανείου σε 69 μηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, από τις οποίες η 69η θα ήταν ποσού 150.000 ευρώ, ενώ τα ποσά των υπόλοιπων 68 δόσεων θα προσδιορίζονταν από τη δανείστρια με την πάροδο 9 μηνών από την κατάρτιση της παραπάνω συμφωνίας και θα υπογραφόταν από τους συμβαλλόμενους πλάνο αποπληρωμής, με ημερομηνία καταβολής της 1ης δόσης 10 μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, καθεμίας από τις επόμενες δόσεις ανά μήνα και της τελευταίας καταβλητέας την 25.10.2018, πλην όμως η εν λόγω συμφωνία τελικά δεν καταρτίστηκε.
Περαιτέρω, για την εξυπηρέτηση και την λογιστική παρακολούθηση της σύμβασης δανείου ανοίχθηκαν και τηρήθηκαν από την ενάγουσα στο όνομα του πρώτου εναγομένου περισσότεροι λογαριασμοί, κατά την ευχέρεια της, δυνάμει του προαναφερόμενου όρου 13.1 της αρχικής σύμβασης και συγκεκριμένα, τηρήθηκαν οι υπ’ αριθ. ……………. λογαριασμοί. Από τα προσαγόμενα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της ενάγουσας, τα οποία έχουν εξαχθεί με εκτύπωση από το τηρούμενο σε ηλεκτρονική μορφή σύστημα και φέρουν σχετική βεβαίωση των υπαλλήλων της για τη γνησιότητα της εκτύπωσης, προκύπτει η κίνηση των παραπάνω αναφερόμενων λογαριασμών από το άνοιγμα τους μέχρι και το κλείσιμο τους στις 23.10.2017 και την μεταφορά του χρεωστικού υπολοίπου στον με αριθμό …………. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Από τα αποσπάσματα αυτά, τα οποία δυνάμει έγκυρης δικονομικής συμφωνίας των συμβαλλομένων, που περιλήφθηκε στον όρο 13.2 της αρχικής σύμβασης, αποδεικνύουν την απαίτηση της ενάγουσας, σε συνδυασμό με τους προσαγόμενους από την ενάγουσα ενσωματωμένους στο αγωγικό δικόγραφο πίνακες υπολογισμού συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, στους οποίους αναφέρονται οι περίοδοι εκτοκισμού, το εκάστοτε εφαρμοστέο συμβατικό επιτόκιο, με διαχωρισμό σε βασικό επιτόκιο (Euribor) και σε περιθώριο, το επιτόκιο, όπως διαμορφώνεται με την εισφορά του Ν. 128/1975, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί σε συμβατικούς τόκους ή σε τόκους υπερημερίας για κάθε επιμέρους περίοδο εκτοκισμού, προκύπτει ότι το οφειλόμενο από τη σύμβαση δανείου ποσό στις 6.6.2016 για κεφάλαιο, ποσού 330.964 ευρώ, συμβατικούς τόκους κατά το χρονικό διάστημα από 5.12.2011 έως 6.6.2016, ποσού 39.149,62 ευρώ, έξοδα ποσού 1.472 ευρώ και για συμβατικούς τόκους υπερημερίας μέχρι τη λήξη του, ποσού 50.937,58 ευρώ, ανήλθε συνολικά σε (330.964 + 39.149,62 + 1.472 + 50.937,58 =) 422.523,20 ευρώ. Επιπλέον, οι τόκοι υπερημερίας επί του παραπάνω ποσού κατά το χρονικό διάστημα από την επομένη της λήξης του δανείου, 7.6.2016 έως 23.10.2017, που ανοίχθηκε ο λογαριασμός οριστικής καθυστέρησης, ανήλθαν σε 40.663,31 ευρώ, σύμφωνα με τον προσαγόμενο από την ενάγουσα ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα υπολογισμού, στον οποίο αναφέρονται οι περίοδοι εκτοκισμού, το εκάστοτε εφαρμοστέο συμβατικό επιτόκιο, με διαχωρισμό σε βασικό επιτόκιο (Euribor) και σε περιθώριο, το επιτόκιο, όπως διαμορφώνεται με την εισφορά του Ν.128/1975, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας για κάθε επιμέρους περίοδο εκτοκισμού, ενώ προέκυψαν και έξοδα, ποσού 967,14 ευρώ, τα οποία βαρύνουν τον πρώτο εναγόμενο – οφειλέτη. Ενόψει των ανωτέρω, στις 23.10.2017 η οφειλή έναντι της ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση δανείου αποτυπωνόταν συνολικά σε (422.523,20 + 40.663,91 + 967,14 =) 464.154,25 ευρώ, πλέον των αναλογούντων τόκων υπερημερίας. Η δανείστρια ενάγουσα τράπεζα με την από 23.10.2017 επιστολή, που επιδόθηκε στον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων, καθώς και στον αντίκλητο τους στις 9.11.2017 (υπ’ αριθ. ………..΄/9.11.2017, … ΣΤ΄/9.11.2017 και ….. ΣΤ΄/9.11.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), κάλεσε τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων να της καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 464.154,25 ευρώ, πλέον τόκων, το οποίο, ως μη καταβληθέν, αιτείται να της επιδικασθεί με την ένδικη αγωγή. Από το αιτούμενο αυτό ποσό, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2.643,35 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε επιβάρυνση της οφειλής, λόγω υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, δυνάμει του όρου 3.1 της αρχικής σύμβασης, ο οποίος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 368/2019), όπως αποδεικνύεται ιδίως από την προσαγόμενη με επίκληση από τους εναγομένους με ημερομηνία 8.8.2019 τεχνική έκθεση της ………, πραγματογνώμονος, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα, ότι η συνολική επιβάρυνση της οφειλής από τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών κατά το χρονικό διάστημα από 3.6.2008 έως 24.10.2017 ανέρχεται συνολικά σε 2.643,35 ευρώ (677,09 + 54,44 + 0,75 + 655,71 + 697,73 + 557,63), ο δε υπολογισμός αυτός δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την ενάγουσα με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις της, ούτε με τις παρούσες, γενομένου δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων, απομένοντος υπολοίπου για απόληψη 461.510,90 ευρώ (464.154,25 – 2.643,35) σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης. Το ποσό αυτό εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα, καθώς δεν προκύπτει ότι έγιναν οποιεσδήποτε καταβολές, ούτε ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε διευθέτηση ή ρύθμιση της επίδικης οφειλής. Συγκεκριμένα, παρά τις επανειλημμένες προφορικές και έγγραφες σχετικές από 22.2.2014, 28.2.2014, 3.7.2014 και 26.9.2014 εξώδικες οχλήσεις-διαμαρτυρίες-προσκλήσεις του πρώτου εναγομένου, η ενάγουσα δανείστρια τράπεζα σιώπησε, διότι οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων δεν έστερξαν στην λήψη πρόσθετων εμπράγματων εξασφαλίσεων υπέρ αυτής, σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν της από 17.1.2014 αίτησης της ενάγουσας ασφαλιστικών μέτρων για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 250.000 ευρώ, επί του επίδικου διαμερίσματος στην ………, εμβαδού 136 τ.μ., που ανήκε στην δεύτερη εναγομένη κατά ψιλή κυριότητα και αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη και ενός αγροτικού ακινήτου κυριότητας της στην …… Λασιθίου Κρήτης, εμβαδού 1.750τ.μ.. Δυνάμει της υπ’αριθμ.3946/2014 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση, ελλείψει επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου, με το σκεπτικό ότι στις 19.11.2013 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του πρώτου εναγομένου από το επίδικο δάνειο, ανέρχονταν στο ποσό των 23.859,40 ευρώ, οι καθ’ων η αίτηση, νυν πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, δεν έχουν οφειλές προς τρίτους, ούτε επιβαρημένη ακίνητη περιουσία, μήτε προκύπτουν ενέργειες προς εκποίηση της, η δε προς εξασφάλιση δανειακή απαίτηση της τράπεζας, νυν ενάγουσας, έχει εξασφαλιστεί, κατά τα προεκτιθέμενα, με την εγγραφή ναυτικής υποθήκης στο σκάφος του πρώτου εναγομένου. Όπως η ίδια η ενάγουσα παραδέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, εφόσον οι αντίδικοι επέλεξαν να αντιταχθούν στο αίτημα της τράπεζας για την λήψη του εν λόγω ασφαλιστικού μέτρου, εξυπακούεται ότι μόνοι τους απέκλεισαν οποιοδήποτε ενδεχόμενο φιλικού διακανονισμού της υπόθεσης ή ρύθμισης της οφειλής. Τούτο όμως δεν εξυπακουόταν, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, δεδομένης και της απόρριψης από το Δικαστήριο, ως ουσιαστικά αβάσιμης, της αίτησης περί εγγραφής προσημείωσης στα ακίνητα της καθ’ης, ούτε η ίδια κατέστησε τούτο γνωστό στον εναγόμενο οφειλέτη της, τουναντίον με την συμπεριφορά των προστηθέντων της σε σχετικές συζητήσεις μαζί του διατηρούσε αυτόν σε κατάσταση αναμονής της απάντησης της και διακανονισμού της οφειλής με περαιτέρω μείωση της δόσης και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να προτίθεται να το πράξει. Παρόλα αυτά και ιδίως της απόρριψης της, ως άνω, αίτησης της, που σήμαινε τον μη εξοπλισμό της απαίτησης της με επιπλέον εμπράγματη ασφάλεια, η ενάγουσα τράπεζα, δεν προέβη σε καταγγελία της σύμβασης, αν και είχε συμβατικό δικαίωμα προς τούτο από την έναρξη της υπερημερίας του δανειολήπτη και δεν επεδίωξε την ικανοποίηση της απαίτησης της, ενώ ήδη από το τέλος του 2013 ο πρώτος εναγόμενος είχε καταστεί υπερήμερος στην αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων, χωρίς προοπτική ανάκαμψης, ένεκα και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας από την οικονομική ύφεση της χώρας, που είχε πλήξει ουσιωδώς την επαγγελματική του ενασχόληση με την ναύλωση του επίδικου σκάφους, με συνέπεια οι δόσεις του δανείου να καθίστανται συνεχώς ληξιπρόθεσμες και να επιβαρύνεται το χρέος με τους τόκους υπερημερίας, την κεφαλαιοποίηση και τον εκτοκισμό τους, επαυξανόμενο διαρκώς, κώφευε δε στις επανειλημμένες εκκλήσεις του πρώτου εναγομένου από τις αρχές του έτους 2014 για βιώσιμη ρύθμιση της οφειλής, για τον λόγο ότι, όπως προεκτέθηκε, οι δύο πρώτοι των εναγομένων, δανειολήπτης και εγγυήτρια, δεν είχαν συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης στην ακίνητη περιουσία της δεύτερης, αν και, κατά τον χρόνο εκείνο, η πραγματική αξία του υποθηκευμένου πλοίου επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της, καθόσον αυτή περιλαμβανομένου του άληκτου υπολοίπου του δανείου ανερχόταν στις 19.11.2013 στο ποσό των 368.588,64 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι η αγοραία αξία του σκάφους ανερχομένη στο ποσό των 530.000 ευρώ, κατά την εγγραφή της υποθήκης, υπερκάλυπτε το ύψος του χορηγηθέντος δανείου, όπως και η χορηγηθείσα υποθήκη σε ποσοστό 130% τούτου, υπολογιζομένης εντεύθεν της μείωσης της αξίας του κατά 5% ετησίως, που αντιστοιχεί στον συντελεστή φορολογικής απόσβεσης του σκάφους (άρθρο 24 παρ.4 Ν.4172/2013), κυμαινομένης κατά το έτος 2014 από 350.000 έως 390.000 ευρώ, σημειωμένης όμως έτι περαιτέρω μείωσης αυτής από το έτος 2015, συνεπεία της προϊούσας οικονομικής κρίσης της χώρας, σε ποσοστό μεγαλύτερο του ποσοστού απόσβεσης διαμορφωμένο ανά έτος σε 8%, ανερχομένης της εμπορικής αξίας του κατά το έτος 2017 περίπου σε 300.000 ευρώ και κατά το έτος 2019 περίπου σε 240.000 ευρώ, σύμφωνα και με την προσκομιζόμενη τεχνική έκθεση του πραγματογνώμονος, ……….., μηχανολόγου – ηλεκτρολόγου -μηχανικού, που δεν αναιρείται από έτερο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, η δε επικαλούμενη από την ενάγουσα από 31.5.2013 έκθεση εκτίμησης, δεν προσκομίζεται στα σχετικά έγγραφα της. Σημειωτέον, ότι η ενάγουσα δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων της προς απόκτηση εκτελεστού τίτλου και επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την εκποίηση του εν λόγω πλοίου δια πλειστηριασμού, επί δυόμιση επιπλέον έτη, ούτε κατά τον χρόνο λήξης του δανείου στις 6.6.2016, μήτε ανταποκρίθηκε στην νέα έκκληση του πρώτου εναγομένου για διακανονισμό και ρύθμιση της τότε οφειλής εκ 422.523,20 ευρώ, αλλά ενάμισυ έτος αργότερα με την από 23.10.2017 επιστολή της κάλεσε τους δύο πρώτους των εναγομένων να της καταβάλλουν το εμφανιζόμενο χρεωστικό σε βάρους τους υπόλοιπο, ύψους πλέον 464.154,25 ευρώ. Η μη έγκαιρη καταγγελία της δανειακής σύμβασης εκ μέρους της και επιδίωξη είσπραξης της απαιτήσεως της σε βάρος του πρώτου εναγομένου, ενόσω αυτός βρισκόταν σε μόνιμη αδυναμία να ανταπεξέλθει στην αποπληρωμή των δόσεων, η δε πραγματική αξία του υποθηκευμένου πλοίου θα μπορούσε να την καλύψει και να ικανοποιηθεί η δανείστρια τράπεζα πλήρως από το πλειστηρίασμα τούτου, εκκινώντας την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, ήταν μεθοδευμένη και δόλια, καθόσον ενεργώντας με πρόθεση απέβλεπε στην διόγκωση του χρέους με τη διατήρηση του καθεστώτος ανατοκισμού, λαμβανομένου υπόψη ότι αν και ο εναγόμενος δανειολήπτης προέβη μέχρι τέλους 2013 σε καταβολές συνολικού ύψους 119.690,33 ευρώ έναντι δανείου 380.000 ευρώ, το χρεωστικό υπόλοιπο στις 24.10.2017 αναγορεύεται σε 464.154,25 ευρώ, οι δε πάσης φύσεως παραγόμενοι τόκοι διαμορφώθηκαν σε 196.762,83 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση η αδράνεια της ενάγουσας τράπεζας να στραφεί εναντίον του για να ικανοποιηθεί, οφείλεται σε βαρειά αμέλεια της, ενόψει της διαρκούς υπερημερίας του και της ηθελημένης μη ρύθμισης της οφειλής του, αφού μπορούσε και όφειλε να προβλέψει ότι με την πάροδο ικανού χρόνου θα επέλθει σημαντική απομείωση της αξίας του πλοίου, ούτως ώστε το επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα να υπολείπεται της απαίτησης της, με αποτέλεσμα από δική της υπαιτιότητα να καθίσταται αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης της, που απορρέει από την επίδικη δανειακή σύμβαση, από τον πρωτοφειλέτη, γεγονός που συνεπάγεται την ελευθέρωση της εναγομένης εγγυήτριας για την καταβολή της οφειλής τούτου, παρά την παραίτηση αυτής εκ των προτέρων από του εκ του ρηθέντος άρθρου ευεργετήματος, που είναι άκυρη για δόλο ή βαρειά αμέλεια της δανείστριας (332 ΑΚ), κατά παραδοχή της σχετικής νόμιμης ένστασης της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων και ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση ελευθερώσεως της δεύτερης εναγομένης εκ του άρθρου 862 ΑΚ, εν μέρει, ως νόμω αβάσιμη και εν μέρει, ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγομένων, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βάσιμου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη μεταβίβασε στον τρίτο εναγόμενο, υιό της, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα της υπό στοιχεία Α-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου πάνω από το ισόγειο, το οποίο βρίσκεται σε διώροφη οικοδομή που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, έκτασης 205,88 τ.μ., στην …. Αττικής, στην περιφέρεια του ομώνυμου Δήμου, επί της οδού …., αριθ. … και αποτελεί την οικογενειακή στέγη, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/21.5.2014 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., το οποίο μεταγράφηκε στις 28.5.2014 στον Τόμο …. με αριθμό …………. των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Ηλιουπόλεως. Η ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, που έχει ενταχθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ ………., επιφάνειας 136,46 τ.μ., φαίνεται με τα στοιχεία Α-1 στο από Ιούλιο 1991 σχεδιάγραμμα κάτοψης πρώτου ορόφου (με Αριθμό σχεδίου Α-3) της αρχιτέκτονος μηχανικού ……. και στο από Ιούνιο 1991 πίνακα κατανομής ποσοστών συνιδιοκτησίας της ίδιας, τα οποία προσαρτώνται στο υπ’αριθ…………./24.07.1992 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας με παρακράτηση της ισόβιας επικαρπίας από τους δικαιοπαρόχους γονείς της μεταβιβάσασας δεύτερης εναγομένης, της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., νομίμως μεταγραμμένο και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 500%ο. Η εμπορική αξία της ψιλής κυριότητας επί του παραπάνω ακινήτου, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ανερχόταν σε 100.000 ευρώ και κατά το χρόνο έγερσης της κρινόμενης αγωγής, σε 80.000 ευρώ. Η γενόμενη απαλλοτρίωση αυτή επιχειρήθηκε από την δεύτερη εναγομένη εγγυήτρια του δανείου, προς εξασφάλιση του εναγομένου υιού της, συνεπεία διάγνωσης της με καρκίνο και του κινδύνου απώλειας της ζωής της, χωρίς πρόθεση βλάβης της δανείστριας τράπεζας, εφόσον προέβη στην επίμαχη μεταβίβαση με την δικαιολογημένη γνώση και πεποίθηση ότι η απαίτηση αυτής ήταν πλήρως εξασφαλισμένη με την συσταθείσα υποθήκη επί του σκάφους του συζύγου της, που αρκούσε για την ικανοποίηση της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η δε επακολουθήσασα μείωση της αξίας του, λόγω της αδράνειας της τράπεζας επί σειρά ετών να επιδιώξει την είσπραξη της, έτσι ώστε να μην επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση της διογκωμένης απαίτησης της, οφείλεται σε δικό της πταίσμα, όπως προεκτέθηκε και δεν θεμελιώνει πρόθεση βλάβης της εναγομένης εγγυήτριας, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ούτε αυτή μπορούσε να διαγνώσει, υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις, ότι η μεταβίβαση θα επιφέρει ενδεχομένως αδυναμία ικανοποίησης της τράπεζας, αφού η ενάγουσα θεωρούσε τον οφειλέτη, σύζυγο της, φερέγγυο και αξιόπιστο και την απαίτηση της εξασφαλισμένη με το ενυπόθηκο πλοίο και δεν προέβη σε καταγγελία της σύμβασης δανείου, παρά την συνεχιζόμενη υπερημερία του, μήτε επεδίωξε την είσπραξη της απαίτησης της, παρά εμφανιζόταν να επαναδιαπραγματεύεται ρύθμιση του τρόπου αποπληρωμής του δανείου, το δε ανήκον σ’αυτήν περιουσιακό τούτο στοιχείο δεν ήταν υπέγγυο προς εξόφληση της δανειακής σύμβασης, απορριπτομένης μάλιστα της σχετικής αίτησης της τράπεζας για εγγραφή προσημείωσης με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, γεγονός που επιρρωνύει την έλλειψη δόλου στο πρόσωπο της, άλλωστε η τράπεζα, αν και έλαβε άμεσα γνώση της μεταβίβασης, προέβη στην άσκηση της αγωγής διάρρηξης της μόλις λίγες ημέρες πριν την συμπλήρωση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής για την άσκηση της, γεγονός που καταδεικνύει εναργώς ότι ούτε η ίδια, κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβίβασης, οπότε κρίνεται η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου της πρόθεσης βλάβης της στο πρόσωπο της εναγομένης, θεωρούσε ότι αυτή ενεργούσε με τέτοια πρόθεση, αλλιώς θα είχε προσβάλει άμεσα την διάρρηξη της γενόμενης απαλλοτρίωσης, ως καταδολιευτικής και θα είχε επιδιώξει την ικανοποίηση της. Ενόψει των ανωτέρω, το αίτημα διάρρηξης της ανωτέρω μεταβίβασης, ως καταδολιευτικής, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, μη συντρεχόντων των απαιτουμένων κατά νόμο προϋποθέσεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτών γενομένων των συναφών αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης των εναγομένων, ως ουσιαστικά βασίμων, παρελκομένης της εξέτασης του κατά το σκέλος, που πλήττει την απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος διάρρηξης της μεταβίβασης, ως καταδολιευτικής.
V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, αναφορικά με την δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων και το αίτημα διάρρηξης της επίδικης δικαιοπραξίας, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, να υποχρεωθεί δε αυτός, να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, το ποσό των 510,90 ευρώ με τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας από τις 24.10.2017 μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος του πρώτου εναγομένου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Δέχεται την έφεση κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2273/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 16.5.2019 αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν, ως προς την δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων – εκκαλούντων.
Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς τον πρώτο εναγόμενο -εκκαλούντα.
Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο – εκκαλούντα να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των τετρακοσίων εξήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων δέκα ευρώ και ενενήντα λεπτών (461.510,90), με τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας από την 24.10.2017 μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει στον πρώτο εναγόμενο – εκκαλούντα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (4.800 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω συνταξιοδότησης της Προέδρου Εφετών, Σπυριδούλας Μακρή και αποχώρησης, λόγω προαγωγής και μετάθεσης, της Εφέτη, Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρου τους στις 13 Απριλίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ