Βήμα βήμα οι όροι και οι προυποθέσεις για τη συνταξιότηση των ααφαλισμένων, μετά την ενοποίηση όλων των Ταμείων σε ένα, τον e-ΕΦΚΑ
Τα έξι «μυστικά» για σύνταξη με διαδοχική ασφάλιση αναλύει ο ασφαλιστικός οδηγός του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Ο σχετικός οδηγός ασφάλισης και συνταξιοδότησης με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης επιχειρεί να «φωτίσει το δυσνόητο» – για τους περισσότερους – ασφαλιστικό καθεστώς και να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης ασφάλισης, μετά την ενοποίηση όλων των Ταμείων σε ένα, τον e-ΕΦΚΑ.
Τα μυστικά αυτά είναι τα εξής:
1. Η διαδοχική ασφάλιση είναι η ασφάλιση που πραγματοποιήθηκε έως τις 31.12.2016 σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα και σε διαφορετικούς φορείς, τομείς ή λογαριασμούς που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι από το 2017, και καθώς όλα τα Ταμεία συγχωνεύθηκαν υπό την ομπρέλα του ΕΦΚΑ, ισχύει η παράλληλη ασφάλιση.
2. Το «κλειδί» που ανοίγει την πόρτα της διαδοχικής θεωρείται η κατανόηση της διάταξης που ορίζει ότι κατά την εφαρμογή των διατάξεων δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μέρους του χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί σε έναν φορέα, τομέα, λογαριασμό ή κλάδο. Απαιτείται δηλαδή ο συνυπολογισμός του συνόλου του χρόνου.
3. Η εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης θα πρέπει να δηλώνεται κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης στον τελευταίο φορέα και έχει διττό αποτέλεσμα: α) ως προς το θέμα της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και β) ως προς το ύψος της δικαιούμενης ανταποδοτικής και εθνικής σύνταξης, που υπολογίζεται με βάση τον διανυθέντα (και δηλωθέντα) σε όλους τους φορ
4. Η χρήση των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης δεν είναι υποχρεωτική για τους χρόνους που έχουν πραγματοποιηθεί έως 31.12.2016. Ωστόσο, δεν είναι δυνατή η μερική άσκηση του δικαιώματος, η προσμέτρηση δηλαδή μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση κάθε ενταχθέντα φορέα.
5. Για να χορηγηθεί σύνταξη με βάση τις διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση, θα πρέπει ο ασφαλισμένος στην ασφάλιση του τελευταίου ενταχθέντα στον e-ΕΦΚΑ φορέα να έχει πραγματοποιήσει:
– Για λήψη σύνταξης λόγω γήρατος, 1.000 ημέρες ασφάλισης συνολικά, από τις οποίες 300 ημέρες την τελευταία πενταετία πριν από την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης ή πριν από τη διακοπή της ασφάλισης. Για τη συμπλήρωση των χρονικών αυτών προϋποθέσεων λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης και ο χρόνος στρατιωτικής θητείας, αν έχει εξαγορασθεί ως πλασματικός χρόνος. Η ανωτέρω αναφερόμενη χρονική προϋπόθεση δεν εξετάζεται για τα πρόσωπα που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω γήρατος με τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης (4.500 ημέρες εργασίας) στο 67ο έτος της ηλικίας και συνυπολογισμό διαδοχικού χρόνου ασφάλισης. Τα εν λόγω πρόσωπα δικαιούνται σύνταξη από την υπηρεσία του τελευταίου ενταχθέντα στον ΕΦΚΑ φορέα δίχως άλλη προϋπόθεση.
– Για λήψη σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου, 600 ημέρες ασφάλισης οποτεδήποτε πριν από τη διακοπή της δραστηριότητας ή απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης ή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου για τις συντάξεις λόγω αναπηρίας ή θανάτου, και να πληρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας του τελευταίου ενταχθέντα φορέα με ολόκληρο τον χρόνο της διαδοχικής ασφάλισης. Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν πραγματοποίησε τον αριθμό ημερών εργασίας ο οποίος αναφέρεται παραπάνω ή τις έχει πραγματοποιήσει αλλά δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η νομοθεσία του τελευταίου φορέα, τότε το αίτημά του διαβιβάζεται στον φορέα στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης, εκτός από τον τελευταίο.
6. Απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να διαβιβάσει ο τελευταίος φορέας στον προηγούμενο το αίτημα συνταξιοδότησης είναι:
– Ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που προβλέπει η νομοθεσία του τελευταίου ενταχθέντος φορέα. Για τους αυτοτελώς απασχολουμένους ή ελεύθερους επαγγελματίες, όριο ηλικίας διαβίβασης έχει οριστεί το 60ό έτος της ηλικίας και για τους ασφαλισμένους του τ. ΟΓΑ το 67ο.
– Ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας να έχει κριθεί ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου ενταχθέντος φορέα.