Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά προστηθέντων τράπεζας έναντι επενδυτών. Ζημία επενδυτών. Ευθύνη τράπεζας ως παρέχουσας υπηρεσίες. Προστασία καταναλωτή. Ευθύνη τράπεζας προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών. Απόρριψη ένστασης συνυπαιτιότητας. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να διαλάβει στο διατακτικό της απόφασής του διάταξη με την οποία υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες να καταβάλουν στους αναιρεσίβλητους τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν ποσά αντί να περιορισθεί στην αναγνώριση μόνο της υποχρέωσης καταβολής τους επιδίκασε περισσότερο του αιτηθέντος.
Αριθμός 1406/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Μαρία Ανδρικοπούλου -Εισηγήτρια και Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου διά συγχωνεύσεως με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ». Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο: α) ότι παρίσταται η «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», η οποία κατέστη καθολική διάδοχος της πρώτης αναιρεσείουσας, υπό νέα εταιρική μορφή, με την ίδια επωνυμία, όπως προκύπτει και από τις από 14-9-2021 προτάσεις της ενώπιον του Αρείου Πάγου και β) ότι οι αναιρεσείουσες παραιτούνται από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως προς τον 2ο αναιρεσίβλητο .
Των αναιρεσιβλήτων: 1) .. κατοίκου .., 2) .. κατοίκου .., 3) .. κατοίκου .., 4) .. κατοίκου .., 5) .. κατοίκου .., 6) .., και 7) .. κατοίοκων ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού διαδίκου .. Ο 2ος αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ άπαντες οι λοιποί αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δομίνικο Αρβανίτη, ο οποίος ανακάλεσε την από 10-9-2021 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι ο 2ος αναιρεσίβλητος είχε αποβιώσει πριν το Δικαστήριο του Εφετείου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 3424/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-3-2014 αγωγή των ήδη πέντε πρώτων αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου , που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 393/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 3424/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 5-9-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, συνάγεται ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, άρα και από το δικόγραφο της αναίρεσης (ΚΠολΔ 495 παρ. 1), μπορεί να γίνει ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτούμενου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, επιφέρει δε την κατάργηση της δίκης επί του ενδίκου μέσου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής απόφασης (ΑΠ 469/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 742/2017, ΑΠ 649/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, εμφανίστηκε στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειουσών Νικόλαος Κανέλλιας, ο οποίος με προφορική του δήλωση που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης από 5/9/2019 αίτησης αναίρεσης ως προς τον δεύτερο αναιρεσίβλητο . Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, με τη δήλωση αυτή θεωρείται ότι η αίτηση δεν ασκήθηκε και καταργείται η παρούσα δίκη ως προς τον ανωτέρω αναιρεσίβλητο.
Με την κρινόμενη από 5/9/2019 αίτηση προσβάλλεται η με αριθμό 3424/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 15/3/2018 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της με αριθμό 393/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 26/3/2014 αγωγή τους, και αφού εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες, σε ολόκληρο καθεμιά εξ αυτών να καταβάλουν σε καθένα των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων τα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης ποσά, για την ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράβαση εκ μέρους των αναιρεσειουσών των ενδοσυμβατικών τους υποχρεώσεων αλλά και λόγω αδικοπρακτικής τους ευθύνης. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητούν οι εφεσίβλητες και ήδη αναιρεσείουσες (η πρώτη εκ των οποίων είναι καθολική διάδοχος της αρχικής αναιρεσείουσας, υπό νέα εταιρική μορφή και με την ίδια επωνυμία), με την υπό κρίση αίτηση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής,, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο, τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται, τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 1110/2020, ΑΠ 252/2013). Αν με την αγωγή γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμέλειας, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και τη θεμελιώνουν, έστω και αν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα επικαλούμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 847/2010). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, που ορίζει ότι: “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”, συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει, 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επʼ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθʼ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της πρόστησης εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της πρόστησης μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1198/2009, ΑΠ 1224/2008, ΑΠ 1966/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι περιγράφεται λεπτομερώς η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίες, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων τους,. ., διευθυντή του PRIVATE BANKING στο Υποκατάστημα Λάρισας, όσον αφορά τους πέντε πρώτους ενάγοντες και υπαλλήλου στο Υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης στην Καρδίτσα, όσον αφορά τον έκτο αρχικό ενάγοντα, έπεισαν τους ενάγοντες να αγοράσουν τα επίδικα ομόλογα έκδοσης της ASPIS FINANCE PLC, θυγατρικής εταιρείας της εγγυήτριας τράπεζας ASPIS BANK S.A., διαβεβαιώνοντας και παραπλανώντας τους ότι το κεφάλαιο τους θα είναι εξασφαλισμένο και ότι θα λαμβάνουν υψηλό ποσοστό απόδοσης χωρίς να τους ενημερώσουν για τη φύση του συγκεκριμένου ομολόγου, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και τους επενδυτικούς κινδύνους που συνεπαγόταν η αγορά του και χωρίς να ασχοληθούν με το επενδυτικό τους προφίλ που ήταν συντηρητικό. Από την ως άνω δε επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων προκλήθηκε η ζημία των εναγόντων, με την οποία και συνδέεται αιτιωδώς, ενώ εκτίθεται και η ζημία τους η οποία ταυτίζεται με τα ποσά που κατέβαλαν για την αγορά των ομολόγων, αφού τα ποσά που επένδυσαν απωλέσθηκαν ολοσχερώς. Τα ως άνω στοιχεία αρκούν για το ορισμένο της αγωγής, ενώ, εξάλλου, η συγκεκριμενοποίηση της αμελούς συμπεριφοράς των προστηθέντων των εναγομένων είναι επιτρεπτή με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία. Επομένως, το Εφετείο, με το να κρίνει ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 298 299, 330 εδ. β\ 914 και 932 ΑΚ, καθώς και τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ και του ν. 2251/1994, δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση της ευθύνης των αναιρεσειόντων λόγω αδικοπραξίας, ενώ δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ως όφειλε κατά τους αναιρεσείοντες, μετ’ αποδοχή του περί αοριστίας της ισχυρισμού τους. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος ο τα αντίθετα υποστηρίζων πέμπτος, από τους αρ. 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργός λόγος ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθʼ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 18/2004, ΑΠ 813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και Τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό την συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές, θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση τόσο λόγω αδικοπραξίας όσο και λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” – και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή -, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του “προμηθευτή” συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή. Πρέπει εξ άλλου, να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).
Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατʼ ουσία (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ΄ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006). Οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ΄ αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο. Τέλος, οι εκ των αριθμών 1 και-19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττουν την απόφαση, γιατί παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή για έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά στην πραγματικότητα (υπό το πρόσχημα είτε ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου είτε ότι περιέχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες) να πλήττουν αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. (ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 1350/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 3424/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: «Δυνάμει της υπʼ αριθμ. /9.9.2004 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εναγόμενης (πρώτης αναιρεσείουσας) και της θυγατρικής εταιρείας «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που διαδέχθηκε καθολικά η δεύτερη εναγομένη (δεύτερη αναιρεσείουσα), αφενός και αφετέρου μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των γονέων της,.. και από κοινού, συμφωνήθηκε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών επί χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α του άρθρου 2 του Ν. 2396/1996. Ακολούθως, μετά το θάνατο του καταρτίστηκε μεταξύ των εναγομένων ως άνω εταιριών και των αρχικώς πέντε πρώτων εναγόντων (αναιρεσιβλήτων), η υπʼ αριθμ. /29.11.2010 κοινή επενδυτική σύμβαση στην οποία συγχωνεύτηκαν υπό νέα αρίθμηση οι υπ’ αριθμ. . και . συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αφού προηγουμένως η πρώτη ενάγουσα κατήγγειλε την πρώτη, υπ’ αριθμ. σύμβαση με την από 29.11.2010 επιστολή της, δια της οποίας ρητά και ανεπιφύλακτα αναγνώρισε ότι η σύμβαση λειτούργησε νομίμως και σύμφωνα με τους όρους της, αφού ήλεγξε τις χρηματοπιστώσεις του τηρηθέντος στα πλαίσια της σύμβασης επενδυτικού λογαριασμού και τις αιτίες δημιουργίας τους, αναγνώρισε και αποδέχθηκε όλες τις κινήσεις του λογαριασμού και τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της συμβάσεως και ζήτησε να μεταφερθεί το σύνολο του χαρτοφυλακίου στη νέα σύμβαση ( ).
Περαιτέρω, δυνάμει της υπʼ αριθμ. ./1.3.2005 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μεταξύ του αρχικώς ενάγοντος, και των εναγομένων εταιριών, συμφωνήθηκε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών επί χρηματοπιστωτικών μέσων και ειδικότερα, η κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου. Στις ανωτέρω συμβάσεις ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες ανέλαβαν την υποχρέωση για τη λήψη και διαβίβαση εντολών των ανωτέρω εναγόντων προς κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, ότι λόγω μη προβλέψιμων στην αγορά διακυμάνσεων δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής των εναγόντων, ότι δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε ζημία που τυχόν θα υποστούν αυτοί από συναλλαγή, που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτέλεσης της εντολής τους, ότι η παροχή επενδυτικών συμβουλευτικών υπηρεσιών σε αυτούς δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη των εταιριών ως προς τις επενδυτικές επιλογές και αποφάσεις των εναγόντων, οι τελευταίοι δε δήλωσαν ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται από τις αντισυμβαλλόμενες τους είναι απόρροια ελεύθερης επιλογής τους, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές τους. Στα πλαίσια των δύο πρώτων ανωτέρω συμβάσεων είχαν αγοραστεί τα επίδικα ομόλογα εκδόσεως ASPIS FINANCE PLC θυγατρικής εταιρείας της εγγυήτριας τράπεζας ASPIS BANK S.A και συγκεκριμένα με έγκυρη μεν (παρά τα αντιθέτως στην ιστορούμενα στην αγωγή) εντολή της πρώτης ενάγουσας στις 26/10/2005 αλλά – χωρίς καμία ανάμιξη των ανωτέρω γονέων αυτής – λοιπών συμβαλλόμενων στην ανωτέρω πρώτη από τις συμβάσεις- αγοράστηκε ομόλογο ονομαστικής αξίας 88.000 ευρώ, αντί ποσού 88.233,63 ευρώ και από τον αρχικώς ενάγοντα αγοράστηκε στις 3.3.2005 ομόλογο ονομαστικής αξίας 97.000 ευρώ, αντί ποσού 97.585,53 ευρώ. Το ομόλογο αυτό με ISIN XS . είχε δεκαετή διάρκεια (από 10.2.2005 έως 10.2.2015) και κυμαινόμενο επιτόκιο κατά τα κατωτέρω. Για την αγορά των ανωτέρω ομολόγων χορηγήθηκαν στους αρχικώς ως άνω ενάγοντες – αγοραστές, τα σχετικά από 26/10/2005 και 3/3/2005 αποδεικτικά εντολής συναλλαγής (ομόλογα) αντίστοιχα. Στα έγγραφα αυτά, τα οποία φέρουν τα στοιχεία των αρχικώς εναγόμενων εταιριών, αναγράφονταν τα στοιχεία του αγορασθέντος ομολόγου, με τον τίτλο, ASPIS FINANCE PLC 10/02/2015 EUR, το ανωτέρω ISIN, η ανωτέρω ονομαστική αξία αυτών, η ανωτέρω αξία αγοράς αυτών κατόπιν διακανονισμού, το τρέχον κουπόνι (3,483% για το πρώτο εξ αυτών και 3,491% για το δεύτερο εξ αυτών, το οποίο ακολούθως θα ανερχόταν στο επιτόκιο euribor, πλέον 1,35%), η δε λήξη αυτού στις 10-2-2015 συναγόταν μόνο από την ανωτέρω ονομασία αυτού, ενώ στη θέση του εκδότη υπάρχει η ένδειξη «corporate», ήτοι εταιρικό, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση. Στο ίδιο δε έγγραφο, ουδεμία αναφορά γινόταν στην επωνυμία του εκδότη και του εγγυητή του ομολόγου. Έμμεσα μόνο προέκυπτε ο εκδότης από την ανωτέρω ονομασία του ομολόγου. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το παραπάνω ομόλογο είχε εκδοθεί στις 10-2-2005, στα πλαίσια της έκδοσης ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης, με την εγγύηση της Τράπεζας «ASPIS ΒΑΝΚ», (μετέπειτα «Τ ΒΑΝΚ») από την θυγατρική της εγγυήτριας εταιρία, «ASPIS FINANCE PLC», η οποία ήταν εταιρία ειδικού σκοπού, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία). Η εταιρεία αυτή ιδρύθηκε στις 16-11-2004, με μετοχικό κεφάλαιο, GRP 50.000, διαιρεμένο σε 50.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 1 GRP καθεμία, με μοναδικές μετόχους, την ως άνω τραπεζική εταιρία και εγγυήτρια του ομολόγου, η οποία κατείχε 49.999 μετοχές και την ανώνυμη εταιρία «Aspis Insurance Brokerage S.A.», η οποία κατείχε 1 μόλις μετοχή (από τον τίτλο συνάγεται ότι πρόκειται προφανώς για εταιρεία ιδίων συμφερόντων με τις ανωτέρω), με αποκλειστικό σκοπό την έκδοση ομολογιακού δανείου, για τη συγκέντρωση κεφαλαίου για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας της εγγυήτριας του ομολόγου ανωτέρω ελληνικής τράπεζας. Σύμφωνα με το σχετικό ενημερωτικό δελτίο, οι υποχρεώσεις της εγγυήτριας συνιστούσαν άμεσες και μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις της, υπό τη μορφή της μειωμένης διασφάλισης και έπονταν ως προς το δικαίωμα αποπληρωμής σε περίπτωση λύσης ή εκκαθάρισης καθʼ οιονδήποτε τρόπο της εγγυήτριας, των αξιώσεων των πιστωτών ανώτερης τάξης, έτσι ώστε το ποσό που οφειλόταν από τα ομόλογα υπό την εγγύηση, να καταβάλλεται από την εγγυήτρια μόνον εφόσον όλοι οι πιστωτές ανώτερης τάξης έχουν ικανοποιηθεί ή τους έχει καταβληθεί στο ακέραιο το ποσό των απαιτήσεων τους, ενώ οι κάτοχοι των ομολόγων παραιτούνταν από το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους άλλους ανέγγυους μη μειωμένης διασφάλισης πιστωτές του εκδότη. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε στο ποσό των 50.000.000 ευρώ, το δε ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου. Προερχόταν από τη δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο δεκαετούς διάρκειας και μειωμένης εξασφάλισης,…. Η αρχική διαβάθμιση του από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης PITCG, ήταν ΒΒ, βαθμός ο οποίος υποδεικνύει αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην αγορά ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου, ενώ και οι ίδιες οι εναγόμενες ομολογούν ότι η ανωτέρω διαβάθμιση σημαίνει ότι το ανωτέρω ομόλογο ενέχει στοιχεία κερδοσκοπίας. Για την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου χορηγήθηκε η κατά τα ανωτέρω προφορική εντολή στις εναγόμενες, κατόπιν σχετικής πρότασης και υπόδειξης του άνω προϊόντος από τους προστηθέντες των εναγόμενων στα καταστήματα τους στο Βόλο (για το δεύτερο ως άνω ομόλογο) και στη Λάρισα (για το πρώτο ως άνω ομόλογο), χωρίς, οι τελευταίοι πριν από την αγορά του, να γνωστοποιήσουν στους εντολείς-ανωτέρω ενάγοντες τα πιο πάνω ειδικότερα στοιχεία του ομολόγου. Προηγουμένως οι ανωτέρω ενάγοντες διατηρούσαν μόνο προθεσμιακές καταθέσεις στην πρώτη εναγομένη τράπεζα, μετέβησαν δε στα τμήματα PRIVATE BANKING των ανωτέρω υποκαταστημάτων αυτής κατόπιν υπόδειξης των αρμοδίων υπαλλήλων και προστηθέντων αυτού (που ονομάζονταν στο Βόλο και στη Λάρισα αντίστοιχα), προκειμένου να μεταφέρουν τα χρήματά τους που διατηρούσαν στις ανωτέρω καταθέσεις σε επενδύσεις που θα τους υπεδείκνυαν οι υπάλληλοι του ανωτέρω τμήματος, με στόχο να εισπράξουν καλύτερες αποδόσεις. Πράγματι όλοι οι διάδικοι ομολογούν ότι η επένδυση στα παραπάνω ομόλογα είχαν σαφώς καλύτερες αποδόσεις από μία προθεσμιακή κατάθεση κατά τον ανωτέρω χρόνο. Όμως οι ανωτέρω ενάγοντες που μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών τους από τις ανωτέρω τύπου καταθέσεις σε μία μόνο τύπου επένδυση όπως το ανωτέρω ομόλογο, αφού δεν αποδεικνύεται ότι τους προτάθηκε να υπάρξει διασπορά του κεφαλαίου σε διάφορες επενδύσεις, ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος απώλειας του συνόλου αυτού, σε περίπτωση που τοποθετείτο όλο σε μία επένδυση που ενέχει τους ανωτέρω περιγραφέντες κινδύνους, ναι μεν επιθυμούσαν καλύτερες αποδόσεις που φαινόταν ότι εξασφάλιζε η παραπάνω επένδυση, αλλά προφανώς και δεν επιθυμούσαν, προκειμένου να επιτύχουν τις αποδόσεις αυτές, να διακινδυνεύσουν την απώλεια μεγάλου ή και ολοκλήρου του κεφαλαίου που θα επένδυαν. Οι υπάλληλοι όμως του ανωτέρω τμήματος και προστηθέντες των εναγομένων διαβεβαίωσαν αυτούς ότι το κεφάλαιο που θα επένδυαν ήταν εγγυημένο, ότι θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να λάβουν αυτό ακέραιο όχι μόνο κατά την κατά τα ανωτέρω λήξη του κεφαλαίου, ήτοι σε σχεδόν 10 έτη από τον ανωτέρω χρόνο κτήσης αυτών, αλλά και σε πέντε έτη, διότι επρόκειτο να λάβει χώρα ανάκληση του ομολόγου από την εκδότρια, επειδή αυτό απέδιδε υψηλά κέρδη για τους επενδυτές και δεν θα ήταν συμφέρουσα η περαιτέρω διατήρηση του. Τέλος τους διαβεβαίωσαν ότι θα μπορούσαν και νωρίτερα – αν αυτοί το έκριναν- να προβούν στην πώληση του με μικρή ενδεχομένως οικονομική γιʼ αυτούς απώλεια (penalty).
Στη συνέχεια, το άνω ομόλογο άρχισε να υποβαθμίζεται βαθμιαία από τον προαναφερθέντα Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης, από ΒΒ κατά την έκδοσή του σε Β-, στις 3-11-2008, σε CCC+ στις 29-7-2009, σε CCC στις 3-11-2009 και σε C στις 23-5-2011, ενώ στις 22-12-2011 αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις, επειδή δια της υπ’ αριθμ. 5548/17.12.2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση 25/17.12.2011, θέμα Γ, ΦΕΚ Β’2856/17.12.2011) ανακλήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος η άδεια που είχε παρασχεθεί με την απόφαση με αριθμ. 487/12.12.1991 της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΝΠΘ) για την ίδρυση και λειτουργία του Πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Τ BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ήτοι της ανωτέρω εγγυήτριας τράπεζας) και το τελευταίο τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 3601/2007. Σημειώνεσαι ότι το ομόλογο αυτό ήδη από τις 8/2/2007 δεν διαπραγματευόταν στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου. Καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, οι ανωτέρω ενάγοντες λάμβαναν από τις εναγόμενες, τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία της επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση του, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού και οι τόκοι. Όμως, ενώ ήδη από το έτος 2009 ήταν γνωστά στους αρμοδίους υπαλλήλους των εναγομένων τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο όμιλος ΑΣΠΙΣ και η μετοχική σχέση των ιδιοκτητών αυτής με τις ανωτέρω εγγυήτρια του ανωτέρω ομολόγου τράπεζα, αυτοί δεν ενημέρωσαν σχετικά τους ανωτέρω ενάγοντες, οι οποίοι δεν είχαν (σύμφωνα και με όσα κατωτέρω αναγράφονται) τις σχετικές γνώσεις να αξιολογήσουν τις εξελίξεις, ασχέτως του ότι ελάμβαναν τις ανωτέρω αποτιμήσεις και ασχέτως της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, η οποία ήταν γνωστή προφανώς και σε αυτούς, αλλά δεν ήταν αυτή η κύρια αιτία της ανωτέρω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εγγυήτριας του επίδικου ομολόγου τράπεζας, αλλά όπως προεκτέθηκε τα προβλήματα είχαν ανακύψει ήδη στον όμιλο ΑΣΠΙΣ πριν την εκδήλωση της κρίσης αυτής και πριν την κατά τα ανωτέρω ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας τράπεζας, προβλήματα τα οποία γνώριζαν ή τουλάχιστον μπορούσαν να γνωρίσουν αλλά από αμέλειά τους αγνοούσαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι- προστηθέντες των εναγόμενων που είχαν πείρα των συνθηκών της αγοράς. Περαιτέρω, όταν η ανωτέρω τράπεζα τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, με απόφαση της ίδιας ως άνω Επιτροπής, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αυτής από την άνω ομολογιακή έκδοση παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση εγγυήτρια τράπεζα, γεγονότα που γνωστοποιήθηκαν σε όλους τους κατόχους του ομολόγου (μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω ενάγοντες) με επιστολές που απέστειλε η πρώτη εναγομένη. Επίσης, με την επιστολή αυτή επισημάνθηκε στους ενάγοντες, το γεγονός ότι τυχόν ικανοποίηση των αξιώσεων τους από το παραπάνω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους, μέχρι 10-2-2012. Στην αναγγελία δε αυτή της απαίτησης των εναγόντων προς τον ειδικό εκκαθαριστή της εγγυήτριας για απόδοση της ονομαστικής αξίας του ομολόγου κατά της εγγυήτριας, προέβη η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό τους, μετά από σχετική εξουσιοδότηση τους, ενώ στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη, με την από 27-9-2013 επιστολή της, ενημέρωσε τους ανωτέρω ενάγοντες, ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης, αυτοί θα λάμβαναν το ποσό των 0,60 ευρώ, ανά 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του παραπάνω ομολόγου, το οποίο όπως αναφέρθηκε, ήταν μειωμένης διασφάλισης, οι ανωτέρω εντολείς-ενάγοντες έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία αντίστοιχη με τα ανωτέρω ποσά που διέθεσαν για την αγορά του ομολόγου. Η ζημία δε αυτή προκλήθηκε αιτιωδώς από την παράνομη και υπαίτια; συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγόμενων, οι οποίοι τους συμβούλευσαν και τους έπεισαν δια των προστηθέντων από αυτές ανωτέρω υπαλλήλων, για την αγορά του, παραλείποντας να τους ενημερώσουν για τα στοιχεία του ομολόγου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι γονείς της πρώτης ενάγουσας και , που υπέγραψαν την αρχική κατά τα ανωτέρω από 9.9.2004 σύμβαση και οι οποίοι μετέβησαν πρώτοι στο ανωτέρω τμήμα της πρώτης εναγόμενης και πείσθηκαν να αποσύρουν τις οικονομίες τους από προθεσμιακές καταθέσεις για να επενδύσουν σε ομόλογα ήταν απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου και συνταξιούχοι οικοδόμος και ΟΓΑ αντίστοιχα, η πρώτη ενάγουσα που έδωσε την εντολή αγοράς του πρώτου ανωτέρω ομολόγου ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας, ο δε αρχικώς έκτος ενάγων (πατέρας των δύο τελευταίων εκκαλουσών, ήδη αναιρεσιβλήτων), του οποίου οι οικονομίες επενδύθηκαν στο δεύτερο ως άνω ομόλογο, ήταν επίσης απόφοιτος δημοτικού σχολείου και ελαιοχρωματιστής. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι ανωτέρω δεν διέθεταν χρηματοοικονομικές γνώσεις, που θα τους επέτρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι τον τρόπο τοποθέτησης των κεφαλαίων τους, οι δε πρώτες δύο ως άνω επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν με διαφορά λίγων μηνών η πρώτη και μόλις δύο ημερών η δεύτερη πριν τις επίδικες επενδύσεις. Δεν οδηγεί δε σε διαφορετικό συμπέρασμα το γεγονός ότι στα πλαίσια της πρώτης ως άνω σύμβασης η πρώτη ενάγουσα και οι ανωτέρω γονείς της, πριν από την αγορά του επίδικου πρώτου ως άνω τίτλου, είχαν επενδύσει σε ομόλογα ALPHA CREDIT GROUP PLC, ένα εκ των οποίων πώλησαν στις 26.10.2005, προκειμένου να αποκτήσουν την επίδικη ομολογία, το προϊόν αυτό είναι διαφορετικό από το ανωτέρω αγορασθέν, δεδομένου ότι είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγομένη τράπεζα με την οποία συνεργάζονταν για πολλά έτη οι ανωτέρω γονείς της πρώτης ενάγουσας και αυτή η μία και μοναδική επένδυση σε ομόλογα αξιόπιστα αφενός μεν συνέβαλε στο να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις συμβουλές που θα δέχονταν αργότερα από τους υπαλλήλους των εναγομένων, αφετέρου δε δεν τους καθιστά άνευ ετέρου έμπειρους επενδυτές. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον αρχικώς ενάγοντα, , που διατηρούσε τμήμα του κεφαλαίου του σε προϊόντα DEPO, ήτοι, προϊόντα ρευστότητας αντίστοιχης κοινής προθεσμιακής κατάθεσης, ήτοι εντελώς διαφορετικά από ομολογία υψηλού ρίσκου όπως το επίδικο δεύτερο ως άνω αγορασθέν από αυτόν, το οποίο ήταν σαφώς πιο σύνθετο από το ανωτέρω προϊόν, εφόσον η απόδοση του εξηρτάτο από τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor (σχετ. η ΠΔΤΕ 2501/2002). Δεν ασκεί δε επιρροή στο ότι εκ των υστέρων μπορεί οι ενάγοντες να προέβησαν σε (ελάχιστες ακόμα) επενδυτικές κινήσεις, όπως αναγράφεται στις σχετικές προσκομισθείσες από τις εναγόμενες καρτέλες. Έτσι αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ανωτέρω εντολείς – επενδυτές ακολούθησαν τη συμβουλή που του παρείχαν οι προστηθέντες των εναγόμενων, στους οποίους αυτοί είχαν εμπιστοσύνη, δεδομένης και της κατά τα ανωτέρω προηγούμενης συνεργασίας τους με την πρώτη εναγομένη τράπεζα. Οι ανωτέρω υπάλληλοι συμβούλευσαν τους ανωτέρω επενδυτές να επενδύσουν τις αποταμιεύσεις των ιδίων (και των γονέων της πρώτης ενάγουσας), χωρίς κίνδυνο απώλειάς τους, στην αγορά του επίδικου ομολόγου, το οποίο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αποτελούσε ακατάλληλη για τους ενάγοντες και ριψοκίνδυνη επένδυση (ανεξαρτήτως αν υπέβαλαν σε αυτούς ερωτήσεις σχετικές με το «προφίλ» τους, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες), παριστώντας σε αυτούς ότι πρόκειται για τραπεζικό ομόλογο, που ισοδυναμεί με προθεσμιακή κατάθεση, αφού δεν θα υπήρχε γι αυτούς κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους, παραλείποντας να τους ενημερώσουν για τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του ομολόγου. Συγκεκριμένα δεν τους ενημέρωσαν ότι εκδότρια του ομολόγου ήταν η ανωτέρω εταιρία, θυγατρική της ανωτέρω εγγυήτριας του ομολόγου, η οποία ήταν εταιρία ειδικού σκοπού με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία), που ιδρύθηκε, με αποκλειστικό σκοπό την έκδοση ομολογιακού δανείου, προς το σκοπό συγκέντρωσης κεφαλαίου για την πρώτη, καθώς και ότι αυτό ήταν μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση ΒΒ, που καταδείκνυε μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Τα παραπάνω μάλιστα στοιχεία αναφέρονταν στο ενημερωτικό δελτίο για την έκδοση του ομολόγου, το οποίο, όμως, ουδέποτε παραδόθηκε στους ανωτέρω εντολείς- επενδυτές. Πρέπει δε να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση που λήφθηκε μεταγενέστερα, κατά τη συνεδρίαση 823η/3-7-2018, επέβαλε πρόστιμο, ύψους 100.000 ευρώ στην πρώτη εναγομένη, για παράβαση των διατάξεων του πδ/τος 52/1992 και του ν. 3401/2005 και συγκεκριμένα για το λόγο ότι προέβη σε δημόσια προσφορά των άνω ομολογιών, χωρίς να δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο, ενώ ο Συνήγορος Του Καταναλωτή (Ανεξάρτητη Αρχή) απηύθυνε (κατά το άρθρο 4 παρ.5 του Ν. 3297/2004) έγγραφη σύσταση σε άλλη τράπεζα (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ) να επαναγοράσει το ίδιο ανωτέρω ομόλογο, αποδίδοντας στους καταναλωτές την αξία αγοράς απομειωμένη κατά τους ήδη καταβληθέντες τόκους, δεχόμενος ότι αυτή προέβη σε προώθηση σε πολλούς πελάτες της του ανωτέρω προϊόντος χωρίς να παράσχει στους καταναλωτές στοιχειώδεις πληροφορίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτού, ώστε να γίνει αντιληπτό από αυτούς το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης παρέχοντας σε αυτούς ως μοναδικό προσυμβατικό έγγραφο την αίτηση αγοράς αυτού, η οποία περιείχε μόνο τα στοιχεία που αναγράφονται ανωτέρω και ως προς την ένδικη περίπτωση. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από τις ανωτέρω πρώτες δύο συμβάσεις υποχρεώσεις τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των ανωτέρω εντολέων τους- επενδυτών για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και την εκδότρια αυτού, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζαν ότι ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτών σχετικά με τις επενδύσεις. Η υποχρέωση τους αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι ανωτέρω εγγράφως καταρτισθείσες μεταξύ αυτών και των ως άνω εναγόντων συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αποτελούν – κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων-σύμβαση εντολής προς εκτέλεση εντολών χρηματοπιστωτικών μέσων και περιέχουν τις ανωτέρω εκτεθείσες απαλλακτικές της ευθύνης τους ρήτρες και ανεξαρτήτως του ότι η πρώτη ενάγουσα με την ως άνω από 29.11.2010 επιστολή της, αναγνώρισε ότι η Ρ σύμβαση λειτούργησε νομίμως και σύμφωνα με τους όρους της, και αποδέχθηκε όλες τις κινήσεις του λογαριασμού και τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της πρώτης ως άνω συμβάσεως, καθόσον: α) Στις ανωτέρω συμβάσεις, οι επίδικοι όροι ήταν προδιατυπωμένοι, χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης και μη κατανοητοί στους ενάγοντες, οι οποίοι συμβλήθηκαν, φέροντες την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2251/1994, δηλαδή ως αποδέκτες των παρεχόμενων από τις δύο πρώτες εναγόμενες υπηρεσιών και ειδικότερα επενδυτικών συμβουλών. Οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι των εναγομένων υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και εφαρμόζεται εν προκειμένω ο ν. 2251/1994, αφού δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσαν ήταν τόσο υψηλό, ενώ κατά τα ανωτέρω δεν είχαν προηγούμενη ενασχόληση με αντίστοιχα επενδυτικά προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε διέθεταν υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά τους χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους.
Με βάση τα ανωτέρω οι προεκτεθείσες απαλλακτικές ρήτρες στερούνται εγκυρότητας, ως αντικείμενες στην από τα άρθρα 332, 729 ΑΚ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 προβλεπόμενη ακυρότητα «κάθε εκ των προτέρων συμφωνίας περιορισμού του παρέχοντος υπηρεσίες από την ευθύνη»…., προϋποθέτουν δε την πλήρη και ειλικρινή ενημέρωση του επενδυτή που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε εν προκειμένω χώρα, β) ανεξάρτητα από την κατά τα ανωτέρω ακυρότητα των απαλλακτικών ρητρών, στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες δεν περιορίστηκαν στην εκτέλεση της εντολής για την αγορά του ένδικου ομολόγου, αλλά προηγουμένως, όπως προεκτέθηκε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, υπέδειξαν στους παραπάνω άπειρους στις σχετικές συναλλαγές εντολείς-επενδυτές, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, την ένδικη επένδυση και τους έπεισαν να την επιλέξουν. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες πριν την υπογραφή της σύμβασης ενημερώθηκαν περί των όρων των συμβάσεων που υπέγραψαν, όπως αβάσιμα οι εναγόμενες υποστηρίζουν. Έτσι, με την παραπάνω συμπεριφορά τους, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης των εναγόντων δια του αντιπροσώπου τους, καθώς και της παροχής σε αυτούς σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, παρέβησαν υπαιτίως τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, με βάση την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση (ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού αυτής) σύμφωνα με όσα προβλέπονται και στις διατάξεις των άρθρων 713 και 714 του ΑΚ, όπως το περιεχόμενο των ανωτέρω υποχρεώσεων προσδιορίζεται σύμφωνα και με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, καθώς και τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ,…. Η ανωτέρω υποχρέωση των εναγόμενων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζονται, παρείχαν στο(υς) ενάγοντ(ες) τις υπηρεσίες τους χωρίς ειδική αμοιβή για συμβουλές (που αρνούνται ότι παρείχαν) καθόσον οικονομικό όφελος αυτών δεν αποτελεί μόνον η αμοιβή, αλλά και η δια της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, ενίσχυση της συνεργασίας τους με τους ενάγοντες . .Η υπαίτια δε παράβαση των άνω διατάξεων συνιστά παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά, σε συνδυασμό και με τις ανωτέρω διατάξεις-του Ν. 2251/1994, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην οικεία ανωτέρω νομική σκέψη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά των εναγομένων, προκάλεσε τη ζημία που υπέστησαν οι ανωτέρω εντολείς -ενάγοντες, καθόσον προέβησαν στην επένδυση αγνοώντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά του ομολόγου, για τα οποία δεν ενημερώθηκαν, με την πεποίθηση που τους δημιούργησαν, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους. Αν δε είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και με μέτριες προοπτικές επιβίωσης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση. Σημειώνεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι με την ανωτέρω από 29/11/2010 σύμβαση ανανεώθηκε η εντολή αγορά του πρώτου ως άνω ομολόγου, όμως το σύνολο του χαρτοφυλακίου από την ανωτέρω από 9/9/2004 σύμβαση, η οποία καταγγέλθηκε από την πρώτη ενάγουσα πριν την υπογραφή από αυτήν της από 29/11/2010 σύμβασης, μεταφέρθηκε στην από 29/11/2010, στην οποία πλέον συνεβλήθησαν και οι αρχικώς δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων………
Με βάση τα ανωτέρω, η θετική ζημία, που υπέστησαν οι ενάγοντες συνίσταται στην ανωτέρω δαπάνη απόκτησης του ομολόγου, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων (δια των προστηθέντων αυτών υπαλλήλων), οι οποίες υποχρεούνται να τους καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάστασή της………». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε την έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε απορρίψει την από 26/3/2014 αγωγή, κράτησε την υπόθεση και αφού δίκασε επί της ουσίας, δέχτηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και, απορρίπτοντας τις ενστάσεις των εναγομένων εταιρειών, υποχρέωσε τις εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες,, εις ολόκληρον καθεμία, να καταβάλουν σε καθένα από τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων-εκκαλούντων (αναιρεσιβλήτων) το ποσό των 24.065,90 ευρώ και σε καθένα από τους πέμπτη και έκτη εξ αυτών το ποσό των 50.792,76 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.
Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 281, 288, 297, 298 ΑΚ και του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, καθόσον διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στους αναιρεσιβλήτους (ενάγοντες) – καταναλωτές, του προσδιορισμού του ύψους της ως άνω ζημίας τους και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών και της προκληθείσας από αυτή ζημίας των αναιρεσιβλήτων, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη: α) οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και, συγκεκριμένα, ότι οι συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, στις οποίες οι αναιρεσίβλητοι προέβησαν ενεργούντες ως μέσοι καταναλωτές, είχαν το χαρακτήρα παροχής συμβουλών προς τους αναιρεσιβλήτους επενδυτές και ότι οι πληροφορίες, που οι προστηθέντες των αναιρεσειουσών παρείχαν σ’ αυτούς, δεν ήταν επαρκείς, αφού το επίδικο ομόλογο δεν ήταν απλό αλλά σύνθετο προϊόν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλό κίνδυνο, β) ότι οι αναιρεσείουσες, ειδικότερα, δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από τις ένδικες συμβάσεις υποχρεώσεις τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και την εκδότρια αυτού, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζαν ότι αυτοί ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτών σχετικά με τις επενδύσεις, αλλά, αντιθέτως, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, υπέδειξαν στους άπειρους στις σχετικές συναλλαγές αναιρεσιβλήτους, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, την ένδικη επένδυση και τους έπεισαν να την επιλέξουν, β) ότι η ζημία των αναιρεσιβλήτων συνίσταται στην αδυναμία τους να εισπράξουν, για τους διαλαμβανόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους που αφορούν τη φύση του επίδικου επενδυτικού προϊόντος, το επενδεδυμένο κεφάλαιο τους, στο σύνολο του και, ειδικότερα, στην αδυναμία τους να το εισπράξουν κατά τον ορισθέντα χρόνο επιστροφής του και γ) ότι η εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα ως άνω παραδοχές του Εφετείου, και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών.
Περαιτέρω, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας των εναγόντων παρεμβλήθηκαν απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, καθώς και η ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας εταιρείας και η θέση αυτής υπό ειδική εκκαθάριση. Ειδικότερα, με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των εναγόντων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευση του από τα ως άνω συμβάντα, τα οποία αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκείμενη επένδυση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή και θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Η αγορά του ένδικου ομολόγου αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής. Συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος των αναιρεσειουσών Τραπεζών. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των αναιρεσειουσών, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι αναιρεσίβλητοι τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσης τους. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από ία. πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Εφόσον λοιπόν η ζημία των αναιρεσιβλήτων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευση της από την οικονομική κρίση που, μεταγενέστερα, έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, ούτε από την ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας εταιρείας και τη θέση αυτής υπό ειδική εκκαθάριση το έτος 2011. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω απορριφθείς ισχυρισμός των αναιρεσειουσών περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 1305/2005). Ούτε, βέβαια, υφίσταται αντίφαση μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι ενάγοντες πριν την αγορά των επιδίκων ομολόγων διατηρούσαν μόνο προθεσμιακές καταθέσεις στην πρώτη εναγομένη και της παραδοχής ότι αγνοούσαν το είδος της επένδυσης αφού, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της απόφασης ακριβώς αυτή τους η άγνοια και η έλλειψη χρηματοοικονομικών γνώσεων, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων εναγομένων, ήταν αυτή που τους οδήγησε στην απόσυρση των προθεσμιακών τους καταθέσεων προκειμένου να επενδύσουν στο επίδικο ομόλογο.
Τέλος, αναφορικά με τις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών σε σχέση με τις κρίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης: α) περί του ότι η δήλωση των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών ότι το ομόλογο είχε εγγύηση, διάρκεια κ.λπ. ήταν αληθής υπό κανονικές συνθήκες και β) περί αντίφασης μεταξύ της παραδοχής ότι συνήφθη σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών και εκείνης ότι συνήφθη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, τα όσα επικαλούνται οι αναιρεσείουσες ανταποκρίνονται στην κατʼ αυτές θεώρηση της ουσίας της υπόθεσης και στην εκδοχή που οι ίδιες υποστηρίζουν, στην πραγματικότητα δε, υπό την προσχηματική επίκληση των επικαλούμενων αυτών αναιρετικών πλημμελειών, πλήττεται η ανέλεγκτη από το Δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι τρίτος και τέταρτος αναιρετικοί λόγοι, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ευθεία και εκ πλαγίου., παραβίαση των, αναφερομένων ως άνω ουσιαστικών νομικών διατάξεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική της βάση στηρίζοντας το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 25/2003, 3/1997). Πράγματα κατά την παραπάνω έννοια αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, εφόσον όμως έχουν αυτοτέλεια και η παραδοχή τους οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 570/2008). Αντίθετα λόγοι έφεσης που αφορούν σε απλές αρνήσεις των διαδίκων ή σε επιχειρήματα και συμπεράσματα τους από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν έχουν αυτοτέλεια και η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει ειδικά σ’ αυτούς δεν ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Δεν στοιχειοθετείται δε ο λόγος αυτός αναίρεσης και αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 69/2016, ΑΠ 725/2012), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1386/2015). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες με τους δεύτερο αλλά και τους τρίτο και τέταρτο λόγους της αίτησης αναίρεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος τους, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι δεν έλαβε υπόψη του και άφησε αναπάντητους προβληθέντες ισχυρισμούς τους και ειδικότερα τους ισχυρισμούς τους ότι: α) η πρώτη των εναγόντων με την από 29/11/2010 επιστολή της αναγνώρισε ότι η σύμβαση λειτούργησε νόμιμα ενώ, εκπροσωπούσα και τους λοιπούς συμβληθέντες, αναγνώρισε και αποδέχθηκε όλες τις κινήσεις του λογαριασμού ζητώντας η ίδια να μεταφερθεί το περιεχόμενο του χαρτοφυλακίου στη νέα σύμβαση και συνεπώς όλοι οι ενάγοντες έχουν αποδεχθεί εγγράφως την κατάσταση του χαρτοφυλακίου τους, β) οι αναφερόμενες συμβάσεις επενδυτικών υπηρεσιών ήταν συμβάσεις εντολής από τους επενδυτές και εκτέλεσης αυτής από τις εναγόμενες και όχι συμβάσεις παροχής συμβουλών, γ) γνωστοποίησαν στους ενάγοντες όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ήταν αναγκαία προκειμένου αυτοί να λάβουν τη σχετική επενδυτική απόφαση. Ωστόσο, όλοι οι ως άνω ισχυρισμοί συνιστούν αρνητικούς ισχυρισμούς της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών και όχι «πράγμα» υπό την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος και οι τρίτος και τέταρτος κατά το οικείο σκέλος τους από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτοι. Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι είναι αβάσιμοι καθώς οι ισχυρισμοί αυτοί λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκαν ρητά, κατά τα προαναφερθέντα, με εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. αʼ ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γιʼ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκταση της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1673/2013). Με τον έκτο λόγο της αναίρεσης τους οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς της αποδίδουν ότι, απορρίπτοντας την ένσταση συνυπαιτιότητας που προέβαλαν, παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας κατά την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ, ενώ διέλαβε στην απόφαση αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με το ζήτημα της συνυπαιτιότητας των εναγόντων. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι: α) ενώ οι ενάγοντες γνώριζαν τη δυνατότητα πώλησης του ομολόγου αλλά και τους κινδύνους αυτού εν τούτοις αποφάσισαν να το διατηρήσουν επιζητώντας τις αυξημένες αποδόσεις του και β) ενώ το Εφετείο δέχεται ότι η πρόωρη ρευστοποίηση του ομολόγου «θα αποκαθιστούσε ενδεχομένως μικρό μέρος της ζημίας των εναγόντων, οι οποίοι δεν θα διατηρούσαν καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης από το ομόλογο», δεν αφαίρεσε τουλάχιστον το «μικρό μέρος της ζημίας». Ως προς το ζήτημα της απόρριψης της ένστασης συνυπαιτιότητας το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι: «…Περαιτέρω, οι εναγόμενες παραδεκτώς με τις προτάσεις τους επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή τους, περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων στην επέλευση της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου πορεία αυτού. Η ένσταση, όμως, αυτή, αν και νόμιμη (άρθρο 300 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου οι ενάγοντες γνώριζαν ή ότι μπορούσαν να γνωρίζουν, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους είχαν κατά τα ανωτέρω εξαρχής ενημερώσει οι εναγόμενες ……». Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή είτε με εσφαλμένη υπαγωγή είτε με παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, τις νομικές διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ. διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφαση του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων όσον αφορά τον ισχυρισμό περί έλλειψης συνυπαιτιότητας των εναγόντων – αναιρεσίβλητων τόσο ως προς την πρόκληση όσο και ως προς την έκταση της ζημίας τους. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις σαφείς ως άνω παραδοχές της, αναφέρεται ότι οι ενάγοντες εξαπατήθηκαν αφού δεν ενημερώθηκαν για την πραγματική φύση του επίδικου προϊόντος και την πιθανή απώλεια του κεφαλαίου τους κατά την πτωτική πορεία του ομολόγου. Ούτε ήταν αναγκαία η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών διότι οι πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν πλήρως την κρίση του Εφετείου για την αποκλειστική υπαιτιότητα των αναιρεσειουσών στην πρόκληση και έκταση της ζημίας των σνσιρεσίβλητων. Επομένως, είναι αβάσιμος ο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, ενώ ως προς το δεύτερο είναι απαράδεκτος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού δεν υπάρχει τέτοια παραδοχή στην απόφαση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης τους οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ απέρριψε την ένστασή τους περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας ώστε να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα σε κάθε ενάγοντα θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισε από τα τοκομερίδια που εισέπραξε για το χρονικό διάστημα που κατείχε το επίδικο ομόλογο. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι: α) τα ποσά που εισέπραξαν οι ενάγοντες από το τοκομερίδιο του επιδίκου ομολόγου είναι κέρδος που πρέπει να αφαιρεθεί από τη ζημία τους, αφού αυτό προέκυψε από το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι την πλημμελή ενημέρωση τους από τους προστηθέντες των εναγομένων, σε προγενέστερο στάδιο από τη ζημία τους και συγκεκριμένα κατά την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους στο επίδικο ομόλογο, και β) δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της αρχής της γενικής ρήτρας της καλής πίστης, αφού το κέρδος προήλθε ανεξάρτητα από τη δράση τους και χωρίς κάποια έκτακτη προσπάθεια των ζημιωθέντων. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της, απέρριψε την ως άνω ένσταση με την εξής αιτιολογία: «Περαιτέρω, οι εναγόμενες, παραδεκτώς επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση τους, συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ισχυριζόμενες ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά τη ζημία των εναγόντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των τοκομεριδίων, που αυτοί εισέπραξαν ύψους 21.828,51 ευρώ για το πρώτο ως άνω ομόλογο και 32.181,40 ευρώ για το δεύτερο. Σύμφωνα με την-ανωτέρω τελευταία νομική σκέψη, η ένσταση αυτή των εναγομένων είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αμέσως παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ, είναι όμως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι, ναι μεν το παραπάνω ποσό, το οποίο πράγματι εισέπραξαν οι ενάγοντες, όπως δεν αμφισβητείται από αυτούς, αποτελεί κέρδος των τελευταίων από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. ’λλωστε, ο προτεινόμενος (από τις εναγόμενες) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος, όπως βάσιμα ισχυρίστηκαν και οι ενάγοντες -εκκαλούντες». Με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τοκομεριδίων, που ο κάθε ενάγων έλαβε ως απόδοση του επίδικου ομολόγου, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. αʼ και 914 ΑΚ, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και τις οποίες ορθά εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι, ναι μεν τα ως άνω ποσά αποτελούν κέρδος του κάθε αναιρεσίβλητου από τους τίτλους που κατείχε, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου αυτού στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους αναιρεσίβλητους και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. ’λλωστε, ο προτεινόμενος (από τις αναιρεσείουσες) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Εξάλλου, το Εφετείο περιλαμβάνει σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν το νομικό έλεγχο ως προς το ζήτημα γιατί η μείωση της επιδικασθείσας αποζημίωσης αντίκειται στην καλή πίστη, ενώ ουδεμία σύγχυση ή αντίφαση υφίσταται σχετικά με τις έννοιες του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Η μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση της μη εφαρμοστέας διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, δεν συνιστά παραβίαση της διατάξεως αυτής, ώστε να θεμελιώνεται πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 ή 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το Εφετείο στην ελάσσονα πρόταση του, δεν υπαγάγει στη διάταξη αυτή, αλλά μόνο στις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες στηρίζουν το διατακτικό της. Οι ελλείψεις δε και ατέλειες της μείζονος προτάσεως, με την αναγραφή και νομικών διατάξεων που δεν θεμελιώνουν την έννομη συνέπεια, δεν καθιστούν την απόφαση αναιρετέα, διότι ως αιτιολογίες κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος νοούνται μόνο οι πραγματικές παραδοχές, αρκεί να υπάρχει κανόνας δικαίου, ο οποίος με βάση αυτές επάγεται την έννομη συνέπεια που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο σχετικός έβδομος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα αντίθετα.
Με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Επιδίκαση, κατά την έννοια του προαναφερθέντος αναιρετικού λόγου που συνιστά έκφανση της αρχής της διάθεσης, σημαίνει ότι το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε σε “αίτημα”, με διάταξη του ή αιτιολογία που έχει προσόντα διατακτικού, χωρίς όμως να υφίσταται αντίστοιχο αίτημα. Ειδικότερα επιδίκαση περισσότερο του αιτηθέντος συντρέχει και στην περίπτωση που, παρά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή εν όλω ή εν μέρει σαν να ήταν καταψηφιστική (ΑΠ 1013/2013, ΑΠ 708/2008), οπότε η απόφαση αναιρείται μόνο κατά το μέρος με το οποίο το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε καταψήφιση (ΟλΑΠ 9/2002, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 537/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της επιδίκασης πλέον του αιτηθέντος καθότι, με διάταξη της, τις υποχρέωσε να καταβάλουν τα επιδικασθέντα σε κάθε ενάγοντα ποσά, παρόλο που οι τελευταίοι και ήδη αναιρεσίβλητοι κατά την συζήτηση της αγωγής τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης κατά τη συζήτηση και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις τους, περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους σε αναγνωριστικό στο σύνολό του. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, καθότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό 393/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (5ο φύλλο εμπρόσθια σελίδα) οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους καταχωρηθείσα στα πρακτικά και με τις προτάσεις τους, δήλωσαν ότι περιορίζουν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους σε αναγνωριστικό. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να διαλάβει στο διατακτικό της απόφασης του διάταξη, με την οποία υποχρέωσε τις εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες να καταβάλουν στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους τα ανωτέρω ποσά αντί να περιορισθεί στην αναγνώριση μόνο της υποχρέωσης καταβολής τους, επιδίκασε περισσότερο του αιτηθέντος, υποπίπτοντας έτσι στην από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί κατά το κεφάλαιο αυτό η προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι κατά το μέρος που προέβη στην καταψήφιση των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών, να κρατηθεί δε η υπόθεση και να εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αφού η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, ενόψει δε της δεσμευτικής για το Εφετείο ενέργειας της παρούσας απόφασης, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης αλλά υπολείπεται μόνον η κατά το περιεχόμενο της απόφασης αυτής διατύπωση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης (ΑΠ 537/2016, ΑΠ 1162/2013). Κατόπιν αυτού, εφόσον η απόφαση αναιρείται, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων και των τριών βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογα της έκτασης της νίκης τους θα επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειουσών (άρθρα 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Θεωρεί πως δεν ασκήθηκε η από 5/9/2019 αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειουσών: 1) ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», ως καθολικής διαδόχου διά συγχωνεύσεως με απορρόφηση της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» για αναίρεση της με αριθμό 3424/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τον δεύτερο αναιρεσίβλητο .
Αναιρεί την με αριθμό 3424/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας κατά το αναιρούμενο μέρος.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες-εφεσίβλητες- αναιρεσείουσες υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον καθεμία εξ αυτών: α) σε καθένα από τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων-εκκαλούντων-αναιρεσιβλήτων το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξήντα πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (24.065,90) και β) σε καθένα από τους έκτη και έβδομη εξ αυτών το ποσό των πενήντα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (50.792,76), με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Νοεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ