Έλλειψη δικαιοδοσίας πολιτικού δικαστηρίου προς εκδίκαση διαφοράς που αφορά την ευθύνη ΟΤΑ σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι η οικεία αγωγή υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων έσφαλε, ενώ έπρεπε και αυτεπαγγέλτως ελλείψει δικαιοδοσίας εκδίκασης της διαφοράς της αγωγής να την απορρίψει ως απαράδεκτη. Δεκτός λόγος έφεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Αριθμός Απόφασης 3201/2021
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(1° Τμήμα Δημόσιο)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αννα Πελεκούδα Πρόεδρο Εφετών, Απόστολο Ζαβιτσάνο, Εφέτη-Εισηγητή, Σωτήριο Μπακαΐμη, Εφέτη, και από τη Γραμματέα, Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 25 Μαΐου 2021, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της εκκαλούντος, εναγόμενου, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού, με την επωνυμία: «Δήμος Αθηναίων» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Λιοσίων αρ. 22, με Α.Φ.Μ, . Δ.Ο.Υ. Α’ Αθηνών, και εκπροσωπείται νόμιμα, από το Δήμαρχο του, το οποίο εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο, Στυλιανό Μπεζαντέ.
Της εφεσίβλητης, ενάγουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία: «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86, ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας, με την επωνυμία: «ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Λ.Ε.». όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., από την πληρεξούσια Δικηγόρο, Ανδριανή Παπαδοπούλου.
Η εφεσίβλητη, ενάγουσα, με την από 15-12-2014. με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16-12-2014, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή, ζήτησε να γίνουν δεκτά, τα όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το πρωτοβάθμιο εκείνο Δικαστήριο εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, την υπ αριθ. 4279/2017, οριστική απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το εκκαλούν, για τους λόγους, που αναφέρει στην από 29-1-2018 έφεση, που με αριθμό έκθεσης Δικαστηρίου, την 3-2-2018, και με την υπ’ αριθ. εκθ. κατ. ./15-2-2018, πράξη της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, γράφτηκε στο πινάκιο, και προσδιορίστηκε, αρχικά για τις 30-10-2018, δικάσιμο κατά την οποία και συζητήθηκε, πλην, όμως, δεν κατέστη δυνατή επ’ αυτής η έκδοση αποφάσεως.
Ήδη, με την υπ’ αριθ. 3575/2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και την από 1-3-2021, κλήση της Γραμματέως του 3ου Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, που, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./1-3-2021, κατατέθηκε αυθημερόν, στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, στις 25-5-2021, επαναλαμβάνεται η συζήτηση της έφεσης, που εκφωνήθηκε κανονικά στη σειρά κατάθεσης ./1-2-2018, κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου της από το οικείο πινάκιο, και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που εκφωνήθηκε κανονικά στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δηλώσεις τους, που έγιναν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., προκατέθεσαν προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 29-1-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./1-2-2018, και αριθμό προσδιορισμού ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ./15-2-2018. έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως, εκκαλούντος, εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., του Δήμου Αθηναίων, κατά της εφεσίβλητης, ενάγουσας, Εθνικής Τράπεζας, και της υπ’ αριθ. 4279/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, στις 10-11-2017, επί της από 15-12-2014 (αριθ. εκθ. κατ. ./16-12-2016) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα, και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1 εδ. β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α, και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, προ πάσης επιδόσεως της απόφασης, που προσβάλλεται, εντός διετίας από τη δημοσίευση της, καθόσον από την επισκόπηση της δικογραφίας της ένδικης έφεσης, δεν προκύπτει, ούτε συντρέχει, ούτε δε, οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ή κάποιος άλλος λόγος απαραδέκτου, δεδομένου ότι από τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται, στις 10-11-2017, έως την άσκηση της ένδικης έφεσης, την 1-2-2018. όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ./1-2-2018 έκθεση κατάθεσης της, δεν έχει παρέλθει διετία, και δεν απαιτείται κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος του παραβόλου, που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ., διότι, κατ’ άρθρα 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, Ν. 3463/2006, 3 και 4 παρ. 1 του περί προστασίας της περιουσίας των Ο.Τ.Α., Ν. Δ/τος 31/1968, και 19 παρ. 1 του Κ. Δ/τος από 26-6/10-7-1944, «περί Κωδικός το>ν νόμων περί δικών του Δημοσίου», ο εκκαλών Ο.Τ.Α. του Δήμου Αθηναίων, ως Ν.Π.Δ.Λ., όπως και το Δημόσιο, απαλλάσσεται της καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου, ή εισφοράς άσκησης, ή εκδίκασης αγωγών, ενδίκου μέσου, ή βοηθήματος, ή διενέργειας οιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής ενώπιον των δικαστηρίου ή δικαστικών ή άλλων αρχών. Επομένως, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 498. και 19 του Κ.Πολ.Δ.), και πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή, και κατά την ίδια τακτική διαδικασία, να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό, την νομική και ουσιαστική, βασιμότητα των λόγων της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρα 522, και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη, ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, με την από 15-12-2014 (αριθ. εκθ. κατ. ./16-12-2014), ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή, κατά του εκκαλούντος, εναγόμενου, Δήμου Αθηναίων, ισχυρίσθηκε, ότι στην εφεσίβλητη, ενάγουσα, Εθνική Τράπεζα, στην οποία συγχωνεύθηκε το 1998, δι3 απορροφήσεως, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία: «ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», περιήλθε, κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητος, το αποκτηθέν, με το υπ’ αριθ. ./8-4-1974 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της τότε Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., νομίμως έκτοτε μεταγεγραμμένου, ακίνητο, ενός λεπτομερώς κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, περιγραφόμενου στην αγωγή οικοπέδου, άρτιου, και οικοδομήσιμου, εμβαδού 2.071,75 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Όπλα Αγίου Δημητρίου» ή «Θυμαράκια». περιοχής Κάτω Πατησίων Αθηνών, και επί των οδών ., και Γιάνναρη. Ότι, στις 28-10-1982, διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών, και εναγόμενος, Δήμος Αθηναίων, προέβη σε κατεδάφιση του μανδρότοιχου του ακινήτου, και απομάκρυνση της θύρας εισόδου του, διαμορφώνοντας έκτοτε τον χώρο του εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης, ενάγουσας, σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, αθλοπαιδιών και παιδικής χαράς. Ότι, δυνάμει της υπ’ αριθ. 10789/1989 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, αναγνωρίστηκε η ενάγουσα, και εφεσίβλητη, νομέας του εν λόγω ακινήτου, και διατάχτηκε η απόδοση του από τον εκκαλούντα, εναγόμενο, Δήμο. Ότι, του εν λόγω ακινήτου, που είχε κηρυχθεί απαλλοτριωτέο, λόγω ρυμοτομίας, δυνάμει του από 14-9-1981 Π. Δ/τος, περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών, δημοσιευμένου στο Φ.Ε.Κ. 570Δ/13-10-1981, λόγω μη παρακατάθεσης του ορισμένου ποσού αποζημιώσεως, ανακλήθηκε αυτοδικαίως η ρυμοτομική του απαλλοτρίωση, που άρθηκε και επιβλήθηκε εκ νέου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ./21-7-2006 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 740Δ/7-9-2006. κατόπιν της υπ’ αριθ. ./20-3-2006 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εκκαλούντος, εναγόμενου, Δήμου, πλην, όμως, ο τελευταίος δεν έχει καταβάλει κανένα ποσό αποζημίωσης, και εξακολουθεί από το 1982 την αυθαίρετη χρήση του εν λόγω ακινήτου, ζημιώνοντας έτσι την εφεσίβλητη, ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα, από 1-1-2009 έως 31-7-2013. κατά το συνολικό ποσό των 474.843,60 €, που η τελευταία, θα εισέπραττε μετά πιθανότητος, και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν το επίμαχο ακίνητο ήταν ελεύθερο και το εκμίσθωνε σε τρίτους, ως χώρο στάθμευσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εφεσίβλητη, ενάγουσα, ζήτησε να της επιδικασθεί το ποσό των 474.843,60 €, κυρίως, ως αποζημίωση χρήσεως, άλλως δε. επικουρικά, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από της λήξεως εκάστου μηνός, άλλως δε, επικουρικά, με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη, υπ’ αριθ. 4279/2017, οριστική, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με .την οποία, με τα παραπάνω αιτήματα και περιεχόμενο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε τη διαφορά της ως άνω αγωγής, ως υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων, και την αγωγή, ως παραδεκτή, ορισμένη, και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος επιδικάσεως τόκων, για το χρονικό διάστημα προ της επίδοσης της αγωγής, και της επικουρικής βάσεως της αγωγής στις,., διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που απορρίφθηκαν, ως μη νόμιμα, και περαιτέρω, εξετάζοντας την αγωγή κατ’ ουσίαν, καθ’ ο μέρος της κρίθηκε νόμιμη, δέχθηκε την αγωγή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, υποχρεώνοντας τον εκκαλούντα, εναγόμενο, Δήμο, να καταβάλει στην εφεσίβλητη, ενάγουσα, ως αποζημίωση χρήσεως του εν λόγω ακινήτου, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-7-2013, το συνολικό ποσό των 474.843,60 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως της ενάγουσας, και καταδίκασε τον εναγόμενο Ο.Τ.Α., στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της αντιδίκου του στην πρωτοβάθμια δίκη, που καθόρισε στο ποσό των 10.000 €. Κατά της απόφασης αυτής, ήδη παραπονείται το εκκαλούν, και με τους λόγους της έφεσης, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί, στο σύνολο της, η εναντίον του ως άνω αγωγή, και να επιβληθούν σε βάρος της αντιδίκου του τα δικαστικά του έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τα άρθρα 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την τέταρτη αναθεώρηση του, που δημοσιεύθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλής, των Ελλήνων, σύμφωνα με την παρ. Β’ του Ψηφίσματος της 25-11-2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής, στο Φ.Ε.Κ. Α’ 211/24-12-2019, καθώς και τα άρθρα 1 παρ. 1, παρ. 2 στοιχ. η’, 9 παρ. 1 εδ. γ και παρ. 2 του Ν. 1406/1983 (Φ.Ε.Κ. Α’ 182/14-12-1983), ορίζεται αντιστοίχως, ότι: «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου». «Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Κατά το Ν. 1406/1983, από 11-6-1985, «Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ’ αυτή.
Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α., και των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 306 του Εισ.Ν.Α.Κ.». Επίσης, με τα άρθρα 104, 105 εδ. α του Εισ.Ν.Α.Κ., και 914 του Α.Κ., ορίζεται αντιστοίχως, ότι: «Για πράξεις και παραλείψεις xow οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα». «Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος». «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 του Α.Κ., προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του .Εισ,Ν.Α.Κ., και από υλική πράξη οργάνου του. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνεπώς δε, να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως, όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημοσίας εξουσίας, είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει, ή επ’ ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ εαυτή δραστηριότητα η οποία αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών, το οποίο αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος, ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, δε, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου, μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, και συνεπώς, η διαφορά, που ανακύπτει είναι ιδιωτική (ΑΠ 599/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Οι παραπάνω δε, διατάξεις εφαρμόζονται και για την ευθύνη των Δήμων, των Κοινοτήτων, ή των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., από πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων, που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (ΑΕΔ 5/1995. ΑΠ 599/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, δε, στο μεν άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζεται, ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, πού τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, συνάγεται ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκαση τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι κατά κύριο λόγο εκείνες, που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου, ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με προέχον, δηλαδή, στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βούλησης αυτών, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες, που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ιδίων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, ή εξαιτίας τους, και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ή των Ο.Τ.Α., ή των Ν.Π.Δ.Δ., ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που έχει ενεργήσει εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται, όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης, ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου, ή των Ο.Τ.Α., ή των Ν.Π.Δ.Δ., ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, όπως, όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις, που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία, και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, και τις αρχές της καλής πίστης, καθόσον οι υλικές αυτές ενέργειες, ή παραλείψεις, συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή. των υπηρεσιών των Ο.Τ.Α., ή των Ν.Π. Δ.Δ., ή τελέστηκαν εξ αιτίας της οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α., ή των Ν.Π.Δ.Δ., και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας των πιο πάνω προσώπων, ούτε δε, οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ακόμη και όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ή των Ο.Τ.Α., και των Ν.Π.Δ.Δ., αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια, πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια, που εκδηλώθηκε στο πλαίσιο εννόμου σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου, ή συνδέεται με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ή των Ο.Τ.Α., ή των Ν.Π.Δ.Δ., συντελέστηκε μέσα στα πλαίσια, ή έχει ως υπόβαθρο τέτοια σύμβαση, όπως μια σύμβαση έργου, η ευθύνη για την αποκατάσταση κάθε θετικής, ή αποθετικής ζημίας, καθώς και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης, θεμελιώνεται στα άρθρα 104 και 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. και συνεπώς, οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 7/2014, ΑΕΔ 3/2004, ΑΕΔ 53/1995, ΑΕΔ 5/1995, ΑΠ 347/2014, ΑΠ 1175/2014, ΕφΑθ 6087/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Περαιτέρω, ενόψει της ρύθμισης του δικονομικού δικαίου, δηλαδή, του άρθρου 4 του Κ.Πολ.Δ., κατά την οποία αγωγή, που εισάγεται ενώπιον δικαστηρίου, που στερείται δικαιοδοσίας, δεν παραπέμπεται, αλλά απορρίπτεται, και επειδή, η απόφαση, που τυχόν εκδίδεται για την ουσία, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας, είναι, κατ’ άρθρο 313 παρ. 1 εδ. β του Κ.Πολ,Δ., αυτοδικαίως άκυρη, και δεν παράγει έννομες συνέπειες, και δεν δημιουργείται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών. αποφάσεων, συνεπώς, και η άσκηση αγωγής σε δικαστήριο άλλης δικαιοδοσίας (π.χ. σε διοικητικό), δεν εμποδίζει, λόγω εκκρεμοδικίας, την μεταγενέστερη υποβολή της διαφοράς της ίδιας αγωγής, μεταξύ των αυτών διαδίκων, με την ίδια νομική και πραγματική αιτία ενώπιον των τακτικών Πολιτικών Δικαστηρίων και αντιστρόφως, καθόσον η σύγκρουση, μεταξύ των αποφάσεων των διαφορετικών αυτών δικαιοδοσιών, αίρεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος (Μιχ. Μαργαρίτη. «Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ.», τ. I, 2η εκδ. 2018, υπό άρθρο 221, αρ. 5, σελ. 382, Χ. Απαλαγάκη. «Κ.Πολ.Δ.», 5η εκδ. 2017, τ. I, υπό άρθρο 221, αρ. 13, σελ. 678, Β. Βαθρακοκοίλη. «Κ.Πολ.Δ.», τ. Β’, εκδ. 1994, υπό άρθρο 222, αρ. 36, σελ. 49). Συνεπακόλουθα, ο ισχυρισμός του ήδη εκκαλούντος, εναγόμενου Ο.Τ.Α., περί εκκρεμοδικίας της διαφοράς της ένδικης έφεσης, εκ της εκκρεμούς, μεταξύ των αυτών διαδίκων, με τα ίδια νομικά και πραγματικά περιστατικά, καθώς και με το αυτό αίτημα της ως άνω αγωγής, από 15-12-2014, ενώπιον του, διαφορετικής του Πολιτικού Δικαστηρίου τούτου δικαιοδοσίας, του τακτικού Διοικητικού Δικαστηρίου, του 26ου Τμήματος του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ασκηθείσας στις 16-12-2014, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΑΓ ./16-12-2014, αγωγής της ήδη εφεσίβλητης, ενάγουσας, Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, αντίγραφο του δικογράφου της οποίας επιδόθηκε στον εκκαλούντα, και εναγόμενο Δήμο Αθηναίων, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, την 1-2-2018. δυνάμει της υπ’ αριθ. 5935/2018, από 30-3-2018, κλήσεως της γραμματέως του ως άνω Διοικητικού Δικαστηρίου (το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα, εναγόμενο Ο.Τ.Α., από 1-2-2018, αποδεικτικό επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας Διοικητικών Δικαστηρίων, .), που η αρχικώς ορισθείσα δικάσιμος της, στις 8-10-2018, αιτήσει της εφεσίβλητης, ενάγουσας, τράπεζας, αναβλήθηκε δικάσιμο στις 11-2-2019, βάσει όσων εκτίθενται σχετικά στην παραπάνω μείζονα σκέψη, κατ’ άρθρο 221 του Κ.Πολ.Δ.., λόγιο της διαφορετικής αυτής του Πολιτικού Δικαστηρίου τούτου, δικαιοδοσίας του τακτικού Διοικητικού Δικαστηρίου, του 26ου Τμήματος του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίνεται απορριπτέος, ως μη νόμιμος.
Από την εκτίμηση, των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη, είτε άμεσα ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν έμμεσα, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα, για την ουσιαστική εκτίμηση της ένδικης διαφοράς, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους, και αποτελούν πλήρη απόδειξη (άρθρο 352 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.), όσον αφορά τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα, ουσιώδη, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 14-9-1981 Π. Δ/τος (Φ.Ε.Κ. Δ’ 570/13-10-1981) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών στο οικοδομικό τετράγωνο, που περικλείεται από τις οδούς ., στη θέση «Θυμαράκια», ή «Όπλα Αγίου Δημητρίου», περιοχής Κάτω Πατησίων Αθηνών, με τον χαρακτηρισμό τμήματος του εν λόγω οικοδομικού τετραγώνου, ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου. Σε εφαρμογή δε του ως άνω Π. Δ/τος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ./1-990-πράξη αναλογισμού αποζημίωσης από το αρμόδιο Τμήμα Απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Αθηνών, που κυρώθηκε εν μέρει με την υπ’ αριθ. ./1994 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της ίδιας Νομαρχίας. Μεταξύ των κατά τα ανωτέρω απαλλοτριωθέντων ακινήτων, περιλαμβάνεται και ακίνητο, φερόμενο ως ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, επιφάνειας 2.071,75 τ.μ., οικόπεδο, κείμενο στη γωνία της συμβολής των οδών ., που από τον Οκτώβριο του 1982, ο χώρος του έχει μετατραπεί από τον ήδη εκκαλούντα, και εναγόμενο, Δήμο Αθηναίων, σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, παιδικής χαράς, και αθλοπαιδιών. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 6577/1998 οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δημοσιευθείσας στις 8-7-1998, καθορίστηκε η οριστική τιμή της μονάδας αποζημίωσης του εν λόγω ακινήτου, στο ποσό των 125.000 δραχμών, ανά τ.μ., ήδη δε 366,84 €. Παρά ταύτα, όμως, το ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης δεν καταβλήθηκε στη φερόμενη δικαιούχο, κυρία του ακινήτου, εφεσίβλητη, ενάγουσα, εντός της από το Σύνταγμα τασσόμενης δεκαοκτάμηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, ούτε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εντός της ίδιας προθεσμίας, γνωστοποίηση για την παρακατάθεση του ποσού της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Μετά ταύτα, η εφεσίβλητη, ενάγουσα, με την από 8-10-2002 αίτηση της προς τη Διοίκηση, αντίγραφο της οποίας υπέβαλε στις 9-10-2002, στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών και Πειραιώς, και στον εκκαλούντα, εναγόμενο, Δήμο Αθηναίων, ζήτησε να βεβαιωθεί η αυτοδικαίως επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης του προαναφερόμενου ακινήτου φερόμενης ιδιοκτησίας της, λόγω μη συντελέσεως της αναγκαστικής του απαλλοτριώσεως εντός της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Η αίτηση, όμως, αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς από τη Διοίκηση, με την παρέλευση της από την υποβολή της τρίμηνης προθεσμίας απράκτου. Ακολούθως, η εφεσίβλητη, ενάγουσα, αιτήσει της, πέτυχε να εκδοθεί η υπ’ αριθ. 50/9/2005 οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε η αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του εν λόγω ακινήτου, ακυρώθηκε δε η άρνηση της Διοίκησης να εκδώσει πράξη βεβαιωτική, περί της άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του εν λόγω ακινήτου, και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να προβεί στην εν λόγω βεβαίωση. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. ./21-7-2006 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών, έγινε άρση, και ταυτόχρονη επανεπιβολή της αρθείσας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ως άνω ακινήτου, ενώ με την υπ’ αριθ. 2867/2015 απόφαση του ΣτΕ, επί αιτήσεως ακυρώσεως της εφεσίβλητης, ενάγουσας, απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης της επιβολής εκ νέου της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του ως άνω ακινήτου, καθόσον κρίθηκε, ότι υπάρχει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη διατήρησης του κοινόχρηστου χώρου του επίμαχου ακινήτου, καθώς και πρόθεση, και δυνατότητα της Διοίκησης, να αποζημιώσει τη θιγόμενη από τη ρυμοτομική αυτή απαλλοτρίωση, φερόμενη ιδιοκτήτρια, ήδη εφεσίβλητη, ενάγουσα, εφόσον στους προϋπολογισμούς του εκκαλούντος, και εναγόμενου Δήμου, των ετών 2006, 2007, και 2008, είχαν εγγραφεί, για την αποζημίωση της απαλλοτρίωσης του συγκεκριμένου ακινήτου πιστώσεις και εξελίσσονταν η διαδικασία συντάξεως της οικείας πράξεως αναλογισμού και αποζημιώσεως. Δυνάμει δε, της υπ’ αριθ. 1605/2014 αναιρετικής αποφάσεως του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτό, ότι όταν η γενεσιουργός της ζημίας, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου, δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση, που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον, και ότι στην περίπτωση αυτή, η ζημία, η οποία προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας και ολοκληρωθείσας πράξης του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η κατάσταση και όχι άπαξ, με την τέλεση της πράξης, διά της οποίας αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε.
Κρίθηκε δε, δεσμευτικώς, για το παρόν Δικαστήριο, ότι «στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για ζημιογόνο κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε, διατηρείται, και δεν αίρεται από τον αναιρεσίβλητο, εναγόμενο, εκκαλούντα Δήμο, με συνέπεια να προκαλείται στην αναιρεσείουσα, ενάγουσα, ήδη δε εφεσίβλητη, ζημία για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή». Κρίθηκε, δηλαδή, κατ’ άρθρο 580 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., δεσμευτικώς για το Δικαστήριο τούτο, ότι οι δια της ως άνω αγωγής της εφεσίβλητης, ενάγουσας, καταγόμενες σε δίκη επίδικες αξιώσεις αποζημιώσεως χρήσεως της εφεσίβλητης, ενάγουσας, λόγω παράνομης χρήσης του επίμαχου ακινήτου, φερόμενης ιδιοκτησίας της, κατά το χρονικό διάστημα, από 1-1-2009 μέχρι και 31-7-2013, απορρέουν από έννομη σχέση, η οποία στηρίζεται όχι στην παράνομη πράξη της καταλήψεως του επίμαχου ακινήτου, που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1982, αλλά στην μη άρση της παράνομης καταλήψεως του εν λόγω ακινήτου, κατά το επίδικο διάστημα, που είναι μεταγενέστερο της 11ης Ιουνίου 1985. Συνεπώς, η ένδικη, από 15-12-2014, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16-12-2014, αγωγή της εφεσίβλητης, ενάγουσας, της οποίας, κατ’ άρθρο 215 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο επιδόθηκε στον εναγόμενο, εκκαλούντα Ο.Τ.Α., στις 17-12-2014 την υπ’ αριθ. .Η/17-12-2014 έκθεση επιδόσεως του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Δικαστικού Επιμελητή, ., που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη, ενάγουσα), ασκήθηκε στις 17-12-2014, το οποίο χρονικό σημείο καθορίζει στο πλαίσιο της παροχής δικαστικής προστασίας τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, καθόσον κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, και ενδεχόμενη μεταγενέστερη της ασκήσεως της αγωγής νομοθετική μεταβολή της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων δεν επιδρά στο ένδικο βοήθημα, που έχει ήδη κατατεθεί και εκκρεμεί σε αυτά, ούτε καθιστά ανίσχυρη την εκδιδόμενη από αυτά δικαστική απόφαση (άρθρο 45 του Κ.Πολ.Δ.), εισάγει διαφορά δημοσίου δικαίου, διότι η υλική πράξη, που περιγράφεται στην ως άνω αγωγή, και συγκεκριμένα, η αυθαίρετη διατήρηση του καθεστώτος παράνομης κατάληψης του επίμαχου ακινήτου, φερόμενης ιδιοκτησίας της ήδη εφεσίβλητης, ενάγουσας, εκ μέρους του εκκαλούντος, και εναγόμενου Δήμου Αθηναίων, ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας, διότι συνιστά καθ εαυτή δραστηριότητα, η οποία αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, ενάγουσας, καθόσον τελέστηκε στα πλαίσια επισπευδόμενης ήδη από το 2006, επιβληθείσας πάλι διαδικασίας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του επίμαχου ακινήτου, και συνεπώς, το διοικητικό όργανο του υπέρ ου η ρυμοτομική, από το 2006, απαλλοτρίωση, εκκαλούντος, εναγόμενου Ο.Τ.Α., του Δήμου Αθηναίων, έδρασε εν προκειμένω, ως potentior persona, δηλαδή κάνοντας χρήση ειδικής κατά νόμο υπερέχουσας θέσης του έναντι του υποκειμένου, της ήδη εφεσίβλητης, ενάγουσας, καθόσον προέβη σε διαχείριση χώρου, που περιλήφθηκε στα πλαίσια της τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου, και δη ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η οποία άρθηκε μεν, πλην, όμως, επανεπιβλήθηκε αρμοδίως το 2006, και κρίθηκε αναγκαία, και από το ΣτΕ, ώστε να διατηρηθεί ο χώρος του επίδικου ακινήτου, ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου, παιδικής χαράς, και αθλοπαιδιών. Επομένως, το Δικαστήριο τούτο στερείται δικαιοδοσίας, προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς της ως άνω αγωγής της εφεσίβλητης, ενάγουσας, που υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ως αναφυόμενη κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας, που αφορά την ευθύνη του εκκαλούντος, και εναγόμενου Ο.Τ.Α., του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών γεγονότων, που δεν αμφισβητούνται βάσιμα από τους διαδίκους, με έγγραφα, ή μάρτυρες, και βάσει όσων εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε τα αντίθετα, και δέχθηκε ότι η υπόθεση της αγωγής υπάγεται στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων, διότι η φερόμενη παράνομη πράξη του εναγόμενου Δήμου, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας του, έλαβε χώρα πριν τις 11-6-1985, έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ενώ έπρεπε, και αυτεπαγγέλτως, ελλείψει δικαιοδοσίας εκδίκασης της διαφοράς της αγωγής, να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 του Κ.Πολ.Δ., 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., 1 παρ. 1, παρ. 2 στοιχ. η,’ 9 παρ. 1 εδ. γ και παρ. 2 του Ν. 1406/1983. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών, εναγόμενος, Δήμος Αθηναίων, ισχυρίζεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, του νόμου από την εκκαλουμένη. απόφαση, που έκρινε την αγωγή, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων, να γίνει δεκτή, η υπό κρίση έφεση, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και επειδή, ελλείψει πλέον εκκρεμοδικίας, παρέλκει η εξέταση κάθε άλλου λόγου έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, συνολικά, μαζί με την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της, και περαιτέρω, να κρατηθεί η υπόθεση της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο, για να δικαστεί στην ουσία της, να απορριφθεί η αγωγή, στο σύνολο της, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των Πολιτικών Δικαστηρίων, προς εκδίκαση της διαφοράς της, καθόσον η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα, δεν υπάρχει έφεση, ή αντέφεση εκ μέρους της εφεσίβλητης, και δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλουμενης απόφασης, καθόσον αλλάζει το διατακτικό της. Τα συνολικά δε, δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ύπαρξης ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν στην ένδικη υπόθεση (άρθρα 183 και 179 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 4279/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατ’ αντιμωλίαν, κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί την υπόθεση, και δικάζει την αγωγή.
Συμψηφίζει, μεταξύ των διαδίκων, τα συνολικά δικαστικά τους έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 2021, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, και των πληρεξούσιων Δικηγόρων στις 12 Ιουλίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ