Κατευθυντήριες οδηγίες από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προς αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργασιακής εκμετάλλευσης, ως έκφανση της εμπορίας ανθρώπων
Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου γνωμοδότησε επί ζητημάτων που τέθηκαν από την Επιθεώρηση Εργασίας, αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η τελευταία σε περιπτώσεις διαπίστωσης περιστατικών εργασιακής εκμετάλλευσης, ως έκφανση της εμπορίας ανθρώπων, με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου (Γνωμ. ΕισΑΠ 5/2023).
Πιο συγκεκριμένα, τέθηκαν τα εξής ερωτήματα:
1) Στους επιθεωρητές εργασίας, οι οποίοι δεν είναι ανακριτικοί υπάλληλοι, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορεί να τεθεί ζήτημα τέτοιας εργασιακής εκμετάλλευσης που ενδεχομένως να συνιστά εμπορία ανθρώπων. Στην περίπτωση αυτή, ποια θα είναι η μορφή συνεργασίας με την αρμόδια αστυνομική αρχή, ενόψει της έλλειψης «πρωτοκόλλου» που εξειδικεύει πως και κάτω από ποιες προϋποθέσεις οι δύο υπηρεσίες συνεργάζονται, «ανταλλάσσουν πληροφορίες και στοιχεία» και πότε απευθύνονται οι επιθεωρητές εργασίας στον εισαγγελέα;
2) Κατά την σύνταξη από τον αρμόδιο προς τούτο επιθεωρητή εργασίας μηνυτήριας αναφοράς για επισφαλείς συνθήκες και όρους εργασίας πολιτών τρίτων χωρών, είναι επαρκής η υποβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτής χωρίς την στοιχειοθέτηση του απαιτούμενου όρου «εκ προθέσεως», με δεδομένο ότι ο επιθεωρητής μη έχοντας την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου δεν μπορεί να λάβει σχετικώς λ.χ μαρτυρικές καταθέσεις των θυμάτων προς απόδειξη της πρόθεσης του εργοδότη;
3) Επειδή αντίγραφο του δελτίου ελέγχου που συντάσσει ο επιθεωρητής εργασίας παραδίδεται άμεσα στον εργοδότη, που δικαιούται να απαντήσει εντός 5 εργασίμων ημερών στις καταχωρηθείσες διαπιστώσεις, πως ο επιθεωρητής μπορεί να καταγράψει στο δελτίο τις ενδείξεις πιθανής εργασιακής εκμετάλλευσης με τέτοιο τρόπο, ώστε ο εργοδότης να μην υποψιασθεί την επακόλουθη περαιτέρω οργανωμένη αστυνομική έρευνα και να μην λάβει αντίμετρα αυτοπροστασίας, επιβαρυντικά όμως για τα πιθανά θύματα;
4) Σύμφωνα με το άρθρο 2§2 εδ. δ’ ν. 3996/11 οι επιθεωρητές εργασίας μπορούν στα πλαίσια του ελεγκτικού τους έργου να λαμβάνουν φωτογραφίες ή να μαγνητοσκοπούν, χωρίς όμως περαιτέρω διασφάλιση ότι αυτές ειδικά οι ενέργειες δεν προσκρούουν σε «ευαίσθητα» προσωπικά δεδομένα.
Επί των ανωτέρω, η Εισαγγελία επεσήμανε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα.
Όταν η Επιθεώρηση Εργασίας έχει ενδείξεις εργασιακής εκμετάλλευσης που συνιστά ενδεχομένως εμπορία ανθρώπων, πριν προβεί σε επιτόπιο έλεγχο, επιβάλλεται να ζητήσει από την αρμόδια αστυνομική αρχή τον σχηματισμό κοινού κλιμακίου ελέγχου με τον αναγκαίο κατά τις περιστάσεις αριθμό έμπειρων αστυνομικών και ακολούθως να προσυνεννοηθεί με τον αρμόδιο αστυνομικό και να οργανώσουν από κοινού τον κατάλληλο και αποτελεσματικό έλεγχο στο πεδίο, ενημερώνοντας συνάμα τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος δύναται να επισπεύσει, να συντονίσει και να εποπτεύσει την όλη επιχείρηση.
Η Επιθεώρηση Εργασίας στις περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων με την μορφή της εργασιακής εκμετάλλευσης οφείλει να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια και φροντίδα, συνεργαζόμενη με την αρμόδια αστυνομική αρχή και τον οικείο εισαγγελέα, ώστε να προσφερθεί στα θύματα της εμπορίας η προβλεπόμενη από τον νόμο και την κυρωθείσα με τον ν. 4216/13 διεθνή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης αρωγή της Ελληνικής Πολιτείας. Οι ανωτέρω υπηρεσίες πρέπει να συνειδητοποιήσουν, ότι η συγκεκριμένη αρωγή τους προς τα θύματα είναι μέλημα ακριβώς ισοδύναμο με την αποκάλυψη των δραστών της εμπορίας αυτών των θυμάτων.
Περαιτέρω, η προσπάθεια του επιθεωρητή εργασίας εξαντλείται, όταν στην μηνυτήρια αναφορά του καταχωρεί με ακρίβεια και επιμέλεια όλα τα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά (συμβάντα του εξωτερικού κόσμου) που συγκροτούν τα αντικειμενικά στοιχεία των καταγγελλομένων πράξεων, ορισμένα εκ των οποίων μπορεί να αποτελούν κατά την κρίση των αρμοδίων εισαγγελικών και δικαστικών αρχών ενδείκτες συναγωγής της πρόθεσης (δόλου) του δράστη ή ενδεχομένως της αμέλειάς του.
Αναφορικά με το τρίτο ερώτημα, η Εισαγγελία τόνισε ότι στο δελτίο ελέγχου καταχωρούνται αποκλειστικά και μόνο οι διαπιστωθείσες διοικητικές παραβάσεις. Αντιθέτως, στο δελτίο ελέγχου δεν καταχωρούνται οι διαπιστωθείσες αξιόποινες πράξεις για τις οποίες συντάσσεται και υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα μηνυτήρια αναφορά, ούτε βεβαίως πολύ περισσότερο καταχωρούνται υπόνοιες, υποψίες, ενδείξεις τέλεσης ποινικών παραβάσεων, όπως εργασιακής εκμετάλλευσης σε βαθμό ενδεχομένως εμπορίας ανθρώπων.
Έτσι, όταν οι επιθεωρητές εργασίας ελέγχουν επιχείρηση χωρίς αστυνομική συνδρομή, μετά το πέρας θα συντάξουν το δελτίο ελέγχου με τις τυχόν διαπιστωθείσες διοικητικές παραβάσεις και θα το κοινοποιήσουν άμεσα στον ελεγχθέντα εργοδότη, ενώ αργότερα κατά την μετάβαση στην υπηρεσία τους θα ενεργήσουν, εφαρμόζοντας το άρθρο 38§§1,2 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά τον οποίο οι λοιποί – πλην των ανακριτικών υπαλλήλων – δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεούνται να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορήθηκαν με κάθε τρόπο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για αξιόποινες διωκόμενες αυτεπαγγέλτως πράξεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 103 ν. 4808/21, οι επιθεωρητές εργασίας κατά την άσκηση των ελεγκτικών τους καθηκόντων στις επιχειρήσεις για την τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, καθώς επίσης της νομιμότητας της απασχόλησης των υπηκόων τρίτων χωρών κ.λπ., δικαιούνται να φωτογραφίζουν ή να μαγνητοσκοπούν τους χώρους της επιχείρησης, τα πράγματα σε αυτούς, τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλο στοιχείο που τηρεί αυτή, καθώς επίσης υπό προϋποθέσεις τα πρόσωπα των ελεγχθέντων απασχολουμένων στους χώρους της επιχείρησης, ημεδαπών και αλλοδαπών.
Η κατά τα ανωτέρω λήψη, συλλογή, αποθήκευση, διατήρηση, πρόσβαση και ανάσυρση από το οικείο αρχείο των φωτογραφιών των εργαζομένων της ελεγχθείσης επιχείρησης συνιστά «επεξεργασία» προσωπικών δεδομένων, με «υπεύθυνο επεξεργασίας» την ανεξάρτητη διοικητική αρχή «Επιθεώρηση Εργασίας», ενώ οι υπηρετούντες σε αυτήν επιθεωρητές δεν είναι «οι εκτελούντες την επεξεργασία», αφού όταν επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα ενεργούν στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της Επιθεώρησης Εργασίας και επομένως συνιστούν τμήμα/μέλος αυτής. Εξάλλου, οι φωτογραφίες των προσώπων των εργαζομένων αποθηκεύονται και ανασύρονται μόνο προς οπτική σύγκριση των αντιστοίχων στοιχείων που προσκομίζει μεταγενέστερα ο εργοδότης, ώστε να αποδεικνύεται το συγκεκριμένο πράγματι ελεγχθέν πρόσωπο και όχι άλλο όπως αυτός τυχόν ισχυρίζεται, αφενός μεν προς αντίκρουση των διαπιστωθεισών σε βάρος του διοικητικών παραβάσεων, αφετέρου δε προς αποφυγή των προβλεπομένων γι’ αυτές διοικητικών κυρώσεων.
Έτσι, η Εισαγγελία κρίνει ότι αφού απουσιάζει η επεξεργασία με ειδικά τεχνικά μέσα που επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση ή επαλήθευση της ταυτότητας του ελεγχθέντος φυσικού προσώπου, η κατά τα άνω φωτογράφηση υπάγεται όχι στην ειδική κατηγορία προσωπικών δεδομένων του άρθρ. 9 του Κανον. (πρώην ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα), αλλά στα απλά δεδομένα του άρθρ. 4§1 του Κανον.
Η ανωτέρω επεξεργασία εδράζεται στην νομική βάση του άρθρου 103§3 εδ. δ’ ν. 4808/21 και είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση του καθήκοντος του επιθεωρητή εργασίας που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον και κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, δηλ. την Επιθεώρηση Εργασίας, για την τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, καθώς επίσης για την τήρηση της νομιμότητας στην απασχόληση των εργαζομένων πολιτών τρίτων χωρών και τον έλεγχο της απασχόλησης των εξ αυτών παράνομα διαμενόντων.
Επίσης η ανωτέρω επεξεργασία κρίνεται απαραίτητη για την διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων, αφού η ανωτέρω φωτογράφηση γίνεται εν τέλει στα πλαίσια διερεύνησης και απόδειξης της (πιθανής) εργασιακής εκμετάλλευσης που αυτό ως θύμα υφίσταται από τον εργοδότη του.
Προϋποθέσεις για τη σύννομη φωτογράφηση ή μαγνητοσκόπηση του προσώπου των εργαζομένων της ελεγχόμενης επιχείρησης είναι:
(α) Πρέπει να γίνεται εν γνώσει του εργαζόμενου και όχι μυστικά, εν αγνοία του. Δηλ. έστω και αν δεν απαιτείται η συναίνεσή του, αυτός πρέπει να γνωρίζει ότι ο επιθεωρητής εργασίας τον φωτογραφίζει ή τον μαγνητοσκοπεί (αρχή διαφάνειας κατ’ άρ. 5§1 εδ. α’ Κανον.) και να ενημερώνεται για τον συναφή σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων του.
(β) Πρέπει να επιλέγεται ως έσχατη λύση, όταν δηλ. ο εργαζόμενος δεν φέρει κανένα αποδεικτικό της ταυτοπροσωπίας του έγγραφο με την φωτογραφία του ή φέρει μεν τέτοιο, αλλά η επικολλημένη φωτογραφία δεν απεικονίζει τον ίδιο (αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων και αναλογικότητας – άρ. 5§1 εδ. γ’ Κανον.). φωτογραφίας του (πλαστού) εγγράφου ως εργαζόμενο στην ελεγχθείσα επιχείρηση,
(γ) Η φωτογράφηση ή μαγνητοσκόπηση πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε όχι σε ιδιωτική συσκευή του επιθεωρητή εργασίας αλλά σε συσκευή της Επιθεώρησης Εργασίας, η οποία είναι «ο υπεύθυνος επεξεργασίας» και ακολούθως πρέπει να γίνεται η μεταφορά σε αρχείο της υπηρεσίας σύμφωνα με τις αρχές της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας (βλ. άρ. 5§1 εδ. στ’ Κανον.).
(δ) Αν κατά τον έλεγχο της επιχείρησης δεν διαπιστωθεί καμία διοικητική παράβαση, προδήλως η ανωτέρω φωτογράφηση ή μαγνητοσκόπηση πρέπει να διαγραφεί από τα αρχεία της υπηρεσίας, αφού η περαιτέρω διατήρησή της δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο έγινε, ενώ στο αρχείο της υπηρεσίας είναι αρκετό ότι θα υπάρχει το δελτίο ελέγχου της συγκεκριμένης επιχείρησης όπου μπορούν να καταχωρούνται όλοι οι ελεγχθέντες εργαζόμενοι. Αν όμως διαπιστωθούν διοικητικές παραβάσεις, τότε η ανωτέρω φωτογράφηση ή μαγνητοσκόπηση θα διατηρηθεί μέχρι το πέρας της διοικητικής διαδικασίας και αν ο εργοδότης προσφύγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο κατά της απόφασης επιβολής διοικητικών κυρώσεων τότε θα διατηρηθεί μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση.
(ε) Εν τέλει, ενόψει της κατά το άρ. 5§2 Κανον. αρχής της λογοδοσίας του υπεύθυνου επεξεργασίας, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης της τήρησης των αρχών της §1 του ίδιου άρθρου, η Επιθεώρηση Εργασίας ως «υπεύθυνος επεξεργασίας» δια του επιθεωρητή αυτής πρέπει να ενημερώνει τον εργαζόμενο, του οποίου το πρόσωπο θα φωτογραφήσει ή θα μαγνητοσκοπήσει για τον ανωτέρω επιδιωκόμενο σκοπό αυτής της ενέργειας και για τα δικαιώματά του σύμφωνα με τα άρθρ. 12-22 του Κανον. Προς τούτο η Επιθεώρηση Εργασίας πρέπει να προμηθευτεί σχετικό ευσύνοπτο έντυπο τουλάχιστον στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα, το οποίο ο επιθεωρητής θα παραδίδει στον εργαζόμενο και θα κρατά αντίγραφο με τα στοιχεία του και την υπογραφή του.
Δείτε αναλυτικά την γνωμοδότηση στο eisap.gr.