Απόλυση λόγω ασθένειας εργαζόμενου – Τα δικαιώματα του ασθενούντος και η ακυρώτητα της απόλυσης
Συχνό πεδίο σύγκρουσης εργαζόμενου και εργοδότη, δημιουργείται όταν ο πρώτος ασθενεί και αναγκάζεται εξ αυτού να απουσιάσει μακρό χρονικό διάστημα από την εργασία του. Η μεταξύ τους ένταση δε, συνήθως πυροδοτείται όταν ο εργαζόμενος μετά την επιστροφή του στην εργασία δεν είναι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντα του όπως και κατά το χρόνο πριν την ασθένεια του ή δεν μπορεί να εκτελέσει μια σειρά καθηκόντων λόγω της ασθένειας που υπέστη.
Δεν είναι δε σπάνιο φαινόμενο, ο εργοδότης να προβαίνει σε απόλυση του μισθωτού, με το επιχείρημα ότι δεν προσφέρει την εργασία του προσηκόντως και δεν είναι αποδοτικός εξ αυτού του λόγου. Σημαντικές εξελίξεις επί του θέματος παρείχε η πρόσφατη με αριθμό 758/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι η ασθένεια του εργαζομένου, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.
Υπογραμμίζεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ασθενήσαντος μισθωτού δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κύρωση σε βάρος του για τις απουσίες που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Όσο σοβαρή και αν είναι η ασθένεια του εργαζομένου και όσο μακροχρόνια η απουσία του από την εργασία λόγω της ασθένειάς του, δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν τη λύση της σύμβασης εργασίας με καταγγελία του εργοδότη εάν κατά τον χρόνο που αυτή γίνεται ο εργαζόμενος έχει θεραπευτεί ή αναμένεται σε σύντομο χρόνο η θεραπεία του, και η καταγγελία που γίνεται υπό τις περιστάσεις αυτές είναι άκυρη κατ’ άρθρο 281 Α.Κ.
Μόνο η συνεπεία της ασθενείας του μισθωτού ανικανότητά του να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένως και η εντεύθεν πέραν των παραπάνω χρονικών ορίων αποχή αυτού από την εργασία δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την καλή πίστη ως σιωπηρή από αυτόν καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288, 652 Α.Κ., ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει.
Επομένως, ο εργοδότης επιβαρύνεται με την υποχρέωση πρόνοιας, και οφείλει να αναθέτει στον μισθωτό εργασία, που να είναι ικανός να παρέχει και στην οποία να μπορεί σωματικά να ανταπεξέλθει. Τούτη η υποχρέωση είναι σύμφωνα από τη γενική δικαιική αρχή «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα». Έτσι, η άρνηση του εργοδότη να προσδιορίσει κατά τον άνω τρόπο τα νέα καθήκοντα του ασθενούς εργαζομένου και η εμμονή του στην εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας που κατά τη σύμβαση παρείχε προ της ασθενείας συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος από μέρους του.
Διαφορετική είναι η περίπτωση που ο εργαζόμενος αρνείται την εκτέλεση των νέων αναμορφωμένων καθηκόντων, όπως προσδιορίστηκαν ή μεταβλήθηκαν ενόψει της κατάστασης της υγείας του. Η παραπάνω άρνηση, η οποία δημιουργεί παράλληλα οργανωτική δυσλειτουργία της εταιρείας, δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να αποφασίσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μισθωτού. Και τούτο διότι, η τελευταία λαμβάνει χώρα, όχι λόγω της ασθένειας του μισθωτού, ούτε λόγω της φυσικής του αδυναμίας να εκτελέσει τα συνήθη καθήκοντα που ασκούσε πριν την ασθένεια του, αλλά εξαιτίας της άρνησης του μισθωτού να παρέχει εργασία σε άλλη θέση εργασίας, ή σε άλλα καθήκοντα τα οποία ορίσθηκαν μονομερώς από τον εργοδότη, στα πλαίσια πρόνοιας στο πρόσωπο του μισθωτού, υπό την έννοιας της ανάθεσης σ’ αυτόν καθηκόντων που είναι ικανός να ασκήσει.