Αριθμός 225/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα – Εισηγήτρια, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Αθανασίου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. – Ι. Ε. του Α., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα – Δημήτριο Σίδερη, για αναίρεση της υπ’αριθ. 5108/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.12.2019 αίτηση του αναιρέσεως και τους από 25.10.2021 προσθέτους λόγους αυτής, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 188/20.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 17-12-2019 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Ι. του Α. κατά της 5108/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, έχει ασκηθεί από τον παραστάντα δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ενώπιον του γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι προ της καταχωρήσεως της απόφασης στο Ειδικό Βιβλίο, δεδομένου ότι αυτή καταχωρήθηκε στις 22-01-2020 (άρθρο 473 παρ.3 ΚΠΔ). Μετά της άνω αναιρέσεως πρέπει να συνεκδικασθούν και οι από 25-10-2021 Πρόσθετοι Λόγοι του αναιρεσείοντος, ασκηθέντες νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 ΚΔΠ), δια καταθέσεως εγγράφου στην Γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου την 25-10-2021. Μετά ταύτα πρέπει να συνεξεταστούν κατά το παραδεκτό και την βασιμότητα των επιμέρους λόγων τους.
Κατά το άρθρο 30 παρ. 1, 2 & 3 του ν. 4139/2013: “1. Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35. 2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται Ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής…. Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια…”. Οι άνω διατάξεις των παρ. 2 & 3 δεν μετέβαλαν το προϋφιστάμενο της ισχύος του άνω ν. 4139/2013 νομικό καθεστώς, καθόσον η μεν αρχή της ηθικής αποδείξεως, εκ του άρθρου 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, ουδέποτε έπαυσε ισχύουσα, ώστε να επαναβεβαιωθεί η ισχύς της, από δε το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου, ως αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, η δε υποχρέωση συνεκτιμήσεως των ανωτέρω στην παρ.3 του άνω ν. 4139/2013 ενδεικτικώς παρατιθεμένων “στοιχείων”, δεν μεταβάλλει αυτά σε αυξημένης αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα. Αν δε η δικαστική πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται αρνητικά για την τοξικομανία κατηγορουμένου, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση αυτή και οφείλει να ερευνήσει και τα λοιπά εισφερόμενα στη διαδικασία αποδεικτικά μέσα, ιδίως άλλες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, συνταγείσες σε απώτατο ή και σε μεταγενέστερο χρόνο ή και ιδιωτικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αν ο κατηγορούμενος προβάλει σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό τοξικομανίας, πρέπει να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδηγούν σε απορριπτική κρίση, αντικρούοντας τα αντίθετα συμπεράσματα. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά, κατά την πρόβλεψη του ανωτέρω νόμου, το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά, εκτός από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη και τυχόν πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Μεταξύ δε των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του ΚΠΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας Ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών, που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών, είναι και ο ισχυρισμός περί τοξικομανίας του δράστη, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, ήτοι της απόκτησης της έξης της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά το άρθρο 30 του νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών 4139/20-3-2013. Τέτοιοι, επομένως, αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, ότι είναι τοξικομανής ή περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως, από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ (ΑΠ 119/2017). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε (ΑΠ 220/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος με την υπό κρίση αναίρεσή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τον νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά την περί ενοχής κρίση και δη κατά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του α) περί τοξικομανίας, αφού δεν έλαβε υπόψιν την από 30-10-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Δ. Φ., β) περί ελλείψεως καταλογισμού άλλως περί μειωμένου καταλογισμού και γ) ότι η ποσότητα ναρκωτικών ουσιών που ανευρέθη και κατασχέθηκε, προοριζόταν για δική του αποκλειστικά χρήση. Επίσης, αιτιάται ότι χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απερρίφθησαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που υπέβαλε στο Δικαστήριο περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ’& ε’ του ΠΚ.
Σχετικά με τους λόγους αυτούς το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την πληττόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, τα εξής: “Στις 03.06.2013 και περί ώρα 10.45′, αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ … πραγματοποίησαν έλεγχο στο με αριθμό κυκλοφορίας … αυτοκίνητο, μοντέλο SMART, ιδιοκτησίας της μητέρας του δεύτερου κατηγορουμένου, στο οποίο επέβαιναν ο ίδιος στη θέση του οδηγού και ο πρώτος κατηγορούμενος στη θέση του συνοδηγού. Από τον έλεγχο βρέθηκε στο χώρο των αποσκευών του αυτοκινήτου, σε μια ήδη υφιστάμενη θήκη. μια αυτοσχέδια νάϋλον συσκευασία, η οποία περιείχε 285 γραμμάρια ινδικής κάνναβης. Την ποσότητα αυτή είχε αγοράσει λίγο πριν ο πρώτος κατηγορούμενος προκειμένου να τη διαθέσει περαιτέρω σε τρίτους, από καταυλισμό αθιγγάνων στη … στον …, όπου τον είχε μεταφέρει ο δεύτερος, γνωρίζοντας την πρόθεσή του να αγοράσει ναρκωτικές ουσίες για την περαιτέρω διάθεσή τους. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με τη μορφή της αγοράς και κατοχής με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους σε τρίτους και ο δεύτερος… Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί προμήθειας και κατοχής της εν λόγω ποσότητας για δική του χρήση, δεν κρίνεται βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι πρόκειται για μεγάλη ποσότητα, που υπερβαίνει κατά πολύ τις ημερήσιες ανάγκες ενός μέσου χρήστη, ικανή για την παρασκευή τουλάχιστον 200 τσιγάρων, ακόμα κι αν υποτεθεί βάσιμος ο υπερβολικός ισχυρισμός του ότι για κάθε τσιγάρο απαιτείται ποσότητα ενός γραμμαρίου ινδικής κάνναβης. Άλλωστε, με δεδομένο ότι αυτός κατά το χρονικό διάστημα από 27.08.2013 μέχρι οπωσδήποτε τις 02.03.2016 ήταν άνεργος, όπως προκύπτει από την από 02.03.2016 βεβαίωση του ΟΑΕΔ και το από 26.05.2016 αποδεικτικό ανανέωση δελτίου ανεργίας του ίδιου Οργανισμού, καθίσταται προφανές ότι δεν διέθετε εισοδήματα από νόμιμη πηγή για την αγορά της συγκεκριμένης ποσότητας και ενισχύεται έτι περαιτέρω η παραδοχή της αγοράς της για περαιτέρω διάθεση σε τρίτους. Ο έτερος ισχυρισμός του, περί εξάρτησής του από τις ναρκωτικές ουσίες, της έξη της χρήσης των οποίων δεν δύναται να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, δεν αποδείχθηκε βάσιμος διότι ο ίδιος κατά την ανακριτική απολογία του στις 06.06.2013 ενώπιον της Ανακρίτριας του 28ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών δήλωσε ότι τα τελευταία οκτώ έτη έκανε χρήση ινδικής κάνναβης, σε ποσότητα 4-5 τσιγάρων ημερησίως, αλλά ότι δεν είναι εξαρτημένος και ότι δεν επιθυμεί για το λόγο αυτό να εξεταστεί από πραγματογνώμονα ιατρό. Η περί του αντιθέτου προσκομισθείσα από αυτόν από 30-10-2018 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου Δ. Φ., που διενεργήθηκε με βάση την 1294/2018 διάταξη του Ανακριτή του 30” Ανακριτικού Τμήματος Ναρκωτικών του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο πλαίσιο μεταγενέστερης υπόθεσης, πέντε έτη μετά την ανωτέρω δήλωση του, δεν κρίνεται πειστική, λόγω των ασαφειών και αντιφάσεων που διαλαμβάνει. Ειδικότερα, ενώ γίνεται δεκτό με αυτήν ότι ο 1ος κατηγορούμενος είχε διακόψει τη χρήση της ηρωίνης ήδη από το έτος 2008 που υπέστη σοβαρό τροχαίο ατύχημα, παραδοχή, η οποία αναιρεί τη χρήση και την εξάρτηση του από την ουσία αυτή, ότι συνέχισε τη χρήση της κοκαΐνης περιστασιακά, παραδοχή η οποία καθιστά αυταπόδεικτη τη μη εξάρτησή του από την ουσία αυτή σε βαθμό που να μην μπορεί να αποβάλλει τη χρήση της με τις δικές του δυνάμεις και ότι συνέχισε τη χρήση της ινδικής κάνναβης καθημερινά και, εν τέλει, ότι “είναι δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός των ναρκωτικών που λαμβάνει, γιατί δεν διενεργείται τοξικολογικός έλεγχος και δεν μπορεί να καθοριστεί η ταυτότητα και η ημερήσια δόση των αναφερόμενων ουσιών”, καταλήγει, με βάση μόνο το ιστορικό που έλαβε από τον 1ο κατηγορούμενο και τις απαντήσεις του, ότι αυτός είναι εξαρτημένος κατά την έννοια του νόμου από την ινδική κάνναβη και ότι η εξάρτησή του αυτή είναι μόνο ψυχική. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου, περί έλλειψης καταλογισμού ή ελαττωμένου καταλογισμού (άρθρα 34 και 36 Π Κ αντίστοιχα), δεν αποδείχτηκε βάσιμος, εφόσον η τοξικομανία από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο για να θεωρηθεί ο δράστης ακαταλόγιστος κατ’ άρθρο 34 Π.Κ, ή ελαττωμένου καταλογισμού κατ’ άρθρο 36 ΠΚ, ενώ περαιτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος, συνεπεία της χρήσης ή της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών, εμφανίζει ψυχιατρικές διαταραχές, παρανοϊκές εκδηλώσεις ή ψυχωσικά επεισόδια, που επιφέρουν διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών του και τον καθιστούν ακαταλόγιστο ή άτομο σημαντικά μειωμένου καταλογισμού. Αντιθέτως, στην προαναφερόμενη ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, στο κεφάλαιο αυτής περί της παρούσας ψυχικής κατάστασης του κατηγορουμένου, αναφέρεται ότι το συναίσθημα ήταν απαθές, ότι ήταν προσανατολισμένος χωρίς γνωστικά ελλείμματα και ότι δεν ελέγχθηκαν ψυχωτικά συμπτώματα. Ο δε σοβαρότατος τραυματισμός του τροχαίο ατύχημα στις 14.07.2008, συνεπεία του οποίου υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με πολλαπλά κατάγματα κρανίου, προκαλεί μεν σ’ αυτόν παροδικά δυσαισθησίες (αιμωδίες σώματος), άλγη σώματος (δεξιό ημιμόριο), ζάλη, αυχεναλγία, κεφαλαλγία), σύμφωνα με το από 31.10.2016 ιατρικό σημείωμα του θεραπευτηρίου METROPOLITAN HOSPITAL, δεν αποδείχτηκε, όμως, ότι εξαιτίας αυτών δεν είχε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης του την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο αυτής ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, ή ότι η ικανότητά του είχε μειωθεί σημαντικά.” Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους τότε κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων και τον ήδη αναιρεσείοντα, ενόχους, χωρίς την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών με τις μορφές της αγοράς και κατοχής από μη εξαρτημένο για την οποία του επέβαλλε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή δυο χιλιάδων (2000) ευρώ με το ακόλουθο διατακτικό: “1) Ο πρώτος από αυτούς, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών την οποία να μην μπορεί να αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα:
Α) Στην Αθήνα και στην ευρύτερη περιοχή Αττικής, κατά το τελευταίο πριν τη σύλληψή του διήμερο (3.6.2013) αγόρασε από άτομο αγνώστων στοιχείων, απροσδιόριστες ποσότητες ναρκωτικής ουσίας αντί απροσδιόριστου χρηματικού ποσού τουλάχιστον όμως αγόρασαν την κατασχεθείσα στην κατοχή του ποσότητα κάνναβης συνολικού μικτού βάρους -285- γραμμαρίων αντί τιμήματος -200- ευρώ, με σκοπό την κυκλοφορία και εμπορία της.
Β) Στον … Αττικής την 3.6.2013, κατείχε ναρκωτική ουσία, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της σε κάθε στιγμή δυνατότητας να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να διαθέτει αυτήν κατά βούληση, ήτοι κατείχε την υπό στοιχείο Α1 ποσότητα κάνναβης εντός νάϋλον αυτοσχέδιας συσκευασίας, την οποία είχε τοποθετήσει εντός υφιστάμενης θήκης στο χώρο αποσκευών του υπ’ αρ. κυκλοφ. … αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της Π. Κ., μητέρας του δεύτερου κατηγορουμένου που το οδηγούσε, στο οποίο επέβαινε ο ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος) ως συνοδηγός”.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνωρίσεως, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ’ & ε’ του ΠΚ με την ακόλουθη αιτιολογία: “Ο ισχυρισμός αμφοτέρων των κατηγορουμένων περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε’ του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, επειδή για την αναγνώρισή της δεν αρκεί η παθητική καλή διαγωγή και η απουσία παραβατικότητας, αλλά απαιτείται και θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση του, η οποία δεν αποδείχτηκε εν προκειμένω για κανέναν. Αντιθέτως, όσον αφορά στον 1ο κατηγορούμενο, από την αναγνωσθείσα πραγματογνωμοσύνη προέκυψε ότι αυτός κατηγορήθηκε και μεταγενέστερα για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Για τον ίδιο λόγο ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο έτερος ισχυρισμός του, περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του εδαφίου δ’ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, εφόσον η συνέχιση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών δεν επιτρέπει την αποδοχή ειλικρινούς και μάλιστα έμπρακτης μεταμέλειάς του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης”.
Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει με βεβαιότητα και ανενδοιάστως ποία αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψιν και εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως, την πληρότητα της αιτιολογίας του και την καταδικαστική του απόφαση, καθώς και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που υπέβαλε στο Δικαστήριο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, αφού στο προοίμιο του σκεπτικού δεν αναφέρονται ούτε κατ’είδος τα ληφθέντα υπόψη, αποδεικτικά μέσα.
H αναφορά στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι ελήφθησαν υπόψιν τα με αριθμούς 12, 13 και 17 εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων και το υπ’ αριθμ. 13 εκ των επικληθέντων και προσκομισθέντων από τον κατηγορούμενο ομοίων, και δη α) η από 02-03-2016 βεβαίωση του ΟΑΕΔ, β) το από 26-05-2016 αποδεικτικό ανανέωσης δελτίου ανεργίας του ιδίου ως άνω οργανισμού, γ) η από 30-10-2018 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου Δ. Φ., που διενεργήθηκε με βάση την 1294/2018 διάταξη του ανακριτή του 3ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο πλαίσιο μεταγενέστερης υπόθεσης και δ)το από 31-10-2016 ιατρικό σημείωμα του θεραπευτηρίου METROPOLITAN HOSPITAL, δεν αρκεί να για θεμελιώσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης καταδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι έδει το Δικαστήριο να λάβει υπόψιν του και να συνεκτιμήσει το σύνολο των εισφερθέντων αποδεικτικών μεσών και δη τα είκοσι (20) αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και τα δεκαπέντε (15) που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι και τα οποία επίσης ανεγνώσθησαν, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω η προσβαλλομένη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον δεν εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Δ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Κατ’ ακολουθία πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από Δικαστές διαφορετικούς από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, εφόσον είναι δυνατή η διαφορετική σύνθεσή του (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5108/16-12-2019 απόφαση του Τριμελούς Κακουργημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ