Περίληψη
Επί απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως αναπόδεικτη, το δεδικασμένο καλύπτει, επίσης, ενιαίως ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό. Η μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτού, ο οποίος καλύπτεται από το δεδικασμένο, αποτελείται και στην περίπτωση αυτή από την κριθείσα ως εφαρμοστέα νομική διάταξη, η δε ελάσσων από την κρίση του δικαστηρίου περί μη απόδειξης ορισμένου ή ορισμένων στοιχείων του πραγματικού της εν λόγω διάταξης. Η ιστορική δηλαδή αιτία (ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού) συγκροτείται και εδώ από περιστατικά που ανήκουν στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, και συγκεκριμένα από όλα ή ορισμένα απ` αυτά, αναλόγως του τι έκρινε αναπόδεικτα το δικαστήριο. Η ιστορική αυτή αιτία στηρίζει το διατακτικό της απόφασης και καταλαμβάνεται, ως στοιχείο του δικανικού συλλογισμού από το δεδικασμένο. Κάθε αμφισβήτηση αυτής, κάθε δηλαδή ισχυρισμός ότι υπήρξαν τα ως αναπόδεικτα κριθέντα περιστατικά, είναι εντός των πλαισίων του ίδιου δικανικού συλλογισμού απαράδεκτος, και καθιστά απαράδεκτη τη νέα αγωγή για την ίδια έννομη σχέση.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 56/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τουτζιαράκη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Του ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία ‘’ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ’’ (‘’Δ.Υ.ΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ‘’), που εδρεύει στον ………… (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……. – ΔΟΥ Μοσχάτου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Αλικάκου.
Η ΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου, την από 8-11-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./2018, αγωγή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, ερήμην του εναγόμενου, η υπ΄αρ. 673/13-2-2020 οριστική απόφασή του παραπάνω Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή πρόσβαλε το εναγόμενο , ήδη καθ΄ού η κλήση- εκκαλούν, με την κρινόμενη από 2-7-2020, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……/2020 και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ………/2020, έφεσή του. Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 491/2021 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, ακολούθως εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση (κατ΄ άρθρο 528 ΚΠολΔ), και ανέστειλε την έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης (αγωγής), κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί των υποθέσεων που έχουν παραπεμφθεί σε αυτήν με τις υπ΄αρ. 308 και 535/2020 αποφάσεις του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Με την από 4-3-2022, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/.Ε.Α.Κ.) ………./8-3-2022, κλήση προς συζήτηση και πράξη ορισμού δικασίμου, της καλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας, επαναφέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ένδικη έφεση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 24.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ΄ού η κλήση – εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας απόφασης κλήση, νόμιμα επαναφέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη από 2-7-2020, με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) ……/2020, έφεση κατά της υπ΄αρ. 673/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ερήμην του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος Ν.Π.Δ.Δ. και έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη την από 8-11-2018, με αριθμό κατάθεσης …../2008, αγωγή της ενάγουσας, μετά την έκδοση της υπ΄αρ. 491/2021 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Με την τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο, αφού έκανε τυπικά και κατ΄ ουσία δεκτή την ένδικη έφεση (κατ΄ άρθρο 528 ΚΠολΔ) και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε προς εκδίκαση την ως άνω αγωγή, απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς η αγωγή αφορά σε απαιτήσεις πηγάζουσες από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στη συνέχεια, ανέστειλε, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, την έκδοση απόφασης επ΄ αυτής, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί των υποθέσεων, που είχαν παραπεμφθεί σε αυτήν με τις υπ΄αρ. 308/2020 και 535/2020 αποφάσεις του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Επί των ανωτέρω υποθέσεων έχουν ήδη εκδοθεί οι υπ΄αρ. 4/2022 και 3/2022, αντίστοιχα, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο, το οποίο, κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Ακόμη, κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1137/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ`αυτό (ΑΠ 298/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 1287/2003, ΑΠ 1425/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 1401/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερος δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολ.ΑΠ 10/2002, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1394/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (Ολ.ΑΠ 34/1992, ΑΠ 759/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης (Ολ.ΑΠ 10/2002, ΑΠ 856/2021, ΑΠ 67/2021, ΑΠ 246/2020, ΑΠ 294/2016, ΑΠ 1832/2001, ΑΠ 226/2001, ΑΠ 190/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 386/2000, ΑΠ 1174/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ, ΑΠ 1327/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον δε ότι, επί απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως αναπόδεικτη, το δεδικασμένο καλύπτει, επίσης, ενιαίως ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό (Εφ.Πειρ. 163/2020, Εφ.Πειρ. 63/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτού, ο οποίος καλύπτεται από το δεδικασμένο, αποτελείται και στην περίπτωση αυτή από την κριθείσα ως εφαρμοστέα νομική διάταξη, η δε ελάσσων από την κρίση του δικαστηρίου περί μη απόδειξης ορισμένου ή ορισμένων στοιχείων του πραγματικού της εν λόγω διάταξης. Η ιστορική δηλαδή αιτία (ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού) συγκροτείται και εδώ από περιστατικά που ανήκουν στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, και συγκεκριμένα από όλα ή ορισμένα απ` αυτά, αναλόγως του τι έκρινε αναπόδεικτα το δικαστήριο. Η ιστορική αυτή αιτία στηρίζει το διατακτικό της απόφασης και καταλαμβάνεται, ως στοιχείο του δικανικού συλλογισμού από το δεδικασμένο. Κάθε αμφισβήτηση αυτής, κάθε δηλαδή ισχυρισμός ότι υπήρξαν τα ως αναπόδεικτα κριθέντα περιστατικά, είναι εντός των πλαισίων του ίδιου δικανικού συλλογισμού απαράδεκτος, και καθιστά απαράδεκτη τη νέα αγωγή για την ίδια έννομη σχέση (Δ. Κονδύλης, ό.π., παρ. 20 III, σελ. 241, Εφ.Αθ. 207/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω από 8-11-2018 (με αριθμό κατάθεσης ……./2008) ένδικη αγωγή της, κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, με το ν. 4238/2014 συστάθηκε το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ), που ανήκει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥΠΕ) της χώρας. Ότι οι ιατροί που εργάζονταν στον ΕΟΠΠΥ και πριν στο ΙΚΑ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως και η ίδια, μεταφέρθηκαν σε θέσεις που συστάθηκαν σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια (ΔΥΠΕ) και μισθοδοτούνται από τους φορείς αυτούς. Ότι, η ένταξη της ενάγουσας ολοκληρώθηκε με καθυστέρηση, αλλά εντός του έτους 2014, η καταβολή των νομίμων αποδοχών της, όμως, καθυστέρησε επί ένα έτος και χωρίς να υπάρξει ορθή εφαρμογή του νόμου και επομένως συμμόρφωση με το νόμο 3205/2003. Ότι, ειδικότερα δικαιούτο, µε βάση τις διατάξεις του ν. 3205/2003, στις οποίες παραπέµπει ο ν. 4238/2014, χωρίς τις αντισυνταγµατικές περικοπές που επιβλήθηκαν µε το ν. 4093/2012, ως Διευθύντρια, το ποσό των 2.054 ευρώ, ως βασικό µισθό, το ποσό των 291,46 ευρώ, ως επίδοµα νοσοκοµειακής απασχόλησης, το ποσό των 274,45 ευρώ, ως επίδοµα βιβλιοθήκης, το ποσό των 62,40 ευρώ, ως επίδοµα διευθυντή και το ποσό των 1.240,20 ευρώ, ως χρονοεπίδοµα και συνολικά το ποσό των 3.922,51 ευρώ. Ότι, της καταβαλλόταν το ποσό των 2.820,8 ευρώ µηνιαίως, καθώς αµειβόταν µε το βαθµό της Επιµελήτριας Α’, ώστε να της οφείλεται η διαφορά ποσού 1.101,71 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2015 έως 31-5-2019, οπότε πιθανολογείται ότι θα συζητηθεί η αγωγή. Ότι, επικουρικά, αν υπολογισθούν οι περικοπές του ν. 4093/2012, οι αποδοχές της θα έπρεπε να ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 3.345,60 ευρώ, αναλυόµενο σε ποσό 1.580 ευρώ, ως βασικό µισθό, ποσό 238 ευρώ, ως επίδοµα νοσοκοµειακής απασχόλησης, ποσό 225 ευρώ, ως επίδοµα βιβλιοθήκης, ποσό 62,40 ευρώ, ως επίδοµα διευθυντή και ποσό 1.240,20 ευρώ, ως χρονοεπίδοµα. Ότι, ενόψει του ότι της καταβαλλόταν το ποσό των 2.820,8 ευρώ, της οφείλεται η διαφορά, ύψους 524,8 ευρώ µηνιαίως για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστηµα. Ζητούσε δε ακολούθως, να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται ως µισθολογική διαφορά (για το διάστηµα από 1-1-2015 έως 31-5-2019) κατ΄ ορθό μαθηματικό υπολογισμό, το ποσό των 58.390,63 ευρώ, ήτοι 1.101,71 ευρώ χ 53 μήνες (και όχι 77 μήνες, που εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην αγωγή, με αποτέλεσμα το ποσό λανθασμένα να υπολογίζεται σε 84.831,67 ευρώ), µε το νόµιµο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, να αναγνωρισθεί ότι το χρονοεπίδοµα που της οφείλεται πρέπει να υπολογισθεί σύµφωνα µε τη ρητή διάταξη του νόµου επί του ποσού των 2.067 ευρώ, που αποτελεί το βασικό µισθό του δικαστικού λειτουργού (πρωτοδίκη). Άλλως, επικουρικά (ζητούσε η ενάγουσα), να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται, ως µισθολογική διαφορά για το ίδιο ανωτέρω διάστηµα (από 1-1-2015 έως 31-5-2019), κατ΄ ορθό μαθηματικό υπολογισμό, το ποσό των 27,814,4 ευρώ, ήτοι 524,8 ευρώ χ 53 μήνες (και όχι 77 μήνες, που εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην αγωγή, με αποτέλεσμα το αιτούμενο ποσό λανθασμένα να υπολογίζεται σε 40.409,60 ευρώ), µε το νόµιµο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και ότι το επίδοµα προϋπηρεσίας πρέπει να υπολογισθεί, σύµφωνα µε τη ρητή διάταξη του νόμου, επί του ποσού των 2.067 ευρώ, που αποτελεί το βασικό του δικαστικού λειτουργού (πρωτοδίκη).
Όπως προαναφέρθηκε, με την υπ΄αρ. 673/2020 οριστική απόφασή του. το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ερήμην του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος Ν.Π.Δ.Δ., έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω (από 8-11-2018) αγωγή της ενάγουσας και ως ουσιαστικά βάσιμη. Ακολούθως, το εναγόμενο άσκησε την κρινόμενη έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αρ. 491/2021 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία το τελευταίο, αφού έκρινε παραδεκτώς ασκηθείσα την έφεση, έκανε τυπικά και κατ΄ ουσία δεκτή αυτή (κατ΄ άρθρο 528 ΚΠολΔ) και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, κράτησε προς εκδίκαση την εν λόγω αγωγή και ανέστειλε, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, την έκδοση απόφασης επ΄ αυτής για τον προαναφερθέντα στην αρχή της παρούσας λόγο.
Από τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, αλλά και στην ως άνω αγωγή, την εκκαλουμένη απόφαση και την έφεση, προκύπτει ότι, η ενάγουσα πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, είχε ασκήσει, μεταξύ άλλων εναγόντων, την από 1-11-2017, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2017, αγωγή της, η οποία είχε την ίδια νομική και ιστορική βάση με την ένδικη, ήτοι ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να της καταβάλει για την άνω αιτία, σύμφωνα με την κύρια βάση της, ως µισθολογική διαφορά για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2015 έως 31-5-2018, ως χρόνο πιθανής συζήτησης της αγωγής, (δηλ. για διάστημα που περιλαμβάνεται και στην ένδικη αγωγή), το ποσό των 45.170,11 ευρώ (1.101,71 ευρώ μηνιαίως χ 41 μήνες), άλλως επικουρικά, το ποσό των 25.516,80 ευρώ (524,80 ευρώ χ 41 μήνες). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αρ. 4177/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, (όσον αφορά στο παρεπόμενο αγωγικό αίτημα τοκοφορίας, αυτό κρίθηκε νόμιμο από την επίδοση της αγωγής και μετά), στη συνέχεια, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως αναπόδεικτη όσον αφορά στην δέκατη ενάγουσα ………….. (ήδη ενάγουσα στην ένδικη αγωγή- εφεσίβλητη). Κι αυτό διότι, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογία της παραπάνω απόφασης, περί αυτής (ενάγουσας) δεν προσκομίζεται κανένα στοιχείο από τα διάδικα μέρη, έτσι ώστε ‘’να μην δύναται να αποδειχθεί ούτε η ιατρική της ιδιότητα ούτε η ουσιαστική βασιμότητα οποιουδήποτε αφορώντος στην ενάγουσα αυτήν αιτούμενου κονδυλίου…’’ ενώ την έκανε εν μέρει δεκτή την προαναφερθείσα αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη για τους λοιπούς ενάγοντες, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εν λόγω απόφαση.
Κατά της απόφασης αυτής (4177/2018), το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. (‘’Δ.Υ.ΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ‘’), άσκησε, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, την από 11-10-2018 έφεση (με Ε.Α.Κ. …../2019) καθώς και τους από 18-11-2021 (με Ε.Α.Κ. ………/2021) πρόσθετους λόγους, κατά των εναγόντων πλην της ενάγουσας, καθώς, ως προς αυτήν, είχε απορριφθεί η εναντίον του αγωγή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επί της ανωτέρω έφεσης και των πρόσθετων λόγων της, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 224/2021 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δεν αφορά στην ενάγουσα, αφού η τελευταία δεν είχε περιληφθεί στην έφεση.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, η παραπάνω από 1-11-2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα υπ΄αρ. 4177/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν απορρίφθηκε από την απόφαση αυτή για τυπικούς λόγους ως προς την ενάγουσα, ώστε αυτή να δύναται εντός εξαμήνου να την επανασκήσει, θεραπεύοντας την τυπική παράλειψη, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά ως αβάσιμη κατ΄ουσία κατά τα παραπάνω αναφερθέντα. Οπότε, αν ήθελε (η ενάγουσα) να ανατρέψει το αποτέλεσμά της, θα έπρεπε να ασκήσει έφεση κατ΄αυτής και όχι νέα αγωγή.
Εντούτοις, κατά της ως άνω οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (4177/2018), η οποία απέρριψε, την από 1-11-2017 αγωγή ως προς την ενάγουσα, δεν έχει ασκηθεί έφεση από την τελευταία, όπως συνάγεται από τα όσα η ίδια αναφέρει στις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, οπότε η ως άνω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη, δεδομένου ότι έχει παρέλθει, από την έκδοσή της, η διετής προθεσμία του αρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, για την άσκηση της έφεσης. Επομένως, η εν λόγω απόφαση παράγει αναμφισβήτητα δεδικασμένο ως προς την απορριφθείσα με αυτήν, ως αναπόδεικτη, προαναφερθείσα αξίωση της ενάγουσας, που αφορά στο διάστημα από 1-1-2015 έως 31-12-2017 και η οποία περιλαμβανόταν στην αρχική ανωτέρω αγωγή και εμπεριέχεται και στην ένδικη αγωγή, καθώς πρόκειται για τους ίδιους διαδίκους με την ίδια ιδιότητα, το ίδιο δικαίωμα και αντικείμενο της δίκης αλλά και την ίδια νομική και ιστορική αιτία, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης εκτείνεται και στο μεταγενέστερο, διάστημα (από 1-1-2018 έως 1-3-2019, καθώς η ένδικη αγωγή συζητήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 9-3-2019) για το οποίο αιτείται περαιτέρω η ενάγουσα τις προεκτεθείσες μισθολογικές διαφορές και το οποίο περιέχεται στην ένδικη αγωγή, επιπλέον του ως άνω ήδη κριθέντος. Κι αυτό διότι, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η αξίωση αυτή, τόσο ως προς την κύρια βάση της, όσο και για την επικουρική αλλά και για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, πηγάζει από το ίδιο δικαίωμα και δικαιολογητική έννομη σχέση, η οποία απορρίφθηκε ως αναπόδεικτη με την ως άνω παράγουσα δεδικασμένο απόφαση, και αποτελεί προϋπόθεση για την επιδίκασή της. Ειδικότερα, η ιδιότητα της ενάγουσας ως ιατρού και η συμβατική σχέση που τη συνδέει με το εναγόμενο, που κρίθηκαν αναπόδεικτα, αποτελούν προϋπόθεση για τη γέννηση της ένδικης αξίωσής της για την καταβολή μισθολογικών διαφορών για την προαναφερθείσα αιτία, δικαίωμα που απορρέει από την ανωτέρω σχέση της με το εναγόμενο, τόσο για το διάστημα, που κρίθηκε (και απορρίφθηκε κατ΄ουσία) με την ως άνω απόφαση, όσο και για το μεταγενέστερο που περιλαμβάνεται περαιτέρω στην ένδικη αγωγή, δεδομένου δε και του ότι δεν έχει επέλθει έκτοτε μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος. Συμπερασματικά, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, επί απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως αναπόδεικτη, όπως εν προκειμένω, το δεδικασμένο καλύπτει, επίσης, ενιαίως ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, η μείζων πρόταση του οποίου, αποτελείται και στην περίπτωση αυτή από την κριθείσα ως εφαρμοστέα νομική διάταξη, η δε ελάσσων από την κρίση του δικαστηρίου περί μη απόδειξης ορισμένου ή ορισμένων στοιχείων του πραγματικού της εν λόγω διάταξης. Κάθε ισχυρισμός ότι υπήρξαν τα ως αναπόδεικτα κριθέντα περιστατικά, είναι εντός των πλαισίων του ίδιου δικανικού συλλογισμού απαράδεκτος, και καθιστά απαράδεκτη τη νέα αγωγή για την ίδια έννομη σχέση.
Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ύπαρξης δεδικασμένου (πηγάζοντος από την υπ΄αρ. 4177/2018, ήδη τελεσίδικη, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, καθώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την από 2-7-2020 (με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …/2020) έφεση κατά της υπ΄αρ.673/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 8-1-2018 (με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …../2018) αγωγής.
Απορρίπτει αυτήν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 25 Ιανουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ