ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Στυλιανό Τσολάκο.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Κωτσιγιάννη και 2) ………….. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1327/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 21.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./2020) έφεσή του, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’αριθ. ………/28.5.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών ……….., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο εφεσίβλητο. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε στη σημερινή δικάσιμο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην και η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (595 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη, από 21.9.2020 (υπ’αριθ. κατάθ. …………./ 6.112020) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ενάγοντος κατά των εναγομένων και της υπ’αριθ. 1327/15·4·2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Οικογενειακών Διαφορών), ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β’εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την ως άνω ημερομηνία κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.ι,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι για το παραδεκτό της κατατέθηκε τα προσήκον υπ’αριθ. …………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε την από 12.7.2018 (υπ’αριθ. κατάθ. ……./2018) αρνητική αναγνωριστική αγωγή του, με την οποία εξιστορούσε τα ακόλουθα : Ότι είχε σαρκική συνάφεια με την πρώτη εναγομένη – πρώτη εκκαλούσα στη διάρκεια της διάστασης της τελευταίας από τον τότε σύζυγό της δεύτερο εναγόμενο – δεύτερο εφεσίβλητο. Ότι από τη σχέση του αυτή με την πρώτη εναγομένη -πρώτη εφεσίβλητη, στις 2.4.2008, γεννήθηκε η θυγατέρα τους ……….., πριν λυθεί αμετάκλητα ο γάμος της μητέρας της με τον τότε σύζυγό της, οπότε τεκμαίρεται ότι είναι θυγατέρα του. Ότι αυτός (ενάγων) και η πρώτη εφεσίβλητη, τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 22.8.2009, αλλά έχασαν την προθεσμία για την προσβολή της πατρότητας του δεύτερου εφεσίβλητου ως προς την άνω θυγατέρα τους, η οποία, έτσι, δεν καταχωρήθηκε ποτέ ως βιολογικό τέκνο του ενάγοντος – εκκαλούντος, αλλά του δεύτερου εναγομένου – εφεσίβλητου. Με βάση τα ανωτέρω και επικαλούμενος το έννομο συμφέρον του να αποκαταστήσει την οικογενειακή τάξη ως βιολογικός πατέρας της ως άνω θυγατέρας του, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου της τελευταίας και του δευτέρου εναγομένου – εφεσίβλητου, ο οποίος δεν είναι πατέρας της, καθώς και να αναγνωριστεί ότι βιολογικός πατέρας της ανήλικης είναι ο ίδιος.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως προς αμφότερα τα αιτήματα και δη το αίτημα περί αναγνώρισης της μη ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου μεταξύ του δεύτερου εναγομένου και της ανήλικης ως απαράδεκτο, διότι η αγωγή δεν στρέφεται και κατά της ανήλικης όπως έπρεπε λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας που συνδέει τα παθητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 609 παρ. 3 γ ΚΠολΔ αλλά και λόγω της απώλειας της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 1470 ΑΚ, ήτοι των δύο ετών μετά τον τοκετό και του εντεύθεν αποκλεισμού της δυνατότητας άσκησης της διαπλαστικής αγωγής προσβολής της πατρότητας που οδηγεί στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος να ζητήσει την αναγνώριση της ανυπαρξίας πατρότητας του δεύτερου εναγομένου, καθώς το τεκμήριο πατρότητας λόγω του γάμου των εναγόμενων δεν μπορεί πλέον να ανατραπεί. Ως προς δε το αίτημα αναγνώρισης της βιολογικής πατρότητας του ενάγοντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή το μεν ως προς το δεύτερο εναγόμενο ως ανομιμοποίητη παθητικά κατ’άρθρ. 1480 γ ΑΚ, ως προς δε την πρώτη εναγομένη, ως ανομιμοποίητη ενεργητικά και παθητικά, καθόσον δεν προηγήθηκε επιχείρηση εκούσιας αναγνώρισης εκ μέρους του η οποία αποκρούστηκε λόγω άρνησης της μητέρας – πρώτης εναγομένης, κατ’άρθρ. 1479 παρ. ι β σε συνδυασμό με 1475 ΑΚ και σε κάθε περίπτωση, ως μη νόμιμη, καθόσον η ανήλικη γεννήθηκε εντός γάμου και καλύπτεται από το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1465 ΑΚ, σε περίπτωση ανατροπής του οποίου και μόνο, το τέκνο χάνει την ιδιότητα αυτή αναδρομικά
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με το μοναδικό λόγο της έφεσής του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρου 70 ΚΠολΔ αλλά και των άρθρων 2,5,21 Σ) και δη λόγω του ότι, η αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας σχέσης γονέως και τέκνου αποτελεί έννομη σχέση η οποία δύναται ν’αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής του άρθρου 70 ΚΠολΔ, χωρίς ν’απαιτείται προηγουμένως ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας και ως εκ του γεγονότος ότι ο εκκαλών έχει πρόδηλο έννομο συμφέρον ν’ αναγνωριστεί η ανήλικη ως βιολογικό τέκνο του.
Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι : Από την παραδεκτή επισκόπηση της εκκαλουμένης, προκύπτει ότι περιλαμβάνει αναφορά στη διαπλαστική (και όχι αναγνωριστική) φύση της αγωγής προσβολής πατρότητας, υπό την έννοια ότι η αναγνώριση ανυπαρξίας έννομης σχέσης μεταξύ πατέρα και τέκνου, δεν είναι δυνατή προτού ανατραπεί το τεκμήριο της πατρότητας (ΑΚ 1467) με αγωγή προσβολής της πατρότητας, με την οποία επιδιώκεται να κηρυχθεί ότι δεν ανταποκρίνονται στη βιολογική αλήθεια τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ, Η σχετική απόφαση δεν είναι αυτή που θα δημιουργήσει την κατάσταση της γνησιότητας ή της μη γνησιότητας του τέκνου σε σχέση με το σύζυγο της μητέρας, αλλά θα διαγνώσει και αναμφισβήτητα θα βεβαιώσει το αντίστοιχο βιολογικό γεγονός, Μπαλής, Οικογενειακόν Δίκαιον, εκδ. 2η , παρ. 129/2, σελ. 270). Το ίδιο ισχύει ακόμη και εάν η αγωγή χαρακτηριστεί αναγνωριστική από τον ενάγοντα, είτε ζητεί να αναγνωριστεί ή να κηρυχθεί η ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο, είτε να αναγνωριστεί ή να κηρυχθεί η ανυπαρξία των προϋποθέσεων των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ και εντεύθεν ότι το τέκνο δεν έχει την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο, (Μπαλής, ο.π., παρ. 31» σελ. 50 επ.). Πάντως, πρέπει να προηγηθεί της αναγνώρισης η προσβολή της πατρότητας κατ’ άρθρ. 1467 ΑΚ και η σχετική δικαστική απόφαση να γίνει αμετάκλητη, οπότε το τέκνο χάνει την ιδιότητα του τέκνου γεννημένου σε γάμο αναδρομικά από τη γέννησή του (ΑΚ 1472), (ΟλΑΠ 9/2009, ΑΠ 1475/2021 ΕφΑθ 5321/2007, ΝΟΜΟΣ). Η απόφαση δε αυτή, στην περίπτωση που η αγωγή έχει ασκηθεί από τον άνδρα που η μητέρα είχε σαρκική συνάφεια, συνιστά ταυτόχρονα και δικαστική αναγνώριση του τέκνου από τον τελευταίο. Πριν από την αμετάκλητη ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο, το τέκνο δεν μπορεί να αναγνωρισθεί εκουσίως ή δικαστικώς, η παρά ταύτα δε εκούσια αναγνώρισή του ουδεμία επάγεται έννομη συνέπεια και δεν δημιουργεί δεσμούς συγγένειας μεταξύ του τέκνου και του φυσικού πατέρα, η οποία ως ενδιαφέρουσα άμεσα τη δημόσια τάξη, διαφεύγει της εξουσίας ελεύθερης διαθέσεως (ΑΠ 9/2009, ό.π., ΑΠ 2033/2014, ΝΟΜΟΣ). Αρα, δεν μπορούν να δημιουργηθούν νομικοί δεσμοί πατρότητας του τέκνου με τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα είχε σαρκική συνάφεια, πριν την ανατροπή του τεκμηρίου της πατρότητας. Όταν όμως έχει παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 1470 παρ. 5 ΑΚ για την άσκηση της αγωγής του άρθρου 1467 ΑΚ, ήτοι δύο χρόνια από τον τοκετό, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ελλείπει το έννομο συμφέρον της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής εφόσον δεν μπορεί πλέον να ανατραπεί το τεκμήριο πατρότητας, χωρίς αυτό να προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2, 5 και 21 Σ, όπως παραπονείται ο εκκαλών, δοθέντων ότι α) ο νόμος δίνει το δικαίωμα προσβολής της πατρότητας και από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα εντός του γάμου της με άλλο σύζυγο, β) δίδεται και αποσβεστική προθεσμία 2 ετών (1470 περ. 5 ΑΚ) εν όψει της σπουδαιότητας και της Βαρύτητας της τακτοποίησης της οικογενειακής τάξης, ώστε να μη διατηρείται εκκρεμότητα και αβεβαιότητα.
Εξάλλου, η αγωγή προσβολής της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο, όταν ασκείται από τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα είχε σαρκική συνάφεια κατά την περίοδο διάστασης με το σύζυγό της, απευθύνεται κατα της μητέρας, του συζύγου της κατά τη σύλληψη και κατά του τέκνου, εκπροσωπούμενου από ειδικό επίτροπο. Και τούτο παρά το γεγονός ότι κατά το άρθρο 609 παρ. 3 Υ ΚΠολΔ, η αγωγή για την προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο, απευθύνεται, αν ασκείται από τη μητέρα, κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του συζύγου – τεκμαιρόμενου πατέρα, χωρίς δηλαδή να υπάρχει η σχετική αναφορά στην παθητική νομιμοποίηση στο ανωτέρω άρθρο. Ο νομοθέτης του Ν. 2521/1997» που προσέθεσε στους ενάγοντες στη σχετική δίκη και τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα ευρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, παρέλειψε να κάνει την αντίστοιχη προσθήκη για την παθητική νομιμοποίηση στο άρθρο 609 παρ. 1 ΚΠολΔ ερμηνευτικά όμως συνάγεται ότι, όταν ο ενάγων είναι το ανωτέρω πρόσωπο, εναγόμενοι θα πρέπει να είναι οι δύο σύζυγοι και το τέκνο (βλ. Πουρνάρα σε ΣΕΑΚ, σελ. 775 και Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος II, έκδ. 1998, σελ. 22, ΜΠρΛαμ 153/2018, ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση που η αγωγή δεν στρέφεται κατά των παραπάνω προσώπων, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας (76 παρ. 1 ΚΠολΔ) που τα συνδέει, καθόσον η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή που ζητείται να γίνει δεκτή δεν στρέφεται και κατά της ανήλικης ……….., πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Εν όψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την αγωγή, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία παραδεκτά (ΚΠολΔ 534) συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, αφού οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του πρώτου εφεσιβλήτου. Δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται λόγω έλλειψης σχετικού αιτήματος εκ μέρους της παρασταθείσας πρώτης εφεσίβλητης και της ερημοδικίας του δεύτερου εφεσίβλητου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του 1ου εφεσιβλήτου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την από 21.9.2020 (υπ’αριθ. κατάθ. …………/ 6.112020) έφεση κατά της υπ’αριθ. 1327/15-4-2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Οικογενειακών Διαφορών).
Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του 1ου εφεσιβλήτου στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150 €)
Απορρίπτει την έφεση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ