Αριθμός 2265/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε” και τον διακριτικό τίτλο “ΔΕΗ ΑΕ”, ή “ΔΕΗ” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, στα δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες σχέσεις της οποίας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ) κατ’ άρθρο 123 παρ. 3 του Ν. 4001/2011 και συνεχίζουσατη δίκη επ’ ονόματι αυτής (ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Χρυσώτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Μ. του Π., κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Θεοδώρα Χατζηπαντελίδου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 28 Σεπτεμβρίου 2005 κύρια αγωγή της πρώτου αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ως και την από 4 Νοεμβρίου 2005 παρεμπίπτουσα της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκαν στο αυτό ως άνω Δικαστήριο και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 26741/2007 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1215/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κράνης, ανέγνωσε την από 25 Ιανουαρίου 2011 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στη σύνθεση, λόγω συνταξιοδοτήσεως, Αρεοπαγίτη Δημητρίου Τίγγα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 1215/2009 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε από ουσιαστικής πλευράς τόσο την από 11.9.2007 έφεση της αναιρεσείουσας όσο και την από 5.9.2009 έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.” κατά της υπ’ αριθ. 26741/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η από 28.9.2005 αγωγή του αναιρεσιβλήτου και υποχρεώθηκαν εις ολόκληρο η αναιρεσείουσα και η ως άνω εταιρεία (πρώτη και δεύτερη αντίστοιχα των εναγομένων) να του καταβάλουν νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 9.381,22 ευρώ, ως αποζημίωση για την υλική ζημία και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη από τον τραυματισμό του συνεπεία της κακής εκτέλεσης από το προσωπικό της “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.” (δεύτερης εναγομένης) του έργου που της είχε αναθέσει με σχέση πρόστησης η αναιρεσείουσα, καθολική διάδοχος της οποίας, που συνεχίζει αυτοδικαίως στη θέση της την εκκρεμή δίκη, είναι στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης κατά το άρθρ. 123§§3 και 4 του ν. 4001/2011 η εταιρεία με την επωνυμία “Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) Α.Ε.”. Με την ίδια πρωτόδικη απόφαση έγινε αντίστοιχα δεκτή και η από 3.11.2005 παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας κατά της “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.” και υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει νομιμοτόκως στην αναιρεσείουσα, με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση έργου, κάθε ποσό που τυχόν θα καταβάλει η αναιρεσείουσα στον αναιρεσίβλητο σε συμμόρφωση με την πρωτόδικη απόφαση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). 2. Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης εφετειακής απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, διαβεβαιώνοντας ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: “Δυνάμει της υπ’ αριθ. 2192117 από 7.4.1999 συμβάσεως έργου, που υπογράφηκε μεταξύ των εναγόμενων εταιρειών, δηλαδή της ΔΕΗ Α.Ε. (πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας) και της “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.” (δεύτερης εναγομένης), η πρώτη ανέθεσε στην δεύτερη (εργολάβο) την εκτέλεση του έργου “δίκτυο περιοχών της κεντρικής και ανατολικής Θεσσαλονίκης”, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της (η εργοδότρια ΔΕΗ) τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως αυτού, με παροχή δεσμευτικών για την εργολάβο εταιρεία εντολών και οδηγιών (βλ. τους ειδικούς όρους της συμβάσεως και την ένορκη κατάθεση του Γ. Φ. … στα υπ’ αριθ. 10914/2005 πρακτικά συνεδρίασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης). Μεταξύ των οδών, όπου η δεύτερη εναγομένη επρόκειτο να προβεί σε εργασίες εγκαταστάσεως υπογείων καλωδίων της ΔΕΗ, στον δυτικό τομέα της Θεσσαλονίκης, ήταν και η οδός Ελπίδος του Δήμου Πολίχνης. Κατά την διαδικασία διανοίξεως ορύγματος επί του πεζοδρομίου της ως άνω οδού, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού …, η ως άνω εργολάβος, λόγω του εμποδίου που παρεμβαλλόταν στη διαδρομή του ορύγματος, δηλαδή μιας οικίας, εκτεινόμενης έως το οδόστρωμα, αναγκάστηκε, για την παράκαμψη του εμποδίου, να κατέλθει του πεζοδρομίου και να σκάψει παράλληλα με αυτό, σε μήκος 16 περίπου μέτρων και σε πλάτος 0,80 cm περίπου από αυτό, ακολούθως δε με νέα παράκαμψη επανέφερε την διαδρομή – τομή του ορύγματος και πάλι επί του πεζοδρομίου, με βάση το… κατασκευαστικό σχέδιο της ΔΕΗ που δόθηκε σ’ αυτήν. Το έργο στο ως άνω οδικό τμήμα ολοκληρώθηκε στις 21.9.2001. Κατά το στάδιο της αποπερατώσεως των εργασιών στο τμήμα αυτό η δεύτερη εναγομένη δεν φρόντισε να καλύψει με επιμέλεια και ολοσχερώς το όρυγμα που άνοιξε, πληρώνοντάς το με οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως έπρεπε και είχε υποχρέωση, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας και του γεγονότος ότι ο δρόμος είναι πολυσύχναστος, τα υλικά που τοποθέτησε για την πλήρωση του ανοίγματος (αμμοχάλικο 3Α) να κατακαθίσουν, καθιστώντας το οδόστρωμα ιδιαίτερα επικίνδυνο για τα διερχόμενα οχήματα, πολύ δε περισσότερο αφού η δεύτερη εναγομένη, αποχωρώντας από το έργο, δεν τοποθέτησε προειδοποιητικές πινακίδες για την ανωμαλία που η εκ μέρους της εκσκαφή δημιούργησε στο οδόστρωμα, όπως έχει υποχρέωση εκ του νόμου κάθε εργολάβος στις περιπτώσεις αυτές, ούτε και έλαβε οποιοδήποτε άλλο ενδεδειγμένο μέτρο προστασίας και σημάνσεως της οδού προς αποφυγή προκλήσεως ατυχήματος, δοθέντος μάλιστα ότι ο συγκεκριμένος δρόμος είχε πολλές λακκούβες και καμπυλώσεις εξαιτίας προγενέστρων έργων διαφόρων υπηρεσιών. Μάλιστα εξ αιτίας αυτού ο Δήμος Πολίχνης δεν χορήγησε άδεια στη ΔΕΗ για την εκτέλεση του συγκεκριμένου νέου έργου της, διότι προηγουμένως αυτή δεν αποκατέστησε και δεν παρέδωσε έτοιμο το προηγούμενο έργο της, ενώ δυνάμει του προσκομιζόμενου νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο) υπ’ αριθ. πρωτ. 18897/19.9.2001 εγγράφου του ο ως άνω Δήμος ζήτησε από τη ΔΕΗ…, δύο ημέρες πριν από το ατύχημα, να προβεί στην άμεση αποκατάσταση του οδοστρώματος επί των οδών Ελπίδος – Φιντίου, καθώς και στη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ασφαλή διακίνηση των πεζών και των οχημάτων, εφιστώντας της την προσοχή ότι η οδός Ελπίδος παρουσιάζει μεγάλο κυκλοφοριακό φόρτο. Από την ανάγνωση και μόνο του εγγράφου αυτού είναι προφανές ότι αναφέρεται και η οδός Φιντίου και συνεπώς ο ισχυρισμός της ΔΕΗ ότι αφορά μόνο τη συγκεκριμένη γωνία των ως άνω οδών και όχι και τη θέση όπου επήλθε το ένδικο ατύχημα, όπου η παρακείμενη κάθετη οδός λέγεται Φειδίου, κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος. Άλλωστε και οι ίδιες οι εναγόμενες ομολογούν, αλλά και προέκυψε από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ότι οι εργασίες των εναγομένων γίνονταν κατά μήκος και σε αρκετή απόσταση επί της οδού Ελπίδος και όχι μόνο στην διασταύρωση της οδού αυτής με την οδό Φιντίου και επομένως ο Δήμος παραπονιόταν για το σύνολο του έργου και όχι μόνο για την συγκεκριμένη διασταύρωση. Εξάλλου… δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενες απάντησαν εγγράφως στην διαμαρτυρία αυτή του Δήμου Πολίχνης, πολύ δε περισσότερο, θα έπρεπε να το κάνουν, εάν είχαν συμμορφωθεί με τις αιτιάσεις του Δήμου, όπως ισχυρίζονται, κάτι που επίσης ισχύει, εάν οι κακοτεχνίες αυτές, που αναφέρει ο Δήμος, δεν οφείλονταν στις εργασίες του επίδικου έργου, αλλά σε κακοτεχνίες άλλων συνεργείων που εργάστηκαν παλαιότερα στους δρόμους αυτούς, όπως ισχυρίζονται. Όπως δε κατέθεσε στο ποινικό δικαστήριο ο τότε δήμαρχος Πολίχνης Θ. Π. , κατά το χρονικό διάστημα που έγινε το ένδικο ατύχημα εκτελούνταν έργα της ΔΕΗ μόνο στην οδό Ελπίδος, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε από τους Α. Φ. [μηχανολόγο – μηχανικό της ΔΕΗ και επιφορτισμένο με την επίβλεψη του έργου] και Κ. Π. [υπεύθυνο μηχανικό της εταιρείας ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.], κατά την απολογία τους ως κατηγορούμενων για σωματική βλάβη από αμέλεια σε βάρος του ενάγοντος από υπόχρεο, αλλά ούτε και από τους μάρτυρές τους που εξετάσθηκαν στο ποινικό δικαστήριο… Η ως άνω διαμαρτυρία του Δήμου Πολίχνης… αποδεικνύει ότι ανεξαρτήτως του ότι δεν έγιναν άλλα τροχαία ατυχήματα στον ως άνω τόπο εξ αιτίας των κακοτεχνιών αυτών του δρόμου, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, υπήρχε, ωστόσο, κίνδυνος τέτοιων ατυχημάτων από τις κακοτεχνίες αυτές, διότι ο δρόμος είχε σκαφθεί και υπήρχε λακκούβα, η οποία ήταν καλυμμένη πρόχειρα και όχι όπως έπρεπε…, ενώ δεν υπήρχε καμία προειδοποιητική πινακίδα για τον κίνδυνο αυτόν… Από τα ως άνω καθίσταται σαφές ότι η εργολάβος εταιρεία, κατά την εκτέλεση του έργου, ενεργώντας με τον παραπάνω τρόπο, δημιούργησε μία ζημιογόνα κατάσταση και είχε υποχρέωση να μην παραλείψει να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις, αλλά και από το νόμο, μέτρο για την προστασία των τρίτων, πεζών και εποχουμένων, από την επέλευση σ’ αυτούς οποιασδήποτε ζημίας, δεδομένου, μάλιστα, ότι η 21.9.2001, οπότε και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της στην συγκεκριμένη θέση, ήταν ημέρα Παρασκευή και επέκειτο το Σαββατοκύριακο. Θα έπρεπε δε ν’ αποκαταστήσει πλήρως και ολοσχερώς το τμήμα της οδού που διανοίχθηκε, με σκυρόδεμα ταχείας πήξεως, πράγμα που το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες και όχι με υλικά (όπως αμμοχάλικο 3Α), που παρασύρονται εύκολα και κατακάθονται κατά τη διέλευση των οχημάτων, ενώ επίσης θα έπρεπε να τοποθετήσει πινακίδες σημάνσεως του κινδύνου επί της οδού, επισημαίνοντας τα όρια του εκτελεσμένου έργου, ώστε να εφιστά την προσοχή των οδηγών στη συγκεκριμένη θέση. Συνεπεία της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς της δεύτερης εναγομένης εργολάβου, ο ενάγων, την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 22.9.2001 και περί ώρα 03.30, οδηγώντας το υπ’ αριθ. … δίκυκλο μοτοποδήλατο (βέσπα), ιδιοκτησίας του αδελφού του και κινούμενος επί της οδού Ελπίδος με κατεύθυνση προς την Πολίχνη, στο άκρο δεξιό του ρεύματος, με ταχύτητα που δεν πρέπει να ξεπερνούσε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χιλιομέτρων ωριαίως, ως εκ του αποτελέσματος του ατυχήματος, αφού αν ήταν μεγαλύτερη κατά πολύ, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ δυσμενέστερο έως μοιραίο για τον ενάγοντα, μόλις έφθασε στο ύψος του οικοδομικού αριθμού … του ρεύματος πορείας του (ο αριθμός 80 είναι στο ίδιος ύψος της οδού, αλλά από την αντίθετη πλευρά αυτής), ο εμπρόσθιος τροχός της βέσπας έπεσε εντός του ορύγματος, που είχε ανοίξει η προστηθείσα από την πρώτη εναγομένη εργολάβος εταιρεία, σφηνώθηκε στο όρυγμα αυτό και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει, με αποτέλεσμα τόσο η βέσπα όσο και ο ενάγων να πέσουν επί του οδοστρώματος και αφ’ ενός μεν η βέσπα του αδελφού του να καταστραφεί ολοσχερώς, ο δε ενάγων να τραυματισθεί. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται, όταν ένα όχημα και δη βέσπα πέσει σε λακκούβα βάθους τουλάχιστον 0,30 cm, όπως ήταν περίπου η συγκεκριμένη λακκούβα, και όχι εξ αιτίας καμπυλωμάτων ή κακοτεχνιών του δρόμου μόνον, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες και αναγράφεται και στην έκθεση αυτοψίας της τροχαίας, διότι η τελευταία εξέλαβε την λακκούβα, που απεικονίζεται όμως στο σχεδιάγραμμά της, ως χαραγή μήκους 10 μέτρων του δρόμου…, η δε λακκούβα δεν είναι απλώς μια κακοτεχνία, αλλά καταστροφή και αχρήστευση του οδοστρώματος… και αποτελεί κίνδυνο και για τον πλέον συνετό οδηγό, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν προειδοποιητικές πινακίδες του κινδύνου και είναι νύχτα… Επομένως, η επέλευση του ατυχήματος, που είχε ως επακόλουθο τον τραυματισμό του ενάγοντος και την ολοσχερή καταστροφή της βέσπας του αδελφού του, οφείλεται μόνο στην αμέλεια της δεύτερης εναγομένης, προστηθείσης εργολάβου εταιρείας, η οποία παρέλειψε παρανόμως να λάβει τα αναγκαία μέτρα προστασίας των τρίτων, καίτοι ως εκ της εργασίας της ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η παράλειψη της αυτή ήταν ικανή να επιφέρει επιζήμια αποτελέσματα… Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι για την επέλευση του ατυχήματος ευθύνονται άλλοι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, όπως είναι η Ε.Υ.Α.Θ., εξ αιτίας προγενέστερων κακοτεχνιών που δημιούργησαν στο οδόστρωμα της οδού Ελπίδος κατά την εκτέλεση των έργων τους, ο οποίος συνιστά άρνηση της ένδικης αγωγής, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, έπεσε εντός του ορύγματος που ανοίχθηκε για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου της Δ.Ε.Η…, ενώ και με την υπ’ αριθ. 10914/2005 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκαν τελικά σε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, για την εξ αμελείας σωματική βλάβη του ενάγοντος από υπόχρεο, ο Α. Φ. και Κ. Π. … Εξ άλλου το γεγονός ότι το σημείο της πτώσης του ενάγοντος αποτυπώνεται στο… πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας σε απόσταση περίπου 3,5 μέτρων από το πεζοδρόμιο, δεν αναιρεί τα παραπάνω, αφού είναι χαρακτηριστικό ότι το σημείο ανατροπής της μοτοσικλέτας τοποθετείται στην έναρξη του ορύγματος των εναγομένων, η ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητείται από κανέναν στο σημείο εκείνο και το οποίο σημειώνεται στο σχεδιάγραμμα ως “χαραγή μήκους 10 μέτρων”. Ούτε επίσης το γεγονός ότι ο ενάγων δήλωσε προς τον συντάξαντα την από 22.9.2001 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος ότι το όχημά του ανατράπηκε λόγω των καμπυλοτήτων του οδοστρώματος αναιρεί τα παραπάνω, αφού πράγματι η ανατροπή οφείλεται σε ανωμαλία του οδοστρώματος, η οποία δεν ήταν αναμενόμενο να την περιγράψει με ακριβείς εκφράσεις ο ενάγων, αμέσως μετά το ατύχημα και ενώ ήταν σοκαρισμένος και τραυματισμένος. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι αυτός οδηγούσε υπό το καθεστώς κοπώσεως και με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα, ώστε να μη δυνηθεί προ του κινδύνου που του παρουσιάστηκε, να προβεί σε οποιοδήποτε αποφευκτικό ελιγμό. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός καίτοι οδηγούσε με σύνεση και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, στο άκρο δεξιό του ρεύματος πορείας του, με χαμηλή ταχύτητα, ως μέσος συνετός οδηγός, εν τούτοις, εξ αιτίας των συνθηκών επαρκούς (και όχι πλήρους) τεχνητού φωτισμού του οδοστρώματος και της απουσίας κάθε είδους προειδοποιητικής ενδείξεως του συγκεκριμένου έργου…, δεν κατέστη δυνατόν ν’ αντιληφθεί νωρίτερα την ύπαρξη του ορύγματος, παρά μόνο σε απόσταση περίπου 6-7 μέτρων πριν από αυτό, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας της μεγάλης κατωφέρειας του οδοστρώματος…, καθώς και της ιδιαιτερότητας του οχήματος (βέσπας) που οδηγούσε, η οποία έχει μικρά ελαστικά, που δεν επιτρέπουν στον οδηγό της να προβεί άμεσα, εύκολα και με ασφάλεια σε αποφευκτικούς ελιγμούς, να μη δυνηθεί να αποφύγει την πτώση του εντός του ορύγματος. Άλλωστε η παράλειψη σημάνσεως του έργου είχε ως αποτέλεσμα αυτός να μην αντιληφθεί εγκαίρως ούτε το βάθος του ορύγματος, υπολαμβάνοντας πεπλανημένα ότι θα μπορούσε εν τέλει να περάσει πάνω από αυτό… Ο ενάγων συνεπεία της πτώσης του υπέστη κάταγμα δεξιάς κλείδας… Κατά το χρόνο του ατυχήματος διατηρούσε στην περιοχή της Νέας Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης ατομική επιχείρηση οικοδομικών εργασιών κάθε φύσης… Εξ αιτίας του κατάγματος που υπέστη… υποχρεώθηκε να απέχει πλήρως από κάθε είδους εργασία για χρονικό διάστημα αρχικά τριών μηνών και ακολούθως άλλων τριών μηνών… Εάν εργαζόταν κατά το εξάμηνο αυτό, θα κέρδιζε από την εργασία του το καθαρό ποσό των 396,87 ευρώ μηνιαίως και για έξι μήνες το συνολικό ποσό των 2.381,22 ευρώ…, το οποίο πρέπει να του επιδικασθεί…, ενώ υπέστη και ηθική βλάβη και δικαιούται ανάλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, το ύψος της οποίας… πρέπει να ανέλθει στο εύλογο ποσό των 7.040 ευρώ, από το οποίο, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 40 ευρώ, που ζήτησε από το ποινικό δικαστήριο…, πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 7.000 ευρώ… Περαιτέρω από την από 7.4.1999 σύμβαση έργου μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ΔΕΗ και της παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρείας “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.”…, αποδεικνύεται ότι η εταιρεία αυτή ανέλαβε ως εργολάβος της υποχρέωση να λάβει κάθε προστατευτικό μέτρο, ώστε κατά την εκτέλεση του ως άνω έργου της ΔΕΗ να μην προξενηθεί καμία βλάβη σε τρίτο, χωρίς να μειώνεται η ευθύνη της από το γεγονός ότι την εν γένει επίβλεψη του έργου διατήρησε η ΔΕΗ, ενώ σε περίπτωση που οποιοσδήποτε τρίτος εγείρει εναντίον της ΔΕΗ αγωγή για καταβολή αποζημιώσεως από αιτία που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το εκτελούμενο έργο, συμφωνήθηκε ότι η εναγόμενη ως άνω εργολάβος εταιρεία υποχρεούται να καταβάλλει στην εργοδότρια ΔΕΗ κάθε ποσό που τυχόν θα υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον τρίτο ζημιωθέντα”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε απορριπτέα στην ουσία την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση συνυπαιτιότητας του αναιρεσιβλήτου για τον τραυματισμό του, έκρινε ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη την κύρια αγωγή του για το ποσό των 9.381,22 ευρώ και αντίστοιχα ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και την παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας και απέρριψε τις εφέσεις τόσο της ίδιας όσο και της συνεναγόμενης μ’ αυτή εταιρείας με την επωνυμία “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Α.Ε.” κατά της πρωτόδικης απόφασης, που έκρινε με τον ίδιο τρόπο. Σύμφωνα με τις παραδοχές του Εφετείου η ανατροπή της βέσπας, που οδηγούσε τις πρωϊνές ώρες της 22.9.2001 ο αναιρεσίβλητος στην οδό Ελπίδος του Δήμου Πολίχνης Θεσσαλονίκης και η οποία είχε ως συνέπεια την πτώση του και τον τραυματισμό του, οφείλεται στη λακκούβα, βάθους 0,30 cm, που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της κακότεχνης, από αμέλεια της δεύτερης εναγομένης, κάλυψης, μόνο με αμμοχάλικο 3Α, του ορύγματος, που το συνεργείο της είχε κατά την εκτέλεση έργου για λογαριασμό της αναιρεσείουσας δημιουργήσει τις αμέσως προηγούμενες ημέρες στο οδόστρωμα της ως άνω οδού, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού … και σε πλάτος 0,80 cm από το πεζοδρόμιο και προς το μέσον της οδού, στην οποία ο αναιρεσίβλητος εκινείτο με κατεύθυνση προς την Πολίχνη και στο άκρο δεξιό του ρεύματος πορείας του. Οι παραδοχές αυτές του Εφετείου αποκλίνουν από όσα σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος έχουν αποτυπωθεί στο από 22.9.2001 πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Ανθυπαστυνόμου Σ. Π. , σύμφωνα με το οποίο το πιθανό σημείο ανατροπής της οδηγούμενης στις 22.9.2001 από τον αναιρεσίβλητο βέσπας τοποθετείται στο μέσον της οδού Ελπίδος, που έχει συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7 m, και από το σημείο αυτό, με κατεύθυνση λοξή προς το αντίθετο του ρεύματος πορείας της βέσπας πεζοδρόμιο της αυτής οδού, εμφανίζεται στο σχεδιάγραμμα χαραγή μήκους 10 m επί του οδοστρώματος, οπότε, κατά την αναιρεσείουσα, δεν μπορεί η ανατροπή της βέσπας να οφείλεται στο έργο που είχε για λογαριασμό της ολοκληρώσει από τις 19.9.2001 στην ίδια οδό η δεύτερη εναγομένη, αφού η εκσκαφή για το έργο αυτό είχε με άδεια του Δήμου Πολίχνης γίνει στο πεζοδρόμιο της ως άνω οδού και μόνο σε μικρό τμήμα της είχε η εκσκαφή επεκταθεί και στο οδόστρωμα της οδού, σε πλάτος 0,50 cm από το δεξιό σε σχέση με την πορεία της βέσπας πεζοδρόμιο προς το μέσον της οδού. Το Εφετείο, αξιολογώντας το ως άνω πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που συνοδεύει την ταυτόχρονη για το ατύχημα έκθεση αυτοψίας του αυτού Ανθυπαστυνόμου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι το αποτέλεσμα αυτό, δηλαδή της ανατροπής της βέσπας, επέρχεται, “όταν ένα όχημα πέσει σε λακκούβα βάθους τουλάχιστον 0,30 cm, όπως περίπου ήταν η συγκεκριμένη λακκούβα, και όχι εξ αιτίας καμπυλωμάτων ή κακοτεχνιών του δρόμου μόνον, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες και αναγράφεται και στην έκθεση αυτοψίας της τροχαίας, διότι η τελευταία εξέλαβε την λακκούβα, που απεικονίζεται όμως στο σχεδιάγραμμά της, ως χαραγή μήκους 10 μέτρων του δρόμου…, το γεγονός δε ότι το σημείο της πτώσης του ενάγοντος αποτυπώνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας σε απόσταση περίπου 3,5 μέτρων από το πεζοδρόμιο, δεν αναιρεί τα παραπάνω (δηλαδή ότι η οδηγούμενη από αυτόν βέσπα έπεσε στη λακκούβα του ορύγματος που είχε ανοίξει η δεύτερη εναγομένη στην οδό Ελπίδος), αφού είναι χαρακτηριστικό ότι το σημείο ανατροπής της μοτοσικλέτας (βέσπας) τοποθετείται στην έναρξη του ορύγματος των εναγομένων, η ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητείται από κανέναν στο σημείο εκείνο και το οποίο σημειώνεται στο σχεδιάγραμμα ως χαραγή μήκους 10 μέτρων”. Έτσι, όμως, το Εφετείο ενώ σαφώς δέχεται με την απόφασή του ότι η ανατροπή της οδηγούμενης από τον αναιρεσίβλητο βέσπας έγινε στο χώρο του ως άνω ορύγματος, που σημαίνει σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 0,80 cm από το πεζοδρόμιο της οδού Ελπίδος με κατεύθυνση προς την Πολίχνη Θεσσαλονίκης, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του το πλάτος αυτό είχε το όρυγμα που δημιούργησε η δεύτερη εναγομένη στο οδόστρωμα της οδού Ελπίδος, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού …, εν τούτοις, κατά τρόπο αντιφατικό, το Εφετείο δέχεται, επίσης, με την απόφασή του ότι η ανατροπή της βέσπας έγινε σε κάθε περίπτωση στην αρχή του ως άνω ορύγματος, την οποία (αρχή), σε συμφωνία με το σχεδιάγραμμα της τροχαίας, την τοποθετεί στο μέσον πλέον της οδού Ελπίδος, δηλαδή σε απόσταση 3,50 m και όχι 0,80 cm από το αντίστοιχο πεζοδρόμιο, θεωρώντας, μάλιστα, ότι η αναφερόμενη στο σχεδιάγραμμα της τροχαίας ως χαραγή μήκους 10 μέτρων επί του οδοστρώματος της οδού Ελπίδος είναι στην πραγματικότητα το όρυγμα που δημιουργήθηκε στην οδό αυτή από τη δεύτερη εναγομένη και το οποίο εσφαλμένα, κατά το Εφετείο, αποτυπώθηκε ως χαραγή στο σχεδιάγραμμα της τροχαίας. Η αντίφαση αυτή στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της δίκης, αφού αν το σημείο ανατροπής της οδηγούμενης από τον αναιρεσίβλητο βέσπας τοποθετηθεί τελικά στο μέσον της οδού Ελπίδος, τότε, για να ευθύνεται για την ανατροπή της βέσπας η δεύτερη εναγομένη και κατ’ επέκταση και η προστήσασα αυτή στην εκτέλεση του έργου αναιρεσείουσα, θα πρέπει το όρυγμα, που η δεύτερη εναγομένη δημιούργησε στην οδό Ελπίδος, να μην είχε πλάτος μόνον 0,80 cm, όπως αρχικά δέχεται το Εφετείο, αλλά 3,50 m τουλάχιστον από το πεζοδρόμιο της οδού αυτής στον οικοδομικό αριθμό … και μάλιστα στην απόσταση αυτή αντιφατικά στη συνέχεια δέχεται το Εφετείο ότι δεν είναι το τέλος του ορύγματος, μετρούμενου από το ως άνω δεξιό σε σχέση με την πορεία του αναιρεσιβλήτου πεζοδρόμιο, αλλά η αρχή του ορύγματος με κατεύθυνση προς το πεζοδρόμιο του αντίθετου σε σχέση με την πορεία του αναιρεσιβλήτου ρεύματος πορείας.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο τέταρτος κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης και πρέπει, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έκρινε βάσιμη ως προς την αναιρεσείουσα την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, ενώ παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην εφετειακή απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 11γ, 12, 19, 20 και 8α του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια πρέπει η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της εφετειακής απόφασης, να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 65 του ν. 4139/2013, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του Εφετείου από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, ενώ ο αναιρεσίβλητος πρέπει, ως διάδικος που ηττήθηκε, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά της, όπως στο διατακτικό ειδικότερα (άρθρ. 176, 178§1, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1215/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που έκρινε βάσιμη ως προς την αναιρεσείουσα την ένδικη από 28.9.2005 αγωγή του αναιρεσιβλήτου.
Παραπέμπει κατά το ως άνω μέρος την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ