ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ κ.α. κατά Ιρλανδίας της 22.06.2023 (αριθμ. προσφ. 23851/20 και 24360/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες είναιδύο μητέρες (Χ.,Υ.) και τα ανήλικα παιδιά τους (Ε., Μ. αντίστοιχα).
Η Χ., υπήκοος Νιγηρίας, έφθασε στην Ιρλανδία το 2013, γέννησε τον Δεκέμβριο του 2014 την κόρη της Ε., η οποία έγινε Ιρλανδή πολίτης με τη γέννησή της λόγω του πατέρα της. Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Χ, της οποίας εν τω μεταξύ είχε απορριφθεί το αίτημά της για άσυλο, υπέβαλε αίτηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας για το δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία με το αιτιολογικό ότι ήταν μητέρα κοριτσιού που ήταν Ιρλανδή πολίτης. Ενώ η αίτηση αυτή εκκρεμούσε, η Χ. υπέβαλε επίσης αίτηση για επίδομα τέκνου για την κόρη της. Η αίτησή της απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση της νόμιμης διαμονής σύμφωνα με τον νόμο περί κοινωνικής πρόνοιας, δεδομένου ότι δεν της είχε ακόμη χορηγηθεί άδεια διαμονής στην Ιρλανδία. Η X. έλαβε το δικαίωμα διαμονής τον Ιανουάριο του 2016 και κατόπιν τούτου έγινε δεκτή για επίδομα τέκνου σε σχέση με την E. το οποίο έκτοτε το λαμβάνει.
Η Υ. είναι Αφγανή υπήκοος που έφθασε στην Ιρλανδία το 2008. Η αίτησή της για άσυλο απορρίφθηκε. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2015 οι αρχές αποφάσισαν να χορηγήσουν άσυλο στο τέταρτο παιδί της, τον Μ.που γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 2013. Τα άλλα μέλη της οικογένειας ζήτησαν οικογενειακή επανένωση με τον Μ. και ενώ το θέμα αυτό εκκρεμούσε, η Υ. υπέβαλε αίτηση για επίδομα τέκνων για όλα τα παιδιά της. Αυτό απορρίφθηκε, καθώς δεν πληρούσε την προϋπόθεση της νόμιμης διαμονής. Η οικογενειακή επανένωση χορηγήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, οπότε η Υ. υπέβαλε εκ νέου αίτηση για επίδομα τέκνων. Αυτό χορηγήθηκε με ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε στην Υ. άδεια διαμονής.Όλοι οι αιτούντες υπάγονταν στο σύστημα άμεσης παροχής στέγασης και υλικής υποστήριξης στους αιτούντες άσυλο της Ιρλανδίας.
Οι Χ. και Υ. ζήτησαν δικαστικό έλεγχο της αρχικής άρνησης χορήγησης επιδόματος τέκνων. Η προσφυγή της Χ. περιορίστηκε στην περίοδο από τη γέννηση της Ε. έως τη χορήγηση του δικαιώματος διαμονής της (περίπου12 μήνες) και η προσφυγή της Υ. στην περίοδο μεταξύ της χορήγησης ασύλου στον Μ και της χορήγησης της οικογενειακής επανένωσης (8 μήνες). Οι αγωγές τους εκδικάστηκαν μαζί και τελικά απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Κατά το ΕΔΔΑ τα επίμαχαεπιδόματα δεν επηρέασαν, τουλάχιστον εν μέρει, την οργάνωση των προσφευγόντων σε βασικές πτυχές της καθημερινής και ιδιωτικής τους ζωής.
Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συμπεράνει ότι το επίδομα, λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τη νομοθετική του βάση, τη φύση και τον σκοπό του, αποτελούσε μια μορφή άσκησης του δικαιώματος των προσφευγόντων για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) ούτε παραβίαση του άρθρου 14της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 14
Άρθρο 1 Π.Π.Π.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Προσφυγή αρ. 23851/20
Οι προσφεύγουσες είναι η μητέρα Χ. και η κόρη της Ε. Η Χ. είναι υπήκοος Νιγηρίας που έφτασε στην Ιρλανδία το 2013 και ζήτησε άσυλο ένα χρόνο αργότερα, αλλά η αίτησή της απορρίφθηκε το 2015. Η κόρη της, Ε. γεννήθηκε το 2014 και καθώς ο πατέρας της είναι Ιρλανδός υπήκοος, είναι Ιρλανδή υπήκοος από τη γέννησή της. Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Χ. υπέβαλε αίτηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας για άδεια διαμονής στην Ιρλανδία με το σκεπτικό ότι ήταν μητέρα παιδιού Ιρλανδού υπηκόου. Ενώ αυτή η αίτηση ήταν σε εκκρεμότητα, η Χ. υπέβαλε αίτηση για επίδομα τέκνου για την Ε., η οποία απορρίφθηκε επειδή δεν της είχε ακόμα χορηγηθεί άδεια διαμονής. Ως αποτέλεσμα της άρνησης του επιδόματος τέκνου η Χ. άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η Χ. έλαβε άδεια διαμονής στην Ιρλανδία τον Ιανουάριο του 2016 και έκτοτε λαμβάνει επίδομα τέκνου. Η υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο αφορούσε το χρονικό διάστημα μεταξύ της γέννησης της Ε. και της απόφασης του Υπουργού, περίοδο λίγο περισσότερο από 12 μήνες.
Προσφυγή αρ. 24360/20
Οι προσφεύγοντες είναι μια μητέρα, Υ. και ο γιος της, Μ. Η Y. είναι υπήκοος Αφγανιστάν που έφτασε στην Ιρλανδία τον Μάιο του 2008 με τον σύζυγό της και το πρώτο της παιδί. Γέννησε τρία παιδιά στην Ιρλανδία. Ο μικρότερος είναι ο Μ. γεννημένος το 2013. Το Δικαστήριο Προσφυγικών Προσφυγών χορήγησε άσυλο στον Μ. τον Δεκέμβριο του 2014 και όταν αυτό κοινοποιήθηκε στην οικογένειά του, υπέβαλε αίτηση για επανένωση τον Ιανουάριο του 2015 βάσει του νόμου για τους πρόσφυγες του 1996.
Ενώ εκκρεμούσε η απόφαση για την επανένωση, η Υ. υπέβαλε αίτηση για επίδομα τέκνου για τα τέσσερα παιδιά της αλλά της απορρίφθηκε καθώς δεν της είχε χορηγηθεί ακόμη άδεια διαμονής στη χώρα.
Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο.Στην οικογένεια χορηγήθηκε το δικαίωμα επανένωσης τον Σεπτέμβριο του 2015 και από τότε χορηγήθηκε στην Υ. επίδομα τέκνου. Η υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο αφορούσε το χρονικό διάστημα μεταξύ της χορήγησης ασύλου στον Μ και του δικαιώματος επανένωσης, δηλαδή μία περίοδο 8 μηνών.
Εσωτερικές Διαδικασίες
Το εθνικό πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και τις δύο υποθέσεις στην ίδια απόφαση τον Ιανουάριο του 2017. Έκρινε ότι λόγω της διατύπωσης της νομοθεσίας, το καθεστώς διαμονής του «αιτούμενου προσώπου» (γονέας ή κηδεμόνας) ήταν σχετικό με την καταβολή του επιδόματος τέκνου. Το δικαστήριο σημείωσε ότι η απαίτηση άδειας διαμονής για τη χορήγηση παροχών κοινωνικής ασφάλισης δεν ήταν άδικη ή μεροληπτική. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα των προσφευγόντων βάσει του ιρλανδικού Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είχαν παραβιαστεί.
Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση. Η απόφαση που εκδόθηκε το 2018, διέφερε από εκείνη του Ανώτατου Δικαστηρίου και θεωρεί ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψιν το καθεστώς διαμονής του τέκνου για το οποίο αιτούνταν το επίδομα.
Το εθνικό δικαστήριο έκανε διάκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων καθώς η Ε. ήταν Ιρλανδή πολίτης με δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία, ενώ ο Μ. δεν ήταν πολίτης και τότε δεν είχε κανένα δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία. Το δικαστήριο είπε ότι η Χ. είχε δικαίωμα να λάβει επίδομα τέκνου από γέννηση της Ε., αλλά ότι η Υ. είχε δικαίωμα να ζητήσει το επίδομα μόνο από τη στιγμή που ο Μ. είχε λάβει άσυλο. Ασκήθηκε αναίρεση κατά της εν λόγω απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τον Νοέμβριο του 2019 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσέγγιση του Εφετείου ήταν λανθασμένη, διαπιστώνοντας ότι η σχετική νομοθεσία αναφερόταν στον αιτούμενο γονέα ή κηδεμόνα και όχι στο παιδί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ένα άτομο του οποίου το καθεστώς μετανάστευσης δεν είχε ακόμη αποφασιστεί δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει δικαίωμα διαμονής και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει την απαιτήσεις διαμονής που απαιτούνται για τη διεκδίκηση των παροχών κοινωνικής ασφάλισης. Το Ανώτατο δικαστήριο τόνισε ότι οι κριτήρια για το επίδομα τέκνων δεν εισάγουν διακρίσεις και ότι ένα ευρύ φάσμα, από τους μόνιμους κατοίκους έως και εκείνους στους οποίους χορηγήθηκε άσυλο, ήταν επιλέξιμοι εφόσον πληρούσαν την απαραίτητα απαίτηση διαμονής.
Ως εκ τούτου, το Δημόσιο δεν ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει επιδόματα τέκνου έως ότου η Χ. και Υ. να λάβουν άδεια παραμονής στην Ιρλανδία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι τα κριτήρια για επίδομα τέκνου θα πρέπει να αντιμετωπίζονταιότι εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 όσον αφορά την οικογενειακή ζωή, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεδομένου πως ήταν σαφές από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μόνο ο γονέας/κηδεμόνας δικαιούται να λάβει επίδομα τέκνου, τα προσφεύγοντα τέκνα Ε. και Μ. δεν είχαν περιουσιακό συμφέρον σε αυτή την υπόθεση και, ως εκ τούτου, απαραδέκτως αξίωσαν κάτι τέτοιο. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι αν απουσίαζε η προϋπόθεση του δικαιώματος για την οποία οι προσφεύγουσες μητέρες παραπονέθηκαν, θα είχαν δικαίωμα στο επίμαχο επίδομα.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι κατά την αξιολόγηση των διακρίσεων βάσει του άρθρου 14, ήταν σημαντικό να γίνει σύγκριση των προσφευγόντων με άτομα σε παρόμοια κατάσταση, και τόνισε τη λεπτομερή αξιολόγηση του ΑνώτατουΔικαστηρίου σε σχέση με τα ζητήματα της συγκρισιμότητας. Αναφερόταν και στον κατ’ουσία εθνικό χαρακτήρα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ότι δηλαδή είναι αποδεκτό σε διεθνές επίπεδο τα κράτη να μπορούν να περιορίσουν δικαίωμα σε κατοίκους, και τα κράτη ήταν επιπλέον σε θέση να ελέγχουν την είσοδο στο έδαφός τους. Στην Ιρλανδία, το επίδομα τέκνου ήταν διαθέσιμο σε όλες τις κατηγορίες κατοίκων. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση των προσφευγόντων τηνστιγμή που είχαν υποβάλλει για πρώτη φορά αίτηση για επίδομα τέκνου δεν ήταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με άτομα πουήδη διέμεναν στην Ιρλανδία. Το δικαστήριο διαπίστωσε επομένως ότι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, δεν προέκυψε διαφορά μεταχείρισης. Ο ισχυρισμός ύπαρξης διακρίσεων σε σχέση με τα κριτήρια για επίδομα τέκνου απορρίφτηκε, ενώ το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14(επιμέλεια: echrcaselaw.com).