Φορολογικοί παράδεισοι δεν είναι μόνο οι συνήθεις ύποπτοι, αλλά και χώρες με κανονικό έως και υψηλό φορολογικό συντελεστή.
Τoυ Δρ. Δημήτρη Γιακούλα, επιστημονικού στελέχους του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ και καθηγητή στα Διεθνή Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Η ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗ, δηλαδή η νόμιμη μείωση της φορολογητέας ύλης, κάτι το οποίο αποτελεί συνήθη πρακτική κυρίως των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, αποτελεί ένα μείζον θέμα για τις περισσότερες κυβερνήσεις, καθώς στερεί πολύτιμους πόρους από τη δημοσιονομική τους πολιτική. Η καταπολέμησή της γίνεται όλο και πιο δύσκολη, λόγω της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των διεθνών οικονομικών συναλλαγών.
Η ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗ γίνεται μέσω της μεταφοράς κερδών από επιχειρήσεις των πολυεθνικών ομίλων που είναι εγκατεστημένες σε χώρες υψηλής φορολογίας σε επιχειρήσεις των ομίλων που εδρεύουν σε χώρες χαμηλής ή ακόμα και μηδενικής φορολογίας, γνωστές ευρύτερα ως «φορολογικοί παράδεισοι».
ΟΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ μέσω των οποίων γίνεται αυτή η μεταφορά κερδών είναι ποικίλες. Η πιο συνήθης είναι η μεταβιβαστική τιμολόγηση, η οποία περιλαμβάνει την πώληση ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών εντός των πολυεθνικών ομίλων με υπερτιμολογήσεις. Διαδεδομένες πρακτικές είναι επίσης η μεταφορά χρέους σε επιχειρήσεις του ομίλου σε χώρες υψηλής φορολογίας, καθώς και η μεταβίβαση άυλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. πατέντες, σήματα, πνευματικά δικαιώματα) σε χώρες χαμηλής φορολογίας αντίστοιχα. Ειδικότερα, η τελευταία πρακτική είναι ιδιαίτερα προσφιλής σε πολυεθνικούς κολοσσούς.
ΈΧΟΥΝ γίνει αρκετές προσπάθειες από διακυβερνητικούς οργανισμούς να καταπολεμήσουν το φαινόμενο δημοσιεύοντας γκρίζες λίστες φορολογικών παραδείσων, οι οποίες όμως δεν υιοθετούν έναν κοινό ορισμό του φορολογικού παραδείσου. Έτσι δυσχεραίνεται η διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο.
ΈΝΑΣ ορισμός που ίσως είναι ευρύτερα αποδεκτός είναι αυτός του ΟΟΣΑ, ο οποίος πέρα από τον χαμηλό φορολογικό συντελεστή περιλαμβάνει και την έλλειψη διαφάνειας ως προς την παροχή στοιχείων, καθώς και πρακτικές χωρών που επιτρέπουν να συντελούνται στο έδαφός τους συναλλαγές που δεν ανταποκρίνονται σε πραγματική οικονομική δραστηριότητα. Με βάση τον ορισμό αυτό, φορολογικοί παράδεισοι δεν είναι μόνο οι συνήθεις ύποπτοι όπως τα Νησιά Κέιμαν, οι Βερμούδες και το Τζέρσεϊ, αλλά και χώρες με κανονικό έως και υψηλό φορολογικό συντελεστή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Ολλανδίας, η οποία ναι μεν έχει θεσπίσει έναν εταιρικό φόρο κοντά στο 26%, όμως το εξαιρετικά ελαστικό ρυθμιστικό πλαίσιο ως προς τη φορολόγηση κερδών αλλοδαπών επιχειρήσεων δημιούργησε μία συζήτηση την προηγουμένη δεκαετία σχετικά με το κατά πόσο και η Ολλανδία αποτελεί φορολογικό παράδεισο.
Η ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗ είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που υπερβαίνει το πεδίο παρέμβασης των εθνικών κυβερνήσεων και μόνο μέσω της διεθνούς συνεργασίας μπορεί να αντιμετωπιστεί. Οι περισσότερες προτάσεις για την αντιμετώπισή της εστιάζουν σε συστήματα που θα φορολογούν τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην πηγή, ενώ άλλες προτάσεις εστιάζουν στην υιοθέτηση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή.
ΣΕ ΑΥΤΟ το πλαίσιο, ένα αποφασιστικό βήμα για τον περιορισμό του φορολογικού ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση της φοροαποφυγής αποτελεί η συμφωνία του Ιουλίου του 2021 στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ και του G20, για τη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής. Η συμφωνία εισάγει έναν παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φορολογικό συντελεστή 15%, ο οποίος θα εφαρμόζεται σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με τζίρους άνω των 750 εκατ. ευρώ. Περιλαμβάνει επίσης τη μετεγκατάσταση ενός μέρους των κερδών των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων (με πωλήσεις άνω των 20 δισ. ευρώ και κερδοφορία άνω του 10%) στις χώρες στις οποίες πραγματικά δημιουργούνται. Η συμφωνία έχει μέχρι σήμερα υπογραφεί από 138 χώρες που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ και αναμένεται να ενεργοποιηθεί το 2024. Η νέα συμφωνία-πλαίσιο είναι αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θα έχουν πάντα τη δυνατότητα να επινοούν νέες πρακτικές για να την παρακάμψουν. Συνεπώς, καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή της συμφωνίας είναι η συνεχής επικαιροποίησή της, κάτι το οποίο απαιτεί ακόμη στενότερη διακυβερνητική συνεργασία.