Αποδείχθηκε η σύναψη σύμβασης άτοκου δανείου ανάμεσα στους διαδίκους, το ποσό του οποίου δεν επεστράφη από τον εναγόμενο κατά τα συμφωνηθέντα.
Αριθμός απόφασης 8/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Εμμανουήλ Καλεντάκη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Κατσούλη, Αγγελική Δέτση – Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη γραμματέα Ευγενία Κεπενού.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Απριλίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ: …, κατοίκου Λακκόπετρας Αχαΐας ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του ΔΣ Πατρών Γεωργίου Λαμπρόπουλου.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Πατρών (…), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ΔΣ Αθηνών Χριστόφορου Ρήγου.
Η ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 26-6-2007 και με αριθ. κατάθ. 2995/26-6-2007 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 798/2009 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που δέχτηκε αυτήν. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος ήδη εκκαλών, με την από 13-3-2010 και με αριθ. κατάθ. 190/18-3-2010 έφεση του, για τη συζήτηση της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 151-3-2012, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 31ης-4-2014 οπότε και ματαιώθηκε. Με την από 8-4-2014 και αρ. κατάθ. 34/8-4-2014 κλήση της εφεσίβλητης προσδιορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της άνω έφεσης η 81-10-2015 και κατόπιν αναβολής αυτή που αναφέρεται στην αρχή τη παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν οτις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 8-4-2014 και αρ. κατάθ. 34/2014 κλήση της εφεσίβλητης η από 13-3-2010 και αρ. κατάθ. 190/2010 έφεση, μετά τη ματαίωση αυτής στη δικάσιμο της 3-4-2014.
Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ’ αριθμ. 798/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του εναγομένου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στις 9-3-2010 (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πατρών επί του επίσημου αντιγράφου της εκκαλουμένης) και η έφεση ασκήθηκε με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18-3-2010 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ – ως αυτό ίσχυε πριν τον Ν. 4335/2015), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν τον Ν. 3994/2011. Επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας δεν υπάρχει υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της ενόψει της ερημοδικίας του εναγομένου στον πρώτο βαθμό και εφόσον αυτός προβάλλει άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των λόγων της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να χωρήσει σε αναδίκαση αυτής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 528, 535 § 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της ισχυρίζεται ότι δυνάμει άτυπης συμβάσεως δανείου, η οποία καταρτίστηκε στην Πάτρα, παρέδωσε στον εναγόμενο το συνολικό ποσό των 10.000.000 δραχμών ή 29.347 ευρώ, επιστρεπτέο τμηματικά κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες. Ότι προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου ο εναγόμενος αποδέχτηκε 20 συναλλαγματικές εκδόσεως της ιδίας με ημερομηνίες λήξεως αντίστοιχες με τις ημερομηνίες επιστροφής του δανείου. Ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε τις συμφωνηθείσες δόσεις του δανείου κατά τοις ορισθείσες ημερομηνίες ενώ και οι συναλλαγματικές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Ότι σε περίπτωση που θεωρηθεί η επίδικη δανείου ως αορίστου χρόνου καταγγέλλει αυτήν με την κρινόμενη αγωγή. Με βάση τα παραπάνω ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος για την ανωτέρω αιτία και επικουρικά διότι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας της, να της καταβάλλει το ποσό του δανείου με το νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσό δόσης από την επομένη της λήξης εκάστης, άλλως νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί ο αντίδικος στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 806, 340, 341, 345, 346, 904 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας …, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου, , που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης από τη με αρ. /23-2-2012 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών …, που ελήφθησαν με επιμέλεια του εναγομένου μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Λακκόπετρας Αχαίας ο οποίος συνεργαζόταν από πολλών ετών με τον …, σύζυγο της ενάγουσας που ασκούσε το επάγγελμα του εκτελωνιστή, για τον εκτελωνισμό ποσότητας πατάτας σε διάφορες χώρες. Ο συνεταιρισμός περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (και οπωσδήποτε κατά το έτος 1996) είχε σταματήσει στην πραγματικότητα την εισαγωγική και εξαγωγική δραστηριότητα λόγω σημαντικών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, πλην όμως είχε εξοφλήσει τον για τις παρασχεθείσες στο παρελθόν υπηρεσίες του στον εκτελωνισμό των εξαχθεισών ποσοτήτων πατάτας. Τούτο συνάγεται μεταξύ άλλων και από το με αρ. πρωτ. /14-6-2010 πιστοποιητικό του Επιμελητηρίου Αχαΐας σύμφωνα με το οποίος ο συνεταιρισμός έχει ενημερότητα μέχρι το έτος 1994, ενώ στην από 30-12-2000 καρτέλα πελάτη, που προσκομίζει ο εναγόμενος και αφορά τον ως άνω Συνεταιρισμό, εμφανίζεται ο τελευταίος κατά το τέλος του 2000 να έχει ανεξόφλητο υπόλοιπο μόλις 43.000 δραχμές. Μάλιστα στην προσκομιζόμενη καρτέλα πελάτη με ημερομηνία εκτύπωσης 31-12-1996 εμφανίζεται να εξοφλείται στις 16-1-1996 η μέχρι εκείνη τη στιγμή οφειλή προς τον … ύψους 4.563.974 δραχμών. Το οφειλόμενο, ασήμαντο, υπόλοιπο μερικών χιλιάδων δραχμών (των 43.000 δραχμών ή 126,19 ευρώ), δεν σκόπευε να διεκδικήσει ο σύζυγος της ενάγουσας από τον Συνεταιρισμό, καθόσον γνώριζε την οικονομική δυσχέρεια στην οποία βρισκόταν. Κατά το έτος 1998, όμως ο εναγόμενος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και επειδή ενδιαφερόταν να θέσει υποψηφιότητα ως δήμαρχος στις τότε επικείμενες δημοτικές και κοινοτικές εκλογές απευθύνθηκε στον …, με τον οποίο διατηρούσε στενή προσωπική φιλία από τα μαθητικά του έτη και του ζήτησε να τον δανείσει το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Επειδή ο … δεν ήθελε, για προσωπικούς λόγους να εμφαίνεται ο ίδιος ως δανειστής του εναγομένου, συμφώνησαν να παρασχεθεί το δάνειο από την ενάγουσα σύζυγο του, η οποία ασκούσε τότε αυτοτελή επιχειρηματική δραστηριότητα, διατηρούσα επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών, ενώ επιπλέον εκμεταλλευόταν ως μισθώτρια το ιχθυοτροφείο «Πάπα» Αχαίας. Οι επιχειρήσεις των δύο συζύγων είχαν κοινό λογιστήριο στην Πάτρα, από το οποίο και έλαβε τμηματικά ο εναγόμενος το ανωτέρω ποσό του δανείου. Προς διασφάλιση της η ενάγουσα εξέδωσε είκοσι συναλλαγματικές ποσού 500.000 δραχμών εκάστη εις διαταγήν του εναγομένου, τις οποίες αποδέχτηκε αυτός θέτοντας την υπογραφή του στη θέση του αποδέκτη. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε επτά (7) συναλλαγματικές με ημερομηνία λήξης την 30-6-1998, αξίας 500.000 δραχμών εκάστη και συνολικής αξίας 3.500.000 δραχμών, τρεις (3) συναλλαγματικές με ημερομηνία λήξης την 20-7-1998, αξίας 500.000 δραχμών εκάστη και συνολικής αξίας 1.500.000 δραχμών, τέσσερεις (4) συναλλαγματικές με ημερομηνία λήξης 30-7-1998 αξίας 500.000 δραχμών εκάστη και συνολικής αξίας 2.000.000 δραχμών και έξι (6) συναλλαγματικές με ημερομηνία λήξης την 10-8-1998 αξίας 500.000 δραχμών εκάστη και συνολικής αξίας 3.000.000 δραχμών. Το ανωτέρω δάνειο συμφωνήθηκε άτοκο και επιστρεπτέο τμηματικά κατά τα ποσά και τις ημερομηνίες λήξεως των παραπάνω συναλλαγματικών, ήτοι το ποσό των 3.500.000 δραχμών ή 10.272 ευρώ στις 30-6-1998, το ποσό των 1.500.000 δραχμών ή 4.402 ευρώ στις 20-7-1998, το ποσό των 2.000.000 δραχμών ή 5.869 ευρώ στις 30-7-1998 και το ποσό των 3.000.000 δραχμών ή 8.804 ευρώ στις 10-8-1998. Εν συνεχεία η ενάγουσα, τον Απρίλιο του 1998, ενεχύρασε τις δέκα από τις συναλλαγματικές αυτές στην Εθνική Τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν από τον αποδέκτη κατά την εμφάνιση τους και επεστράφησαν απλήρωτες και δη οι μεν έξι από αυτές με ημερομηνία λήξης την 30-6-1998, στις 2-7-1998, οι τρεις από αυτές με ημερομηνία λήξης την 20-7-1998, στις 22-7-1998, και η μία με ημερομηνία λήξης την 30-7-1998, στις 3-8-1998. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μολονότι παρήλθαν οι ανωτέρω ημερομηνίες κατά τις οποίες είχε συμφωνηθεί να επιστραφούν τα προαναφερόμενα επιμέρους ποσά του δανείου, ο εναγόμενος λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε, ουδέν κατέβαλε στην ενάγουσα. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συνήφθη σύμβαση δανείου με την ενάγουσα, ούτε είχε ποτέ οποιαδήποτε οφειλή προς αυτήν, αλλά αντίθετα ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Λακκόπετρας είχε οφειλή προς τον σύζυγο της ενάγουσας για αμοιβή και έξοδα για τις εκτελωνιστικές υπηρεσίες που του παρείχε, ύψους 10.000.000 δραχμών, για την οποία (οφειλή) και αποδέχτηκε τις εν λόγω συναλλαγματικές ο ίδιος και μόνο, με την ιδιότητα του ως πρόεδρος του συνεταιρισμού. Ισχυρίζεται ακόμη, ότι ο αφού παρέλαβε, νόθευσε τις συναλλαγματικές τις οποίες ο ίδιος (ο εναγόμενος) είχε υπογράψει στη θέση του αποδέκτη και είχε παραδώσει λευκές ως προς τα στοιχεία του εκδότη και του λήπτη, συμπληρώνοντας το όνομα της ενάγουσας συζύγου του. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγομένου, όμως δεν κρίνονται ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν για τους εξής λόγους: 1) Οι επίδικες συναλλαγματικές είχαν εκδοθεί από την ενάγουσα ήδη από το έτος 1998, γεγονός το οποίο γνώριζε ο εναγόμενος καθόσον οι δέκα πρώτες που επεστράφησαν απλήρωτες το έτος 1998 από την Εθνική Τράπεζα και είχε ενημερωθεί σχετικά από αυτήν, έφεραν ως εκδότρια την ενάγουσα, γεγονός που γνώριζε ο εναγόμενος και δεν διαμαρτυρήθηκε στον σύζυγο της τότε, όπως έπρεπε λογικά να κάνει εάν δεν είχε οποιαδήποτε συναλλαγή με την ενάγουσα. 2) Η οφειλή του Αγροτικού Συνεταιρισμού προς τον …, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπερέβαινε τις μερικές χιλιάδες δραχμές και σε καμία περίπτωση δεν ανερχόταν στο ποσό των 10.000.000 δραχμών, ο δε εναγόμενος δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι υπήρξε τέτοια οφειλή του συνεταιρισμού, όταν μάλιστα η δραστηριότητα του έχει σταματήσει από το 1996 περίπου και είχε εξοφληθεί σχεδόν εξολοκλήρου κάθε οφειλή προς τον …. Ούτε οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων εναγομένου ενώπιον της συμβολαιογράφου κρίνονται πειστικές, καθόσον δεν επιβεβαιώνονται από έγγραφα για την οικονομική κατάσταση του συνεταιρισμού τον επίδικο χρόνο. 3) Το ιδιόχειρο με ημερομηνία 11-2-1998 σημείωμα που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, το οποίο φέρει την υπογραφή του και στο οποίο αναφέρεται ότι έλαβε αυτός συναλλαγματικές για 14.515.000 δραχμές, δεν περιγράφει ούτε την οφειλή για την οποία δόθηκαν οι συναλλαγματικές αλλά γενικά αναφέρει «έναντι οφειλής», ούτε προσδιορίζεται εάν οι αναφερόμενες σε αυτό συναλλαγματικές οι οποίες σημειωτέον δεν εξειδικεύονται κατά τα στοιχεία τους (ημερομηνία λήξης ποσό, εις διαταγήν ποίου), παρά μόνο κατά το συνολικό ποσό τους ελήφθησαν για λογαριασμό του υπογράφοντος το σημείωμα ή άλλου. 4) Ο εναγόμενος και οι μάρτυρες στις ένορκες βεβαιώσεις τους στην συμβολαιογράφο ισχυρίζονται ότι ο πρώτος εξ αυτών δεν είχε κανένα λόγο να λάβει δάνειο, διότι ήταν φερέγγυος και είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία χωρίς βάρη και άρα θα μπορούσε να δανειστεί από οποιαδήποτε τράπεζα, γεγονός ωστόσο, που δεν αποδεικνύεται αληθές. Αντίθετα, όπως προκύτει από τις προσκομιζόμενες περιλήψεις εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ο εναγόμενος είχε μεγάλο οικονομικό άνοιγμα προς τις τράπεζες και η περιουσία του ήταν βεβαρυμένη, ενδεικτικά δε, και μόνο για την επίδικη περίοδο (κατά τα έτη 1997, 1998, 1999) υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος με την οποία είχε συνάψει σύμβαση πίστωσης αρχικά μέχρι του ποσού των 15.000.000 δραχμών αυξηθέν με πρόσθετες πράξεις μέχρι του ποσού των 150.000.000 δραχμών, υπήρχαν τρεις προσημειώσεις υποθήκης σε διάφορα ακίνητα της ιδιοκτησίας του. Με βάση τις σκέψεις αυτές συνεπώς το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι συνήφθη πράγματι σύμβαση δανείου ανάμεσα στους διαδίκους με την παροχή από την ενάγουσα προς τον εναγόμενο ποσού 10.000.000 δραχμών ήτοι 29.347 ευρώ ως άτοκο δάνειο, το οποίο ωστόσο ο εναγόμενος δεν επέστρεψε κατά τα συμφωνηθέντα. Επομένως πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό του δανείου νομιμότοκα από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία ήταν επιστρεπτέο κάθε επιμέρους ποσό, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του, όπως ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αρ. 798/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα επτά (29.347) ευρώ, με το νόμιμο τόκο μέχρι την εξόφληση ως εξής το ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα δύο (10.272) ευρώ νομιμότοκα από 1-7-1998, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων δύο (4.402) ευρώ νομιμότοκα από 21-7-1998, το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα (5.869) ευρώ νομιμότοκα από 31-7-1998 και το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τεσσάρων (8.804) ευρώ νομιμότοκα από 11-8-1998.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Πάτρα, στις 5-12-2017, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος στις – -2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με άλλη από την αναφερόμενη στην αρχη της παρούσας σύνθεση, λόγω μετάθεσης του Προέδρου Εφετών Εμμανουήλ Καλεντάκη και της Εφέτη Αγγελικής Δέτση, και λόγω προαγωγής και αναχώρησης του μέλους Ελένη Κατσούλη, Εφέτη, ήτοι συγκροτούμενο από τους Δικαστές ———————–
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ