Αριθμός 349/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Κ. του Α., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Μάρκου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Ρ. του Χ., κατοίκου …, Δημοτικής …, Δήμου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-4-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5484/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 2216/2018 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-10-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ολΑΠ 14/2015). Περαιτέρω, στο άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4790/2021, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19, ορίζεται ότι “Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου… Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα”. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που η συζήτηση αίτησης αναιρέσεως ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID- 19, με πράξη του προέδρου του αντίστοιχου τμήματος του Αρείου Πάγου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατ` αναλογική δε εφαρμογή των όσων ισχύουν σε περίπτωση αναβολής της υπόθεσης με αίτημα των διαδίκων και εγγραφής της στο πινάκιο από το γραμματέα (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ’ άρθρο 575 εδ. β’ αυτού), προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής λόγω της εγγραφής στο πινάκιο είναι ότι ο απολιπόμενος, κατά την νέα δικάσιμο, διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση δεν συζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 24-10-2018 αίτηση του Δ. Κ. του Α. κατά του Θ. Ρ. του Χ. για αναίρεση της με αριθ. 2216/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Από την υπ` αριθ. 3055Β’/21-12-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Δ. Σ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα ο αναιρεσείων, επιμελεία του οποίου προσδιορίστηκε η συζήτηση της ένδικης αίτησης για τη δικάσιμο της 8-3-2021 ενώπιον του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, προκύπτει ότι αντίγραφο της άνω αίτησης του αναιρεσείοντος, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 8-3-2021, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο. Κατά την τελευταία ως άνω δικάσιμο η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων συνεπεία της πανδημίας COVID-19. Ακολούθως, δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, εκδόθηκε η από 12-5-2021 Πράξη του Προέδρου του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως ως νέα ημέρα συζήτησης της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως στο ακροατήριο η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (11-10-2021) και με πρωτοβουλία του γραμματέα η υπόθεση ενεγράφη στο οικείο πινάκιο, η εγγραφή δε αυτή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο της υποθέσεως (11.10.2021), κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσίβλητος ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, ενόψει του ότι η δυνάμει του προαναφερόμενου αυτεπάγγελτου προσδιορισμού της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και ο ως άνω απολιπόμενος αναιρεσίβλητος είχε κλητευθεί νομίμως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 8-3-2021, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (AΠ 5/2020, ΑΠ 1424/2017). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος (ΑΠ 5/2020). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια (ΑΠ 261/2020, ΑΠ 1487/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Ο δανειστής, έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου και να εισφέρει τούτο στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρεώσεως για καταβολή τόκων, αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν. Η κατά τα άνω δε μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειακής σύμβασης, ώστε σε περίπτωση που ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη από την πιο πάνω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου. Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη. Εφόσον δε η παραπάνω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη ή με άλλο ισοδύναμο οικονομικά τρόπο (ΑΠ 1234/2018, ΑΠ 1960/2013). Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 1182/2019, ΑΠ 889/2010). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο, ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε το δανεισθέν χρηματικό ποσό στο δανειστή και ο χρόνος παράδοσης (ΑΠ 1182/2019, ΑΠ 1510/2011, ΑΠ 663/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την από 4-4-2014 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχε ισχυρισθεί τα εξής: Ότι με προφορική σύμβαση δάνεισε στον εναγόμενο το ποσό των 100.000 ευρώ, με τη συμφωνία να αποδοθεί αυτό με τις κάθε είδους τραπεζικές επιβαρύνσεις μέχρι την 31.12.2012, δεδομένου ότι το ποσό του δανείου αυτού αποτελούσε προϊόν άλλου δανείου, στεγαστικού, που έλαβε από την … BANK και το οποίο δεν χρησιμοποίησε. Ότι στις 17-7-2007 έλαβε από την … BANK τα χρήματα του στεγαστικού δανείου που ανέρχονταν στο ποσό των 100.000 ευρώ και την ίδια ημέρα κατέθεσε το ποσό των 26.284,60 ευρώ στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου στην … BANK και το ποσό των 68.715,40 ευρώ στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας “…” στην τράπεζα … BANK για λογαριασμό του εναγομένου προς εξόφληση του τιμήματος πώλησης του αγορασθέντος από αυτόν (εναγόμενο) από την ανωτέρω εταιρία μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ ποσό 5.000 ευρώ κατέβαλε ως έξοδα του τραπεζικού δανείου, τα οποία συμφωνήθηκε να επιβαρυνθεί ο εναγόμενος. Ότι κατά τη συμφωνία τους ο εναγόμενος έπρεπε να καταβάλει μέχρι την απόδοση του δανείου τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του στεγαστικού δανείου που είχε λάβει αυτός από την … BANK, στο οποίο είχε συμβληθεί και ο εναγόμενος ως εγγυητής και μόλις έπαιρνε τα χρήματα από το πρόγραμμα ΕΣΠΑ θα τα κατέθετε στην τράπεζα για την εξόφληση του στεγαστικού δανείου, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε, με συνέπεια το σύνολο της οφειλής από το στεγαστικό δάνειο να ανέρχεται στο ποσό των 98.119,63 ευρώ, σύμφωνα με την από 14.1.2014 βεβαίωση της … BANK, παρότι δε την 12.4.2013 επέδωσε στον εναγόμενο εξώδικη πρόσκληση για εξόφληση του ποσού των 100.000 ευρώ, αυτός αρνείται την απόδοση του επίδικου δανείου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως συμβατική του υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφό της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αρκούν για να θεμελιώσουν το δικαίωμα του αναιρεσίβλητου να ζητήσει από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα να του αποδώσει το ποσό της μεταξύ τους καταρτισθείσης σύμβασης δανείου. Ειδικότερα, ρητά διαλαμβάνεται στην αγωγή η κατάρτιση σύμβασης δανείου μεταξύ των διαδίκων, το ποσό του δανείου, ο τρόπος καταβολής του και η μη απόδοσή του από τον αναιρεσείοντα. Δεν ήταν δε αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να παρατίθενται περαιτέρω πραγματικά περιστατικά και δη δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται ότι η μεταβίβαση των χρημάτων έγινε στον ίδιο τον δανειολήπτη, ότι η μεταβίβαση στην τρίτη εταιρία έγινε κατόπιν εντολής του και ότι ο αποκλειστικός σκοπός ήταν η χρησιμοποίηση των χρημάτων από τον δανειολήπτη και η ανάλωσή τους από αυτόν, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι αναγκαία στοιχεία της αγωγής απόδοσης του δανείου στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, όπως ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο και ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε το δανεισθέν χρηματικό ποσό στο δανειστή. Επομένως το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να είναι ορισμένη και απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υποστηρίζει τα αντίθετα, επικαλούμενος την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ολΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: “Οι διάδικοι ανέπτυξαν στενές φιλικές σχέσεις από το έτος 1997 εξ αιτίας της εργασίας τους στην ίδια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Από τον Απρίλιο του έτους 2007 αποφάσισαν να συστεγαστούν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο οι δυο τους και ο Α. Π. ως ελεύθεροι επαγγελματίες διατηρώντας έκαστος ατομική επιχείρηση και ειδικότερα ο ενάγων φανοποιίας, ο εναγόμενος βαφείου και ο τρίτος εμπορίας ανταλλακτικών αυτοκινήτων, προκειμένου να παρέχουν ο καθένας τις υπηρεσίες τους σε κοινό πελατολόγιο. Κατά το χρονικό διάστημα που αποφάσισαν τη συνεργασία τους, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων προφορική σύμβαση δανείου δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά κυριότητα το ποσό των 100.000 ευρώ για να εξοφλήσει το τίμημα πώλησης προς αντιμετώπιση αγοράς καινούργιου εξοπλισμού συνεργείου και προκειμένου να επιδοτηθεί για την επιχείρηση του από πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. Συγκεκριμένα το έτος 2007 του μεταβίβασε το ποσό των 100.000 ευρώ, προερχόμενο από τραπεζικό δάνειο με τη συμφωνία να το επιστρέψει ο εναγόμενος προσαυξημένο από τις κάθε είδους τραπεζικές επιβαρύνσεις της τραπεζικής δανειακής σύμβασης, αφενός με την πληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του τραπεζικού δανείου στην … BANK και αφετέρου με την καταβολή του ποσού της επιδότησης που θα λάμβανε από το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ στην ίδια δανείστρια τράπεζα προς εξόφληση του τραπεζικού δανείου. Στα πλαίσια της ανωτέρω συμφωνίας με την υπ’ αριθμ. …/14-7-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας με την επωνυμία “… ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” και του ενάγοντος ως πρωτοφειλέτη, την οποία συνυπέγραψαν ως εγγυητές ο εναγόμενος και ο ανωτέρω Α. Π., ο ενάγων έλαβε από την τράπεζα στις 17-7-2007 ως δάνειο το ποσό των 100.000 ευρώ. Την ίδια ημέρα εκταμίευσης του δανείου, ήτοι την 17-7-2007, ο ενάγων κατέθεσε : α) το ποσό των 68.715,40 ευρώ στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας “…” στην τράπεζα … BANK για λογαριασμό του εναγομένου προς εξόφληση του τιμήματος πώλησης του αγορασθέντος από αυτόν (εναγόμενο) από την ανωτέρω εταιρία μηχανολογικό εξοπλισμό, για την οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. …/13-12-2007 και …/13-12-2007 τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής της ανωτέρω εταιρίας ποσού 68.715 ευρώ στο όνομα του εναγομένου και β) το ποσό των 26.284,60 ευρώ στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου στην … BANK και τούτο διότι ο τελευταίος προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα ΕΣΠΑ έπρεπε να διαθέτει σε ρευστό ποσοστό 25% της χρηματοδότησης…. Κατά συνέπεια ο ενάγων στις 17-7-2007 μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εναγόμενο λόγω δανείου το συνολικό ποσό των 95.000 ευρώ. Επίσης κατέβαλε για έξοδα δανείου το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με τη μεταξύ τους σύμβαση ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει ο εναγόμενος. Για τις ως άνω καταβολές δεν καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης που αποδείχθηκε ότι τους συνέδεε, έγγραφες αποδείξεις…. Η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε ατύπως ενόψει της φιλικής σχέσης του ενάγοντος με τον εναγόμενο και της εντεύθεν ηθικής αδυναμίας κτήσης εγγράφων απόδειξης κατάρτισης αυτής, αφού θα κρινόταν αδικαιολόγητη η επιδίωξη από αυτόν (ενάγοντα) λήψης αποδεικτικού εγγράφου προς δέσμευση του υποχρεούμενου σε απόδοση του δανείσματος. Εξάλλου οι προσωπικές σχέσεις του ενάγοντος με τον εναγόμενο εκτός του ότι μπορεί να οδηγήσει στην κατάφαση της ηθικής αδυναμίας κτήσης έγγραφης απόδειξης της οικείας σύμβασης δανείου, κρίνεται και ικανή ώστε να καθησυχάσει τον ενάγοντα για την επιστροφή των χρημάτων του, όπως συμφωνήθηκε και να μην αμφιβάλλει για την αξιοπιστία του εναγομένου. Σε αυτή δε την ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων η εκδήλωση επιθυμίας λήψης έγγραφης απόδειξης θα αποτελούσε δυσπιστία ικανή να ψυχράνει τον δεσμό του ενάγοντος με τον εναγόμενο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έναντι του ανωτέρω δανείου κατέβαλε στην δανείστρια τράπεζα μόνο κάποιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, γεγονός, που και ο ίδιος συνομολογεί… Το ληφθέν όμως από αυτόν τον Ιούνιο του έτους 2009 ποσό της επιδότησης του ΕΣΠΑ ανερχόμενο σε 40.258,76 ευρώ δεν το κατέβαλε έναντι του δανείου στην ανωτέρω τράπεζα, παρά τις επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις του ενάγοντος και την από 10-4-2013 εξώδικη όχληση που επέδωσε ο ενάγων την 12-4-2013 στον εναγόμενο και με την οποία τον καλούσε να του καταβάλει το ποσό του δανείου και τα τραπεζικά έξοδα. Το οφειλόμενο υπόλοιπο του τραπεζικού δανείου ανέρχεται σύμφωνα με το από 10-1-2014 έγγραφο της τράπεζας … BANK στο ποσό των 98.119,63 ευρώ και ο εναγόμενος εξακολουθεί να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό αυτό από τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την αθέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων ο εναγόμενος προέβη την 19-6-2009 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/19-6-2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαριάννας Παπακυριάκου, νομίμως μεταγεγραμμένου, σε αγορά διαμερίσματος εμβαδού μικτού 76,30 τμ που βρίσκεται στο … έναντι αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος 45.000 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε κατά την ημέρα κατάρτισης του συμβολαίου… “. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του, το Εφετείο απέρριψε τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας έτσι την με αριθ. 5484/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ένδικη από 17-3-2009 αγωγή του αναιρεσιβλήτου και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να του καταβάλει το ποσό των 98.119,63 ευρώ, ως υπόλοιπο της μεταξύ τους καταρτισθείσας δανείου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 806 και 807 του ΑΚ, διότι υπό τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε προφορική σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά κυριότητα το ποσό των 100.000 ευρώ, προερχόμενο από τραπεζικό δάνειο, με τη συμφωνία να το επιστρέψει ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων προσαυξημένο από τις κάθε είδους τραπεζικές επιβαρύνσεις της τραπεζικής δανειακής σύμβασης, συμφωνία που δεν τήρησε, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών και, ως εκ τούτου, καταφάσκεται υποχρέωση του αναιρεσείοντος για απόδοση του υπολοίπου του άνω δανείου. Εξάλλου, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, καθόσον διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταρτίσεως μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως δανείου και του οφειλόμενου από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο από την αιτία αυτή ποσού, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 806 και 807 ΑΚ, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις δέχεται το Εφετείο: α) ότι στο πλαίσιο απόφασης για επαγγελματική συνεργασία των διαδίκων καταρτίστηκε μεταξύ τους το έτος 2007 προφορική σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας ο αναιρεσίβλητος μεταβίβασε στον αναιρεσείοντα κατά κυριότητα το ποσό των 100.000 ευρώ για να εξοφλήσει το τίμημα αγοράς εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου καινούργιου εξοπλισμού συνεργείου και προκειμένου να επιδοτηθεί για την επιχείρησή του αυτή από πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, και ειδικότερα στις 17-7-2007 κατέθεσε ποσό 68.715,40 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας “…”, για λογαριασμό του αναιρεσείοντος, προς εξόφληση του τιμήματος του αγορασθέντος από τον αναιρεσείοντα εξοπλισμού και, επίσης, κατέθεσε ποσό 26.284,60 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό αυτού στην … BANK, β) ότι το ποσό αυτό, προερχόμενο από τραπεζικό δάνειο του αναιρεσιβλήτου, συμφωνήθηκε να το επιστρέψει ο αναιρεσείων προσαυξημένο από τις κάθε είδους τραπεζικές επιβαρύνσεις της τραπεζικής δανειακής σύμβασης, αφενός με την πληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του τραπεζικού δανείου στην … BANK και αφετέρου με την καταβολή του ποσού της επιδότησης που θα λάμβανε από το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ στην ίδια δανείστρια τράπεζα προς εξόφληση του τραπεζικού δανείου, γ) ότι ο αναιρεσείων έναντι του ανωτέρω δανείου κατέβαλε στην δανείστρια τράπεζα μόνο κάποιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ενώ το ληφθέν από αυτόν τον Ιούνιο του έτους 2009 ποσό της επιδότησης του ΕΣΠΑ, ανερχόμενο σε 40.258,76 ευρώ δεν το κατέβαλε έναντι του δανείου στην ανωτέρω τράπεζα, παρά τις επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις του αναιρεσιβλήτου, και δ) ότι το υπόλοιπο του τραπεζικού δανείου ανέρχεται σύμφωνα με το από 10-1-2014 έγγραφο της τράπεζας … BANK στο ποσό των 98.119,63 ευρώ, το οποίο ο αναιρεσείων εξακολουθεί να οφείλει στον αναιρεσίβλητο. Πέραν των ανωτέρω, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Όλες δε οι περί του αντιθέτου συναφείς αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον: 1) δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, ως προς την αγορά του μηχανολογικού εξοπλισμού και την ένταξη στο ΕΣΠΑ, καθόσον ρητά διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι η αγορά καινούργιου εξοπλισμού συνεργείου αφορούσε την επιχείρηση του εναγομένου, όπως και η επιδότηση από πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. 2) δεν υπάρχει αντίφαση, ως προς το οφειλόμενο τελικά από τον εναγόμενο ποσό των 98.119,63 ευρώ και δη ότι αυτό αφορά το υπόλοιπο τη ένδικης σύμβασης δανείου, καθόσον αφενός μεν ρητά διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη ότι το ποσό του μεταξύ των διαδίκων δανείου προέρχονταν από τραπεζικό δάνειο που έλαβε ο ενάγων, με τη συμφωνία να το επιστρέψει ο εναγόμενος προσαυξημένο από τις κάθε είδους τραπεζικές επιβαρύνσεις της τραπεζικής δανειακής σύμβασης, αφενός μεν με την πληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του τραπεζικού δανείου στην … BANK και αφετέρου με την καταβολή του ποσού της επιδότησης που θα λάμβανε από το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ στην ίδια δανείστρια τράπεζα προς εξόφληση του τραπεζικού δανείου, αφετέρου δε ότι ο εναγόμενος δεν τήρησε την άνω συμφωνία τους, αφού κατέβαλε μόνο κάποιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με συνέπεια και το υπόλοιπο του ένδικου δανείου να ανέρχεται τελικά σε 98.119,63 ευρώ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 536/2019). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 250/2014) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996). Εξάλλου, κατά το άρθρο 138 ΑΚ, η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, συνιστά εικονική δικαιοπραξία και είναι άκυρη, άλλη όμως δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Η ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας, που έχει ως αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται κατά το άρθρ. 180 ΑΚ σαν να μην έγινε, είναι απόλυτη, καταλαμβάνοντας στο σύνολό της τη δικαιοπραξία, αφού οι μερικότεροι όροι της δεν έχουν αυτοτέλεια, δηλαδή δεν αποτελούν αντικείμενο αυτόνομης ρύθμισης. Έτσι, εικονική είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποσκοπεί στην δημιουργία εντυπώσεως στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφιστάμενη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα δε μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί συμβάσεως (όπως είναι και η σύμβαση δανείου), στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο, αρκεί δηλαδή το γεγονός ότι η δήλωση των δικαιοπρακτούντων είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται (ΑΠ 752/2020, ΑΠ 480/2019, ΑΠ 253/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν από αυτόν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση ισχυρίσθηκε ότι μεταξύ αυτού και του αναιρεσίβλητου και τρίτου προσώπου υπήρξε από το έτος 2007 επαγγελματική συνεργασία, αυτού ως βαφέα και του αντιδίκου του ως φανοποιού, υπό κοινή επαγγελματική στέγη, ότι τα χρήματα του επικαλούμενου στην αγωγή δανείου δεν καταβλήθηκαν στον ίδιο, ότι στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας τους αγοράστηκαν τα μηχανήματα, τα οποία ήταν για τις ανάγκες του αναιρεσίβλητου, ως φανοποιού, κατά το πλείστον, ότι τα χρήματα για αυτά πληρώθηκαν από τον ίδιο, ότι η αίτηση για τη χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ αφορούσε και τους τρεις συνεργάτες, ότι το επικαλούμενο δάνειο από την τράπεζα … BANK έλαβε ο αναιρεσίβλητος για λογαριασμό του, για την αγορά ακινήτου, όπως ο ίδιος ομολόγησε, και ότι η επικαλούμενη από τον αναιρεσίβλητο, με την κρινόμενη αγωγή του, σύμβαση δανείου είναι κατασκευασμένη. Επικαλούμενος δε, εν τέλει, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί συνιστούν, κατ’ εκτίμηση, ένσταση καταλυτική της αγωγής, ερειδόμενη στο άρθρο 138 ΑΚ περί εικονικότητας, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη δεν έλαβε υπόψη την ένστασή του αυτή περί εικονικότητας της επίδικης σύμβασης δανείου και ως εκ τούτου κατέστη αναιρετέα. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι με τα πιο πάνω επικληθέντα από τον αναιρεσείοντα πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνεται ένσταση εικονικότητας της επικαλούμενης από τον αναιρεσίβλητο σύμβασης δανείου, ώστε να τίθεται ζήτημα έρευνάς της ή μη, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι συνήφθη μεν μεταξύ τους άτυπη σύμβαση δανείου, πλην όμως αυτή δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, και δη ότι εν γνώσει αμφοτέρων η δήλωσή τους ήταν προσχηματική και δεν αποσκοπούσε πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της. Αντίθετα ρητά αρνείται ότι συνήφθη τέτοια σύμβαση, αποδίδοντας μάλιστα στον αναιρεσίβλητο ότι προέβη στην κατασκευή της. Σε κάθε δε περίπτωση, και από την παραδεκτή επισκόπηση τόσο των πρωτόδικων προτάσεων του αναιρεσείοντος όσο και της εφέσεώς του σαφώς προκύπτει ότι ο τελευταίος εξ αρχής αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι καταρτίσθηκε μετά του αντιδίκου του η επίδικη σύμβαση δανείου, επικαλούμενος ότι τούτο προκύπτει και από τα προαναφερθέντα γεγονότα, με βάση τα οποία όμως δεν μπορεί, έστω και κατ’ εκτίμηση, να θεωρηθεί ότι ο αναιρεσείων προέβαλε ένσταση εικονικότητας της επίμαχης σύμβασης δανείου. Ως εκ τούτου τα περιστατικά αυτά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων δεν συνιστούν πράγμα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, ώστε να μπορεί αποδοθεί η σχετική πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, την οποία σε κάθε περίπτωση έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας, και την απέρριψε “εκ των πραγμάτων”, με την παραδοχή, ως κατ` ουσίαν βασίμων, των θεμελιωτικών της αγωγής πραγματικών γεγονότων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ` του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι` αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 8/2016, Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία, που είχε επικαλεσθεί νομίμως ο διάδικος, για ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο δέχθηκε διαφορετικό πόρισμα από το αναφερόμενο στη δικαστική ομολογία (ΑΠ 1025/2019, ΑΠ 532/2016, ΑΠ 325/2007). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι εκείνη που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη, ενώ κάθε άλλη ομολογία, όπως και εκείνη που έγινε στα πλαίσια άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), καθώς και η περιεχόμενη σε άλλα έγγραφα, είναι εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΑΠ 1215/2020, ΑΠ 617/2019, ΑΠ 137/2012). Τέλος, ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως δεν θεμελιώνεται, όταν με αυτόν προβάλλεται μη λήψη υπόψη εξώδικης ομολογίας και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα έγγραφα, από τα οποία συνάγεται, κατά το λόγο αναιρέσεως, εξώδικη ομολογία (ΑΠ 271/2021, ΑΠ 116/2020, ΑΠ 131/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 γ’ ΚΠολΔ αιτίαση, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη του έγγραφα αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων προσκόμισε νόμιμα με επίκληση, και δη δεν έλαβε υπόψη του: α) αντίγραφο της 1842/2014 αίτησης αρ. 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010 του Ρ. Θ., β) αντίγραφα 2940 και 2937 αποδείξεων πληρωμής της …, γ) αντίγραφο αρ. 1227/9-7-2007 προτιμολογίου, δ) αντίγραφο ιδιωτικών συμφωνητικών υπεκμίσθωσης, ε) αντίγραφα τραπεζικών βιβλιαρίων κοινών λογαριασμών, στ) αριθμ. …/20-3-2007 σύμβαση δανείου από την Τράπεζα …, ζ) βεβαίωση … BANK για ποσό 40.258,76 ευρώ, η) αρ. … λογαριασμός συζύγου και θ) αριθμ. …/19-6-2009 συμβόλαιο συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου ρητή βεβαίωση, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, και όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις παραδοχές που εκτέθηκαν παραπάνω, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι για να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα άνω φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα, χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός τούτων. Επομένως, ο ανωτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που μέμφεται την απόφαση για την μη λήψη υπόψη των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου αναιρέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη του τη δικαστική ομολογία του αναιρεσίβλητου σε άλλη δίκη, όπου ο τελευταίος ομολογεί ότι με το δάνειο της … BANK των 100.000 ευρώ αγόρασε δικό του ακίνητο, εξειδικεύεται δε στη συνέχεια ότι η δικαστική αυτή ομολογία προκύπτει από το πρώτο από τα άνω έγγραφα που, κατά τον αναιρεσείοντα, δεν ελήφθησαν υπόψη και δη το αντίγραφο της 1842/2014 αίτησης αρ. 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010 του αναιρεσίβλητου. Ο λόγος αυτός κατά το δεύτερο σκέλος του είναι απορριπτέος, διότι δεν πρόκειται περί δικαστικής ομολογίας, αφού δεν έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε την ένδικη υπόθεση, αλλά για ομολογία που έγινε στα πλαίσια άλλης δίκης (πολιτικής) και ως εκ τούτου πρόκειται για εξώδικη ομολογία που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη του, όπως προαναφέρθηκε, και το άνω έγγραφο, από το οποίο συνάγεται, κατά τον αναιρεσείοντα, εξώδικη ομολογία του αναιρεσίβλητου, δεν θεμελιώνεται ο προκείμενος από τον αρ. 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του Κ.Πολ.Δ. “αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο”. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διατάξεως, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 532/2020, ΑΠ 846/2019, ΑΠ 503/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, “Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για την ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου…. Απαίτηση πιστωτή, η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στην αίτηση δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος κατά τον παρόντα νόμο…”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, “1. Ο οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση να επιδώσει την αίτηση στους πιστωτές και τους εγγυητές… 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5α του παρόντος νόμου αν δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση ο ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα επικύρωσης, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή ενός εκ των πιστωτών που αναφέρονται στην αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως για κάθε ζήτημα που χρήζει προσωρινής ρυθμίσεως σύμφωνα με τα άρθρα 745, 751 και 781 ΚΠολΔ, και ιδίως για την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, … “. Τέλος, κατά το άρθρο 12 του ίδιου νόμου, “Τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι συνοφειλετών ή εγγυητών του οφειλέτη, καθώς και τα δικαιώματα των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών επί του υπέγγυου αντικειμένου δεν θίγονται. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι των εγγυητών, των εις ολόκληρον υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η απαίτηση πιστωτή, η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στην αίτηση του οφειλέτη για τη ρύθμιση των οφειλών του με βάση τον Ν. 3869/2010, δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθέτησης των οφειλών του κατά τον νόμο αυτό και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων του πιστωτή κατά του οφειλέτη για τη συγκεκριμένη απαίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για μη απόρριψη ως απαραδέκτου της ένδικης αγωγής. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι την 4-9-2013 κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης αίτηση υπαγωγής του στο ν. 3869/2010, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 2-4-2019 και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 15.477/2013 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης με την οποία διατάχθηκε μεταξύ άλλων και η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του και ότι βάσει του άρθρου 12 του ν. 3869/2010 η κρινόμενη αγωγή είναι απαράδεκτη, αφού η ένδικη αγωγή του αναιρεσίβλητου ασκήθηκε μετά την κατάθεση της άνω αίτησής του και την έκδοση της προσωρινής διαταγής. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό του αναιρεσείοντος, τον οποίο ο τελευταίος επανέφερε με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ως μη νόμιμο, με τις εξής σκέψεις: “Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι την 4-9-2013 κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθμ. Έκθ. Κατάθ. 15477/2013 αίτηση – υπαγωγής το ν. 3869/2010 για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 2-4-2019 και επί της οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 15.477/2013 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης με την οποία διατάχθηκε μεταξύ άλλων και η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του και ότι βάσει του άρθρου 12 του ν.3869/2010 η κρινόμενη αγωγή είναι απαράδεκτη. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα αναφερόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί λόγος απαραδέκτου της αγωγής, διότι κατά τα εκτιθέμενα σε αυτόν, αφενός δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση υπαγωγής στο ν. 3869/2010 και αφετέρου η ένδικη απαίτηση δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των επιδίκων απαιτήσεων της ανωτέρω αίτησης του εναγομένου…”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, αφού πράγματι η ένδικη απαίτηση δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των επιδίκων απαιτήσεων της ανωτέρω αίτησης του αναιρεσείοντος, ο οποίος μάλιστα ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να συμπεριλάβει μία οφειλή που δεν γνώριζε ότι υπάρχει, και ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της έκδοσης ή μη απόφασης επ’ αυτής, δεν ετίθετο ζήτημα απαραδέκτου της ασκηθείσας από τον αναιρεσίβλητο αγωγής.
Συνεπώς, ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Λόγω δε του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε και συνεπώς δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα, δεν πρέπει να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Οκτωβρίου 2018 αίτηση του Δ. Κ. για αναίρεση της με αριθ. 2216/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, παραβόλου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ