Αριθμός 863/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Διονυσία Μπιτζούνη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’αριθ. 194/2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου και Στυλιανό Δαρέλλη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Γ. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, για αναίρεση της υπ’αριθ. 173/2019 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ασφαλιστική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “E… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (ως καθολική διάδοχος μετά από συγχώνευση δια απορροφήσεως της “Α… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΕ”, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 24.6.2019 και με αριθμό 503/2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 973/2019.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24 Ιουνίου 2019 με αριθμό 503/2019 αίτηση του Ε. Γ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 173/2019 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α Π Κ για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και το οποίο υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) έτη υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, με τον περιοριστικό όρο της εμφάνισής του, το 1° πενθήμερο κάθε δεύτερου μήνα στο Α/Τ του τόπου κατοικίας του, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθ’ όσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 06.06.2019 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 25.06.2019, με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 473 παρ. 2,3, 474 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ, όπως ίσχυαν πριν τον Ν.4620/2019, εφαρμόζονται όμως στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα άρθρα 585 και 589 παρ. 2 του νέου ΚΠοινΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν την 1.7.2019), περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ). Είναι επομένως τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατ’ ουσίαν.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4619/2019, ο οποίος άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 460 αυτού, από την 1η Ιουλίου 2019: “1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενο εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.”.
Κατά δε το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ όπως ισχύει, κατά τα ανωτέρω, από την 1η Ιουλίου 2019: “1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.”.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 381 παρ. 1 εδ α του νέου ΠΚ: “Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2, 377 και 378 παρ. 1 εδάφ. β’ απαιτείται έγκληση.”. Τέλος, κατά το άρθρο 464 του νέου ΠΚ “Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδο τους.” Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του επέρχεται ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των δύο ή περισσότερων διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθε μία και εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος επιβαρύνεται το ίδιο από αμφοτέρους ή όλους τους νόμους, τότε είναι εφαρμοστέος ο νόμος που ίσχυσε κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης (ΑΠ 1348/2003).
Εν προκειμένω, από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας, και τα οποία εκτίθενται αναλυτικά κατωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι ο νεώτερος νόμος είναι δυσμενέστερος καθώς η υπεξαίρεση για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ανερχόμενη σε 214.127,66 ευρώ, παραμένει επομένως κακουργηματικού χαρακτήρα και για την τιμώρησή της ο νέος ΠΚ προβλέπει σωρευτικά με την ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών και την επιβολή χρηματικής ποινής. Εφαρμοστέες, συνεπώς, είναι οι διατάξεις του άρθρου 375 ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους, κατά τα ανωτέρω.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο αυτής, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει “ξένο”, υπό την έννοια ότι ευρίσκεται σε ξένη, σε αναφορά προς τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο Αστικό Δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξης στην κατοχή του, γ) να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον δράστη, δηλαδή χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο σχετικό δικαίωμα που του παρέχει το Δίκαιο. Ως ιδιοποίηση θεωρείται κάθε πράξη εκδηλωτική της εκ μέρους του κατέχοντος το πράγμα πρόθεσης να το ενσωματώσει στην δική του περιουσία, χωρίς δηλαδή να αρκεί πρόθεση ιδιοποίησης, έστω και αν ανακοινώθηκε σε τρίτο, αλλά απαιτείται έμπρακτη εκδήλωση εξωτερικής συμπεριφοράς, που μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικώς ως πραγμάτωση της θέλησης για ιδιοποίηση. Για να στοιχειοθετείται δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ” αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση κατά το άρθρο 719 ΑΚ να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που αποκτά από την εκτέλεση της εντολής είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά είτε κατ’ άλλον τρόπο. Γι’ αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 375 παρ. 2 του ΠΚ δεν περιλαμβάνεται και εκείνη της ιδιότητας του θεματοφύλακα και επομένως ο υπαίτιος που ιδιοποιείται παρανόμως το πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με σύμβαση παρακαταθήκης, δηλαδή το κατέχει, ως θεματοφύλακας, δεν διαπράττει κακουργηματική υπεξαίρεση. Όταν όμως κατά τη σύμβαση, εισπράττει χρήματα σε εκτέλεση εντολής και για λογαριασμό του εντολέα, για να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες και προκειμένου μετ’ αφαίρεση ορισμένου ποσού συμφωνημένης προμηθείας του να αποδώσει το υπόλοιπο στον εντολέα του, η υποχρέωση για φύλαξη του υπολοίπου των εισπραττομένων χρημάτων μέχρι την απόδοσή τους, είναι συνέπεια της σύμβασης της εντολής, η δε πρόσθετη αυτή ευθύνη του εντολοδόχου κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό του εντολέα του, δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως εντολοδόχου ως προς την είσπραξη για λογαριασμό του εντολέα και την απόδοση σ’ αυτόν του χρηματικού ποσού. Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας όταν παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, που εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας στα πλαίσια σύμβασης πρακτορίας, που έχει καταρτίσει με αυτήν, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι αμοιβής (προμήθεια) να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εταιρείας αυτής και τρίτων και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα (ΑΠ 867/2014). Ο προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που είναι αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι αναγκαίος όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας του υπεξαιρεθέντος αποτελεί ζήτημα πραγματικό, αν είναι μεγάλης ή μικρής αξίας, ως αξία δε του πράγματος που είναι αντικείμενο της αξιοποίνου πράξης εννοείται ο ποσοτικός προσδιορισμός της σε χρήματα. Ο προσδιορισμός γίνεται αντικειμενικώς με βάση την αξία του στις συναλλαγές ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος και δεν λαμβάνεται υπόψη η από διάθεσης αξία για τον παθόντα που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Σχετικά με την αξία του αντικειμένου της πράξης ως ιδιαίτερα μεγάλης, η αξία είναι σχετική αναλόγως των προσώπων, του τόπου και του χρόνου και ότι ως αξία εννοείται, η πραγματική, αντικειμενική, αγοραία και όχι η από διάθεσης. Τούτο όμως δεν σημαίνει δε ότι με την έννοια “ιδιαίτερα μεγάλης αξίας”, ήθελε ο νομοθέτης σε κάθε περίπτωση προσδιορισμό από το δικαστήριο της αξίας του αντικειμένου εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας γενικά με γνώμονα ότι το ίδιο αντικείμενο που αφαιρείται από παθόντα με μικρή ή μηδαμινή περιουσία να κρίνεται ως μεγάλης αξίας, ενώ αν αυτό αφαιρείται από πρόσωπο ευκατάστατο ή με μεγάλη περιουσία να κρίνεται ως μικρής αξίας, αλλά προκύπτει ότι η πραγματική βούληση του νομοθέτη, κατά τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της κλοπής, της υπεξαίρεσης κλπ, ήταν να γίνεται ο προσδιορισμός της κατά τα ανωτέρω αντικειμενικής ανάλογα με την αξία του πράγματος στις συναλλαγές εν όψει και του ότι η ταχύτητα μεταβολής των οικονομικών συνθηκών δεν καταλείπει περιθώρια για σταθερά όρια αξίας. Τέλος, για την αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης, κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου ως μεγάλης ή μικρής είναι ζήτημα πραγματικό.
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ” αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με, την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 173/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση ως εντολοδόχος και διαχειριστής ξένης περιουσίας, το Δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος το έτος 1999 ήταν μόνος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία “ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Γ… ΕΠΕ” και με την ιδιότητα αυτή συνήψε με την εταιρία “Α… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α…” την 19.11.1999 έγγραφη σύμβαση έργου αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέθεσε στην εταιρία του τη μεσολάβηση μεταξύ αυτής (Α. Ασφαλιστικής Α…) και του κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων στην περιοχή Αττικής με κωδικό αριθμό … σε όλους τους κλάδους ασφαλίσεων. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αυτής η εταιρία του ενάγοντος παρελάμβανε τα ασφαλιστικά συμβόλαια πελατών, τους ενημέρωνε και αφού παρελάμβανε από τους πελάτες το ποσό των ασφαλίστρων, τους απέδιδε τα συμβόλαια ενώ είχε ένα χρονικό περιθώριο δύο μηνών προκειμένου να αποδώσει στην εταιρία το ποσό των ασφαλίστρων. Εξάλλου σε περίπτωση μη καταβολής των ασφαλίστρων είχε την υποχρέωση να επιστρέψει τα αντίστοιχα συμβόλαια στην εταιρία για ακύρωση. Οι εν λόγω συναλλαγές καταχωρούνταν σε λογαριασμό που τηρούσε η Α. Ασφαλιστική με το συγκεκριμένο κωδικό που προαναφέρθηκε. Η συνεργασία συνεχίστηκε και το έτος 2000, ενώ τον Μάιο του έτους αυτού υπέβαλε αίτηση στο όνομά του, προκειμένου να αλλαχθεί ο κωδικός τον οποίον καταχωρούνταν οι ανωτέρω συναλλαγές, και η αίτηση έγινε δεκτή, ο δε νέος κωδικός αριθμός ήταν …, και αναφερόταν σε όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση της μονοπρόσωπης ΕΠΕ του κατηγορουμένου κατά τη χρονική περίοδο της συνεργασίας της τελευταίας με την Α. Ασφαλιστική. Ο κατηγορούμενος ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του, όμως τον Σεπτέμβριο του έτους 2000 αποδείχθηκε ότι ο λογαριασμός παρουσίαζε υπόλοιπο 214.000 ευρώ, ποσό το οποίο υπεξαίρεσε ο ανωτέρω. Συγκεκριμένα ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι την υπεξαίρεση του προαναφερθέντος ποσού την τέλεσε ο Β. Σ. στον οποίο είχε μεταβιβάσει την επιχείρησή του από τον Μάιο του έτους 2000, το δε χρέος-οφειλή δημιουργήθηκε από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους αυτού, όμως δεν αποδείχθηκε ο προαναφερθείς αυτοτελής ισχυρισμός. Ειδικότερα 1) στην από 23.5.2000 επιστολή σε FAX του κατηγορουμένου προς την Α. Ασφαλιστική, με την οποία ζήτησε να γίνει αλλαγή στον κωδικό συνεργασίας του, δεν αναφέρεται ότι ζητήθηκε να γίνει στο όνομα του Β. Σ., αλλά αντίθετα ζητήθηκε στο όνομα του ιδίου του κατηγορούμενου 2) η αλλαγή του κωδικού ήταν συνήθης πρακτική για προμηθειακούς λόγους από διάφορους πράκτορες 3) τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία εκδόθηκαν στο χρονικό διάστημα από Μάιο έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2000 εκδόθηκαν στον κωδικό του κατηγορούμενου (29230) και στο όνομα ΑΣΦΑΛ. Γ… ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ 3) ο ίδιος ο κατηγορούμενος ουδέποτε ανέφερε ότι είχε μεταβιβάσει την εταιρία του στον Σ., αν και όφειλε να το αναφέρει 4) υπήρχε επικοινωνία του πρακτορείου του κατηγορουμένου με την Α. Ασφαλιστική για την προαναφερθείσα οφειλή του κατηγορούμενου και ουδέποτε ανέφερε αυτός ότι την υπεξαίρεση τέλεσε ο Σ 4) από το υπ’ αριθμόν 5207/29.9.2000 συμβόλαιο μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Κ. προκύπτει ότι η μεταβίβαση της μονοπρόσωπης εταιρίας του κατηγορούμενου στον Β. Σ. έγινε την 29.9.2000. Επομένως ο κατηγορούμενος όφειλε να καταβάλει στην εγκαλούσα τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, ποσού ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (214.000 ευρώ) και να επιστρέψει προς ακύρωση τα μη παραλειφθέντα ασφαλιστήρια, και παρά ταύτα αυτός ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό, το ύψος του οποίου αποδεικνύεται από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Ε. Α., το οποίο είχε εμπιστευθεί σ’ αυτόν η εγκαλούσα με την ιδιότητα του εντολοδόχου της. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη για την οποία κατηγορείται, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, το οποίο είχε αναγνωρίσει ότι συντρέχει στο πρόσωπο του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο”.
Στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο, τον αναιρεσείοντα, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, του ότι “Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2000 έως 1.3.2001, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (εν όλω) κινητά πράγματα (χρήματα), που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, το συνολικό αντικείμενο των οποίων, στο οποίο εξαρχής αυτός απέβλεψε, ανέρχεται στο ποσό των 214.127,68 ευρώ και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως μόνος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας “ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ Γ… ΕΠΕ” η οποία, με την από 19-11-1999 σύμβαση πρακτορίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με την εγκαλούσα “Α… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α…”, ανέλαβε την υποχρέωση α) να διαμεσολαβεί έναντι προμήθειας για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και την έκδοση ασφαλιστηρίων συμβολαίων αποκλειστικά από την εγκαλούσα υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση, β) να εισπράττει τα ασφάλιστρα στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας, ώστε με και από την είσπραξη τους η τελευταία να αποκτά κυριότητα σ’ αυτά και γ) να αποδίδει τα εισπραττόμενα μικτά ασφάλιστρα μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη λήξη του αντίστοιχου μήνα χρέωσης, ενώ κατά τα παρακάτω χρονικά διαστήματα εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση της παραπάνω μονοπρόσωπης ΕΠΕ τα μνημονευόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια και ο κατηγορούμενος εισέπραξε με την ιδιότητα του εντολοδόχου αλλά και του διαχειριστή της περιουσίας της εγκαλούσας, δεν απέδωσε σ’ αυτή τα σχετικά ασφάλιστρα, μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη του αντίστοιχου μήνα χρέωσης, δηλαδή την 1-2-2000 για τον πρώτο μήνα, την 1.3.2000 για τον αμέσως επόμενο μήνα κ. ο. κ. και την 1-3-2001 για τον τελευταίο μήνα λειτουργίας της σύμβασης πρακτορίας, αλλά τα ιδιοποιήθηκε κατά τους ίδιους χρόνους παράνομα. Πιο συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος εισέπραξε και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ακόλουθα χρηματικά ποσά ασφαλίστρων:
Δηλαδή ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το συνολικό χρηματικό ποσό των 214.127,68 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράγμα στο οποίο εξαρχής αυτός απέβλεπε.”.
Με τις παραδοχές του αυτές το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου πιο πάνω αδικήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα περί έλλειψης ειδικής αιτιολογίας εντοπίζονται στην, κατά τις αιτιάσεις του, αναιτιολόγητη απόρριψη του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του ότι η υπεξαίρεση τελέστηκε από τρίτο πρόσωπο, στο οποίο είχε μεταβιβάσει την επιχείρησή του και το οποίο αυτό σύνηψε τις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις και εισέπραξε τα αντίστοιχα ποσά ασφαλίστρων. Ωστόσο οι αιτιάσεις του αυτές είναι αβάσιμες, διότι το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό, τον οποίον χαρακτηρίζει αυτοτελή. Συγκεκριμένα δε, παρατίθενται ειδικώς για τον σχετικό ισχυρισμό έξι επιμέρους σκέψεις με βάση τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε αυτόν ως αναληθή. Κατά τα λοιπά, οι επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, με την επίκληση του λόγου της έλλειψης αιτιολογίας, αναφέρονται στην εσφαλμένη, κατά τους ισχυρισμούς του, εκτίμηση των αποδείξεων από το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσης του Δικαστηρίου είναι ανέλεγκτες αναιρετικά και απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον έχει ήδη υποβληθεί στις 2104.2004 η από 05.04.2004 έγκληση της παθούσας και δικαιούμενης προς τούτο, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρα 176 και 185 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24.06.2019 αίτηση του Ε. Γ. του Ε., κατοίκου … (οδού …, αρ. …) για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 173/2019 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ