Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη:
Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου, υποκείμενη βέβαια, όπως κάθε δικαίωμα, στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 19/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Σκούρτη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Εμμανουήλ ……………….
ΚΑΙ της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……….. η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σοφίας Κατσίνα.
Οι ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7-10-2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../2019, αγωγή τους κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614αρ.3,621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 3490/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 8-2-2021 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ……../10-2-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./11-2-2021.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. …..
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων, κατά της υπ΄αρ.3490/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών(εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3 621 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν.4335/23-7-2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.
Mε το άρθρο 1 παρ. 2 του ν.4046/2012 ‘’Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας’’ (ΦΕΚ Α’ 28/14-2-2012), ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στον ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ως άνω ΦΕΚ, στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι ‘’Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε` ‘’Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις’’, παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 ‘’Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης’’ παράγραφος 4.1: ‘’Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας’’ του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου’’. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε’ υπό τον τίτλο “Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις” του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, αναφέρονται αντίστοιχα στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές (ορθότερα ‘’υφιστάμενες’’ σε μετάφραση του πρωτότυπου όρου ‘’existing’’) συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. Η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο ‘’Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι’’ προβλέπει τα εξής: ‘’Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση),που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας’’. Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων, που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες για την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στις εργασιακές σχέσεις) να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης. Στη συνέχεια, κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.4046/2012 εκδόθηκε η πράξη 6 της 28-2-2012, (εφεξής Π.Υ.Σ.), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 38/28-2-2012, για τη ‘’ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.4046/2012’’. Στην τελευταία αναφέρεται, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ‘’ Έχοντας υπόψη: 1. Την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν.4046/2012 (Α’ 28), 2. Τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Ε’ ‘’Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις”, παράγραφος 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 ‘’Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης’’ παράγραφος 4.1: ‘’Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας’’ του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 και προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V στον ν. 4046/2012, 3. Το γεγονός, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.4046/2012, 4. Την ανάγκη να ρυθμιστούν αναγκαία ζητήματα για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, 5. Την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, όπως αυτές δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας και την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της, 6. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα (π.δ. 63/2005, Α’ 98), 7. Το γεγονός ότι, από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 8. Την από 28.2.2012 εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει:…Άρθρο 5 1. από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α’ 101). 2. Από την 14-2-2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)”. Με το άρθρο 6 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012) εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ. 2 του άρθρου 5 της εν λόγω υπ’ αρ.6/2012 Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ. 1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ’ αρ.6/2012 Π.Υ.Σ., που αναφέρεται στην κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, μη περιοριζόμενη στη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων με χρόνο λήξης σε συγκεκριμένο όριο ηλικίας του μισθωτού ή στη συνταξιοδότηση αυτού, δεν έχει θεσπιστεί καθ’ υπέρβαση της σχετικής ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθόσον η κατάργηση των κανονιστικών όρων εργασίας, που ορίζουν ως προς την απόλυση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διαφορετικές προϋποθέσεις, σε σχέση με αυτές που προβλέπουν ο ν. 2112/1920 και η κοινή εργατική νομοθεσία, λόγω ενσωματωμένων σε αυτές ρητρών μονιμότητας, προκύπτει από τις σχετικές με το εξεταζόμενο ζήτημα ρυθμίσεις, οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 1 παρ. 6 του εξουσιοδοτικού ν. 4046/2012, και συγκεκριμένα στις σχετικές ρήτρες της παραγράφου 29 του Κεφαλαίου Ε του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και της παραγράφου 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, οι οποίες έχουν αυτήν ακριβώς την έννοια, όπως αυτή συνάγεται από την γενικότητα της διατύπωσης αυτών [‘’αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις’’, ‘’καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας…’’] και αυτήν ακριβώς την έννοια αποδίδει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ’αρ. 6/2012 Π.Υ.Σ. (Ολ.ΑΠ 111/2017, Ολ.ΣτΕ 2307/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργαζόμενου αλλά και του εργοδότη, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ήτοι έγγραφο τύπο και καταβολή αποζημίωσης (Ολ.ΑΠ 11/2017, ο.π). Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 114/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 4 εδ. α` του π.δ410/1988‘’Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων της κείμενης Νομοθεσίας, που μέχρι τότε αφορούν το προσωπικό με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου’’, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3320/2005, ‘’Το προσωπικό με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου, το οποίο δεν υπάγεται για τη χορήγηση σύνταξης στην ασφάλιση του Δημοσίου, εφόσον συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης, δύναται να αποχωρεί από την υπηρεσία λαμβάνοντας το μεν επικουρικά ασφαλισμένο το 40%, το δε μη επικουρικά ασφαλισμένο το 50% της προβλεπόμενης από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωσης’’, ενώ κατά την παρ. 5 του άρθρου 55 του π.δ410/1988 ‘’Το ποσοστό αποζημίωσης που προβλέπεται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο αποζημίωσης του άρθρου 2 παρ. 2 του α.ν.173/1967, όπως αυτό κάθε φορά αναπροσαρμόζεται. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή από την ισχύ του ν. 993/1979’’. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν.173/1967, ‘’Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμενοι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως Νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου’’. Το ανώτατο αυτό όριο αυξήθηκε διαδοχικά και ήδη, με το άρθρο 21 παρ. 13 του ισχύοντος ν. 3144/2003, προσδιορίσθηκε στο ποσό των 15.000ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ.618/1970, ‘’Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν.173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν δια πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ` οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ` αυτού συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως Νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου’’. Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκαν, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερομένων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικά τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών (Ολ. ΑΠ 20/2006, 10/1998, 33-34/1997), αποτελούν διατάξεις Αναγκαστικού Δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι` αυτό των ευνοϊκότερων όρων των ΣΣΕ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα Νομικά Πρόσωπα ή Οργανισμούς δημόσιου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για το χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (Ολ.ΑΠ 20/2006, ΑΠ 934/2019, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 591/2015, ΑΠ 675/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην ως άνω από 7-10-2019 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι προσλήφθηκαν, από την εναγόμενη, την 1η-6-1982 ο πρώτος και την 8η-5-1985 ο δεύτερος, ως διοικητικοί υπάλληλοι αυτής, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι, στις 6-5-2016, υπέβαλαν στον ασφαλιστικό τους φορέα (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) αίτηση μερικής συνταξιοδότησης, καθώς, είχαν μεν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αλλά δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησής τους λόγω γήρατος, διότι δεν είχαν συμπληρώσει το απαιτούμενο ηλικιακό όριο των 67 ετών. Ότι, από την 1η-6-2016 λάμβαναν μερική σύνταξη, μειωμένη περαιτέρω κατά 70% λόγω του ότι συνέχισαν να εργάζονται στην εναγόμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 14 του ν. 2592/1998. Ότι, η εναγόμενη, με τις υπ’αρ. …/31-5-2019 και …./31-5-2019 αποφάσεις του τότε διευθύνοντος συµβούλου της, θεώρησε ότι οι ως άνω συμβάσεις εργασίας τους είχαν λυθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 38 παρ.2 του Κανονισμού της που προέβλεπε την αυτοδίκαιη αποχώρηση του προσωπικού αυτής λόγω ορίου ηλικίας ή λήψης σύνταξης γήρατος και την προγενέστερη, με αρ. …/22-6-2017 απόφαση του Δ.Σ. αυτής, µε την οποία είχε αποφασιστεί η αποµάκρυνση από την υπηρεσία όσων εργαζοµένων της είχε διαπιστωθεί ότι είχαν συµπληρώσει τρία έτη από την ηµεροµηνία συνταξιοδότησής τους. Ότι, οι ως άνω αποφάσεις είναι μη νόμιμες, διότι οι σχετικές διατάξεις του Κανονισµού της εναγόμενης, καθώς και η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, καταργήθηκαν µε την Π.Υ.Σ. 6/2012 και το ν. 4046/2012, σε κάθε περίπτωση δεν είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος, οπότε οι σχετικές καταγγελίες τυγχάνουν άκυρες. Ότι, πέραν τούτων, οι εν λόγω διατάξεις προσκρούουν στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, αλλά και στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Επικουρικά δε, ήτοι για την περίπτωση που θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του ν.3863/2010 δεν έχουν καταργηθεί, οι ενάγοντες υποστήριζαν ότι, η τριετία παραμονής τους ξεκινά από τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους ήτοι από 31-12-2019 για τον πρώτο και 31-12-2022 για τον δεύτερο εξ αυτών. Ότι, η εναγόμενη προέβη ακολούθως στην καταγγελία των συµβάσεων εργασίας τους, δυνάμει εξώδικων δηλώσεων που τους επιδόθηκαν στις 2-9-2019, οι οποίες, όμως, είναι ανυπόστατες, διότι δεν διατυπώθηκαν ως επικουρικές σε σχέση µε τις πρώτες, σε κάθε δε περίπτωση είναι άκυρες για τους παραπάνω λόγους, αλλά επιπροσθέτως και επειδή δεν τους καταβλήθηκε συγχρόνως με αυτές, η νόµιµη αποζηµίωση απόλυσης. Ότι, περαιτέρω, η εναγόμενη τους κοινοποίησε τις από 26-9-2019, εξώδικες δηλώσεις- γνωστοποιήσεις καταβολής αποζηµίωσης-επικουρικές καταγγελίες των συµβάσεων εργασίας τους καταβάλλοντας παράλληλα στον καθένα από αυτούς, στις 27-9-2019, ως αποζημίωση, το ποσό των 15.000 ευρώ. Ότι, η καταβληθείσα αυτή αποζημίωση, υπολείπεται της νόμιμης, που ανέρχεται στο ποσό των 61.646 ευρώ για τον πρώτο και στο ποσό των 58.946 ευρώ για τον δεύτερο των εναγόντων, καθώς, η διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του α.ν. 173/1967, που ορίζει ανώτατο όριο αποζημίωσης στους εργαζόμενους στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας κ.α., δεν τυγχάνει εφαρμογής, αφενός μεν διότι είναι αντισυνταγματική, ως αντικείμενη στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζόμενων, αλλά της οικονομικής ελευθερίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφετέρου δε, διότι η εναγόμενη, μετά τη σύσταση της Ε.Ε.ΣΥ.Π., της οποίας τυγχάνει θυγατρική και η οποία, κατά το άρθρο 84 παρ.4 του ν. 4389/2016, δεν ανήκει στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης. Ότι, επιπλέον, η καταγγελία των συμβάσεών τους είναι άκυρη και ως καταχρηστική, καθώς, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, μεθοδεύτηκε από τον αναφερόμενο στην αγωγή διευθύνοντα σύμβουλο της εναγόμενης, από εμπάθεια στο πρόσωπό τους και κατόπιν παρέμβασης μέλους της τότε Κυβέρνησης, διότι οι ίδιοι δεν ήταν αρεστοί στη Διοίκηση της εναγόμενης για πολιτικούς λόγους. Ότι, η απομάκρυνσή τους ήταν επιλεκτική και έγινε από πολιτική σκοπιμότητα, ενώ μάλιστα ήταν εξειδικευμένα και διευθυντικά στελέχη της εναγόμενης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσαν δε οι ενάγοντες, με βάση τα παραπάνω: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των γενομένων από την εναγόμενη απολύσεών τους, της υπ’ αρ. …./2-6-2017 απόφασης του Δ.Σ. αυτής και κάθε άλλης συναφούς πράξης, των από 1-9-2019 καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους, που τους επιδόθηκαν στις 2-9-2019, καθώς και των επικουρικών από 26-9-2019 καταγγελιών αυτών, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, με τα ίδια καθήκοντα και που είχαν έως και την 1η-9-2019, απειλουμένης κατά της τελευταίας, χρηματικής ποινής σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της και γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει, ως μισθούς υπερημερίας, για χρονικό διάστημα έξι μηνών από την ως άνω ημερομηνία (1-9-2019), το ποσό των 16.134 ευρώ στον πρώτο και το ποσό των 15.834 ευρώ στο δεύτερο των εναγόντων, με τον νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμo και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 3490/2020 οριστική απόφασή του με την οποία, απέρριψε τα αγωγικά αιτήματα περί αναγνώρισης της ακυρότητας των υπ΄αρ. …./31-5-2019 και …../31-5-2019 αποφάσεων του δ/ντοs συμβούλου της εναγόμενης και της ως άνω από 22-6-2017 απόφασης του Δ.Σ. αυτής, ως απαράδεκτα, διότι η αγωγή ασκήθηκε μετά το πέρας της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του ν.3198/1955, αντίθετα με τα αιτήματα περί αναγνώρισης της ακυρότητας των από 1-9-2019 ένδικων καταγγελιών, που επιδόθηκαν στους ενάγοντες στις 2-9-2019, και των από 26-9-2019 επικουρικών καταγγελιών, ως προς τα οποία, η αγωγή παραδεκτά έχει ασκηθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας, καθώς αυτή (αγωγή) επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 21-11-2019, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …./21-11-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………… Οι ενάγοντες -εκκαλούντες παραπονούνται με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, ότι, κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, ως προς τα ανωτέρω αιτήματά της περί αναγνώρισης της ακυρότητας των προαναφερθεισών αποφάσεων του δ/ντος συμβούλου και του Δ.Σ της εναγόμενης, καθώς οι εν λόγω αποφάσεις δεν τους είχαν κοινοποιηθεί, οπότε, ακόμη κι αν ανεπισήμως γνώριζαν την ύπαρξή τους, δεν αφετηριάζεται η ως άνω αποσβεστική προθεσμία για την προσβολή τους. Ο ως άνω λόγος της έφεσης, όμως, πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα, που οι ίδιοι οι ενάγοντες απέστειλαν στη Διοίκηση της εναγόμενης, αυτοί γνώριζαν την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων τουλάχιστον από τις 2-6-2019, γεγονός που δεν αρνούνται, αλλά ισχυρίζονται ότι αυτό είχε γίνει ατύπως. Ωστόσο, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο Υπηρεσιακό σημείωμα της Προϊσταμένης του Τμ. Κεντρικής Γραμματείας της εναγόμενης, όλες οι αποφάσεις της τελευταίας (δηλ. και οι ανωτέρω) κοινοποιούνται σε όλες τις Δ/νσεις της εταιρείας και λαμβάνουν γνώση οι δ/ντές αυτών, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος διακίνησης εγγράφων ‘………., που χρησιμοποιεί η ‘…….’’ για τη διακίνηση της εσωτερικής και εξωτερικής αλληλογραφίας της.
Ακολούθως, με την εκκαλουμένη απόφαση, η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη όσον αφορά στα αιτήματά της με τα οποία ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων ως καταχρηστικών καθώς και η προσβολή των από 1-9-2019 καταγγελιών αυτών, λόγω μη ταυτόχρονης καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης, ενώ ως προς τα λοιπά αιτήματά της, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Στη συνέχεια, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη. Συγκεκριμένα, ως μη νόμιμα απορρίφθηκαν τα αγωγικά αιτήματα με τα οποία ζητείτο α) η αναγνώριση της ακυρότητας των από 1-9-2019 και από 26-9-2019, απολύσεων των εναγόντων για τον λόγο ότι με την Π.Υ.Σ. 6/2012 και τον ν.4046/2012 καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του Κανονισμού του Προσωπικού της εναγόμενης (Γ.Κ.Π.) που προέβλεπαν την αυτοδίκαιη αποχώρηση του προσωπικού της εταιρείας με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με λήψη σύνταξης γήρατος, ως και η διάταξη του άρθρου 10 παρ.20 ν. 3863/2010, και κατ΄επέκταση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, δεν υφίστατο αιτία για τις επίδικες καταγγελίες και β) η αναγνώριση της ακυρότητας των επικουρικών καταγγελιών των συμβάσεων των εναγόντων για τον λόγο ότι δεν τους καταβλήθηκε η προσήκουσα αποζημίωση αλλά μειωμένη, ύψους 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά στο πρώτο ως άνω αίτημα, ορθώς έκρινε ότι, μετά την κατάργηση από 14-2-2012, με βάση όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, των λεγόμενων ρητρών μονιμότητας, δηλαδή, των κανονιστικών εκείνων όρων με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά, θεωρείται κατηργημένη και η παρ. 2 του άρθρου 38 του Γ.Κ.Π. της εναγόμενης, στην οποία προβλέπονταν περιοριστικά συγκεκριμένοι λόγοι για την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας του προσωπικού και κατά συνέπεια η εναγόμενη διατηρεί το δικαίωμα της αναιτιώδους καταγγελίας της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων με τις διατυπώσεις που ορίζονται στις διατάξεις των ν. 3198/1955 και 2112/1920, όπως ισχύουν (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημίωσης), όπως θα αναφερθεί και παρακάτω. Ακόμη, σχετικά με το ως άνω δεύτερο απορριφθέν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αίτημα, οι ενάγοντες παραπονούνται, με τον έβδομο (τελευταίο) λόγο της ένδικης έφεσής τους, ότι, κακώς η εκκαλουμένη θεώρησε ότι τους καταβλήθηκε νομίμως η μειωμένη αποζημίωση των 15.000 ευρώ. Κι αυτό διότι, όπως υποστηρίζουν (οι ενάγοντες),η διάταξη του προβλέπει τη μειωμένη αυτή αποζημίωση απόλυσης για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας, είναι αντισυνταγματική αλλά και αντίθετη στο άρθρο 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ως αντικείμενη κυρίως στις αρχές της ισότητας αλλά και της προστασία της περιουσίας. Ότι, σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη, κατά το άρθρο 84 ν. 4389/2016 δεν ανήκει στο δημόσιο ή στον ευρύτερο τομέα, οπότε δεν εφαρμόζονται ως προς τους εργαζόμενους σε αυτήν οι διατάξεις που θεσπίζουν ανώτατο όριο αποζημίωσης απόλυσης. Οι αιτιάσεις αυτές, όμως, των εναγόντων – εκκαλούντων δεν ελέγχονται ως βάσιμες κι επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει κι ο ως άνω λόγος της έφεσης. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας, οι προαναφερθείσες διατάξεις που θέτουν ανώτατο όριο αποζημίωσης απόλυσης στους προαναφερόμενους μισθωτούς, δεν είναι αντισυνταγματικές, καθώς ο περιορισμός αυτός θεσπίστηκε για λόγους γενικότερου συμφέροντος, για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων οργανισμών και επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικά τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα Νομικά Πρόσωπα ή Οργανισμούς δημόσιου χαρακτήρα. Εξάλλου, η εναγόμενη εταιρεία, προήλθε από συγχώνευση των εταιρειών ‘…….’’ και ‘……’’, δυνάμει της υπ’ αρ. ……/10-6-2011 πράξης συγχώνευσης των Υπουργών Οικονομικών, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (ΦΕΚ Β 1454/17-6-2011) και δη με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη και μετονομασία της απορροφώσας εταιρείας σε ‘………… και εποπτεύεται από τον αρμόδιο Υπουργό Συγκοινωνιών. Προσφέρει δηλ. σημαντικές υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση των αναγκών του πολιτών. Δεδομένου δε ότι, όπως επίσης εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, αποφασιστικό στοιχείο για το χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, η εναγόμενη εμπίπτει στην έννοια των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, υπέρ των οποίων ισχύει ο εν λόγω περιορισμός της αποζημίωσης λόγω απόλυσης, προς διασφάλιση της περιουσίας της και προς αποφυγήν της επιβάρυνσης του κόστους της αστικής μεταφοράς. Συνεπώς οι ενάγοντες δεν δικαιούνται αποζημίωσης απόλυσης μεγαλύτερης των 15.000 ευρώ, η οποία τους καταβλήθηκε, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό ως άνω αγωγικό αίτημα περί ακύρωσης των απολύσεών τους για το λόγο αυτό, ως μη νόμιμο.
Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι ενάγοντες – εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, πλην των ως άνω ήδη απαντηθέντων, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους κατά της αντιδίκου τους.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι του μάρτυρα των εναγόντων ………… και της μάρτυρα της εναγόμενης ……, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθώς και από τις υπ’ αρ. ……, …. και …/10-6-2020 ένορκες βεβαιώσεις των …………., αντίστοιχα, που προσκομίζουν οι ενάγοντες και οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ……/4-6-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……..) και την υπ΄αρ. …./15-6-2020 ένορκη βεβαίωση του ….……., που επίσης προσκομίζουν οι ενάγοντες, η οποία λήφθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατόπιν σχετικής δήλωσης του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που ισχύει ως κλήτευση της αντιδίκου τους και η οποία επίσης περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά αυτού, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: (Σημειωτέον ότι, σχετικά με την υπ΄αρ. …/15-6-2020 ως άνω ένορκη βεβαίωση, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγόντων που προβάλλεται με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης, ορθώς δεν είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω σιγή, διότι δεν αναφέρεται σ΄αυτήν, ότι έγινε προς αντίκρουση των ισχυρισμών, που προτάθηκαν από την εναγόμενη το πρώτον με τις προτάσεις της, όπως απαιτείται για το παραδεκτό των ένορκων βεβαιώσεων, που λαμβάνονται μετά τη συζήτηση και εντός της προθεσμίας προσθήκης – αντίκρουσης (ΑΠ 667/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Λαμβάνεται, όμως, υπόψη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου επιτρέπεται, κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων).
Ο πρώτος ενάγων, γεννηθείς στις 17-12-1952, ο οποίος είναι πτυχιούχος πολιτικός μηχανικός, προσλήφθηκε την 1η-6-1982, με την ειδικότητα του υπαλλήλου και ειδικότερα εργάστηκε στην εταιρεία ‘……….’’ από 1-6-1982 έως5-7-2011 και στην εναγόμενη εταιρεία ‘…………’’, που προέκυψε μετά τη συγχώνευση των εταιρειών ‘………’’ και ‘………’’, από 6-7-2011 έως 31-8-2019, ως Διευθυντής Παραγωγής Συγκοινωνιακού Έργου. Ο δεύτερος ενάγων, γεννηθείς στις 25-6-1955, ο οποίος είναι πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός, προσλήφθηκε στις 8-5-1985, με την ειδικότητα του υπαλλήλου και εργάστηκε στην εταιρεία ‘……….’’ από 8-5-1985 έωs 5-7-2011 και στην εναγόμενη εταιρεία από 6-7-2011 έως 31-8-2019. Οι ενάγοντες, ως μηχανικοί, που είναι ασφαλισμένοι στο Ταμείο Σύνταξης Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 915/1979, όπωs ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τα άρθρα 10 του Ν. 3863/2010 και την παρ. ΙΑ.4 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Προέκυψε δε ότι, αυτοί (ενάγοντες), υπέβαλαν στις 6-5-2016, στον ανωτέρω ασφαλιστικό τους φορέα αίτηση συνταξιοδότησης, έλαβαν δε (από την 1η-6-2016) σύνταξη μειωμένη κατά 70%, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.14 του ν. 2592/1998, καθότι δήλωσαν προς τον ασφαλιστικό τους οργανισμό, ότι θα συνεχίσουν να εργάζονται στην εναγόμενη. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, κατόπιν των ως άνω σχετικών αιτήσεων των εναγόντων, εκδόθηκε η υπ’αρ. …/2017 απόφαση της Προϊσταμένης της Περιφερειακής Δ/νσης Συντάξεων και Ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία χορηγήθηκε, από 1-6-2016, στον πρώτο ενάγοντα, που είχε συνολικό συντάξιμο χρόνο ασφάλισης 40 ετών, το μηνιαίο ποσό των 305,68 ευρώ για κύρια σύνταξη (αρχικό ποσό σύνταξης 1.018,95 ευρώ, μειωμένο κατά 70%, λόγω συνέχισης της εργασίας) και το μηνιαίο ποσό των 406,56 ευρώ ως ειδική προσαύξηση (αρχικό ποσό 1.355,20 ευρώ μειωμένο κατά 70%), καθώς και η υπ’αρ. …./2017 απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε, επίσης από 1-6-2016, στον δεύτερο ενάγοντα, που είχε συνολικό συντάξιμο χρόνο ασφάλισης για την κύρια σύνταξη 40 ετών, το μηνιαίο ποσό των 305,68 ευρώ για κύρια σύνταξη (αρχικό ποσό 1.018,95 ευρώ, μειωμένο κατά 70% λόγω συνέχισης της εργασίας) και το μηνιαίο ποσό των 396,39 ευρώ ως ειδική προσαύξηση (αρχικό ποσό 1.321,32 ευρώ μειωμένο κατά 70%). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 20-6-2017 η Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της ‘………’’, υπέβαλε στο Δ.Σ. αυτής έγγραφη εισήγηση με θέμα ‘’Συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται’’, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή της, από 19-6-2017 με αρ.πρωτ. ……./19-6-2017, σχετικής γνωμοδότησης της νομικής συμβούλου της εταιρείας ………, ενώ το Δ.Σ., με την υπ’αρ. ……../22-6-2017 απόφασή του, αποφάσισε ομόφωνα την αποδοχή της γνωμοδότησης, ήτοι την απομάκρυνση από την εταιρεία όσων εργαζομένων διαπιστωθεί ότι έχουν συμπληρώσει τρία έτη εργασίας σε αυτήν από την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους. Ακολούθως, στις 26-9-2018, η Δ/νση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγόμενης υπέβαλε σχετικό ερώτημα στη Δ/νση Νομικής Υποστήριξης, με αρ. πρωτ. …../26-9-2018 και θέμα ‘’Συνταξιοδότηση Προσωπικού’’, επί του οποίου η τελευταία απέστειλε, σχετικά με το θέμα αυτό, το με αρ.πρωτ……./9-10-2018 υπηρεσιακό σημείωμα, υπογεγραμμένο από την προαναφερθείσα νομική σύμβουλο, σύμφωνα με το οποίο, κατά τον άρθρο 38 παρ.1α του Γ.Κ.Π. της εναγόμενης, οι εργαζόμενοι αυτής απολύονται από την υπηρεσία μόνον όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους και όχι μειωμένης σύνταξης από τον ασφαλιστικό τους φορέα, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, καθώς τέτοιο όριο δεν καθορίζεται με τον Κανονισμό, αρμόδιος δε να αποφανθεί για τα ηλικιακά όρια αποχώρησης των εργαζομένων τυγχάνει ο ασφαλιστικός φορέας Ε.Φ.Κ.Α. Κατόπιν αυτών και αφού προηγουμένως η εναγόμενη είχε λάβει με εισαγγελική παραγγελία τις ανωτέρω αποφάσεις συνταξιοδότησης των εναγόντων, ο δ/νων σύμβουλός της εξέδωσε τις υπ’ αρ. …./31-5-2019 και …../31-5-2019 αποφάσεις για τον πρώτο και δεύτερο των εναγόντων, αντίστοιχα, με τις οποίες αποφασίστηκε η λύση της εργασιακής σχέσης αυτών, από 1-9-2019, με την αιτιολογία ότι αυτοί είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης από 6-5-2016. Σε εκτέλεση δε των ως άνω αποφάσεων επιδόθηκαν στους ενάγοντες στις 2-9-2010, όπως, αποδεικνύεται από τις υπ’αρ. ….. και ……/2-9-2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……., οι, από 1-9-2019, έγγραφες καταγγελίες της σύμβασης εργασίας τους, με αιτιολογία την συνταξιοδότησή τους. Επίσης, στις 27-9-2019, επιδόθηκαν στους ενάγοντες, δυνάμει των υπ’αρ. …… και ……/27-9-2019 εκθέσεων επίδοσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, οι από 26-9-2019 εξώδικες δηλώσεις γνωστοποίησης καταβολής αποζημίωσης-επικουρικές καταγγελίες σύμβασης εργασίας, με τις οποίες η εναγόμενη τους γνωστοποιούσε ότι είχε καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 15.000 ευρώ σε καθέναν από αυτούς, ενώ περαιτέρω προέβη και σε επικουρική καταγγελία των συμβάσεών τους, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η ως άνω από 1-9-2019 καταγγελία αυτών, έπασχε για οποιονδήποτε λόγο, από ακυρότητα.
Όπως προαναφέρθηκε, οι ρήτρες μονιμότητας, που ενυπήρχαν σε συμβάσεις εργασίας, θωρούνται καταργημένες, από 14-2-2012, οπότε η εργοδότρια εναγόμενη εταιρεία, έχει έκτοτε το δικαίωμα (αναιτιώδους) καταγγελίας της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων της, και εν προκειμένω των εναγόντων, εφόσον τηρήσει τις νόμιμες προϋποθέσεις του έγγραφου τύπου και καταβολής αποζημίωσης. Οι προϋποθέσεις αυτές τηρήθηκαν στην ένδικη περίπτωση, ήδη με την αρχική από 1-9-2019 έγγραφη καταγγελία, που επιδόθηκε στους ενάγοντες στις 2-9-2019, η δε καταβληθείσα σε αυτούς αποζημίωση απόλυσης (ποσού 15.000 ευρώ) αφενός μεν ήταν η προσήκουσα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, αφετέρου δε η καταβολή της αποζημίωσης αυτής, που έλαβε χώρα στις 27-9-2019, κρίνεται ότι έγινε εντός εύλογου χρόνου, δεδομένου ότι, οι πληρωμές της εναγόμενης γίνονται μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών, την 27η ημέρα κάθε μήνα. Οπότε ο ισχυρισμός των εναγόντων περί ακυρότητας των καταγγελιών αυτών λόγω μη ταυτόχρονης καταβολής της αποζημίωσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη. Εξάλλου, οι ενάγοντες στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους υποστηρίζουν ότι, με αντιφατικές αιτιολογίες η εκκαλουμένη, ενώ δέχθηκε την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας με το άρθρο 5 της Π.Υ.Σ. 6/2012, στις οποίες εμπίπτει και η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 38 του Γ.Π.Κ της εναγόμενης, εντούτοις δεν διαπίστωσε, ως όφειλε, το ίδιο (ήτοι την κατάργηση) ως προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν.3863/2010, που προέβλεπε τη δυνατότητα παραμονής στην υπηρεσία των συνταξιοδοτούμενων υπαλλήλων, εφόσον υπέβαλαν σχετική αίτηση προς την εργοδότρια, με μέγιστο χρόνο περαιτέρω παραμονής τα τρία έτη, εκτός κι αν δεν θεμελίωναν δικαίωμα συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη. Ο λόγος αυτός όμως της έφεσης δεν είναι βάσιμος, διότι η εκκαλουμένη δεν έκρινε ότι η διάταξη αυτή συνεχίζει να ισχύει, αλλά αποφάνθηκε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, (ανεξαρτήτως της ισχύος της ή όχι), οι ενάγοντες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή τους, δεν είχαν υποβάλλει σχετική αίτηση στην εναγόμενη, οπότε δεν συνδέονται οι ισχυρισμοί τους με σχετικό αίτημα αυτής και συνεπώς αλυσιτελώς προβάλλονται. Επίσης, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, οι ενάγοντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ως άνω υπ΄αρ. … και …./2017 αποφάσεων της Προϊσταμένης της Περιφερειακής Δ/νσης Συντάξεων και Ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α., με τις οποίες χορηγήθηκε σε αυτούς, αντίστοιχα, σύνταξη ως ανωτέρω, καθώς δέχθηκε ότι τους χορηγήθηκε πλήρης σύνταξη, ενώ η αλήθεια είναι ότι είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα αλλά όχι πλήρους σύνταξης. Ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Κι αυτό διότι, ακόμη κι αν δεν είχαν συμπληρώσει τέτοιο δικαίωμα, όπως προεκτέθηκε, δεν δεσμεύεται η εργοδότριά τους – εναγόμενη να προβεί σε καταγγελία των συμβάσεών τους, η οποία δεν πάσχει από ακυρότητα ακόμη κι αν η σχετική αιτιολογία που αναφέρεται σε αυτήν είναι ‘’ελαττωματική’’, αφού δεν απαιτείται η ύπαρξη αιτίας για το κύρος της, ελέγχεται δε, εφόσον έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και η καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης, όπως συνέβη εν προκειμένω κατά τα προαναφερθέντα, μόνο ως προς την τυχόν καταχρηστικότητά της. Πέραν τούτου, δεν υφίσταται παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, όταν το Δικαστήριο της ουσίας οδηγήθηκε, από την ανάγνωση του εγγράφου, σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο διάδικος θεωρεί ορθό (ΑΠ 799/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τον έκτο λόγο της έφεσής τους, οι ενάγοντες υποστηρίζουν, επικουρικά, ότι, οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρες, διότι οι διατάξεις των άρθρων 38 παρ.2 του Γενικού Κανονισμού της εναγόμενης και του άρθρου 10 παρ.20 ν. 3863/2010, τις οποίες επικαλείται η τελευταία για τις απολύσεις τους, αντίκειται στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεσή τους. Ωστόσο, κι αυτός ο λόγος της έφεσης αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω και στη σχετική μείζονα σκέψη, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία με συνέπεια το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Ανεξαρτήτως δηλ. του αν οι ως άνω επικαλούμενες ως αιτία της απόλυσης των εναγόντων από την εργοδότριά τους – εναγόμενη διατάξεις ήταν ήδη κατά το χρόνο αυτής, καταργημένες, όπως προαναφέρθηκε, ή ακόμη κι αν αυτές θεωρηθεί ότι αντίκειτο στην παραπάνω επικαλούμενη από τους εκκαλούντες αρχή, αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της καταγγελίας.
Περαιτέρω, ως προς τον αγωγικό ισχυρισμό των εναγόντων περί ακυρότητας των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους, ως καταχρηστικών, το παρόν Δικαστήριο, όπως και το πρωτοβάθμιο, κρίνει ότι δεν προέκυψε καταχρηστικότητα αυτών, οπότε ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμος, απορριπτομένων ως εκ τούτου και των σχετικών περί του αντιθέτου λόγων της έφεσης. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι οι απολύσεις τους έγιναν από εμπάθεια στο πρόσωπό τους για ιδεολογικοπολιτικούς λόγους. Αντίθετα, από τα παραπάνω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, συνάγεται η βούληση της εναγόμενης εταιρείας, κατόπιν και της ως άνω σχετικής εισήγησης της νομικής της συμβούλου, να λύσει στις συμβάσεις εργασίας των εργαζόμενων σε αυτήν, που είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και είχαν επιπλέον συνεχίσει να εργάζονται επί τρία έτη μετά από αυτήν. Αυτό αναφέρεται δε ως αιτιολογία τις καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων αλλά και άλλων εργαζομένων (24 συνολικά). Το γεγονός ότι οι σχετικές ρήτρες θεωρούνται, από το έτος 2012, καταργημένες, οπότε η αιτιολογία αυτή δεν έχει πλέον νομικό έρεισμα (πράγμα στο οποίο αφορά και η επικαλούμενη από τους ενάγοντες γνωμοδότηση του δικηγόρου ………..), δεν καθιστά τις καταγγελίες άκυρες, όπως πολλάκις αναφέρθηκε, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα αυτών. Από την αναφερόμενη, ωστόσο, στις καταγγελίες αλλά και στις ως άνω σχετικές αποφάσεις της εναγόμενης, αιτιολογία, καταδεικνύεται ότι, σκοπός της (εναγόμενης) δεν ήταν η μεθοδευμένη από την τότε Διοίκηση και ιδιαίτερα από τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής ……….., απόλυσή τους, η οποία έγινε από εμπάθεια εναντίον των εναγόντων, όπως οι τελευταίοι υποστήριξαν πρωτοδίκως, αλλά και με την κρινόμενη έφεσή τους (στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της).Τουναντίον, συνάγεται ότι, σκοπός της Διοίκησης της εναγόμενης ήταν να υπάρξει μια γενικότερη διευθέτηση, στα πλαίσια της επιχειρηματικής πολιτικής της επιχείρησης, του ζητήματος των εργαζόμενων σε αυτήν, που είχαν συνταξιοδοτηθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση απλού προσωπικού και εξειδικευμένων στελεχών, όπως πειστικά καταθέτει και η μάρτυρας της εναγόμενης εταιρείας …………- Διευθύντρια Ανθρωπίνου Δυναμικού αυτής. Η ίδια μάρτυρας, η οποία ήταν η Εισηγήτρια για την αποδοχή από το Δ.Σ. (με την προαναφερθείσα από 22-6-2017 ομόφωνη απόφασή του) της γνωμοδότησης της ως άνω νομικής συμβούλου, αναφέρει κατηγορηματικά ότι δεν υπήρξαν πιέσεις από τον Υπουργό της τότε Κυβέρνησης ………., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Κάποια δε δημοσιεύματα σε μη εγνωσμένης εγκυρότητας, διαδικτυακές ιστοσελίδες, που οι τελευταίοι επικαλούνται, δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, για την ύπαρξη πολιτικής σκοπιμότητας στις καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων. Κατά το χρόνο μάλιστα λήψης της ως άνω απόφασης, δ/νων σύμβουλος της εταιρείας ήταν ο …… και όχι ο ……., ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα μεταγενέστερα και απλώς προέβη στην εφαρμογή της. Άλλωστε και μετά την αλλαγή του δ/ντος συμβούλου ……., η Διοίκηση της εναγόμενης εταιρείας επιμένει ότι οι λόγοι για τους οποίους έλαβε χώρα η απόλυση ήταν γενικότερου σχεδιασμού της επιχείρησης και αφορούσαν ευρύτερο κύκλο εργαζομένων, που είχαν συμπληρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Το γεγονός δε ότι, πέραν των εναγόντων, απολύθηκαν και άλλοι 22 υπάλληλοι, είναι ενισχυτικό της κρίσης περί έλλειψης επιλεκτικής εμπάθειας, στο πρόσωπο των εναγόντων. Ο ισχυρισμός τους, που αναπτύσσουν στο τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, ότι οι ως άνω υπάλληλοι, αντίθετα με τους ίδιους, συναίνεσαν στην αποχώρησή τους, πλην των ……….. και …… ………, οι οποίοι προσέφυγαν στα δικαστήρια και δικαιώθηκαν, αληθής υποτιθέμενος, δεν συνηγορεί στο να χαρακτηρισθούν οι καταγγελίες των συμβάσεων των εναγόντων καταχρηστικές. Όπως προκύπτει δε από την επικαλούμενη από τους ενάγοντες σχετική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ΄αρ.119/2021), οι απολύσεις των δύο ως άνω υπαλλήλων, κρίθηκαν άκυρες, διότι δεν είχε επιδοθεί σε αυτούς έγγραφη καταγγελία, συνθήκη που δεν συντρέχει στην ένδικη υπόθεση. Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι κάποιοι υπάλληλοι, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, αν και είναι μεγαλύτερης ηλικίας από αυτούς, παραμένουν στην εταιρεία, μπορεί να καταστήσει καταχρηστικές τις επίδικες καταγγελίες. Ακόμη, οι ενάγοντες στο δεύτερο λόγο της έφεσης, ισχυρίζονται ότι ενδεικτικές της εμπάθειας προς το πρόσωπό τους είναι και οι υπ΄αρ. …../4-12-2018 και …/4-12-2018 αποφάσεις του ως άνω δ/ντος συμβούλου της εναγόμενης. Με την πρώτη εξ αυτών, αποφασίστηκε η ανάθεση καθηκόντων διευθυντή στον Προϊστάμενο τμήματος ………., στη Δ/νση ………., τον οποίο ο διευθυντής ……….. (πρώτος ενάγων) θα συνεπικουρεί έως την αποχώρησή του από την Υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης. Η απόφαση αυτή αναφέρει ότι είναι προσωρινή μέχρι των τακτικών κρίσεων του προσωπικού και τελικά ανακλήθηκε από τον δ/ντα σύμβουλο, όταν διαμαρτυρήθηκε ο πρώτος ενάγων. Με τη δεύτερη ως άνω απόφαση μετακινήθηκε ο δεύτερος ενάγων από τη Δ/νση ……. στη Δ/νση ………… Δεν προέκυψε, όμως, ότι οι παραπάνω αποφάσεις λήφθησαν από τον εν λόγω δ/ντα σύμβουλο, λόγω πολιτικής αντιπαλότητας με τους ενάγοντες, καθώς στα πλαίσια της γενικότερης επιχειρησιακής στρατηγικής της εταιρείας αποχώρησης των εργαζόμενων συνταξιούχων κι ανανέωσης του προσωπικού, είναι λογικό να θελήσει να προετοιμάσει τη διάδοχη κατάσταση. Άλλωστε, με τις αποφάσεις αυτές οι ενάγοντες παρέμειναν δ/ντές, ο μεν πρώτος μαζί με τον προαναφερθέντα, ο δε δεύτερος σε άλλη δ/νση της εναγόμενης. Τα όσα καταθέτει ο μάρτυρας των εναγόντων -υπάλληλος της εναγόμενης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιο Δικαστηρίου, αλλά και όσα αναφέρουν, προς επιβεβαίωση των αγωγικών ισχυρισμών, οι ενόρκως βεβαιούντες, επίσης υπάλληλοι αυτής, οι δύο εκ των οποίων είναι οι προαναφερθέντες που κινήθηκαν δικαστικά εναντίον της, δεν μπορούν να αναιρέσουν τα ανωτέρω αποδειχθέντα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, περιστατικά, ούτε να στοιχειοθετήσουν καταχρηστικότητα της απόλυσης των εναγόντων, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ακόμη κι η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, γεγονός που ουδόλως προέκυψε στην επίδικη περίπτωση κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Τέλος, το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση, δεν σημαίνει ότι ‘’αντιπαρήλθε αβασάνιστα’’, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους, την κατάθεση του μάρτυρά τους και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισαν, αλλά ότι εκτίμησε ως πιο πειστικά τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, πράγμα που ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια στα πλαίσια του σχηματισμού της δικανικής του κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο εκτιμά εκ νέου τις αποδείξεις.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη για τον δεύτερο βαθμό βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183,179 εδ.β ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας .
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 13 Ιανουαρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ