Οι επιπτώσεις από την απόφαση της ΕΚΤ
Νέες επιβαρύνσεις στις μηνιαίες δόσεις εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 90 δισ. ευρώ, που βρίσκονται εντός των τραπεζικών ισολογισμών, θα επιφέρει από τον ερχόμενο μήνα η χθεσινή απόφαση περαιτέρω αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Το ΔΣ της Ευρωτράπεζας προχώρησε στην ένατη το τελευταίο 12μηνο αύξηση των παρεμβατικών της επιτοκίων, κατά 25 μονάδες βάσης, εξέλιξη με άμεση επίδραση στο μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών.
Στην πλειονότητά τους πρόκειται για επιχειρηματικά δάνεια συνδεδεμένα με τους διατραπεζικούς δείκτες euribor, οι οποίοι αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες να ενισχυθούν.
Στον αντίποδα το σύνολο των στεγαστικών και καταναλωτικών χορηγήσεων με υποθήκη σε ακίνητο είναι προστατευμένο από τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή αγορά χρήματος, μέσω του προγράμματος υποστήριξης συνεπών δανειοληπτών, που ενεργοποίησαν οι τράπεζες νωρίτερα μέσα στη χρονιά.
Ο λόγος γίνεται για ανοίγματα 27 δισ. ευρώ περίπου, των οποίων οι δόσεις μέχρι και το Μάιο του 2024 θα υπολογίζονται σύμφωνα με τα επιτόκια που ίσχυαν στο τέλος του περασμένου Μαρτίου μείον μία έκπτωση της τάξης των 20 μονάδων βάσης που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα παραμείνουν σε εγρήγορση το επόμενο διάστημα για την παρακολούθηση των εισπράξεων από ελεύθερους επαγγελματίες και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Δύσκολη συγκυρία
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δημιουργίας μίας νέας γενιάς κόκκινων δανείων προέρχεται από τον τομέα των μικρομεσαίων σχημάτων που δραστηριοποιούνται σε κλάδους χωρίς δυναμική.
Πρόκειται για επιχειρήσεις που διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες με ελαστική ζήτηση, οι πωλήσεις των οποίων υποχωρούν τους τελευταίους μήνες, καθώς η ακρίβεια έχει αυξήσει τις δαπάνες των νοικοκυριών για βασικές ανάγκες (πχ. σούπερ μάρκετ).
Ενδεικτικά είναι τα τελευταία στοιχεία από πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με αυτά, παρότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει και εφέτος να αναπτύσσεται, στο α΄ τρίμηνο του 2023 ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε κατά 2,1% σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 10,2% ένα έτος νωρίτερα.
Η συγκυρία λοιπόν για πελάτες της κατηγορίας, χωρίς επαρκή ταμειακά διαθέσιμα, είναι δύσκολη. Κι αυτό διότι από τη μία πλευρά βλέπουν τους τζίρους τους να μειώνονται και από την άλλη τα γενικά έξοδα, λόγω πληθωρισμού, το κόστος προσωπικού και τις δαπάνες εξυπηρέτησης του τραπεζικού τους χρέους να αυξάνονται.
Μέχρι στιγμής οι ροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, κάθε νέα αναπροσαρμογή στο κόστος χρηματοδότησης αυξάνει τους σχετικούς κινδύνους.
Από την άλλη, στις τράπεζες δεν αποκλείουν να συνεχιστούν οι πρόωρες αποπληρωμές επιχειρηματικών χορηγήσεων από δανειολήπτες με γεμάτα ταμεία.
Τα νέα δάνεια
Παράλληλα, αρνητικά αναμένεται να επιδράσει η νέα αύξηση των επιτοκίων στο ενδιαφέρον για νέο δανεισμό.
Μόνο τυχαία δεν είναι η εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για κάμψη της ζήτησης στη στεγαστική πίστη και για σταθεροποίησή της σε καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια στο γ΄ τρίμηνο του 2023.
Οι τράπεζες δεν σκοπεύουν σε αυτή τη φάση να αυξήσουν τα σταθερά επιτόκια και εκείνα που ορίζονται διοικητικώς, ωστόσο στα προγράμματα με κυμαινόμενα επιτόκια, ευθέως συνδεδεμένα με ευρωπαϊκούς δείκτες αναφοράς, οι προς τα πάνω αναπροσαρμογές είναι αναπόφευκτες.
Για το λόγο αυτό, προς την κατεύθυνση συγκράτησης της ανόδου, δεν αποκλείεται να υπάρξουν νέες μειώσεις στα spreads.
Οι καταθέσεις
Στον αντίποδα, δεν αναμένονται θεαματικές μεταβολές στις αποδόσεις που προσφέρουν οι τράπεζες μέσω των απλών καταθετικών προγραμμάτων.
Από τον περασμένο Φεβρουάριο τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητα, ενώ στη συντριπτική πλειονότητα των λογαριασμών ανοιχτής ζήτησης δεν υπήρξε καμία παρέμβαση.
Εξαίρεση αποτέλεσαν ορισμένα αποταμιευτικά προγράμματα χωρίς δεσμεύσεις, στα οποία εφαρμόστηκαν μικρές αυξήσεις.
Δεδομένης της πλεονάζουσας ρευστότητας που διαθέτουν, τα πιστωτικά ιδρύματα θα εντατικοποιήσουν το επόμενο διάστημα τις καμπάνιες ενημέρωσης του καταθετικού κοινού για εναλλακτικές λύσεις.
Μέσω αυτών, με μηδενικό ή ελεγχόμενο ρίσκο είναι δυνατή η επίτευξη υψηλών υπεραξιών, σημαντικά υψηλότερων των λογαριασμών προθεσμίας.