Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Ειδικότερα, αν δεν παραστάθηκε ή παρέλειψε να καταθέσει προτάσεις στην μετ` αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών και κατ` αυτή την έννοια ερημοδικεί. Σύμφωνα δε με τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 272 ΚΠολΔ και απορρίπτεται η έφεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 724/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αναστάσιο Αναστασίου, Προεδρεύοντα Εφέτη (ως ο αρχαιότερος Δικαστής του 3ου Τμήματος, κωλυομένης της Προέδρου του 4ου Τμήματος), Εμμανουηλία- Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.’’ και τον διακριτικό τίτλο ‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε‘’, που εδρεύει στον Πειραιά (…………..) νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) ………….., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΟΙ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης, την από 9-2-2007 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2007) αγωγή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 2042/2008 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), η οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν οι ενάγοντες, ήδη καθ΄ών η κλήση- εκκαλούντες, με την κρινόμενη από 21-8-2009 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./2009 και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …../2009, έφεσή τους.
Επί της ως άνω εφέσεως εκδόθηκε η υπ΄αρ. 114/2014 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την άνω έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αφού δίκασε εκ νέου κατ΄ ουσία την αγωγή, την έκανε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε η εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη – καλούσα την από 17-2-2016 και με αριθμό κατάθεσης …../2016 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 231/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν μέρει την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (υπ΄αρ. 114/2014) και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Με την από 22-3-2022 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./30-3-2022 κλήση προς συζήτηση και πράξη ορισμού δικασίμου της καλούσας – εφεσίβλητης, επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη έφεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.2.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της καλούσας – εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή της που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Mε την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας από 22-3-2022 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη από 21-8-2009 έφεση, κατόπιν μερικής αναίρεσης, δυνάμει της υπ’ αρ. 231/2018 απόφασης του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (μετά από σχετική αίτηση της ως άνω εφεσίβλητης), της υπ’αρ. 114/2015 τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υπόθεσης, με την ίδια αρεοπαγητική απόφαση, ως προς το αναιρεθέν μέρος της ανωτέρω απόφασης, προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, συγκροτούμενου από διαφορετικούς δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 304/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κ.λπ. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο τον σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ.1 και 581 παρ.2 του ΚΠολΔ, τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς την απόφαση. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το Δικαστήριο, συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται και αφού κατατεθούν νομίμως προτάσεις (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π). Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το δικαστήριο της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σ’ αυτές (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π., ΑΠ 404/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Περαιτέρω, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία, και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Εξάλλου, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και συνεπώς οι υποβληθείσες κατ’ αυτήν προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση Δικαστήριο. Επομένως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (έφεσης) μπορούν να υποβληθούν νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1388/2013, ΑΠ 918/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα παραπάνω, αν δεν παραστάθηκε ή παρέλειψε να καταθέσει προτάσεις στην μετ` αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών, ερημοδικεί. Σύμφωνα δε με τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 272 ΚΠολΔ και απορρίπτεται η έφεση (ΑΠ 337/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 581, αρ.6). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 3,1, 535 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 272 παρ. 2 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη από αυτές ισχύει μετά το Ν. 4842/2021 προκύπτει ότι, όταν δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο ο εκκαλών ή εμφανιστεί και δεν συμμετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο στη συζήτηση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του. ΄Οταν την επίσπευση κάνει ο εκκαλών ή την κάνει ο εφεσίβλητος και ο εκκαλών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση που έχει ασκηθεί παραδεκτά. ΄Οπως συνάγεται δε από τη διάταξη αυτή (άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολΔ) η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσία και όχι κατά τύπους, γιατί παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011. 1572, Εφ.Πειρ. 12/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δυτ.Μακ. 28/2013 Αρμ. 2014. 106).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες (ήδη καθ΄ών η κλήση – εκκαλούντες) άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 9-2-2007 και με αριθμό κατάθεσης ……/2007 αγωγή τους, στην οποία εξέθεταν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνταν (από 24-4-1989), ως λιμενεργάτες στην εναγόμενη ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ’’ – ήδη εφεσίβλητη. Ζητούσαν δε, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, επικουρικά δε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η τελευταία, να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, στον πρώτο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 29.862,92 ευρώ και στον δεύτερο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 16.186,79 ευρώ, που αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας μεταξύ αυτών που έπρεπε να καταβληθούν και αυτών που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2005, οι οποίες (διαφορές) προέκυψαν, επειδή η εναγομένη δεν τήρησε την υποχρέωση, που απορρέει από τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και της γενικής εργατικής νομοθεσίας, να υπολογίζει τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας αυτών, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, επί του πραγματικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη χορήγηση της άδειας (ως προς τις αποδοχές άδειας) και κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την καταβολή του επιδόματος (ως προς το επίδομα αυτό) και όχι επί του ημερομισθίου βάσης, που προβλεπόταν από τις οικείες ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ως άνω κώδικα με το Ν.4335/23-7-2015), εξέδωσε την υπ΄αρ. 2042/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της και ως αόριστη ως προς την επικουρική.
Την ανωτέρω απόφαση, πρόσβαλαν οι εναγόμενοι με την από 21-8-2009 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, με την οποία ζητούσαν, για τους λόγους που εκτίθενται σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Επί της ως άνω έφεσης, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 114/2014 οριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που, αφού έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (υπ΄αρ. 2042/2008), κράτησε και δίκασε την (από 9-2-2007) αγωγή, την οποία ακολούθως απέρριψε ως μη νόμιμη ως προς το πρώτο αίτημά της περί επιδίκασης διαφορών αποδοχών αδείας, ενώ την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το δεύτερο αίτημά της, που αφορούσε στην επιδίκαση διαφορών επιδομάτων αδείας και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.483,84 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.191,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση.
Κατά της ως άνω απόφασης, ασκήθηκε, όπως προεκτέθηκε, η από την εναγόμενη – εφεσίβλητη η από 17-2-2016 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 231/2018 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β2 Πολιτικό Τμήμα). Η αρεοπαγητική αυτή απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση (ήτοι ως προς τον πρώτο λόγο αυτής με τον οποίο αποδιδόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ) και αναίρεσε την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (υπ΄αρ. 114/2014), ως προς το μέρος της που αναφέρεται σε αυτήν και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιό της που έκανε δεκτή ως νομικά και εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, σχετικά με το δεύτερο αίτημά της περί επιδίκασης στους ενάγοντες διαφορών επιδομάτων αδείας, σύμφωνα με τις αιτιάσεις που ειδικότερα αναλύονται στην αναιρετική απόφαση. Με την ίδια απόφαση παραπέμφθηκε η υπόθεση, ως προς το αναιρεθέν της μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, συγκροτούμενο από διαφορετικούς δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την μερικώς αναιρεθείσα απόφαση.
Από τις υπ΄αρ. ………./14-7-202 και ……./20-7-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………., προκύπτει ότι, ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω από 22-3-2022 κλήσης της καλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη έφεση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προαναφερθείσα αρεοπαγητική απόφαση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους καθ΄ών η κλήση – εκκαλούντες – ενάγοντες, αντίστοιχα. Οι τελευταίοι, όμως, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς, πρέπει, κατά τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, να δικαστούν ερήμην και να απορριφθεί η έφεσή τους (η οποία ασκήθηκε παραδεκτά) κατά της εκκαλουμένης ως άνω εφετειακής απόφασης, σχετικά με το προαναφερθέν κεφάλαιό της που αναιρέθηκε (ήτοι αυτό που αφορά στην επιδίκαση διαφορών επιδομάτων αδείας), ως προς το οποίο η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, με την υπ` αρ. 231/2018 αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, και ως προς το οποίο, μετά την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης, αναβίωσε η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης (εκκαλουμένης). Οι εκκαλούντες πρέπει, εξάλλου, κατά το σχετικό αίτημα της εφεσίβλητης, να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως αυτή προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τέλος, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης από τους εκκαλούντες, αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα επίσης ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των καθ΄ών η κλήση – εκκαλούντων.
Ορίζει εις βάρος των εκκαλούντων προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για κάθε έναν από αυτούς.
Απορρίπτει την κρινόμενη από 21-8-2009 έφεση των εκκαλούντων κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης υπ΄αρ. 2042/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 8 Δεκεμβρίου 2022 και Δηµοσιεύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2022, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ