ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 5621/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 29-5-2017 (υπ. αριθ. εκθ. καταθ. …………./2017) ανακοπής των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της καθης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα διενεργήθηκε στις 15-11-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή ………) και η έφεση ασκήθηκε στις 17-12-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …………/17-12-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες (δηλαδή ο πρώτος από αυτούς ενεργών ατομικώς και ως εκκαθαριστής της εταιρίας με την επωνυμία «…………..»), με την προαναφερθείσα ανακοπή τους, ζήτησαν, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτή (ανακοπή) λόγους, να ακυρωθούν: α)κατ’ άρθρον 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η υπ’ αριθ. …../2017 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθης η ανακοπή και αφορά σε απαιτήσεις της τελευταίας από σχετικά μισθώματα και αποζημιώσεις χρήσης, εις βάρος των ανακοπτόντων, και β)κατ’ άρθρον 933 του ΚΠολΔ η από 25-4-2017 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής, με την οποία αυτοί (ανακόπτοντες) επιτάσσονται να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην καθης η ανακοπή για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 126.465,98 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση η ένδικη ανακοπή απορρίφθηκε στο σύνολο της και επικυρώθηκε η υπ’ αριθ. ……/2017 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω ανακοπή να γίνει δεκτή.
Ι. Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβένυται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ειδικότερα, σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης περί αποσβέσεως της σχετικής απαίτησης, λόγω καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει την παροχή που καταβλήθηκε, αν δε πρόκειται για χρηματική παροχή, τόσο το συνολικό ποσό αυτής, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν, διαφορετικά, η ένσταση αυτή είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το συνολικώς καταβληθέν ποσό (βλ. ΑΠ 529/2016 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1781/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1537/2013 ΝοΒ 2014 356, ΑΠ 178/2010 ΕλλΔνη 2010 743, ΑΠ 1098/2009 ΝοΒ 2009 2395, ΕφΙωαν 158/2006 ΝοΒ 2007 103). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 419, 421, 436 και 438 του ΑΚ συνάγεται ότι στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο οφειλέτης σε εκπλήρωση οφειλόμενης παροχής αναλαμβάνει μια νέα υποχρέωση για άλλη διαφορετική παροχή είναι ζήτημα ερμηνείας και βούλησης των μερών αν αυτοί ήθελαν τη σύσταση της νέας αυτής υποχρέωσης «αντί καταβολής», δηλαδή σε αντικατάσταση και απόσβεση της οφειλόμενης, ή αν η ανάληψη αυτή έγινε «χάριν καταβολής», δηλαδή προς το σκοπό της μελλοντικής εκπλήρωσης της οφειλόμενης ήδη παροχής. Στην πρώτη περίπτωση με την ανάληψη της νέας υποχρέωσης επέρχεται απόσβεση αυτοδικαίως της αρχικής, η δε σύμβαση αυτή συμπίπτει κατ’ αποτέλεσμα με την ανανέωση (άρθρο 436 ΑΚ), ενώ στη δεύτερη, αντίθετα, αφενός μεν διατηρείται η αρχική υποχρέωση και αφετέρου γεννιέται και νέα, ώστε ο δανειστής να έχει παράλληλα δύο απαιτήσεις, αλλά σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη (άρθρο 288 ΑΚ) πρέπει να επιδιώξει, επιμελώς φερόμενος, κατ’ αρχήν την ικανοποίηση του από τη νέα υποχρέωση του οφειλέτη και μόνον αν δεν το κατορθώσει μπορεί να ασκήσει την αρχική του απαίτηση, παρεχομένης διαφορετικά στον οφειλέτη της αντίστοιχης αναβλητικής ένστασης. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΑΚ καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας ότι, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο, η ανάληψη της νέας υποχρέωσης θεωρείται ότι γίνεται «χάριν» και όχι «αντί» καταβολής, πράγμα που ανταποκρίνεται και στο συνήθως σκοπούμενο, γιατί ο συνετός δανειστής δύσκολα μπορεί να συμφωνήσει στην απόσβεση της απαίτησής του, εμπιστευόμενος απλώς τη νέα υπόσχεση του οφειλέτη, έστω και αν αφορά άλλη παροχή. Ειδικότερα, η παράδοση από τον οφειλέτη συναλλαγματικών ή επιταγών δεν αποτελεί καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής και αυτό γιατί ο δανειστής που έχει στην κατοχή του τη σχετική συναλλαγματική ή την επιταγή δεν έχει ακόμη ικανοποιηθεί, αφού δεν έγινε ούτε κύριος του αντίστοιχου ποσού, ούτε δε στην περίπτωση της επιταγής απέκτησε αξίωση κατά της πληρώτριας τράπεζας για καταβολή. Έτσι, με το να παραδοθούν οι συναλλαγματικές ή οι επιταγές στο δανειστή δεν επέρχεται απόσβεση της απαίτησής του, η δε συγκατάθεση του στην παράδοση τους σημαίνει, κατά κανόνα, μόνον ότι είναι σύμφωνος και με αυτόν τον τρόπο πληρωμής. Ο οφειλέτης θα ελευθερωθεί, εφόσον δεν ορίστηκε σαφώς το αντίθετο, πράγμα που οφείλει αυτός να αποδείξει, μόνον όταν γίνει η πραγματική καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού στο δανειστή (βλ. ΑΠ 79/2011, ΕλλΔνη 2011 1387, ΑΠ 426/2004 ΕλλΔνη 2006 166, ΕφΛαρ 215/2012 Δικογραφία 2012 352, ΕφΛαρ 573/2004 Δικογραφία 2005 85).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατ’ άρθρον 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθης η ανακοπή εταιρία με την επωνυμία «……………», η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας υγρών καυσίμων και λοιπών πετρελαιοειδών, δυνάμει του από 10-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο τροποποιήθηκαν οι όροι του αρχικού από 4-11-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και μισθώσεως, όπως το τελευταίο είχε τροποποιηθεί, διαδοχικώς, με τα από 16-6-2011 και 5-1-2012 ιδιωτικά συμφωνητικά, κατά τους όρους, ρήτρες και συμφωνίες που περιλαμβάνονται σε αυτά, εκμίσθωσε (υπό την τότε επωνυμία της “………..”) στην ανακόπτουσα εταιρία (με την επωνυμία «………….») ένα σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινήτων ευρισκόμενο στον … Αττικής, επί της οδού .. αρ. ….., που περιλαμβάνει κατάστημα πωλήσεως πετρελαιοειδών, χώρους που είναι διαρρυθμισμένοι για πλύση και λίπανση αυτοκινήτων, βοηθητικούς χώρους κλπ προκειμένου να τον λειτουργεί αυτή (ανακόπτουσα εταιρία), εμπορικά συνεργαζόμενη αποκλειστικά με την καθης η ανακοπή. Επίσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. 3 όρου του ανωτέρω αναφερόμενου από 4-11-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε πενταετής (από 1-1-2008 έως 31-12-2013), το δε μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για την πρώτη ετήσια μισθωτική περίοδο στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 ευρώ), πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6%). Ακόμη, κατά τον ίδιο ανωτέρω όρο, συμφωνήθηκε μεταξύ των ως άνω συμβληθέντων μερών ότι για τα επόμενα χρόνια το μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται ανά έτος από την τελευταία κάθε φορά αναπροσαρμογή του, κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, του μήνα αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτή υπολογίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξημένο κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και ότι το μίσθωμα θα καταβάλλεται μαζί με ολόκληρο το αναλογούν ποσοστό χαρτοσήμου, κατά την πρώτη μέρα κάθε μισθωτικού μήνα στα κεντρικά γραφεία της καθης η ανακοπή στο ….. Αττικής. Επιπλέον, ως άνω συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που η εν λόγω μίσθωση παραταθεί ή ανανεωθεί αναγκαστικά ή ισχύσει υποχρεωτικά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το συμβατικό χρόνο, το μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται σταδιακά μέχρι να λήξει ή να λυθεί η μίσθωση, όπως ορίζει κάθε φορά ο νόμος, εκτός αν αποφασίσουν διαφορετικά με κοινή συμφωνία οι συμβαλλόμενοι. Κατόπιν διαδοχικών αναπροσαρμογών, το ανωτέρω μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν, κατά το Νοέμβριο του έτους 2015, στο ποσό των 2.099 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 3,6%, δηλαδή συνολικώς στο ποσό των 2.174,56 ευρώ. Εξάλλου, δυνάμει του υπ’ αριθ. 6α όρου του από 16-6-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού και του από 5-1-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού ο πρώτος ανακόπτων …………. εγγυήθηκε υπέρ της προαναφερθείσας μισθώτριας εταιρίας (2ης ανακόπτουσας) την πιστή εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτής, που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση μισθώσεως, παραιτούμενος των δικαιωμάτων της διζήσεως και διαιρέσεως, που απορρέουν από τα άρθρα 853 επ. του ΑΚ. Ωστόσο, η ανωτέρω μισθώτρια εταιρία αν και εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί ακώλυτα το ανωτέρω μίσθιο έως το έτος 2015 αρνείτο από δυστροπία να καταβάλλει στην καθης η ανακοπή τα ληξιπρόθεσμα μισθώματα μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της. Ειδικότερα, η δεύτερη ανακόπτουσα (μισθώτρια) όφειλε στην καθης η ανακοπή (εκμισθώτρια) για μέρος του μισθώματος του μηνός Ιουλίου 2012 το ποσό των 1.946,30 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου 3,6%), ενόψει της μερικής καταβολής κατά το ποσό 228,25 ευρώ, καθώς και τα μισθώματα του χρονικού διαστήματος των μηνών Αυγούστου 2012 έως Οκτωβρίου 2015, ποσού του μισθώματος εκάστου μηνός 2.174,55 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου τέλους χαρτοσήμου 3,6%), δηλαδή συνολικώς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ποσό των 86.753,75 ευρώ (2.174,55 ευρώ Χ 39 μήνες = 84.807,45 + 1.946,30 = 86.753,75). Για το λόγο αυτό η καθης η ανακοπή κατήγγειλε την ανωτέρω μίσθωση, στις 5-11-2015, όποτε και επιδόθηκε με επιμέλεια της στη δεύτερη ανακόπτουσα μισθώτρια εταιρία η από 9-10-2015 εξώδικη καταγγελία – δήλωση – διαμαρτυρία και πρόσκληση, (βλ. τις υπ’ αριθ. …. και …./5-11-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..). Επιπλέον, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της καθης η ανακοπή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2015 διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε εκτέλεση της οποίας η δεύτερη ανακόπτουσα εταιρία αποβλήθηκε, στις 28-6-2016 από το ανωτέρω μίσθιο (βλ. την υπ’ αριθ. …../28-06-2016 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………). Στη συνεχεία, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της καθης η ανακοπή, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2017 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίγραφο εξ απογράφου από το (Α΄) εκτελεστό απόγραφο της οποίας μετά συνημμένης της από 25-4-2017 επιταγής προς πληρωμή, με επιμέλεια της καθης η ανακοπή, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, επιτάσσοντας τους να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 126.475,98 ευρώ, δηλαδή το ποσό των 86.753,75 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Ιούλιο του έτους 2012 έως τον Οκτώβριο του έτους 2015, το ποσό των 16.582,19 ευρώ ως αποζημίωση χρήσης, για το χρονικό διάστημα από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2015, όποτε και καταγγέλθηκε η ανωτέρω μίσθωση, έως και τον Ιούνιο του έτους 2016, το ποσό των 20.480,04 ευρώ για αναλογούντες επιδικασθέντες τόκους, και το ποσό των 2.130,00 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, καθώς και το ποσό των 530 ευρώ για τέλος απογράφου, σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, αντιγραφικά δικαιώματα και επίδοση της διαταγής πληρωμής.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανωτέρω ανακοπής, που επαναφέρεται με την ένδικη έφεση, οι ανακόπτοντες (δηλαδή ο πρώτος από αυτούς ενεργών ατομικώς και ως εκκαθαριστής της εταιρίας με την επωνυμία «…………….»), επικαλείται ότι οι ως άνω απαιτήσεις της καθης η ανακοπή έχουν αποσβεσθεί, λόγω καταβολής. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι όλα ανεξαιρέτως τα σχετικά μισθώματα έχουν εξοφληθεί με ποσοστιαία παρακράτηση του εκάστοτε συμφωνηθέντος ποσού εκ του περιθωρίου κέρδους της πρατηριούχου (προαναφερθείσας μισθώτριας), που προέκυπτε από τη μεταπώληση των καυσίμων, που προμηθευόταν από την καθης η ανακοπή και ειδικότερα από την επιβολή ενός πρόσθετου ποσού («καπέλου») 0,02 ευρώ ανά λίτρο, το οποίο παρακρατούσε η καθης η ανακοπή από το κέρδος των μεταπωλήσεων και έτσι αποσβέννυτο η αντίστοιχη αξίωση. Επιπλέον, αυτός ισχυρίζεται ότι η καθης η ανακοπή έχει λάβει, από το έτος 1994, στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας τους, διάφορες επιταγές ποσών 20.000.000 δρχ, 5.000.000 δρχ, 50.000 ευρώ και 130.000 ευρώ, τα οποία ουδέποτε συμψηφίστηκαν ή επεστράφησαν. Ωστόσο, στην ως άνω προβληθείσα από τους ανακόπτοντες ένσταση (εξοφλήσεως) και κατά το μέρος της που συνιστά ένσταση καταβολής δια συμψηφισμού είναι αόριστη γιατί δεν περιλαμβάνεται σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, ενόψει του ότι ουδόλως αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα καταβληθέντα ποσά από την επικαλούμενη παρακράτηση από το κέρδος των μεταπωλήσεων, ούτε ο χρόνος καταβολής καθενός από αυτά. Επίσης, όσον αφορά στον ισχυρισμό περί σχετικώς εξοφλήσεως δια παραδόσεως στην καθης η ανακοπή διαφόρων επιταγών, η παράδοση αυτή δεν συνιστά καταβολή, καθόσον σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 416 του ΑΚ, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με την καταβολή, δηλαδή με την εντελή εκπλήρωση του αρχικού σκοπού της ενοχής, που είναι η ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Η καταβολή πρέπει να είναι η προσήκουσα, δηλαδή να ανταποκρίνεται ποσοτικά και ποιοτικά προς το περιεχόμενο της υποχρεώσεως του οφειλέτη, γεγονός που δεν διασαφηνίζεται στην προκείμενη περίπτωση, ενώ σε περίπτωση αμφιβολίας δεν θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τα άρθρα 419 και 421 του ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο Ι). Ακόμη, όσον αφορά στον ισχυρισμό των ανακοπτόντων περί του ότι η εν λόγω σύμβαση μισθώσεως λύθηκε κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2012, αυτός είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα μισθώτρια εταιρία αποβλήθηκε από το μίσθιο στις 28-6-2016 σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. …../2015 διαταγής απόδοσης μισθίου, όπως αποδεικνύεται και από την υπ’ αριθ. ……/2016 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……………. Μάλιστα, η ανωτέρω κρίση περί της ως άνω λύσεως της εν λόγω μισθώσεως ενισχύεται από το ότι, κατά τον Ιούλιο του έτους 2014, ο πρώτος ανακόπτων, ενεργών για λογαριασμό της προαναφερθείσας μισθώτριας εταιρίας (2ης ανακόπτουσας) παρέλαβε από την καθης η ανακοπή καύσιμα για το ανωτέρω πρατήριο και είχε υπογράψει στο σχετικό υπ’ αριθμ. ………../05-07-2014 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης καυσίμων. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν περιέχονται στην ως άνω ανακοπή όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση του ανωτέρω λόγου της (1ου), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω ανακοπή κατά το αντίστοιχο μέρος της είναι αόριστη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος (1ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επίσης, με το δεύτερο λόγο της ανωτέρω ανακοπής, που επαναφέρεται με την ένδικη έφεση, οι ανακόπτοντες επικαλούνται ότι η συμπεριφορά της καθης η ανακοπή σχετικώς με την επιδίωξη ικανοποίησης των ως άνω απαιτήσεων της είναι καταχρηστική. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, ενώ δεν είχαν εκκαθαριστεί οι μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις, λόγω της ως άνω επικληθείσας διαδικασίας συμψηφισμού των οφειλόμενων μισθωμάτων με ποσοστιαία παρακράτηση εκ του περιθωρίου κέρδους της πρατηριούχου (μισθώτριας), που προέκυπτε από τη μεταπώληση των καυσίμων που προμηθευόταν από την καθης η ανακοπή, η τελευταία επιδίωξε την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για οφειλόμενα μισθώματα, χωρίς, κατά τους ισχυρισμούς τους, να συνυπολογίσει τα ως άνω παρακρατούμενα ποσά εκ των προαναφερθεισών επιταγών. Σημειωτέον ότι ο ως άνω ισχυρισμός των ανακοπτόντων δεν συνάδει με τον προαναφερθέντα περί του ότι δεν οφείλονται τα ως άνω μισθώματα, καθόσον το άρθρο 281 του ΑΚ εφαρμόζεται όταν το δικαίωμα ασκείται από δικαιούχο, όχι όμως και όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος του αντιδίκου του, καθόσον είναι αδύνατη η καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος. Επιπροσθέτως, τα ως άνω περιστατικά που επικαλούνται οι ανακόπτοντες, ακόμη και εάν υποτεθούν ως αληθή, δεν συνιστούν κάποια παράβαση του άρθρου 281 του ΑΚ, όσον αφορά στο δικαίωμα της καθης η ανακοπή να επιδιώξει την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων της σχετικώς με τα ανωτέρω μισθώματα, ενόψει του ότι αυτοί (ανακόπτοντες) δεν επικαλούνται την ύπαρξη στοιχείων, ούτε τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά της καθης η ανακοπή, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με αντίστοιχη των ανακοπτόντων, ώστε η άσκηση του ένδικου δικαιώματός της να αποβαίνει, προφανώς, αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μάλιστα, η ανωτέρω επιδίωξη της καθης η ανακοπή για την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων της αποτελεί νόμιμο δικαίωμά της, συνδεόμενο με την εν γένει διαχείριση της περιουσίας της. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη η σχετική ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος της καθης η ανακοπή (άρθρο 281 του ΑΚ), που προέβαλαν (πρωτοδίκως) και επαναφέρουν με την έφεσή τους οι ανακόπτοντες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, τον ανωτέρω λόγο (2ο) της ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 902, 903 του ΑΚ, 450 παρ. 2, 451 παρ. 1 και 452 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση εγγράφου, που βρίσκεται στην κατοχή άλλου και να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο αυτού. Ειδικότερα, η αίτηση για την ως άνω επίδειξη εγγράφου για να είναι ορισμένη πρέπει: α)να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου, β)να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της αποδείξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και γ)να εκθέτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Έτσι, προϋπόθεση της δημιουργίας αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού που ζητεί την επίδειξη. Μάλιστα, οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου ή τη χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στο νόμο και αναφέρονται περιοριστικά (άρθρο 902 ΑΚ), δηλαδή υπάρχει τέτοιο έννομο συμφέρον α)όταν το έγγραφο έχει συνταχθεί προς το συμφέρον του αιτούντος και γενικότερα αφορά τη σύσταση, απόδειξη ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του τελευταίου, β)όταν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας και γ)όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα. Σημειωτέον ότι το ως άνω απαιτούμενο για την επίδειξη εγγράφου έννομο συμφέρον μπορεί να συνίσταται στη γνώση του εγγράφου και δεν απαιτείται η ύπαρξη σχετικής αξίωσης κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 του ΑΚ, είναι απαραίτητη μόνο για την επίδειξη πράγματος. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε για το ορισμένο της αγωγής (ή αιτήσεως) προς επίδειξη εγγράφου ο αιτών την επίδειξη πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς το έγγραφο του οποίου ζητεί την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενό του (βλ. ΑΠ 43/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 658/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1054/2004 ΕλλΔνη 2007 162, ΑΠ 1071/2000 ΕλλΔνη 2001 402, ΕφΘεσ 1150/2001 ΕλλΔνη 2003 524, Γ. Νικολόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη– Σταθόπουλου άρθρο 902 αρ. 5 σελ. 558, Ι. Τέντε σε ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα Ι (2000) άρθρο 451 αρ.4).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη σχετική δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ανακόπτοντες, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις τους, υπέβαλαν το αίτημα όπως η καθης η ανακοπή προσκομίσει: α)οποιοδήποτε έγγραφο, εξοφλητική απόδειξη, τραπεζικό παραστατικό ή καταθετήριο ή άλλο πρόσφορο εν γένει αποδεικτικό έγγραφο μέσο, που βρίσκεται στα χέρια της και από τα οποία αποδεικνύεται η καταβολή μισθωμάτων από τον ανακόπτοντα για τους προηγούμενους μισθωτικούς μήνες, σε τρόπο ώστε να αντιληφθεί το Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο ήταν «δομημένη και συμφωνημένη η διαδικασία εκπλήρωσης της αντιπαροχής» του ανακόπτοντος και β)οποιοδήποτε έγγραφο αποδεικνύει είτε συμψηφισμό είτε επιστροφή των επιταγών, που, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε αναλάβει η καθης η ανακοπή από το …………. (1ο ανακόπτοντα), κατά το έτος 1994, των οποίων η επιστροφή εκκρεμεί μέχρι και σήμερα. Το αίτημα αυτό, το οποίο επαναφέρεται με την έφεση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), είναι απορριπτέο ως αόριστο, καθόσον δεν εξατομικεύονται επαρκώς τα έγγραφα, τα οποία οι ανακόπτοντες ζητούν να επιδειχθούν, ούτε το ακριβές περιεχόμενο τους. Επιπλέον, δεν υφίσταται σχετικό έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων, ενόψει του ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί (περί εξοφλήσεως των ως άνω μισθωμάτων και περί καταχρηστικής ασκήσεως του αντίστοιχου δικαιώματος της καθης η ανακοπή), τους οποίους αυτοί (ανακόπτοντες) επιδιώκουν να θεμελιώσουν με τα αιτούμενα έγγραφα, κατά τα προεκτεθέντα, κρίθηκαν ότι είναι απορριπτέοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το ανωτέρω αίτημα, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (με αριθμό ……/14-12-2018 ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 5-1-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ