Ο χρονικός περιορισμός της άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης από τρία σε δύο έτη είναι συμβατός με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας. Η μεταβατική διάταξη που έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως στα δύο έτη και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν την 1.1.2016 δεν είναι ασύμβατη με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 Συντ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει το εμπρόθεσμο της ασκήσεως εφέσεως όχι μόνο κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία.
Αριθμός 335/2019
MONOMEΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΏΝ
Συγκροτήθηκε από την Ελένη Πρέντζα, Εφέτη και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. α) …, 6) …, ως κληρονόμων εκ διαθήκης του αποβιώσαντος την 30-04-2012 και συνεχισάντων δηλωσάντων ότι επαναλαμβάνουν τη δίκη για λογαριασμό του αρχικού ενάγοντος …, κατοίκου Καπελέτου, Δήμου Ανδραβίδας-Κυλλήνης Π/Ε Ηλείας, 2. …, 12. …, νομίμως εκπροσωπούμενης ως ανήλικης από τους γονείς της: α) …, και β) …, ως συνασκούντων τη γονική μέριμνα του προσώπου της, κατοίκου Γιαννιτσών, Δήμου Γιαννιτσών , εκ των οποίων η 1η εμφανίστηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της, Κρινιώ Τσάφα, οι δε λοιποί παραστάθηκαν δια της ίδιας ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Κρινιώς Τσάφα (ΑΜΔΣ000106), η οποία κατέθεσε το με αρ. Α0…. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Αμαλιάδας.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Δ. Αρεοπαγίτου και Μάκρη 1 και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου, δυνάμει του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. δ’ του ν. 489/1976 της ανωνύμου ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ ΑΑΕ», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 84/16-7-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (τελούσης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση), που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαρίας Δημακοπούλου (AM ΔΣ ΑΜΑ 146), με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε το με αρ. Α . γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Αμαλιάδας.
Οι ενάγοντες – εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας την από 30.7.2011 [αρ. εκθ. κατ. δικ. αγωγής ./28.11.2011] αγωγή τους κατά της αρχικά εναγόμενης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ ΑΑΕ», της οποίας στο μεταξύ η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, με την υπ’ αριθμ. 84/16-7-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, της Τράπεζας της Ελλάδος (τελούσης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση) και ήδη κατά του εφεσίβλητου Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ». Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 60/2013 οριστική απόφαση, που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν οι ενάγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την ένδικη από 30.7.2015 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά με την με αρ. ./30.9.2016 πράξη της γραμματέως αυτού του δικαστηρίου η 18.1.2018 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο (αρ. πιν. .) και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της εφέσεως, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, το οποίο έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 518 παρ 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 «Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση τής απόφασης που περατώνει τη δίκη». Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου ν. 4335/2015 “Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 -645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από [την] 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές”, κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου “Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016″. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί εφέσεως, η οποία ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1-1-2016 και στρέφεται κατ’ αποφάσεως που έχει δημοσιευθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκηση της είναι διετής (2) από τη δημοσίευσή της. Δεν μπορεί, δε, να θεωρηθεί όχι για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν προ της 1-1-2016 χωρίς να επιδοθούν εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ 2 ΚΠολΔ πριν από την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της. Τούτο, διότι οι διατάξεις: α) του άρθρου 13 παρ.2 ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία Ή διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκταση τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του”, β) του άρθρου 24 παρ.1 εδ. α’ ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία “Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση” και γ) του άρθρου 72 παρ.4 του ν. 3994/2011 με ταυτόσημο με την αμέσως προηγούμενη περιεχόμενο, αφορούν προηγούμενες νομοθετικές μεταβολές και όχι αυτή που επήλθε με το ν. 4335/2015, στην οποία εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ν. 4335/2015, ως ειδική. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάδικοι που είχαν ήδη πριν από την 1-1-2016 δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά μη επιδοθείσης αποφάσεως αιφνιδιάσθηκαν από την επελθούσα με το ν. 4335/2015 νομοθετική μεταβολή, ενόψει τόσο της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον πιο πάνω νόμο όσο και του μακρού χρόνου που μεσολάβησε από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23-7-2015) μέχρι ιην έναρξη της ισχύος του (1-1-2016) (πρβλ ΑΠ 1176/2017 δημ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρ. 20§1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως ο νόμος ορίζει, κατοχυρώνεται ως ατομικό συνταγματικό δικαίωμα για κάθε απειλούμενο στα δικαιώματα ή συμφέροντα του η δυνατότητα πρόσβασης στα δικαστήρια για την παροχή έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 8/2003), στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα ακρόασης του (ΑΠ 1670/1980), που καθιερώνεται και ως δικονομική αρχή (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ) με σκοπό τη χρηστή διεξαγωγή της διαδικασίας. Η παροχή έννομης προστασίας ως ατομικό συνταγματικό δικαίωμα δεν καλύπτει ωστόσο και την πρόβλεψη οπωσδήποτε ένδικων μέσων αλλά εναπόκειται κατ’ αρχήν στο νομοθέτη να κρίνει αν, πόσα και ποιά ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας, με την οποία η υπόθεση δικάζεται (ΑΠ 805/2001, 1289/2011 ΝΟΜΟΣ).
Κατά τα λοιπά, παραπέμποντας η παραπάνω διάταξη στον κοινό νομοθέτη για την ειδικότερη ρύθμιση της διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας, δεν απαγορεύει σ’ αυτόν να θέτει κατά την κρίση του περιορισμούς στην άσκηση του αντίστοιχου δικαιώματος, εφόσον όμως αυτοί συμβάλλουν στη διασφάλιση του και δεν αναιρούν την ουσία του (ΑΠ 550/2003, 632/2004, 675/2010). Με τις σκέψεις αυτές ο χρονικός περιορισμός της άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως από τρία σε δύο έτη είναι συμβατός με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και βρίσκεται (ο περιορισμός) σε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού (εν προκειμένω ταχύτερη δικαστική εκκαθάριση των υποθέσεων που δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος) και χρησιμοποιούμενων μέσων (σύμπτυξη της προθεσμίας του ενδίκου μέσου κατόπιν ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ούτε, άλλωστε, ως δικονομικός περιορισμός προσκρούει στην απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος επιταγή ή έστω υπερβαίνει το ανεκτό όριο εις τρόπον ώστε να αποτελεί έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται με την παραπάνω συνταγματική διάταξη (πρβλ. ΑΠ 264/2013 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1783/2005 δημ ΝΟΜΟΣ) λαμβανομένων επιπροσθέτως υπόψη : 1) της γενικότητας της διατύπωσης που υφίσταται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, 2) του γενικού σκοπούτου νόμου 4335/2015 που έγκειται στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης και 3) του ειδικού σκοπού της διατάξεως περί συρρικνώσεως της καταχρηστικής προθεσμίας για άσκηση ένδικων μέσων που έγκειται, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στην ταχεία περάτωση των δικών αλλά και στο γεγονός ότι οι τροποποιούμενες στο κεφάλαιο των ένδικων μέσων (και ιδίως σ’ αυτό της εφέσεως) διατάξεις είναι ελάχιστες, η δε τροποποίηση στις καταχρηστικές προθεσμίες προς άσκηση εφέσεως από τις σημαντικότερες. Επομένως, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η ανωτέρω μεταβατική ρύθμιση, που είναι σαφής ως προς το περιεχόμενο της και είναι ειδική, αναφερόμενη με γενικό και αντικειμενικό κριτήριο στις εφέσεις που ασκούνται από 1.1.2016, σε σχέση με τη γενική ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 24 ΕισΝΚΠολΔ, έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως στα δύο έτη και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν την 1η.1.2016, δηλαδή σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η προβλεπόμενη προθεσμία ανερχόταν σε τρία έτη, χωρίς η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση να είναι ασύμβατη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 του Συντάγματος. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της εφέσεως και αν αυτή δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, το Εφετείο την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι το εμπρόθεσμο της ασκήσεως εφέσεως, που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το εξετάζει όχι μόνο κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία (ΟλΑΠ 412/1981 πρβλ και ΑΠ 1035/2017 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται για συζήτηση η από 30.7.2015 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 60/3.6.2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή τους και με την οποία οι ενάγοντες – εκκαλούντες ζητούν για τους λόγους που αναγράφουν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολο της η από 30.7.2011 [αρ. εκθ. κατ. δικ. αγωγής ./28.11.2011] αγωγή τους κατά της αρχικά εναγόμενης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ ΑΑΕ», της οποίας στο μεταξύ η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, με την υπ’ αριθμ. 84/16-7-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, της Τράπεζας της Ελλάδος (τελούσης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση) και ήδη κατά του εφεσίβλητου Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ». Οι εκκαλούντες έχουν καταθέσει για το παραδεκτό της έφεσης τους το νόμιμο παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 έναρξη ισχύος από 2.4.2012 (βλ. σχετική επισημείωση ότι κατατέθηκαν το υπ’ αριθμ. ./2016 σειρά Θ διπλότυπο είσπραξης συνολικού ποσού 200 ευρώ της Δ.Ο.Υ. Αμαλιάδας – από τον αρμόδιο γραμματέα, …, επί του δικογράφου της έφεσης).
Η ένδικη έφεση ασκήθηκε από τους ενάγοντες-εκκαλούντες, που ηττήθηκαν στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517 εδ. α’ και 520 ΚΠολΔ) ήτοι κατατέθηκε αρμοδίως την ln-6-2016 από την πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων, Κρινιώ Τσάφα, η οποία είχε παρασταθεί και στον πρώτο βαθμό (βλ. την με αρ. ./1.6.2016 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, …). Η προσβαλλόμενη, όμως, απόφαση δημοσιεύθηκε την 3η.6.2013 και ταυτόχρονα οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα του φακέλου (οίκοθεν) προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Συνεπώς, η έφεση, σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν παραπάνω στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ασκήθηκε εκπρόθεσμα, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της διετούς προθεσμίας για την άσκηση της, η οποία (διετής προθεσμία) έχει εφαρμογή εν προκειμένω αφού το ένδικο μέσο ασκήθηκε μετά την έναρξη τής ισχύος του ν. 4335/2015, δηλαδή μετά την 1-1-2016, ενώ ο χρονικός περιορισμός της άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως σε δύο έτη είναι συμβατός με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ καθώς βρίσκεται (ο περιορισμός) σε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού και χρησιμοποιούμενων μέσων. Επομένως, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου και αφού γίνει δεκτή και η σχετική ένσταση του εφεσίβλητου, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμως ασκηθείσα. Κατόπιν αυτού πρέπει το με αριθμό ./2016 σειρά Θ διπλότυπο είσπραξης συνολικού ποσού 200 ευρώ της Δ.Ο.Υ. Αμαλιάδας να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το ν. 4055/2012 και ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης. Πρέπει, τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, ν.π.ι.δ., με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», κατόπιν αιτήματος του, σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την με αριθ. εκθ. κατάθ. ./1.6.2016 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ./2016 σειρά Θ διπλότυπου είσπραξης συνολικού ποσού 200 ευρώ της Δ.Ο.Υ. Αμαλιάδας.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, την 12 Ιουλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ