Αριθμός 448/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τράπεζα Eurobank Ergasias Aνώνυμη Εταιρεία” και ήδη “Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Χονδρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος, στην ως άνω από 9-9-2021 δήλωση, καθώς και με τις από 1-10-2021 κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε την ως άνω μεταβολή της αναιρεσείουσας εταιρείας.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Λ. Χ. του Ι., κατοίκου Ιτέας Δελφών, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων το 3ο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Γεωργιάδη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι 1ος και 2η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-9-2012 αίτηση του ήδη 1ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιτέας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 117/2014 οριστική του Ειρηνοδικείου Άμφισσας (λόγω συγχώνευσης των δύο Ειρηνοδικείων Ιτέας και Άμφισσας) και 30/ΕΜ/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-5-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Ευστάθιο Νίκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και το 3ο των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί ( ΑΠ 12/2020, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 418/2019, ΑΠ 1049/2017, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 1747/2017, ΑΠ 242/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ’αριθμ. 5183Γ722-1-2020, έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας, με έδρα το Πρωτοδικείο Άμφισσας Ι. Π. και την υπ’αριθμ. 9998 Δ713-1 -2020, έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Νικ. Γ. Κ., που επικαλείται προσκομίζει η αναιρεσείουσα πιστώτρια Τράπεζα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση, από 10-5-2019, αίτησης αναίρεσης της ΤΡΑΠΕΖΑΣ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε. κατά της προσβαλλόμενης υπ’αρ. 30/ΕΜ/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας με την στη συνέχεια αυτής από 11-10-2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Δ Τμήματος, αρμοδίου για την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης αναίρεσης, την από 11-10-2019 πράξη της Προέδρου του Δ’ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της 6ης -11-2020, με κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο αυτή (της 6ης-11-2020),κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, εξαιτίας πανδημίας και κατόπιν προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 1-10-2021, με την από 13-5-2021 πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος, γράφτηκε στο πινάκιο (εγγραφή που ισχύει ως κλήτευση) και γνωστοποιήθηκε με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov, στο site του Αρείου Πάγου www.areios pagos.gr, στη διαδικτυακή πύλη της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων portal.olomeleia.gr, προς ενημέρωση των διαδίκων και όχι επί ποινή ακυρότητας, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της επισπεύδουσας τη συζήτηση αναιρεσείουσας πιστώτριας Τράπεζας, στον 1ο των αναιρεσιβλήτων Λ. Χ. και στην 2η των αναιρεσιβλήτων “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. “. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 1-10-2021, οι προαναφερόμενοι πρώτος και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους (άρθρα 576 παρ. 2, 226 παρ. 4 εδαφ. γ’ και δ’, 575 εδαφ. β’ ΚΠολΔ.). Η κρινόμενη από 10-05-2019 και με αρ. έκθ. κατάθ. 17/16- 05-2019 αίτηση αναιρέσεως της πιστώτριας Τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε. ” για τον εαυτό της ατομικά και ως καθολικής διαδόχου (λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση) της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία “ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, απευθύνεται τόσον κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου οφειλέτη ( που είχε αιτηθεί την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010), όσον και κατά της δεύτερης αναιρεσιβλήτου πιστώτριας τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία ” ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε” ” και κατά του τρίτου των αναιρεσιβλήτων Ν.Π.Δ.Δ, με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ” ως αναγκαίων ομοδίκων της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, παραδεκτά, λόγω της φύσης της υπόθεσης, που μπορεί να δημιουργήσει αντιδικία μεταξύ των αναγκαίων ομοδίκων (ΑΠ Ολ. 15/1996, ΑΠ 641/2019, ΝΟΜΟΣ) και προσβάλλει την υπ’αρ. 30/ΕΜ//2017 απόφαση του, ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμφισσας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, σε συνδυασμό 739 επ. ΚΠολΔ), ερήμην της τότε 2ης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία ” ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ” και ήδη 2ης αναιρεσίβλητης και κατ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων .
Συνεπώς, για την παραδεκτή άσκηση της αίτησης αναίρεσης πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ανωτέρω 2η των αναιρεσιβλήτων, που δικάστηκε ερήμην στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 553 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Έτσι η ύπαρξη ερήμην απόφασης, δηλαδή απόφασης που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (Ολ. ΑΠ 15/2001), ενεργοποιεί αυτόματα τη δυνατότητα άσκησης κατ’ αυτής ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρ. 502 ΚΠολΔ), με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, να αποκλείεται η άσκηση κατά της ερήμην απόφασης αίτησης αναίρεσης, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, είναι απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού, σε σχέση με την αναίρεση, δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη του άρθρ. 513 παρ. 1 εδ. β’ περ. β” ΚΠολΔ, που ορίζει ότι κατά των ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευσή τους. Αντίθετα δηλαδή, με την καθιερούμενη με τη διάταξη αυτή συμπόρευση των προθεσμιών της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, η αναίρεση κατά ερήμην απόφασης είναι επιτρεπτή, μόνον εφόσον δεν συγχωρείται κατ αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή αναλόγως έφεση (Ολ. ΑΠ 11/1998), δηλαδή καθιερώνεται η αρχή της διαδοχικής άσκησης των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ( ΑΠ 208/2020, ΑΠ 641/2019, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2017, ΑΠ 1049/2017, ΑΠ 180/2014, ΑΠ 12/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επιτρεπτά επισκοπείται (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), για την έρευνα του ανωτέρω δικονομικού ζητήματος, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ως δικογράφου (άρθρ. 577 παρ. 1, σε συνδ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ) προκύπτει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία ” ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ” (ήδη 2ης αναιρεσίβλητης), η οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης [βλ. 7η σελίδα και σελίδα 8η (4ο φύλλο) αυτής] είχε κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί στη δικάσιμο της 16-6-2016 ενώπιον του, ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο για την, αναγραφόμενη στην αρχή της προσβαλλόμενης απόφασης, δικάσιμο της 1-12-2016 και ότι η συζήτηση της υπόθεσης (στην ανωτέρω δικάσιμο) χώρησε σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρ. 764 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό 741 και 524 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως, ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4335/2015, που ισχύει από 1-1-2016). Επομένως, ως προς την ανωτέρω αναφερθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, (η οποία είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα) και 2η των αναιρεσιβλήτων, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη, καθόσον, σύμφωνα με την ειδική ρύθμιση του άρθρου 14 του Ν. 3869/2010, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (βλ. ΑΠ 516/2020, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2020). Συνακόλουθα, η κρινόμενη από 10-05-2019 και με αρ. κατάθ/17/16-05-2019 αίτηση αναιρέσεως της πιστώτριας Τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία ” ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.” κατά της δημοσιευθείσας στις 23-5-2017 υπ’αρ. 30/ΕΜ/2017 απόφασης του δικάσαντος, ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας έχει ασκηθεί παραδεκτά, ως δικόγραφο (κατ’ άρθρο 553 παρ. 1 σε συνδ. 741 και 769 ΚΠολΔ), και ως προς την ανωτέρω 2η των αναιρεσιβλήτων και, λαμβανομένου υπ όψη ότι έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ.) πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του ίδιου Κώδικα) .
Κατά τη διάταξη του εφαρμοζόμενου στην προκείμενη υπόθεση (ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης υπ’αρ. 45 /27-9-2012 αίτησης) άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α’ εδ. 1 του Ν. 3996/2011 και το άρθρο 20 παρ. 15 του Ν. 4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ.1 της υποπαρ.Α.4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της υποπαρ.Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του. Ο νόμος 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από την γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου, ο δόλος, ως μορφή πταίσματος προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 330 του Α.Κ., με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η παραπάνω διάταξη παρέχει γενικό ορισμό της έννοιας του πταίσματος, έχει δε εφαρμογή, τόσο στις συμβάσεις, όσο και στις αδικοπραξίες, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η ίδια διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που ορίζει ότι “Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει την πράξη του. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το “αποδέχεται” (Ολ.ΑΠ 4/2010, Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 550/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 297/2007). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 550/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 677/2010). Δόλο κατά συνέπεια συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω από την διατύπωση της παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσον κατά τον χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσον και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του, δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 550/2020 ΑΠ 208/2020). Ειδικότερα, σε μία δανειακή σύμβαση υφίσταται κατ’ ουσίαν αποδοχή από τον δανειολήπτη της προβλεπόμενης αδυναμίας του να αποπληρώσει το ειλημμένο δάνειο, όταν έχοντας γνώση της πρόδηλης αναντιστοιχίας των εισοδημάτων του προς τις οφειλές, την αποπληρωμή των οποίων με ιδία πρωτοβουλία αναλαμβάνει και σταθμίζοντας την διακινδύνευση των οικονομικών συμφερόντων, τόσο του ιδίου, όσο και του πιστωτή του, με το επιδιωκόμενο όφελος, το οποίο θα καρπωθεί, εφόσον πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, προβαίνει στη σύναψη της σχετικής δανειακής συμβάσεως, επειδή κρίνει ότι η σκοπούμενη γι’ αυτόν ωφέλεια από την χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερέχει των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου (ΑΠ 550/2020, ΑΠ 208/2020). Επισημαίνεται ότι ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ αυτό υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 550/2020 ,ΑΠ 755/2018, ΑΠ 1299/2015 ), ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ ( ή του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου επικαλείται και αποδεικνύει ο πιστωτής, η νομοθετική αυτή ρύθμιση τάσσεται προς το συμφέρον των πιστωτών. Επομένως, την ύπαρξη του δόλου ερευνά το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο, όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό κατ’ ένσταση και βαρύνεται με την απόδειξη αυτής (ΑΠ 550/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 1400/2019, ΑΙΊ 426/2019, ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 986/2018,ΑΠ 755/2018, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 153/2017). Περαιτέρω, πέραν των όσων έχουν εκτεθεί, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητα του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση – εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του (ΑΠ 208/2020, ΑΠ 641/2019, ΑΠ 1208/2017, ΑΠ 1226/2014). Ακόμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 εδαφ. α’ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην παρούσα διαδικασία (άρθρ. 14 ν.3869/2010), αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔ. (ΑΠ 550/2020).
Στην ερευνώμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα πιστώτρια Τράπεζα, για τον εαυτό της ατομικά και με την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου του πιστωτικού ιδρύματος “ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗ¬ΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.” λόγω συγχώνευσης αυτού με απορρόφηση, με το μοναδικό λόγο αναίρεσης προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 3 869/2010, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 27 παρ. 1 ΠΚ . Συγκεκριμένα κατά τις προβαλλόμενες με τον ως άνω μοναδικό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, το δικαστήριο της ουσίας, εσφαλμένα αφενός απαίτησε μόνο άμεσο δόλο για την συνδρομή της δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών του υπερχρεωμένου οφειλέτη (ήδη 1ου αναιρεσίβλητου), και ειδικότερα απαίτησε εσφαλμένα την υπ αυτού εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος από το οποίο δανειοδοτήθηκε, με την προσκόμιση πλαστών στοιχείων ή με την απόκρυψη των υποχρεώσεών του, αφετέρου απέκλεισε ταυτόχρονα την συνδρομή της δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών του υπερχρεωμένου οφειλέτη (ήδη 1ου αναιρεσίβλητου) στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου του, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία, από την αρχή, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης (ήδη 1ος αναιρεσίβλητος) αναλαμβάνοντας το χρέος γνώριζε ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν θα μπορούσε να το εξυπηρετήσει, με τις παραπάνω εσφαλμένες δε παραδοχές απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση της εκκαλούσας (ήδη αναιρεσείουσας) τραπεζικής εταιρείας [με την οποία αυτή επανέφερε παραδεκτά την πρωτοδίκως παραδεκτά προταθείσα ένστασή της περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος – εφεσίβλητου (ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου) σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών].
Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Άμφισσας, που δίκασε ως Εφετείο, με την πληττόμενη υπ’ αρ. 30/ΕΜ/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του (ΚΠολΔ 561 § 1), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αυτολεξεί αναγραφόμενα, κατά το μέρος που ενδιαφέρει στην προκείμενη δίκη: “…..Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση πρώτης έφεσης η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 1 του νόμου 3869/2010, δέχθηκε την κρινόμενη αίτηση ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη και απέρριψε την προβληθείσα, με δήλωση της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπεριέχεται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλούμενη, ένσταση περί δολιότητας του αιτούντος – πρώτου των εφεσιβλήτων σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, ενώ εάν ερμήνευε ορθά τις διατάξεις του νόμου θα έδει να απορρίψει την κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη ελλείψει συνδρομής στο πρόσωπο του αιτούντος των νόμιμων προϋποθέσεων για την υπαγωγή του στις διατάξεις της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης . Από το περιεχόμενο των προτάσεων της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας, οι οποίες κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επανυποβάλλονται στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι αυτή επικαλέσθηκε τη συνδρομή προφανούς δόλου στο πρόσωπο του αιτούντος, διότι: α) αυτός ανέλαβε την ευθύνη για την αποπληρωμή χρέους συνολικού ύψους διακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (288.486,54 ευρώ), χωρίς να έχει την οικονομική δυνατότητα προς τούτο, αφού τα μηνιαία εισοδήματα και η εν γένει περιουσιακή του κατάσταση βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με το ύψος των δανείων, γεγονότα που ήταν γνωστά σε αυτόν κατά το χρόνο σύναψης των δανειακών συμβάσεων και από τα οποία συνάγεται, κατά τους ισχυρισμούς της, ότι η πρόθεση του ήταν εξαρχής να δημιουργήσει χρέη και να μην αποπληρώσει αυτά και β) το οφειλόμενο ποσό προέρχεται κατά κανόνα από το κεφάλαιο των δανείων που του χορηγήθηκαν και ως εκ τούτου στην περίπτωση της ανακυκλούμενης πίστωσης, όπως εν προκειμένω, είναι αυταπόδεικτη (κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας) η δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής και κάλυψης των οφειλών από τον δανειολήπτη. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση δεύτερης έφεσης το εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ισχυρίζεται ότι ο αιτών και ήδη πρώτος των εφεσιβλήτων δημιούργησε τις ληξιπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις που διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αιτήσεις του, διότι προέβη σε αλόγιστο δανεισμό (λήψη πιστωτικών καρτών και δανείων) καθ’ υπέρβαση του μέτρου και της σύνεσης του μέσου καταναλωτή, μολονότι γνώριζε ότι στο μέλλον θα αδυνατούσε να τα καλύψει από το μηνιαίο εισόδημα του ή τουλάχιστον αποδεχόμενος πλήρως ως πιθανό αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής αυτών και ως εκ τούτου βαρύνεται με ενδεχόμενο δόλο καθόσον γνώριζε ότι η αδυναμία πληρωμής των χρεών του αποτελούσε ένα ενδεχόμενο, που η πραγμάτωση του παρουσίαζε αυξημένη πιθανότητα και αφού το στάθμισε, αποφάσισε να προχωρήσει στη λήψη δανείων, αψηφώντας τις συνέπειες. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας και του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία κάλυψης των δανειακών του υποχρεώσεων ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η δολιότητα που προβλέπει ο νόμος 3869/2010 αναφέρεται στην αδυναμία πληρωμής και όχι στον τρόπο περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία, δοθέντος ότι δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής […..] ούτε με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου κατά τους ισχυρισμούς του εκ- καλούντος, αλλά απαιτείται επιπλέον και η από αυτόν πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές και δη ο δανειολήπτης να εξαπάτησε τους υπαλλήλους της τράπεζας, προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις, που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους […]. Επίσης, η εκκαλούσα στην ένστασή της επικαλείται όλως αορίστως ότι ο αιτών δεν προέβη σε ορθολογιστική διαχείριση των οικονομικών πόρων του και ότι προφανώς επεδίωξε μέσω άσκοπου υπερδανεισμού να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής και διαβίωσης ανώτερο αυτού που θα είχε λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων και της περιουσιακής κατάστασής του και εν συνεχεία κατασπατάλησε τα ποσά που έλαβε σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, σε επίρρωση δε του σχετικού ισχυρισμού της αναφέρει ότι αποκλείεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ο αιτών να δαπάνησε το χρηματικό ποσό που έλαβε στο σύνολό του για την αγορά και επισκευή του διαμερίσματος που αποτελεί την κύρια κατοικία του, λαμβανομένων υπόψη αφενός ότι δεν προσκομίζονται σχετικά παραστατικά και αφετέρου ότι η αγορά της οικίας του έλαβε χώρα το έτος 2003, ενώ τα ένδικα δάνεια χορηγήθηκαν σε αυτόν τα έτη 2005 και 2006, πλην όμως δεν επικαλείται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η εκ μέρους του αιτούντος δόλια πρόκληση άγνοιας σε αυτή και δεν εξειδικεύει τις συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες ο αιτών απέκρυψε από αυτή την οικονομική του κατάσταση και το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, δοθέντος ότι η πιστώτρια (στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα τράπεζα) είχε τη δυνατότητα κατά το χρόνο λήψης του δανείου από αυτή αφενός να εξακριβώσει, όχι μόνο τις οικονομικές δυνατότητες του αιτούντος κατά την λήψη δανείου (μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών), αλλά και την οικονομική συμπεριφορά και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις αυτού σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, κατασχέσεων) μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων βάσεων δεδομένων (“ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ” – σύστημα οικονομικής συμπεριφοράς και σύστημα συγκέντρωσης κινδύνων, “ΔΙΑΣ”) και αφετέρου ενόψει και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 του Α.Κ.) να απορρίψει την πρόταση του για την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης [….]. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να αγνοηθεί αφενός ότι ο δανειολήπτης δεν έχει καμία εξουσία διαμορφώσεως ή τροποποιήσεως όρων των δανειακών συμβάσεων που συνάπτονται με τις τράπεζες διότι πρόκειται περί συμβάσεων προσχωρήσεως προς εκτέλεση των οποίων αυτές, αφού εκτιμούσαν ορισμένες παραμέτρους στο πρόσωπο του δανειολήπτη και βαθμολογούσαν την πιστοληπτική του ικανότητα, χορηγούσαν το τραπεζικό προϊόν [….] και αφετέρου η επιθετική στρατηγική πώλησης τραπεζικών προϊόντων (ιδίως καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών) μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων, που χαρακτήριζε τον σχετικό οικονομικό τομέα στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία.
Για τους λόγους αυτούς άλλωστε, θεσμοθετήθηκε πλέον και νομοθετικά η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβαίνουν στον λεγόμενο ” … υπεύθυνο δανεισμό … “, Ειδικότερα, με το άρθρο 8 της ΚΥΛ ΖΙ-699/ΦΕΚ Β’917/2010 “Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/481ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 2ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την Κατάργηση της οδηγίας 87/102/ ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.05.2008″ των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο […] τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά κοινοτική πλέον επιταγή, έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό των οφειλετών τους και υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις, εξυπηρετώντας τις πληρωμές του. Επίσης, από το περιεχόμενο της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου 3869/2010 σύμφωνα με το οποίο η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ. ά.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειές της, προκειμένου δε να αντιμετωπιστεί το πραγματικό, ιδιαίτερα μεγάλο και οξυμένο πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας, κατά τρόπο ουσιαστικό, σύγχρονο, θεσμικό, εναρμονισμένο με τις επιταγές ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους δικαίου, καθίσταται σαφές ότι θεσπίσθηκε το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, στις διατάξεις του οποίου υπάγονται όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, χωρίς να ερευνάται το στοιχείο της ύπαρξης δόλου κατά το χρόνο σύναψης των συμβάσεων δανείων. Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό της εκκαλούσας περί δολιότητας του αιτούντος λόγω της προέλευσης του συνολικού ποσού της οφειλής από ανακυκλούμενη πίστωση ελέγχεται ομοίως απορριπτέος, διότι δεν αποτελεί δόλια πράξη η χρήση αναχρηματοδοτήσεων και ανακυκλούμενης πίστωσης για την κάλυψη προηγούμενων χρεών, δοθέντος ότι είναι διαφορετικό το ζήτημα του κακού υπολογισμού των οικονομικών δυνατοτήτων του αιτούντος από αυτό της εκμετάλλευσης των συνεχών ευκαιριών δανεισμού και αναχρηματοδοτήσεων που οι τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς στους καταναλωτές, λαμβανομένου υπόψη ότι ο οφειλέτης στερείται της επαγγελματικής ικανότητας, της οργάνωσης και της συναλλακτικής εμπειρίας να υπολογίσει με οικονομικές παραμέτρους και αναλύσεις την φερεγγυότητα του και την ικανότητά του να ανταπεξέλθει σε συνδυαζόμενο και ανακυκλούμενο δανεισμό [….]. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι δολιότητα του αιτούντος – οφειλέτη δεν νοείται με την ανάληψη των απορρεόντων εκ των συμβάσεων δανείων υποχρεώσεων, δεδομένης της συνυπαιτιότητας του δανείζοντος τραπεζικού ιδρύματος λόγω της σαφούς και συγκεκριμένης γνώσης αυτού της επισφάλειας της χρηματοδότησης, αλλά μόνο στην περίπτωση πρόκλησης από αυτόν άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές του με την προσκομιδή πλαστών στοιχείων ή με την απόκρυψη υποχρεώσεων του, που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά και τις δανειακές υποχρεώσεις των υποψήφιων πελατών τους, προκειμένου να παραπλανήσει ως προς την πιστοληπτική του ικανότητα και ως προς την ικανότητα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, στοιχεία που δεν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε η ενιστάμενη πρώτη των καθ’ ών η αίτηση και ήδη εκκαλούσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έστω και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες δέχθηκε τα ίδια, απέρριψε την ένσταση της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας και του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία κάλυψης των δανειακών του υποχρεώσεων ως νομικά αβάσιμη και έκρινε την αίτηση του αιτούντος και ήδη πρώτου των εφεσιβλήτων νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, ορθά ερμήνευσε τις διατάξεις του νόμου αυτού και ως εκ τούτου οι σχετικοί πρώτος και τέταρτος λόγοι των συνεκδικαζομένων εφέσεων πρέπει να απορριφθούν…..”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν Α) την από 20.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 24/23.07.2015 έφεση της δεύτερης των καθών και ήδη αναιρεσείουσας και Β) την συνεκδικασθείσα με αυτήν από 28.09.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 30/02.10.2015 έφεση του τέταρτου των καθών και ήδη τρίτου αναιρεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ που στρέφονταν αμφότερες κατά της υπ’ αριθμ. 117/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Άμφισσας, το οποίο, δικάζον την από 26.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 45/27.09.2012 αίτηση του τώρα πρώτου αναιρεσίβλητου για ρύθμιση των οφειλών του κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, δέχθηκε αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση που πρότεινε (εκτός των άλλων) η τώρα αναιρεσείουσα – πιστώτρια τράπεζα υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά της, περί δολιας περιελεύσεως του αιτούντος – πρώτου αναιρεσίβλητου σε αδυναμία πληρωμών.
Κρίνοντας, όμως, έτσι το, ως Εφετείο, δικάσαν Δικαστήριο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του 1ου αναιρεσιβλήτου, αιτούντος την υπαγωγή του στο Ν. 3869/2010, οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του ανωτέρω νόμου και απαιτώντας για τη συνδρομή δόλιας περιελεύσεως του υπερχρεωμένου οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμών άμεσο δόλο αυτού, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α του Ν. 3869/2010, και των άρθρων 330 Α.Κ. και 27 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, διότι αξίωσε περισσότερα στοιχεία για την εφαρμογή τους, από όσα ο νόμος απαιτεί, παραβιάζοντας ευθέως τους ανωτέρω κανόνες δικαίου με τη μη εφαρμογή τους. Πιο συγκεκριμένα, το, ως Εφετείο, δικάσαν Δικαστήριο δέχτηκε αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της ανυπαρξίας δόλιας συμπεριφοράς του 1ου αναιρεσιβλήτου 1) ότι”…….δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής (…..), ούτε με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου…… αλλά απαιτείται επιπλέον και η από αυτόν πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές και δη ο δανειολήπτης να εξαπάτησε τους υπαλλήλους της τράπεζας προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους..”, 2) ότι δεν εξειδικεύονται από την εκκαλούσα – καθής – ήδη αναιρεσείουσα οι συγκεκριμένες ενέργειες, “… .με τις οποίες ο αιτών απέκρυψε από αυτή την οικονομική του κατάσταση και το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, δοθέντος ότι η πιστώτρια (στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα τράπεζα) είχε τη δυνατότητα κατά το χρόνο λήψης του δανείου από αυτή αφενός να εξακριβώσει, όχι μόνο τις οικονομικές δυνατότητες του αιτούντος κατά την λήψη δανείου (μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών), αλλά και την οικονομική συμπεριφορά και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις αυτού σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, κατασχέσεων) μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων βάσεων δεδομένων (“ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ” – σύστημα οικονομικής συμπεριφοράς και σύστημα συγκέντρωσης κινδύνων, “ΔΙΑΣ”) και αφετέρου ενόψει και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 του Α.κ.) να απορρίψει την πρόταση του για την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης…” . Με τις προαναφερόμενες παραδοχές και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως εξετέθη και ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου, το, ως Εφετείο, δικάσαν Δικαστήριο, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α’ Ν. 3869/2010, και οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 330 Α.Κ. και 27 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή.
Συνεπώς ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ και ο μοναδικός αναιρετικός λόγος πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για να ερευνηθεί περαιτέρω στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 αρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Β δ’ ΚΠολΔ). Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν ορίζεται, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β’ Ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 ΚΠολΔ, καθόσον επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β” του Ν. 3869/2010, κατά την οποία “…δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται…” και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 65/2017).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 30/ΕΜ/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή. Και
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που η αναιρεσείουσα Τράπεζα κατέθεσε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ