Απόφαση 62/2023
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει είτε το θάνατό του είτε ανικανότητα αυτού προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα. Εφ` όσον επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330 ή 914 και 919).
Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα.
Η λειτουργία της ρυθμίζεται με ειδικό τρόπο στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία (άρθρα 16 του ν. 551/1915, 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951).
Παράλληλα, όμως, προς την αξίωση για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας δημιουργείται και αξίωση για αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας του παθόντος εργαζομένου ή των μελών της οικογένειάς του σε περίπτωση θανάτου, με την εκ μέρους του εργοδότη, που ευθύνεται και για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων στα οποία αναθέτει την εκπλήρωση των εργοδοτικών του υποχρεώσεων (ήτοι των “προστηθέντων”, ΑΚ 922), καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ανακούφιση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Α.Κ. 299, 932). Η αξίωση αυτή είναι αδικοπρακτική (Α.Κ. 914).
Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει ότι στο εργατικό ατύχημα συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, ήτοι οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι απαραίτητα η ειδική αμέλεια που περιγράφεται στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (Ολ. ΑΠ 1117/1986, ΑΠ 614/2017, ΑΠ 370/2018). Και, επιπλέον, η αξίωση αυτή προϋποθέτει ότι υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στο πταίσμα και στην επέλευση της ζημίας, με την έννοια ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό να επέλθει χωρίς την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (ΑΠ 370/2018, ΑΠ 472/2018, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 145/2014).
Η κρίση από το δικαστήριο της ουσίας περί της συνδρομής ή μη του στοιχείου της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ειδικότερα κρίνει εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη πράγματι αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1787/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 1765/2011).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300 και 914 Α.Κ., συνάγεται ότι, εάν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται σε αυτόν αποζημίωση και συνακόλουθα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην πρόκληση της ζημίας ή στην έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 300 Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (ΑΠ 600/2020).
Αριθμός 62/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)εταιρείας με την επωνυμία “…”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, 2) Ν. Κ. του Κ., 3) Ν. Κ. του Χ., κατοίκων … και 4) Ε. Μ. του Θ., κατοίκου … και παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου …………….., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ν. Π. του Κ., κατοίκου … που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου ………………., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-4-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, την από 26-5-2015 παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης-προσεπίκληση της ήδη 1ης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν η 234/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 176/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16-6-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 16.6.2020 και αριθ. κατάθ. 20/16.6.2020 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών) υπ’ αριθ. 176/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Με την απόφαση αυτή το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της υπ’ αριθ. 243/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, την οποίαν εξαφάνισε ως προς το περί ηθικής βλάβης κεφάλαιο της από 3.4.2015 και αριθ. κατάθ. ……../3.4.2015 αγωγής, κράτησε και δίκασε την υπόθεση και δέχτηκε κατά ένα μέρος κατ’ ουσίαν την αγωγή ως προς το ως άνω κεφάλαιό της και του επιδίκασε το ποσό των 100.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας εργατικού ατυχήματος. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει είτε το θάνατό του είτε ανικανότητα αυτού προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο παθών προκάλεσε με δόλο το ατύχημα. Εφ` όσον επέλθουν οι δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, δημιουργείται προεχόντως αξίωση του παθόντος για αποκατάσταση της υλικής, θετικής ή αποθετικής ζημίας αυτού (ΑΚ 297, 298, 330 ή 914 και 919). Η ευθύνη του εργοδότη για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι αντικειμενική, δηλαδή δεν προϋποθέτει δικό του πταίσμα. Η λειτουργία της ρυθμίζεται με ειδικό τρόπο στην εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία (άρθρα 16 του ν. 551/1915, 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951). Παράλληλα, όμως, προς την αξίωση για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας δημιουργείται και αξίωση για αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας του παθόντος εργαζομένου ή των μελών της οικογένειάς του σε περίπτωση θανάτου, με την εκ μέρους του εργοδότη, που ευθύνεται και για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων στα οποία αναθέτει την εκπλήρωση των εργοδοτικών του υποχρεώσεων (ήτοι των “προστηθέντων”, ΑΚ 922), καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ανακούφιση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΚ 299, 932). Η αξίωση αυτή είναι αδικοπρακτική (ΑΚ 914). H αξίωση για χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει ότι στο εργατικό ατύχημα συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, ήτοι οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι απαραίτητα η ειδική αμέλεια που περιγράφεται στο άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (Ολ. ΑΠ 1117/1986, ΑΠ 614/2017, 370/2018). Και, επιπλέον, η αξίωση αυτή προϋποθέτει ότι υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στο πταίσμα και στην επέλευση της ζημίας, με την έννοια ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό να επέλθει χωρίς την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (ΑΠ 370/2018, 472/2018, 757/2015, 145/ 2014). Η κρίση από το δικαστήριο της ουσίας περί της συνδρομής ή μη του στοιχείου της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ειδικότερα κρίνει εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη πράγματι αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1787/2014, 81/2013, 1765/2011). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300 και 914 ΑΚ, συνάγεται ότι, εάν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται σε αυτόν αποζημίωση και συνακόλουθα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην πρόκληση της ζημίας ή στην έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (ΑΠ 600/2020).
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α` του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. ΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 368/2020).
4. Στην προκείμενη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνθήκες του βιοτικού συμβάντος, που συγκροτεί τo ένδικο εργατικό ατύχημα : Ότι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους τρίτο και δεύτερο των εναγόμενων και ήδη τρίτο και δεύτερο των αναιρεσειόντων, Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο και Αντιπρόεδρο αυτής, αντίστοιχα, ασκεί επιχείρηση επεξεργασίας (εκκόκκισης) βάμβακος, διατηρώντας για το σκοπό αυτό εργοστάσια επεξεργασίας βάμβακος (εκκοκκιστήρια), μεταξύ άλλων και στο …. Ότι για την κάλυψη των αναγκών της ανά εκκοκκιστική περίοδο, προσλαμβάνει εποχιακούς υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων προσέλαβε στις 27.9.2014 και τον ενάγοντα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι έως το τέλος της εκκοκκιστικής περιόδου το μήνα Ιανουάριο του 2015, προκειμένου να εργαστεί σ’ αυτή με την ειδικότητα του βοηθού εκκοκκιστή- τροφοδότη, με ωράριο εργασίας 8 ωρών ημερησίως και 40 εβδομαδιαίως, πραγματοποιουμένων ανά βάρδιες, λόγω της συνεχούς παραγωγικής λειτουργίας του εργοστασίου κατά το διάστημα αυτό. Ότι κατ’ εντολή των αρμοδίων υπαλλήλων της εργοδότριάς του πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος τοποθετήθηκε, με βάση την ειδικότητα με την οποίαν προσλήφθηκε, σε μηχάνημα πρέσα για το δέσιμο του βαμβακιού σε μπάλες και ειδικότερα για την τροφοδοσία του μηχανήματος με σύρματα. Ότι η πρέσα βρισκόταν στη μονάδα Β’, εργάζονταν δε σ’ αυτή και άλλα πέντε άτομα, τρεις στα σύρματα, ένας στην σήμανση των δεμάτων και ένας ως χειριστής της. Ότι στον ίδιο χώρο της μονάδας Β’, υπήρχαν και τρεις (3) εκκοκκιστικές μηχανές (τύπου CONTINENTAL EAGLE- GORDEN EAGLE GIN- MODEL 161), οι οποίες διαχώριζαν το προϊόν από το σπόρο του, ειδικότερα δε ο πριονοφόρος άξονας της μηχανής κινούμενος χώριζε με τα δόντια του το χνούδι από το σπόρο, ο οποίος περνούσε από οπές στο σωλήνα σπόρων, που βρίσκεται στο κέντρο του κουτιού ρολού και από εκεί μεταφερόταν στον κεντρικό κοχλία, κατόπιν στην αντλία και τελικά στην αποθήκη. Ότι ο κεντρικός κοχλίας βρίσκεται σε κανάλι οπλισμένου σκυροδέματος κάτω από το ύψος του δαπέδου του εκκοκκιστηρίου και ότι στις 20.10.2014 ο ενάγων ανέλαβε εργασία στις 23.00 ώρα (τρίτη βάρδια από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης), με βάση το πρόγραμμα εργασίας του, στην πρέσα για την τοποθέτηση συρμάτων. Ότι περί ώρα 23.15 εμφανίστηκε βλάβη σε ένα πριόνι από τον πριονοφόρο άξονα στη μεσαία εκκοκκιστική μηχανή που βρισκόταν στη μονάδα Β’ και ότι τότε ο τέταρτος εναγόμενος Ε. Μ., ο οποίος ήταν πρακτικός μηχανικός Γ’ τάξης και υπεύθυνος τεχνικής επίβλεψης της λειτουργίας και συντήρησης μηχανολογικής εγκατάστασης, επικοινώνησε με τον αρμόδιο μηχανικό που βρισκόταν στην μονάδα Α’, Θ. Α., ο οποίος του έδωσε εντολή να ξεκινήσει τη διαδικασία αποσυναρμολόγησης της μηχανής, για την αντικατάσταση του άξονα. Ότι ο ανωτέρω, αφού σταμάτησε τη λειτουργία της μηχανής, χωρίς όμως να διακόψει τη λειτουργία του κεντρικού κοχλία, ο οποίος μεταφέρει τον καρπό και είναι συνδεδεμένος και με τις άλλες δύο μηχανές, οι οποίες ήταν σε λειτουργία, έβγαλε τα δύο καπάκια που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά και μετά αποσυναρμολόγησε το μπροστινό μέρος της μηχανής. Ότι κατά τον χρόνο εκείνο, προκειμένου να κατεβάσει το μπροστινό μέρος της μηχανής, με μηχάνημα που έφερε αλυσίδες (παλάγκο) και απαιτούσε το χειρισμό δύο ατόμων, ενός δεξιά και του άλλου αριστερά, έδωσε εντολή στον ενάγοντα, ο οποίος εργαζόταν στην πρέσα, να τον συνδράμει προς τούτο. Ότι αφού κατέβασαν το μπροστινό μέρος της μηχανής και ο τέταρτος εναγόμενος αφαίρεσε και τους δύο αεραγωγούς απομάκρυνσης σπόρων (χωνιά), δεξιά και αριστερά της μηχανής, που καταλήγουν στον κεντρικό κοχλία, ζήτησε από τον ενάγοντα να του φέρει το κλειδί της αποθήκης που βρισκόταν στη μονάδα Α’, προκειμένου να προμηθευτεί τα απαραίτητα εργαλεία για την επισκευή. Ότι εν τω μεταξύ ο ίδιος (τέταρτος εναγόμενος) κάλυψε με μεταλλικό τεμάχιο (λαμαρίνα) το ένα άνοιγμα που δημιουργήθηκε στο δάπεδο διαστάσεων 30Χ20 cm, λόγω της αφαίρεσης του αριστερού αεραγωγού, κάτω από το οποίο περνούσε ο κεντρικός κοχλίας, χωρίς να καλύψει και το δεξιό ομοίου μεγέθους άνοιγμα του δαπέδου στη δεξιά πλευρά της μηχανής, κάτω από το οποίο περνούσε ο κεντρικός κοχλίας, πλησίον δε της μηχανής είχαν μαζευτεί από περιέργεια εργαζόμενοι από άλλα σημεία της μονάδας, οπότε καταφθάνοντας ο ενάγων με το κλειδί, ο τέταρτος εναγόμενος έδωσε εντολή να απομακρυνθούν από το σημείο, όπως και έπραξαν οι λοιποί εργάτες, ενώ ο τέταρτος εναγόμενος συνέχισε να εργάζεται στο αριστερό τμήμα της μηχανής αφαιρώντας υπολείμματα από βαμβάκι που είχε πέσει πάνω στη μηχανή, μιμούμενος δε αυτόν και ο ενάγων κινήθηκε να κάνει το ίδιο στο δεξιό τμήμα της μηχανής, αλλά το δεξί του πόδι πάτησε στο κενό (ακάλυπτο τμήμα του δαπέδου), όπου παρασυρόμενο από τον εν κινήσει κεντρικό κοχλία, εγκλωβίστηκε εντός αυτού με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό στο ύψος του κάτω πέρατος της κνήμης, παρά τις προσπάθειες του τέταρτου εναγόμενου, ο οποίος σταμάτησε αμέσως τη λειτουργία του κεντρικού κοχλία και έτερων εργαζομένων να το απεγκλωβίσουν. Ότι ο ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε βαριά συνθλιπτικά τραύματα (ΔΕ) κνήμης, μηρού κάταγμα έξω κνημιαίου κονδύλου και κεφαλής περόνης (ΔΕ), διατομή έξω πλαγίου συνδέσμου καθώς και διατομή ισχιακού νεύρου στο ύψος τη ιγνυακής κοιλότητας, υποβλήθηκε άμεσα σε διαμόρφωση κολοβώματος κάτω 1/3 της (ΔΕ) κνήμης και σύγκλειση των θλαστικών τραυμάτων της (ΔΕ) ιγνυακής κοιλότητας και δεξιάς γαστροκνημία και μετά πάροδο 20 ημερών διαπιστώθηκε νέκρωση του δέρματος και των μυών της γαστροκνημίας, οπότε υποβλήθηκε σε υψηλότερο ακρωτηριασμό της κνήμης 7 cm κάτωθι του κνημιαίου κυρτώματος και εκ νέου διαμόρφωση κολοβώματος. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας, έκρινε ότι η πρώτη εναγόμενη δια των νόμιμων εκπροσώπων της, πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων, Αντιπροέδρου του πρώτου και Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου του τρίτου : α) απασχολούσε τον τέταρτο εναγόμενο, Ε. Μ., ως υπεύθυνο τεχνικής επίβλεψης της λειτουργίας και συντήρησης μηχανολογικής εγκατάστασης και του ανέθεσε τα σχετικά καθήκοντα στις 20.10.2014, παρότι δεν είχε τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για να ασκεί αρμοδιότητες τεχνικού επίβλεψης της συντήρησης μηχανολογικής εγκατάστασης, β) παρότι οι εργασίες επισκευής, μετατροπής, προληπτικού ελέγχου και συντήρησης του εξοπλισμού έπρεπε να εκτελούνται από εργαζόμενους που έχουν ειδική αρμοδιότητα για το σκοπό αυτό, επέτρεψε στον ενάγοντα, να εκτελέσει έστω και ως βοηθός του τέταρτου εναγόμενου, αναγκαίες εργασίες προς αποκατάσταση της βλάβης της εκκοκκιστικής μηχανής, παρότι είχε πλήρη άγνοια του τρόπου λειτουργίας αυτής και του κινδύνου των μηχανικών της μερών, ήτοι εν προκειμένω του πριονοφόρου άξονα, γ) δεν φρόντισε να διακόψει τη λειτουργία όλων των κινούμενων μηχανικών στοιχείων του εξοπλισμού εργασίας που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα, καθόσον άφησε σε λειτουργία τον κεντρικό κοχλία, ο οποίος διερχόταν κάτω από την εκκοκκιστική μηχανή, προκειμένου να μην σταματήσει και η λειτουργία των άλλων δύο εκκοκκιστικών μηχανών όσο θα διαρκούσε η επισκευή (δύο περίπου ώρες) και δ) αν και κατά την αποσυναρμολόγηση της μηχανής αποκαλύφθηκαν δύο οπές στο δάπεδο, διαστάσεων 30Χ20 cm κάτω από τις οποίες διερχόταν ο κινούμενος κοχλίας, οι οποίες καθιστούσαν επικίνδυνο το δάπεδο εργασίας για τους εργαζόμενους, όπως ο ενάγων που εργαζόταν στο σημείο εκείνο, δεν φρόντισε να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή επαφής εργαζόμενου με τα κινούμενα μηχανικά στοιχεία, ήτοι τον κεντρικό κοχλία, κάτωθι του δαπέδου, δια της εφαρμογής κατάλληλης καλύπτρας, επί της οπής, όπου έλαβε χώρα το ατύχημα και ότι οι παραλείψεις αυτές των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων, καταστατικών οργάνων της εργοδότριας πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ήταν πρόσφορες να προκαλέσουν και προκάλεσαν πράγματι το εργατικό αυτό ατύχημα και τον εξ αυτού τραυματισμό του ενάγοντος. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι ο τέταρτος εναγόμενος από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποίαν θα κατέβαλλε ο μέσος συνετός κοινωνικός άνθρωπος, αλλά και ο ίδιος, λόγω των προσωπικών ικανοτήτων και της επαγγελματικής του πείρας, μπορούσε να καταβάλει, έχοντας εν τοις πράγμασι αναλάβει, με εντολή της εργοδότριάς του τρίτης εναγόμενης, την ευθύνη συντήρησης των μηχανολογικών εγκαταστάσεων : α) δεν φρόντισε να διακόψει τη λειτουργία όλων των κινούμενων μηχανικών στοιχείων του εξοπλισμού εργασίας που μπορούσαν να προκαλέσουν ατυχήματα και δη σταμάτησε μεν τη λειτουργία της εκκοκκιστικής μηχανής, ωστόσο άφησε σε λειτουργία τον κεντρικό κοχλία, ο οποίος διερχόταν κάτω από την εκκοκκιστική μηχανή, προκειμένου να μην σταματήσει και η λειτουργία των άλλων δύο εκκοκκιστικών μηχανών όσο θα διαρκούσε η επισκευή (δύο περίπου ώρες), β) εφόσον με βάση τους ισχυρισμούς του ο κεντρικός κοχλίας έπρεπε να μείνει σε λειτουργία για την απομάκρυνση από τον πριονοφόρο κοχλία της μηχανής των ξένων υλών (κομμάτια ξύλου κ.α.) που είχαν προξενήσει τη βλάβη, δεν φρόντισε να καλύψει τις αποκαλυφθείσες οπές στο πάτωμα από την αποσυναρμολόγηση της μηχανής και την εν συνεχεία αφαίρεση των αεραγωγών απομάκρυνσης σπόρων (χωνιών) και δη τη δεξιά οπή με κατάλληλη καλύπτρα (μεταλλικό σκέπαστρο), η οποία θα εξασφάλιζε την ασφαλή κίνηση του ενάγοντος και τη μη επαφή του με τον κεντρικό κοχλία και γ) χρησιμοποίησε τον ενάγοντα ως βοηθό του για την αποσυναρμολόγηση της μηχανής χωρίς να του επιστήσει την προσοχή για τους κινδύνους που ενείχε η ενέργειά του αυτή και ειδικότερα μετά την αποκάλυψη των δύο οπών στο πάτωμα, καθόσον ο τελευταίος δεν γνώριζε και δεν ήταν αρμόδιος για την αντικατάσταση του άξονα, ούτε είχε την εμπειρία, που απαιτούσε η εργασία αυτή και ότι οι παραλείψεις αυτές του τέταρτου εναγόμενου ήταν πρόσφορες να προκαλέσουν και προκάλεσαν πράγματι το εργατικό αυτό ατύχημα και τον εξ αυτού τραυματισμό του ενάγοντος. Ότι δεν προκύπτει ούτε αποκλειστική υπαιτιότητα, ούτε συντρέχον πταίσμα του ιδίου του παθόντος στην επέλευση του ζημιογόνου ατυχήματος, καθ’ όσον ούτε αυτοβούλως ούτε χωρίς εντολή ανέλαβε την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας στα πλαίσια του εν λόγω οργανωμένου εργασιακού περιβάλλοντος στο εργοστάσιο της πρώτης εναγόμενης, αλλά υποχρεώθηκε σε εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας μολονότι δεν είχε γνώση της λειτουργίας της εκκοκκιστικής μηχανής, ούτε τους κινδύνους που έκρυβε η αποσυναρμολόγησή της, καθόσον ούτε ο τέταρτος εναγόμενος του επέστησε την προσοχή σε αυτό, επιστρέφοντας δε με το κλειδί της αποθήκης που τον έστειλε ο τέταρτος εναγόμενος να πάρει, εύλογα θεώρησε σκόπιμο, λόγω της βοήθειας που έως τότε πρόσφερε, ότι εξακολουθούσε ως βοηθός του, να τελεί υπό τις εντολές του, ο οποίος αν και είπε στους τρίτους εργαζόμενους (αυτοί ουδεμία βοήθεια πρόσφεραν, παρά από περιέργεια και μόνο μαζεύτηκαν στο σημείο), να απομακρυνθούν και αυτοί τον υπάκουσαν, δεν επέστησε την προσοχή και στον ενάγοντα προς τούτο, ούτε του εξήγησε ότι η εντολή ισχύει και για τον ίδιο λόγω της επικινδυνότητας της παραμονής του στο σημείο, αλλά συνέχισε την εργασία του, παρότι μάλιστα δεν είχε καλύψει την δεξιά της μηχανής οπή, η οποία είχε δημιουργηθεί με την αφαίρεση των αεραγωγών. Και τέλος, ότι δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, προσοχή και συγκέντρωση, που θα επεδείκνυε ο μέσος συνετός άνθρωπος, ενώ επιπροσθέτως ο ίδιος είχε προσληφθεί μόλις πριν λίγες μέρες (λιγότερο από μήνα) και μάλιστα με άλλη ειδικότητα, χωρίς ακολούθως να έχει ενημερωθεί για τους πιθανούς κινδύνους της συγκεκριμένης ανατεθείσας στον ίδιο εργασίας, λαμβανομένου υπόψη και του βαθμού επικινδυνότητας αυτής, για την οποία όφειλαν να μεριμνήσουν οι εναγόμενοι ως εκ της ιδιότητας και της θέσεως εκάστου εξ αυτών, ενώ και ο επιπρόσθετος ισχυρισμός των εναγόμενων ότι θα έπρεπε να είχε ξενίσει τον ενάγοντα ο ήχος της λειτουργίας του κεντρικού κοχλία δεν ευσταθεί, καθόσον το ανωτέρω εξάρτημα ήταν σε λειτουργία καθόλο το χρόνο παραμονής του ενάγοντος στο χώρο και δεν έπαυσε ποτέ να λειτουργεί.
5. Με την κρίση του αυτή και την ως άνω παράθεση των παραδοχών, στις οποίες τη θεμελίωσε, το Μονομελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ελλιπείς και εν μέρει αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, τόσο ως προς το κρίσιμο ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς των καταστατικών οργάνων της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων και ήδη δεύτερου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων, Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Συμβούλου και Αντιπροέδρου αυτής, αντίστοιχα, καθώς και του τέταρτου εναγόμενου και ήδη τέταρτου αναιρεσείοντος και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, όσο και ως προς το ζήτημα της έλλειψης συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, οι οποίες (αιτιολογίες) δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των εφαρμοσθεισών διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και δη των διατάξεων των άρθρων 914, 932 και 300 Α.Κ.. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου : α) ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι ο τέταρτος εναγόμενος Ε. Μ., πρακτικός μηχανικός Γ’ τάξης και υπεύθυνος τεχνικής επίβλεψης της λειτουργίας και συντήρησης μηχανολογικής εγκατάστασης, προκειμένου να κατεβάσει το μπροστινό μέρος της βλαβείσας εκκοκκιστικής μηχανής, που βρισκόταν στη μονάδα Β’ στο εργοστάσιο επεξεργασίας βάμβακος της πρώτης εναγόμενης, με μηχάνημα που έφερε αλυσίδες (παλάγκο) και απαιτούσε το χειρισμό δύο ατόμων, ενός δεξιά και του άλλου αριστερά, έδωσε εντολή στον ενάγοντα, ο οποίος εργαζόταν στην πρέσα, να τον συνδράμει προς τούτο για να κατεβάσουν το μπροστινό μέρος της μηχανής, όπως επίσης του ζήτησε να του φέρει το κλειδί της αποθήκης που βρισκόταν στην μονάδα Α’ προκειμένου να προμηθευτεί τα απαραίτητα εργαλεία για την επισκευή, εντολές που εκτέλεσε ο ενάγων, στη συνέχεια δεν εκτίθεται με σαφήνεια ποια ήταν η συγκεκριμένη εργασία την οποίαν υποχρεώθηκε ο ενάγων να εκτελέσει μετά από εντολή του τέταρτου εναγόμενου και αφορούσε την επισκευή της βλαβείσας εκκοκκιστικής μηχανής με αποτέλεσμα να βρεθεί στην εστία κινδύνου, που δημιούργησε η ακάλυπτη οπή στο δάπεδο διαστάσεων 30 Χ 20 cm, μετά την αφαίρεση από τον τέταρτο εναγόμενο του δεξιού αεραγωγού απομάκρυνσης σπόρων (χωνιά), που βρισκόταν στην δεξιά πλευρά της ως άνω μηχανής, κάτω από τον οποίον διερχόταν ο κεντρικός κοχλίας, ενόψει μάλιστα και της παραδοχής ότι ο ενάγων θεώρησε σκόπιμο να μιμηθεί τον τέταρτο εναγόμενο και να αφαιρέσει υπολείμματα από βαμβάκι, που είχαν πέσει στο δεξιό τμήμα της μηχανής, υποθέτοντας ότι μία τέτοια εργασία θα ήταν αρεστή στον τέταρτο εναγόμενο και β) ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι εναγόμενοι δεν φρόντισαν να διακόψουν τη λειτουργία όλων των κινούμενων μηχανικών στοιχείων του εξοπλισμού εργασίας, καθόσον άφησαν σε λειτουργία τον κεντρικό κοχλία στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι με βάση τους ισχυρισμούς του τέταρτου εναγόμενου ο κεντρικός κοχλίας έπρεπε να μείνει σε λειτουργία για την απομάκρυνση από τον πριονοφόρο κοχλία της μηχανής των ξένων υλών (κομμάτια ξύλου κ.α.), που είχαν προξενήσει τη βλάβη. Περαιτέρω ως προς το ζήτημα της συνυπαιτιότητας : α) ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν συντρέχει πταίσμα του παθόντος- ενάγοντος στο ένδικο ατύχημα, δεν αιτιολογεί επαρκώς πως είναι δυνατόν ο τελευταίος να πέφτει σε άνοιγμα 30 Χ 20 cm, ήτοι άνοιγμα ορατό, εμφανές και γνωστό προηγουμένως στον ίδιο, αφού κατά τη διαδικασία κατεβάσματος του μπροστινού τμήματος της βλαβείσας εκκοκκιστικής μηχανής ο τέταρτος εναγόμενος ενώπιόν του (ενάγοντος) αφαίρεσε και τους δύο αεραγωγούς απομάκρυνσης σπόρων (χωνιά), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και το ως άνω άνοιγμα στο δάπεδο, κάτω από το οποίο διερχόταν ο κεντρικός κοχλίας, χωρίς να υφίσταται κάποιος ειδικός λόγος που θα καθιστούσε πιθανή την πτώση του και β) ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι τρίτοι εργαζόμενοι, οι οποίοι μαζεύτηκαν από περιέργεια στο σημείο της βλαβείσας εκκοκκιστικής μηχανής υπάκουσαν σε σχετική προτροπή του τέταρτου εναγόμενου και απομακρύνθηκαν από το σημείο δεν αιτιολογεί επαρκώς γιατί η εν λόγω προτροπή δεν ίσχυσε ειδικώς για τον ενάγοντα, όταν μάλιστα ο τελευταίος γνώριζε πως δεν είχε την τεχνική γνώση να συμβάλει στην επιδιόρθωση της βλάβης και κατά τις ως άνω παραδοχές η εντολή του τέταρτου εναγόμενου αφορούσε το κατέβασμα της βλαβείσας εκκοκκιστικής μηχανής και την προσκόμιση του κλειδιού της αποθήκης, που βρισκόταν στην μονάδα Α’, προκειμένου να γίνει η προμήθεια των απαραίτητων εργαλείων για την επισκευή. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίον επισημαίνονται τα παραπάνω και αποδίδεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
6. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει), παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, που πρέπει να συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. 7. Κατά το άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ: “Αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση.”. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, ζήτησε με τις από 6.12.2021 προτάσεις της που κατατέθηκαν την προτεραία της συζήτησης της υπόθεσης, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκούσια εκτέλεση της αναιρούμενης αποφάσεως, με την επιστροφή του συνολικού χρηματικού ποσού των 144.636,17 € ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο επιδικασθέν κεφάλαιο, τους αναλογούντες τόκους, επ` αυτού μέχρι την ημερομηνία καταβολής του, καθώς και την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ. Από τις από 3.6.2020 και 9.6.2020 και εξοφλητικές αποδείξεις, που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, αποδεικνύεται ότι αυτή κατέβαλε, αυθημερόν, στον αντίδικό της το ανωτέρω χρηματικό ποσό, και ο ίδιος δεν αμφισβητεί το γεγονός τούτο. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται, προαποδεικτικώς, εκούσια εκτέλεση της αναιρούμενης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το ανωτέρω χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 176/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αναιρεσίβλητο να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το ποσό των εκατό σαράντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριάντα έξι ευρώ και δέκα επτά λεπτών (144.636,17 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.
Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ