ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος ………….. η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Κύρκα (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Φαίδωνα Δημόπουλου (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) και 2) ……………, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αθηνάς Δημοπούλου (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
Οι ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ΄ής η ανακοπή – ήδηεκκαλούσας: α) την από 4-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου……../2015 ανακοπή και β) τους από 4-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2015 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της υπ΄αριθμ……./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της ως άνω ανακοπής και πρόσθετων λόγων, το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 1647/2019 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδίκασε τα παραπάνω δικόγραφα, τα οποία είχαν εισαχθεί με την τακτική διαδικασία, κατά τηνορθή ειδική διαδικασία των άρθρων 632 παρ.2, 643, 591 παρ.1 περ.α,649-650 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015, αντιμωλία των διαδίκων, δέχτηκε την ανακοπή καιακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η καθ΄ής η ανακοπή – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 30-5-2019 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………./5-6-2019, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ………/5-6-2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά, για τη δικάσιμο της 2ας-4-2020, κατά την οποία ματαιώθηκε, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα του covid 19, ενώ προσδιορίστηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 38, δυνάμει της υπ΄αριθμ. 76/2020 Πράξης του, ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς ΣυμβουλίουΔιεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, κατ΄ άρθρο 74 παρ.2 του Ν.4960/2020.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1647/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε κατά την ορθή ειδική διαδικασία των άρθρων 632 παρ.2, 643,591παρ.1 περ.α, 649-650 Κ.Πολ.Δ., όπως οι διατάξεις της ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και ανακοπές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της,έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1Κ.Πολ.Δ.)και εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, προθεσμίας των 30 ημερών, καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης προς την εκκαλούσα, έλαβε χώρα στις 15-5-2019 (βλ. τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας ……………) και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 5-6-2019, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 Κ.Πολ.Δ.) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.). Έχει καταβληθεί δε, από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3εδ.α του Κ.Πολ.Δ., παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 862 Α.Κ., ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσµα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Ο εγγυητής µπορεί να παραιτηθεί από το ευεργέτηµα που θεσπίζει η διάταξη, αλλά µόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αµέλειά του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αµέλειας η σχετική συµφωνία θα προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ και θα ήταν άκυρη, κατ΄ άρθρο ΑΚ 174 (Ολ.Α.Π. 6/2000, Α.Π. 1137/2019, Α.Π.1886/2014,Α.Π. 419/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προϋποθέσεις της ελευθευρώσεως του εγγυητή, κατ`άρθρο 862 Α.Κ., είναι: α) η ικανοποίηση του δανειστή, ήτοι η καταβολή του χρέους να κατέστη αδύνατη εκ μέρους του πρωτοφειλέτη και β) η αδυναμία αυτή να οφείλεται σε δικό του (δανειστή) πταίσμα. Πταίσµα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε µε ενέργειες-πράξεις, είτε µε παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσµα του δανειστή (και) όταν αυτός αµελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος ή αµελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη. Τέλος, εφόσον στον Α.Κ. δεν περιλήφθηκε ορισµός της βαριάς αµέλειας, στο δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιµώντας τις περιστάσεις, να κρίνει, πότε η αµέλεια είναι βαριάς µορφής, αξιολογική κρίση η οποία ελέγχεται αναιρετικά, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (Α.Π. 419/2013 ο.π, Α.Π. 27/2010,Α.Π. 512/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η αγωγή ή ανακοπή από την ως άνω διάταξη πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της και συγκεκριμένα ποιά ήταν η οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη πριν γίνει αναξιόχρεος, δηλαδή ποιά ήταν τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε και ποιά η αξία τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά του δανειστή θα είχε λογικά ως αποτέλεσμα την ικανοποίησή του (Ολ.Α.Π. 6/2000, Α.Π. 1137/2019, Α.Π. 1886/2014, Α.Π. 419/2013 ο.π).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες- ήδη εφεσίβλητοι, ζητούσαν με την ως άνω από 4-2-2015 ανακοπή τους, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και τους από 4-3-2015 πρόσθετους λόγους της, να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συνολικά, κατ΄άρθρο 862 Α.Κ. (πρώτος λόγος ανακοπής) και σε κάθε περίπτωση λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος εκ μέρους της καθ΄ής, κατ΄άρθρο 281 Α.Κ., (δεύτερος λόγος ανακοπής), άλλως, επικουρικώς, ως προς το σκέλος της που αφορά στους επιδικασθέντες τόκους, αφενός μεν ως προς την έναρξη υπολογισμού τους (τρίτος λόγος ανακοπής),αφετέρου δε ως προς το ύψος τους (μοναδικός πρόσθετος λόγος ανακοπής). Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ΄ής η ανακοπή τράπεζας και υποχρεώθηκαν με αυτήν οι ανακόπτοντες, να καταβάλουν στην τελευταία, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 750.941,17 ευρώ ως κεφάλαιο πλέον τόκων από 21-3-2008 μέχρι την εξόφληση και δικαστικών εξόδων ποσού 23.000 ευρώ, ως εγγυητές, με βάση οφειλή της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, που θα αναφερθεί παρακάτω, πηγάζουσα από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό.Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν ότι, η καθ΄ής δεν έχει καμία απαίτηση εις βάρος τους, ως εγγυητών στην από 23-11-2005 σύμβαση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία συνήφθη μεταξύ της καθ’ής και της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας «……….», καθώς έχουν ελευθερωθεί έναντι αυτής (καθ’ής) κατ’άρθρο 862 ΑΚ, διότι η τελευταία, ενεργώντας με δόλο, άλλως βαριά αμέλεια, των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή, όχι μόνο δεν έλαβε κανένα κατάλληλο μέτρο ως δανείστρια για την εξασφάλιση της ικανότητας της πρωτοφειλέτιδας να αποπληρώσει την οφειλή της, αλλά αντίθετα συνέβαλε στην οικονομική της κατάρρευση και τελικά στην πτώχευση αυτής.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αριθμ. ……../2019), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.6 Κ.Πολ.Δ., κατά την προαναφερθείσα ορθή ειδική διαδικασία, (αν και είχαν αρχικά εισαχθεί με την τακτική),αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της, ακολούθως την έκανε δεκτή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον προαναφερθέντα πρώτο λόγο της, στηριζόμενο στο άρθρο 862 του Α.Κ., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη), ενώ δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους της και τους πρόσθετους λόγους (που στην ουσία ήταν ένας), των οποίων παρείλκε πλέον η διερεύνηση, ακύρωσε δε συνολικά την ως άνω διαταγή πληρωμής.
Ήδη κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης παραπονείται η καθ’ής η ανακοπή, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή των αντιδίκων της και οι πρόσθετοι λόγοι της.
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, η εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή, παραπονείται ότι, κακώς η εκκαλουμένη προχώρησε στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της ανακοπής και ακολούθως και της αποδοχής του πρώτου εξ αυτών κατ΄ουσία, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ., το δικαίωμα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής μπορεί να θεμελιωθεί σε λόγους είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για την έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης, προϋποθέσεις, που, όπως υποστηρίζει, δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι, οι ανακόπτοντες -εφεσίβλητοι, δεν στρέφονται κατά του κύρους της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ούτε προβάλουν αντιρρήσεις που αφορούν στην ουσιαστική απαίτησή της εκ της υπ΄αριθμ. ………/23-11-2005 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, βάσει της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή, αλλά οι αιτιάσεις τους βάλλουν κατά της απαίτησης εκ της υπ΄αριθμ……./6-8-2007 εγγυητικής επιστολής ποσού 1.170.004 ευρώ υπέρ του πρώτου ανακόπτοντα με λήπτη τον ………….., η οποία δεν αφορά στην ένδικη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός,όμως, της έφεσης δεν ευσταθεί, διότι οι ανακόπτοντες, επικαλούμενοι την ελευθέρωσή τους ως εγγυητών από το ένδικο χρέος που ενσωματώνει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, κατ΄άρθρο 862 Α.Κ., εφόσον, από πταίσµα της δανείστριας -καθ΄ής η ανακοπή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτιδα εταιρία (…………), αναφέρουν, προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους, διάφορα περιστατικά, μεταξύ των οποίων και τα όσα αφορούν στην ως άνω εγγυητική επιστολή, για τα οποία θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω. Με την παράθεση των περιστατικών αυτών, σκοπός τους είναι να καταδείξουν την κακόπιστη και αντιδεοντολογική συμπεριφορά της αντιδίκου τους, απέναντί τους,αλλά και απέναντι της πρωτοφειλέτιδας, που είχε ως αποτέλεσμα την ματαίωση της ικανοποίησης της αξίωσής της (καθ΄ής) σχετικά με την ένδικη διαταγή πληρωμής (υπ΄αριθμ……../2015) από δικό της πταίσμα και δεν βάλλουν κατά της απαίτησης που προέκυψε από την εγγυητική επιστολή, την οποία έχουν προσβάλλει δικαστικά με άλλες ενέργειές τους, όπως αναλυτικότερα θα αναφερθεί επίσης παρακάτω.
Εξάλλου, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής της, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την, προβληθείσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής των αντιδίκων της, ένσταση του άρθρου 862 Α.Κ., ως απαράδεκτη, παρά το σχετικό ισχυρισμό της, καθώς οι ανακόπτοντες -εγγυητές στην επίμαχη σύμβαση βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είχαν ρητά παραιτηθεί από αυτήν. Ειδικότερα δε, τόσο στο άρθρο 12 της υπ΄αριθμ……./23-11-2005 εν λόγω σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία υπέγραψε, ως εγγυητής, ο πρώτος ανακόπτων, όσο και στο άρθρο 4 της από 29-9-2006 σύμβασης παροχής εγγύησης, την οποία υπέγραψε ο δεύτερος ανακόπτων, αναφέρεται ότι, ο εγγυητής δεν ελευθερώνεται από τις υποχρεώσεις του, έστω κι αν έγινε αδύνατη η ικανοποίηση της Τράπεζας από τον πρωτοφειλέτη, από οποιονδήποτε λόγο, ανεξάρτητα από το αν αυτός βαρύνει ή όχι την Τράπεζα. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, αυτός της καθ΄ής η ανακοπή, και συνακόλουθα και ο ως άνω λόγος της έφεσής της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η παραίτηση εκ μέρους του εγγυητή από το ευεργέτηµα που θεσπίζει η ως άνω διάταξη (Α.Κ. 862,) είναι δυνατή, µόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αµέλειά του (δανειστή), ενώ αντίθετα η σχετική συμφωνία, περί παραίτησης από το ως άνω ευεργέτημα, είναι άκυρη, σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αµέλειας. Εφόσον, λοιπόν, οι ανακόπτοντες επικαλούνται, με τον ως άνω λόγο της ανακοπής τους, το δόλο, και σε κάθε περίπτωση τη βαριά αμέλεια, της καθ΄ής, κατά τα προετεθέντα, ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός και νόμιμος. Θα εξετασθεί, βέβαια, περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Επίσης, η καθ΄ής η ανακοπή ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, ισχυρισμό που επαναφέρει με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής της, ότι ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής πάσχει από αοριστία και κακώς κρίθηκε ορισμένος με την εκκαλουμένη. Εντούτοις, ο ως άνω λόγος της ανακοπής είναι αρκούντως ορισμένος, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο (άρθρο 862 Α.Κ.) στοιχεία για τη θεμελίωσή του, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη και συγκεκριμένα ότι: α) η ικανοποίηση της δανείστριας (καθ΄ής η ανακοπή τράπεζας), ήτοι η καταβολή του χρέους κατέστη αδύνατη εκ μέρους της πρωτοφειλέτιδας και β) η αδυναμία αυτή οφείλεται σε δικό της (δανείστριας) πταίσμα. Από τα αναφερόμενα δε στην ανακοπή (αξία μετοχών πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, ποσά που βρίσκονταν σε λογαριασμούς της και κάλυπταν την επίμαχη απαίτηση κ.α), συνάγεται ποια ήταν η οικονομική κατάσταση της τελευταίας πριν γίνει αναξιόχρεη.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του πρώτου ανακόπτοντος ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης, μεταξύ τους, δίκης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η «………….» (η οποία, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, συγχωνεύθηκε στη συνέχεια με την καθ΄ής η ανακοπή), χορήγησε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./23-11-2005 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 23-11-2005, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» (εφεξής …………..), πίστωση μέχρι του ποσού 1.000.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε στο ποσό των 2.500.000 ευρώ, με την από 29-9-2006 πρόσθετη πράξη αύξησης ορίου πίστωσης της εν λόγω σύμβασης, για την εξυπηρέτηση της οποίας χρησιμοποιήθηκε ο υπ΄αριθμ. …………. αλληλόχρεος λογαριασμός. Οι δύο ανακόπτοντες …………. και ………., (αδέρφια), οι οποίοι ήταν μέτοχοι της ως άνω πιστούχου εταιρείας, εγγυήθηκαν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτής, καθώς και την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση των οφειλών της από την ανωτέρω σύμβαση, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα με την πιστούχο και ως αυτοφειλέτες, παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως και από τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 853 Α.K.. Συγκεκριμένα δε, ο πρώτος εξ αυτών συμβλήθηκε ως εγγυητής στη σύμβαση πίστωσης και στην πρόσθετη πράξη αυτής, ενώ ο δεύτερος υπέγραψε την από 29-9-2006 αυτοτελή σύμβαση παροχής εγγύησης. Σημειωτέον δε ότι, στο άρθρο 12.6 και 4, των ανωτέρω συμβάσεων πίστωσης και παροχής εγγύησης αντίστοιχα,αναφέρεται ότι, «ο εγγυητής δεν ελευθερώνεται από τις υποχρεώσεις του έστω και αν έγινε αδύνατη η ικανοποίηση της τράπεζας από τον πιστούχο, από οποιονδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως από το αν ο λόγος βαρύνει ή όχι την τράπεζα». Όπως, όμως, αναφέρθηκε ανωτέρω, ο όρος αυτός ισχύει μόνο αν ο λόγος αυτός, που τυχόν βαρύνει την τράπεζα, οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια αυτής και όχι σε δόλο ή βαριά αμέλεια.
Η ως άνω πιστούχος εταιρεία (………..), ιδρύθηκε το έτος 1996 από τους ανακόπτοντες, ως οικογενειακή ουσιαστικά επιχείρηση που έλαβε τυπικά τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας και διαδικτύου, με μετόχους τους ίδιους (ανακόπτοντες), την ……….. (σύζυγο του πρώτου εξ αυτών),τον ………., πατέρα της τελευταίας και τις εταιρείες με την επωνυμία «…………….» και «…………».Στα πλαίσια αναζήτησης επενδυτικών κεφαλαίων από την ως άνω εταιρεία, εισήλθε το έτος 2001, σε αυτήν, ως μέτοχος, ο ………… ατομικά ο ίδιος με ποσοστό 6,326% και διαμέσου της υπεράκτιας εταιρείας συμφερόντων του «……………» με ποσοστό 21,177% επί του μετοχικού κεφαλαίου, ενώ οι λοιποί ως άνω μέτοχοι της εταιρείας: ……………… είχαν, αντίστοιχα, ποσοστά: 29,179%, 28,226%,3,303%,6,99%,4,43% και 0,376%, επί του μετοχικού κεφαλαίου αυτής. Η εταιρεία ……….., παρά τη θετική και κερδοφόρα πορεία της, ενόψει του αντικειμένου της δραστηριότητάς της, που απαιτούσε διαρκώς σημαντικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και των παρεχομένων υπηρεσιών και υψηλή ταμειακή ρευστότητα, είχε λάβει τραπεζική χρηματοδότηση μεγάλου ύψους (συνολικά 12.000.000 ευρώ), για την οποία είχαν εγγυηθεί με την προσωπική τους περιουσία οι ανακόπτοντες, η ……………… και ο …….. …….. Εξάλλου, η εν λόγω εταιρεία, επειδή βρισκόταν σε αντιδικία με τον προμηθευτή αλλά και ανταγωνιστή της Ο.Τ.Ε., κυρίως λόγω των διαφωνιών ως προς το ύψος των χρεώσεων των υπηρεσιών που της παρείχε, αποφάσισε να προχωρήσει στη δημιουργία ιδιόκτητου τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Δεδομένου, όμως, ότι το εγχείρημα αυτό απαιτούσε μεγάλα κεφάλαια, για την εξεύρεσή τους (η ………), υπέβαλε, το έτος 2005, αίτημα εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), με σκοπό την άντληση κεφαλαίων και συμβλήθηκε με την «…………..», ώστε αυτή να αναλάβει τη διαδικασία εισαγωγής της στο ως άνω χρηματιστήριο ως ανάδοχος, σύμβουλος έκδοσης και ειδικός διαπραγματευτής. Όταν δε, η «………..» συγχωνεύθηκε με την καθ’ής ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………», η τελευταία συνέχισε τις διαδικασίες για την εισαγωγή της …………. στο Χ.Α.Α. Κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Χ.Α.Α. της 8-6-2006, εγκρίθηκε η αίτηση της …….. για την εισαγωγή των μετοχών της στην αγορά αξιών αυτού, μετά από λεπτομερή νομικό και οικονομικό έλεγχο από ανεξάρτητους ελεγκτές. Παραταύτα, η εισαγωγή της στο χρηματιστήριο, δεν επιτεύχθηκε. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό, έπαιξε η επιβολή σε βάρος της ως άνω εταιρείας, στις 16-11-2006, εκ μέρους της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, για διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, του μέτρου της δέσμευσης των λογαριασμών της εταιρείας και του πρώτου ανακόπτοντος, διευθύνοντος συμβούλου της, λόγω μη απόδοσης Φ.Π.Α., ύψους 501.503,77 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. …………/16-11-2006 έγγραφο της ως άνω Δ.Ο.Υ.) Το παραπάνω επιβληθέν εις βάρος της εταιρείας μέτρο, το οποίο είχε κοινοποιηθεί στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, άρθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 2007, διότι προέκυψε ότι ο καταλογισμός αυτός οφειλόταν σε λάθος, καθώς, μετά τη διενέργεια νέου ελέγχου από την Υ.Π.Ε.Ε. διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία δεν όφειλε το ανωτέρω ποσό για Φ.Π.Α. (βλ. το με αρ. πρωτ. ………/31-1-2007 έγγραφο της ίδιας Δ.Ο.Υ.). Η αποτυχία εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Α, αλλά και η κοινοποίηση έστω για μικρό χρονικό διάστημα του ως άνω μέτρου στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έντονα προβλήματα στην τραπεζική χρηματοδότησή της, καθώς οι τράπεζες άρχισαν να ζητούν άμεση εξόφληση μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων και να απορρίπτουν αιτήματά της για παροχή σε αυτήν νέων δανείων. Ακολούθως, η ……….. εξέτασε το ενδεχόμενο να εισαχθεί στο χρηματιστήριο ‘………….’’ (………….) του Λονδίνου, που απευθυνόταν σε εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, με σκοπό την άντληση κεφαλαίων από διεθνείς επενδυτές. Υποβλήθηκε δε προς τούτο, σε νέους ελέγχους, που διενεργήθηκαν από την ελεγκτική εταιρεία «…………» και το δικηγορικό γραφείο «…………….», από τους οποίους δεν προέκυψε κανένα, οικονομικής ή νομικής φύσης, κώλυμα για την εισαγωγή της στο εν λόγω χρηματιστήριο, η οποία, όμως, δεν ολοκληρώθηκε, καθώς, εν τω μεταξύ, αρχές lουνίου του έτους 2007, ο ……….ορός, διευθυντής Επενδυτικών Υπηρεσιών της καθ’ής, μετέφερε προς τον πρώτο ανακόπτοντα το ενδιαφέρον της εταιρείας με την επωνυμία «…………» (εφεξής ……….) για την αγορά του 100% των μετοχών της ………Του γνωστοποίησε δε ότι, είχε ήδη εγχειρήσει στην ……… τις εκθέσεις νομικού και οικονομικού ελέγχου της …….. και το ενημερωτικό δελτίο, που είχαν συνταχθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εισαγωγής της τελευταίας στο Χ.Α.Α. και τα οποία κατείχε η καθ’ής ως ανάδοχός της. Στις 11-6-2007, στη συνάντηση που είχε ο πρώτος ανακόπτων με τον εκπρόσωπο της ………, ………, (όπου παρευρίσκονταν και στελέχοι της καθ’ής, και συγκεκριμένα ο ως άνω ……….., ο ……… και ο …………), παρείχε επιπλέον πληροφορίες για τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας ……., ενώ κατέστησε σαφές ότι η διαδικασία εισαγωγής στο χρηματιστήριο ………. του Λονδίνου θα συνεχιζόταν έως την τυχόν υποβολή πρότασης εξαγοράς από την εταιρεία ………. Επίσης, σε συνάντηση που είχε ο πρώτος ανακόπτων με στέλεχος της εταιρείας «………», θυγατρικής της ………., επιβεβαιώθηκε το ενδιαφέρον της τελευταίας για την εξαγορά της ………., ενημερώθηκε δε (ο ανακόπτων) ότι στόχος της ………. ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού τηλεπικοινωνιακού παρόχου με την εξαγορά της …….. και τη συγχώνευσή της με τις θυγατρικές της ………. εταιρείες …….. και ………….. Στα πλαίσια της εξέλιξης αυτής, ο παραπάνω ανακόπτων, συγκάλεσε στις 4-7-2007 συνεδρίαση του Δ.Σ. της ………, όπου έκανε γνωστό στα μέλη του ότι, η εταιρεία ………… ενδιαφερόταν για την αγορά του 100% των μετοχών της εταιρείας τους, τα οποία (μέλη του Δ.Σ., μεταξύ των οποίων κι ο …………) συμφώνησαν να προχωρήσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Εν συνεχεία, στις 6-7-2007, όλοι οι μέτοχοι, πλην του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «………..», υπέγραψαν με την καθ’ής τράπεζα, σύμβαση, δυνάμει της οποίας η τελευταία, ανέλαβε καθήκοντα διαμεσολαβητή-χρηματοοικονομικού συμβούλου για την πώληση του 95,57% των μετοχών τους στην ………….., έναντι προμήθειας. Συμφωνήθηκε δε με την ως άνω σύμβαση ότι, η καθ’ής θα παράσχει στους μετόχους: Α) Προκαταρκτική ανάλυση και συγκεκριμένα εξοικείωση με το αντικείμενο εργασιών της εταιρείας και τον τρόπο λειτουργίας της, ενημέρωση για την οικονομική και νομική κατάσταση της εταιρείας και τις προοπτικές της, πρόταση προς τους μετόχους σχετικά με το αντάλλαγμα που δύναται να ζητηθεί για την πώληση. Β) Υποβολή προτάσεων σχετικά με τους ελάχιστους όρους, οι οποίοι θα πρέπει να διέπουν την πώληση. Γ) Διενέργεια διερευνητικών επαφών με έναν ή περισσότερους πιθανούς επενδυτές ή και με τους συμβούλους αυτών. Δ)Σύνταξη όλων των αναγκαίων υπομνημάτων και εκθέσεων, καθώς και παροχή των πληροφοριών και στοιχείων της εταιρείας που θα ζητηθούν από τον επενδυτή, σύμφωνα όμως με τις οδηγίες και εντολές των μετόχων. Ε) Υποστήριξη στις διαπραγματεύσεις με τον επενδυτή. Στ) Συνδρομή στην κατάρτιση όλων των αναγκαίων συμβάσεων, συμφωνιών και άλλων εγγράφωνγια την ολοκλήρωση της πώλησης.Ζ) Παροχή χρηματοοικονομικών συμβουλών, οργάνωση και επίβλεψη της τελικής οικονομικής συναλλαγής, καθώς και Η) εφόσον ζητηθεί, υποβολή αξιολόγησης των προτάσεων ενός ή περισσότερων επενδυτών, η οποία όμως δεν θα είναι δεσμευτική για τους μετόχους. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι, η καθ’ής είχε ήδη, λίγες ημέρες πριν, συνάψει και με την ………., (πράγμα που δεν γνώριζαν τότε οι ανακόπτοντες και οι λοιποί μέτοχοι της ……, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω), την από 26-6-2007 σύμβαση παροχής διαμεσολαβητή- χρηματοοικονομικού συμβούλου για την εξαγορά έως και του 100% των μετοχών της εταιρείας ………..Βάσει της σύμβασης αυτής, η καθ’ής είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει και να οργανώσει συναντήσεις με τους εκπροσώπους της ……………, με σκοπό τη διερεύνηση των προθέσεών τους για την πραγματοποίηση της συναλλαγής, να εκτιμήσει την τρέχουσα αξία της ……………, να υποβάλλει πρόταση προς τον Eπενδυτή (……………) σχετικά µε το αντάλλαγµα που δύναται να δοθεί για τησυναλλαγή καθώς και τους ελάχιστους όρους οι οποίοι θα πρέπει να διέπουν αυτήν, να συντάξει όλα τα αναγκαία υποµνήµατα και εκθέσεις, καθώς και να παρέχει όλες τις αιτούµενες από τον Επενδυτή πληροφορίες και στοιχεία για την υπό εξαγορά εταιρεία ……………, σύµφωνα µε τις οδηγίες και τις εντολές της ……………, να συνδράµει τον Επενδυτή κατά τις σχετικές διαπραγµατεύσεις µε την …………… και στην κατάρτιση όλων των αναγκαίων συµβάσεων, συµφωνιών και άλλων εγγράφων για την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Κατά τη διάρκεια, όμως, των παραπάνω διαπραγµατεύσεων και συγκεκριμένα στις 16-7-2007, ο Ο.Τ.Ε. απέστειλε εξώδικο στην εταιρεία ……………, ζητώντας την άµεση εξόφληση απαιτήσεών του, ποσού 3.971.223 ευρώ, προειδοποιώντας την, ότι, σε αντίθετη περίπτωση,θα προχωρούσε σε διακοπή των παρεχόµενων υπηρεσιών του σε αυτήν, ενέργεια στην οποία είχε και στο παρελθόν προβεί (και συγκεκριμένα στις 19-4-2005) και η οποία θα έπληττε ανεπανόρθωτα την ως άνω εταιρεία. Για την εξέλιξη αυτή, ενηµερώθηκε σχετικά ο ως άνω εκ των μετόχων της ……., …………, ο οποίος γνώριζε ότι η εταιρεία δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να προβεί άμεσα σε εξόφληση του ανωτέρω ποσού. Στις 19-7-2007, τρεις δηλ. ημέρες μετά, η εταιρεία …………… απέστειλε σε καθένα από τους οκτώ µετόχους της …………… δεσµευτική πρόταση για αγορά του συνόλου των µετοχών τους, στην οποία έπρεπε να απαντήσουν εντός 24 ωρών. Σύµφωνα µε την ανωτέρω πρόταση, το προσφερόµενο τίµηµα βασιζόταν στην αξία της εταιρείας, όπως αυτή αποτυπωνόταν στις δηµοσιευµένες οικονοµικές της καταστάσεις για τις χρήσεις 2005-2006 καθώς και στις ανέλεγκτες από ορκωτό ελεγκτή-λογιστή προβλέψεις αποτελεσµάτων της …………… για το πρώτο εξάµηνο του 2007, ανερχόταν δε: α) σε 9.040.754€ για το σύνολο των µετοχών του πρώτου ανακόπτοντος (ήτοι 1.893.718 κοινές ονοµαστικές µετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 29,18% του συνόλου του µετοχικού κεφαλαίου, προς 4,77€ανά µετοχή), β) σε 7.898.204€ για το σύνολο των µετοχών του δεύτερου ανακόπτοντος (ήτοι 1.831.888 κοινές ονοµαστικές µετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 28,23% του συνόλου του µετοχικού κεφαλαίου, προς 4,31€ανά µετοχή), γ) σε 90.157€ για το σύνολο των µετοχών του ………….. (ήτοι 24.380 κοινές ονοµαστικές µετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 0,38% του συνόλου του µετοχικού κεφαλαίου, προς 3,69€ανά µετοχή), δ) σε 792.777€ για το σύνολο των μετοχών της …….. (ήτοι 214.380 κοινές ονομαστικές μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 3,30% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, προς 3,69€ανά μετοχή, ε) σε 1.676.642€ για το σύνολο των μετοχών της «………………» (ήτοι 453.392 κοινές ονομαστικές μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 6,99% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, προς 3,69€ανά μετοχή), στ) σε 1.062.479€ για το σύνολο των μετοχών της «…………..» (ήτοι 287.312 κοινές ονομαστικές μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 4,43% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, προς 3,69€ανά μετοχή), ζ) σε 1.518.190€ για το σύνολο των μετοχών του ……….. (ήτοι 410.544 κοινές ονομαστικές μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 6,33%του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, προς 3,69€ανά μετοχή) και η) σε 5.082.475€ για το σύνολο των μετοχών της «……………» (ήτοι 1.374.386 κοινές ονομαστικές μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 21,18% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, προς 3,69€ανά μετοχή) και συνολικά στο ποσό των 27.161.678 ευρώ. Το συνολικό αυτό προσφερόμενο τίμημα από την ……………, ήταν υψηλότερο της αποτίμησης της εταιρείας από την ίδια, αφού, σύμφωνα με ενημέρωση, προερχόμενη από την καθ’ής τράπεζα, η …………… είχε αποτιμήσει τις μετοχές της ανωτέρω εταιρείας στο ποσό των 24.000.000 ευρώ, στο οποίο είχε εκτιμηθεί αυτή και κατά τη ματαιωθείσα διαδικασία εισαγωγής της στο Χ.Α.Α. Ειδικά δε όσον αφορούσε στον ……… και την υπεράκτια εταιρεία συμφερόντων του «………..», η αγοράστρια είχε προτείνει την άμεση, άνευ όρων και αιρέσεων, εξαγορά των μετοχών τους, ήτοι 410.544 μετοχών του ……… (ποσοστό 6,326% του μετοχικού κεφαλαίου) και 1.374.386 μετοχών της παραπάνω εταιρείας «………..» (ποσοστό 21,177% του μετοχικού κεφαλαίου), έναντι τιμήματος ποσού 1.518.190€ και 5.082.475€ αντίστοιχα, ήτοι ποσό 3,69 € ανά μετοχή, κατά τα προεκτεθέντα. Η ίδια πρόταση άμεσης αγοράς απευθύνθηκε και στην εταιρεία «…………», που εκπροσωπούσε ποσοστό 4,427% του μετοχικού κεφαλαίου της …….. Δηλαδή η …………… πρότεινε, μέσω της καθ’ής τράπεζας, να αγοράσει άμεσα μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 31,92% του μετοχικού κεφαλαίου. Όσον αφορά στους λοιπούς μετόχους (της ………..), η πρόταση (της ……………) δεν περιελάμβανε άμεση αγορά όλων των μετοχών, αλλά: α) τη σύναψη προσυμφώνου για την πώληση των μετοχών τους, που θα ολοκληρωνόταν μετά τη λήψη της αναγκαίας διοικητικής άδειας από την Ε.Ε.Τ.Τ. και τη διενέργεια νέου νομικού και οικονοµικού ελέγχου της εταιρείας ……………, ο οποίος θα µπορούσε να οδηγήσει σε σηµαντική µείωση του προσφερόµενου τιµήµατος ή ακόµα και σε µαταίωση της συµφωνίας και β) την άµεση αγορά, το αργότερο στις 27-7-2007, µόνο µέρους των µετοχών των ανακοπτόντων αδελφών ……… και συγκεκριμένα 226.696 µετοχών από τον καθένα τους, που αντιστοιχούσαν στο 3,5% του συνόλου του µετοχικού κεφαλαίου, έναντι ανταλλάγµατος 838.321 ευρώ (ήτοι αντί 3,69€ανά µετοχή και όχι 4,77€ και 4,31€ανά µετοχή, που είχε προτείνει αντίστοιχα στον καθένα για την αγορά του συνόλου των µετοχών τους µε την ίδια προσφορά). Το ως άνω ποσό όφειλαν (οι ανακόπτοντες) να καταθέσουν σε δεσµευµένο λογαριασµό σε πιστωτικό ίδρυµα, ως εγγύηση για την καλή εκτέλεση του προσυµφώνου µεταβίβασης των υπόλοιπων µετοχών τους, οι οποίες θα παρέµεναν στο ίδιο πιστωτικό ίδρυµα, µαζί µε αυτές των λοιπών µετόχων, υπό µεσεγγύηση µέχρι την οριστική µεταβίβασή τους στην ……………, η οποία, επίσης, θα παρακατέθετε στο ίδιο πιστωτικό ίδρυµα το ποσό της αξίας του συνόλου των µετοχών που θα µεταβιβάζονταν σε εκτέλεση του προσυµφώνου. Όλοι οι µέτοχοι της εταιρείας …………… απάντησαν θετικά στην πρόταση της ……………, εκτός από το ………, ο οποίος κατά τη συνάντησή του µε τον πρώτο ανακόπτοντα, το απόγευµα της 19-7-2007, στα γραφεία της καθ’ής, παρουσία στελεχών της, του δήλωσε ότι, δεν τον ικανοποιούσε το ως άνω προτεινόµενο τίµηµα από την …………… για την αγορά των µετοχών του και ότι προτίθετο να αντιπροτείνει νέο υψηλότερο τίμημα σε αυτήν, με χειρόγραφη σημείωση πάνω στο έγγραφο της προσφοράς της,το οποίο θα της επέστρεφε την εποµένη ηµέρα. Τα στελέχη της καθ’ής δήλωσαν στον ………… ότι εκτιμούσαν πως η ……………, δεν υπήρχε περίπτωση να αυξήσει το τίµηµα που είχε προσφέρει και ότι, αν αυτός υπέβαλε αντιπρόταση, έκριναν ότι η …………… θα υπαναχωρούσε από την πρότασή της προς το σύνολο των µετόχων, αφού όρος για την ολοκλήρωση της συµφωνίας ήταν να αποκτήσει αυτή το σύνολο των µετοχών της ……………, οπότε, τυχόν άρνηση του ………. να αποδεχθεί το προσφερόµενο τίµηµα, θα οδηγούσε σε µαταίωση της συµφωνίας συνολικά. Στις 20-7-2007, επικοινώνησε, µε τον πρώτο ανακόπτοντα, ανώτατο στέλεχος της καθ’ής τράπεζας (ο ………..) και τον ενηµέρωσε ότι ο ………. τους είχε γνωστοποιήσει ότι δεν θα αποδεχόταν την πρόταση της ……………,καθώς ζητούσε επιπλέoν αύξηση 0,65€ ανά μετοχή, ήτοι 1.170.004 € επιπλέον του 0,65€, προκειμένου να πωλήσει τις μετοχές τουκαι τις μετοχές της «……. ..», της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος. Τότε, ο πρώτος ανακόπτων τηλεφώνησε στον …………. και του επεσήμανε ότι, δεδομένων των προαναφερθεισών συνθηκών, ήτοι της σημαντικής έλλειψης ρευστότητας στην εταιρεία, της ματαίωσης της εισαγωγής της στο Χ.Α.Α, του εξωδίκου που είχε αποστείλει στην εταιρεία ο Ο.Τ.Ε., του ενδεχόμενου νέας διακοπής των γραμμών της ……………, που θα οδηγούσε σε παύση της λειτουργίας της, της πίεσης που δεχόταν από την πλευρά των τραπεζών και της ανυπαρξίας άλλου αγοραστή,η στάση του ήταν καταστροφική για όλους τους μετόχους και τους εργαζομένους στην εταιρεία, αφού, τυχόν άρνησή του να αποδεχθεί το προσφερόμενο τίμημα, θα οδηγούσε σε ματαίωση της συμφωνίας ως προς όλους. Ακόμη, του τόνισε ότι, αν η ……………περιερχόταν σε οικονομική αδυναμία, τόσο ο ίδιος όσο και η εταιρεία που εκπροσωπούσε θα έχαναν τα κεφάλαια που είχαν επενδύσει σε αυτήν, ενώ με την αποδοχή της προσφοράς της …………… ο ίδιος (……….) θα εισέπραττε 6.600.667 ευρώ, που αποτελούσε απόδοση πολλαπλάσια του ύψους της, προ πενταετίας, επένδυσής του, η οποία ανερχόταν τότε στο ποσό των 739.227 ευρώ. Τέλος, ο πρώτος ανακόπτων υπενθύμισε στο ………ζα ότι, αυτός (ανακόπτων) και η οικογένειά του είχαν εγγυηθεί ατομικά τα δάνεια της εταιρείας προς τις τράπεζες, συνολικού ύψους 12.000.000 ευρώ, και ότι, σε ενδεχόμενη δυσμενή εξέλιξη και ματαίωση της συμφωνίας με την ……………, κινδύνευαν όχι μόνο να καταρρεύσει η εταιρεία αλλά και να χάσουν την προσωπική τους περιουσία. Εντούτοις, ο ……….., επέμεινε στη θέση του και απάντησε ότι, αν δεν λάμβανε το επιπλέον τίμημα, δεν θα συμφωνούσε στην πώληση των δικών του μετοχών και της εκπροσωπούμενης από τον ίδιο εταιρείας. Τότε, ο πρώτος ανακόπτων σε κατάσταση έντονης πίεσης, καθώς επίκειτο η εκπνοή της προθεσμίας που είχε θέσει η …………… για την αποδοχή της πρότασής της από όλους τους μετόχους, προκειμένου να μην ματαιωθεί η όλη συναλλαγή, αναγκάστηκε να προτείνει στο …….. να του καταβάλει (ο πρώτος ανακόπτων) εξ ιδίων το ποσό των 1.170.004 ευρώ. Ο ………… αποδέχθηκε την πρόταση και ζήτησε επιπρόσθετα, για να εξασφαλιστεί η απαίτησή του, να λάβει εγγυητική επιστολή της μεσολαβούσας καθ’ής τράπεζας. Κατόπιν της εν λόγω τηλεφωνικής συνομιλίας και ενώ όλοι οι λοιποί μέτοχοι, όπως αναφέρθηκε, είχαν αποδεχθεί την πρόταση της ……………, ο ………ζήτησε από την τελευταία και έλαβε παράταση της προθεσμίας αποδοχής της πρότασής της μέχρι τις 4-8-2007. Ο πρώτος δε ανακόπτων ενημέρωσε σχετικά τα αρμόδια στελέχη της καθ’ής τράπεζας, τα οποία του δήλωσαν ότι η τελευταία δεχόταν να εκδώσει την προαναφερόμενη εγγυητική επιστολή υπέρ αυτού για την ως άνω αιτία, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο ως άνω ανακόπτων, για την εξασφάλιση της καθ’ής τράπεζας, θα προέβαινε στην ενεχύραση του χρηματικού ποσού που θα εισέπραττε από την άμεση μεταβίβαση μέρους των μετοχών του στην ……………, κατά τα προεκτεθέντα. Στις 24-7-2007 ο πρώτος ανακόπτων απέστειλε προς την καθ’ής τράπεζα, που μεσολαβούσε στη συναλλαγή αυτή, σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού, προκειμένου να το προωθήσει στο ……….., στο οποίο προβλεπόταν ότι, το ποσό που απαιτούσε αυτός, θα καταβάλλονταν μετά την ολοκλήρωση της μεταβίβασης του συνόλου των μετοχών της εταιρείας …………… στην ……………, σε περίπτωσηδε που δεν θα πραγματοποιούνταν η εν λόγω αγοραπωλησία για οιονδήποτε λόγο, ο ίδιος (πρώτος ανακόπτων) θα ελευθερωνόταν από την υποχρέωση καταβολής του ανωτέρω ποσού των 1.170.004 ευρώ προς το ………… Ο τελευταίος, όμως, αρνήθηκε να συμπεριληφθεί ο ως άνω όρος στο συμφωνητικό, ζητώντας, μέσω της καθ’ής, από τον πρώτο ανακόπτοντα να συναινέσει στην καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού μέχρι τις 30-9-2007, ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση ή μη της αγοραπωλησίας των μετοχών του προς την ……………. Στη συνέχεια, ο πρώτος ανακόπτων απέστειλε στην καθ΄ής, το από 26-7-2007 έγγραφο αίτημα έκδοσης εγγυητικής επιστολής, στο οποίο, όπως και στο συμφωνητικό, έθετε, ως όρο για την κατάπτωσή της, την απόκτηση του συνόλου των μετοχών της …………… από την …………… και ως χρόνο λήξης της ισχύος της εγγυητικής επιστολής την 30-9-2007. Η καθ’ής, διά των στελεχών της, ενημέρωσε τον πρώτο ανακόπτοντα ότι, ο ……… αρνήθηκε εκ νέου να περιληφθεί στα ως άνω έγγραφα (ιδιωτικό συμφωνητικό και εγγυητική επιστολή) οποιαδήποτε ρήτρα που θα συνέδεε την καταβολή του ποσού των 1.170.004 ευρώ προς αυτόν με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών του πρώτου ανακόπτοντος προς την ……………, µε την οποία θα διασφαλιζόταν αυτόςαπό τον κίνδυνο να παρέλθει η 30η-9-2007, χωρίς ο ίδιος να έχει µεταβιβάσει τις µετοχές του στην …………… και παρά ταύτα, να υποχρεούται να καταβάλει στον ………… το συµφωνηθέν για την αιτία αυτή ποσό των 1.170.004 ευρώ. Ακολούθως, τα στελέχη της καθ’ής τράπεζας που διαµεσολαβούσαν στις ως άνω διαπραγµατεύσεις και γνώριζαν τα παραπάνω διαμειφθέντα, απέστειλαν στον πρώτο ανακόπτοντα σχέδιο εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, η οποία θα κατέπιπτε µε απλή έγγραφη δήλωση του …….. ότι, το ποσό των 1.170.004 ευρώ δεν του είχε καταβληθεί µέχρι τις 30-9-2007.Εντω μεταξύ, η …………… δεχόταν επιπλέον πίεση από τον Ο.Τ.Ε., που της κοινοποίησε το από 31-7-2007 νέο εξώδικο, µε το οποίο ζητούσε εξόφληση εντός προθεσµίας τριάντα ηµερών και άλλων απαιτήσεών του, ύψους 5.183.878,90 ευρώ. Κάτω από τις ανωτέρω περιστάσεις, ο πρώτος ανακόπτων αναγκάστηκε να δώσει εντολή στην καθ’ής τράπεζα για έκδοση εγγυητικής επιστολής, ποσού 1.170.004 ευρώ, προς τον …. . σύµφωνα µε τους τεθέντες απ’ αυτόν, όρους, υπογράφοντας τη σχετική υπ’ αριθµ. ……./6-8-2007 αίτηση-σύµβαση, την οποία, όπως ζήτησε η καθ’ής, συνυπέγραψε ως εγγυητής του, ο δεύτερος ανακόπτων, ευθυνόµενος ως αυτοφειλέτης. Σε εκτέλεση δε της σύμβασης αυτής (εντολής), η καθ’ής εξέδωσε και χορήγησε αυθηµερόν στον …………., την υπ’ αριθµ. ……./6-8-2007 εγγυητική επιστολή της, ισχύος µέχρι τις 10-10-2007, µε την οποία εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα και ανέκκλητα, παραιτηθείσα του δικαιώµατος διαιρέσεως και διζήσεως, υπέρ του πρώτου ανακόπτοντος, για την καλή πληρωµή του ποσού των 1.170.004 ευρώ, το οποίο υποσχέθηκε να καταβάλει στον εγγυολήπτη (……….), χωρίς αντίρρηση, απροφάσιστα και χωρίς να ελέγξει το βάσιµο ή µη της απαίτησής του, µετά από επτά ηµέρες από την εξώδικη δήλωσή του, κοινοποιούµενη στην ίδια και τον πρώτο ανακόπτοντα, ότι το ποσό των 1.170.004 ευρώ δεν έχει κατατεθεί στον λογαριασµό του στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ………., µέχρι τις 30-9-2007, από τον πρώτο ανακόπτοντα. Για την εξασφάλιση, εξάλλου, των τυχόν απαιτήσεων της καθ’ής έναντι του πρώτου ανακόπτοντος από την ως άνω σύµβαση εγγυητικής επιστολής, ο πρώτος ανακόπτων υπέγραψε, επιπροσθέτως, την υπ’ αριθμ. ……./002 από 6-8-2007 σύμβαση παροχής ενεχύρου υπέρ αυτής (καθ’ής) επί του υπ’ αριθμ. ………. τραπεζικού λογαριασμού του, που τηρούνταν σε κατάστημά της, μέχρι του ποσού των 933.692 ευρώ, ενώ η καθ’ής διατήρησε το δικαίωμα να συμψηφίσει την κατάθεση με τις ασφαλιζόμενες απαιτήσεις της. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι, το κύρος του ενεχύρου είναι ανεξάρτητο από το νομότυπο των υποχρεώσεων, που είχε αναλάβει ο ενεχυράσας πρώτος ανακόπτων με την κύρια σύμβαση εγγυητικής επιστολής, καθώς και ότι σε περίπτωση ακυρότητας της αιτίας, για την οποία συνεστήθη η σύμβαση ενεχύρου, η σύμβαση αυτή καταρτίζεται έγκυρα προς ασφάλιση οποιασδήποτε απαίτησης της καθ’ής κατά του ενεχυράζοντος πρώτου ανακόπτοντος, όπως από αδικαιολόγητο πλουτισμό ή από κάθε άλλη αιτία (όροι 11 και 13 της ως άνω σύμβασης). Επίσης, την ίδια ημέρα (6-8-2007) καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και του ………. ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο πρώτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στο δεύτερο το ποσό των 1.170.004 ευρώ, εφόσον αυτός (…………) προβεί μέχρι και τις 9-8-2007 στη νόμιμη μεταβίβαση 410.544 μετοχών της «…………… ….», που κατέχει ο ίδιος και 1.374.386 μετοχών που κατέχει η εκπροσωπούμενη απ’ αυτόν εταιρεία «……. ..» στην εταιρεία «…………… . …..», σύμφωνα με τους όρους των από 19-7-2007 δεσμευτικών προσφορών της τελευταίας για την εξαγορά των μετοχών της ……………. Το ανωτέρω ποσό,το οποίο θα καταβαλλόταν από τον πρώτο ανακόπτοντα στον ……., συμφωνήθηκε ότι αποτελεί συμπλήρωμα του τιμήματος, που θα καταβάλει στον τελευταίο και την «……….», η αγοράστρια των μετοχών ……………, ενώ η πληρωμή του συμφωνήθηκε να γίνει με κατάθεση ή ηλεκτρονική μεταφορά του στο λογαριασμό της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ………. μέχρι τις 30-9-2007. Για την εξασφάλιση δε της πληρωμής του από τον πρώτο ανακόπτοντα, παραδόθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, στον ………., η από 6-8-2007 εγγυητική επιστολή της καθ’ής. Ακολούθως, στις 9-8-2007 ο ………. υπέγραψε συμβάσεις μεταβίβασης στην …………… των μέτοχων της ……………, που ανήκαν στον ίδιο (410.544 μετοχές), αλλά και στην εκπροσωπούμενη από τον ίδιο ως άνω εταιρεία ……… (1.374.386 μετοχές), αντί του καταβληθέντος σ’ αυτόν τιμήματος των 3,698€ανά μετοχή και συνολικά 1.518.191,71€ και 5.082.479,29€ αντίστοιχα (συνολικά 6.600.667€), το οποίο (τίμημα) ρητώς μνημονεύεται ότι, τα μέρη το αναγνωρίζουνως εύλογο και δίκαιοκαι ανταποκρινόμενο στην πραγματική αξία των πωλούμενων μετοχών. Την ίδια ημέρα, όπως προβλεπόταν στις δεσμευτικές προσφορές της ……………, καθένας από τους ανακόπτοντες μεταβίβασε προς αυτήν 226.696 μετοχές της …………… (ποσοστό 3,5% του μετοχικού κεφαλαίου), αντί τιμήματος 933.692 ευρώ, που κατατέθηκε στον τηρούμενο στην καθ’ής τράπεζα υπ’ αριθμ. …………. λογαριασμό των ανακοπτόντων, στον οποίο είχε συσταθεί δικαίωμα ενεχύρου υπέρ της καθ’ής, βάσει της ανωτέρω σύμβασης ενεχύρου, ως ‘’κάλυμμα’’ της προαναφερόμενης εγγυητικής επιστολής. Ακόμη, την ίδια ημέρα, η εταιρεία «. ….», που είχε εξ αρχής αποδεχθεί τη σχετική πρόταση, πώλησε τις μετοχές της (4,427% του μετοχικού κεφαλαίου) στην ……………, αντί τιμήματος 3,698€ανά μετοχή και συνολικά 1.062.479€, οπότε, με τις προαναφερόμενες μεταβιβάσεις μετοχών, η …………… συγκέντρωσε ποσοστό 38,93% του μετοχικού κεφαλαίου της …………… (6,326% του ……… + 21,177% της ……….+ 4,427% της …………..+ 7% των ανακοπτόντων). Συγχρόνως, στις 9-8-2007, οι ανακόπτοντες υπέγραψαν: α) προσύμφωνο με την …………… (στην αγγλική γλώσσα με τίτλο «agreement for the sale and purchase of 50,419 of … ……….»), με το οποίο συμφωνήθηκε η πώληση του υπολοίπου 50,419% των μετοχών κυριότητάς τους της …………… (αντί τιμήματος 16.100.637 ευρώ).Η μεταβίβαση των παραπάνω μετοχών τελούσε υπό την αίρεση της λήψης της διοικητικής άδειας της Ε.Ε.Π. και την ολοκλήρωση νομικού και οικονομικού ελέγχου της εταιρείας, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του συμφωνούμενου τιμήματος ανάλογα με τα ευρήματα των ελέγχων ή και στην ακύρωση της εξαγοράς. β) σύμβαση μεσεγγύησης (που, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω, αναγνωρίστηκε με μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις, ότι είχε ουσιαστικά το χαρακτήρα της παρακαταθήκης), με την οποία παραδόθηκαν στην καθ’ής οι υπόλοιπες μετοχές των ανακοπτόντων, καθώς και το τίμημα αυτών, μέχρι την ολοκλήρωση της εξαγοράς τους. Πιο συγκεκριμένα, η υποψήφια αγοράστρια εταιρεία (……………) και οι υποψήφιοι πωλητές (ανακόπτοντες) συμφώνησαν (επίσης στην αγγλική γλώσσα με τον τίτλο «Escrow Agreement»)να ανοίξουν λογαριασμό επ’ονόματι της αγοράστριας εταιρείας, όπουη τελευταία θα κατέθετε το ποσό του τιμήματος και λογαριασμό μετοχών επ’ ονόματι των πωλητών, στον οποίο αυτοί θα κατέθεταν τις μετοχές τους και ειδικότερα 3.272.214 μετοχές, από τις οποίες 1.667.022 μετοχές κυριότητας του πρώτου ανακόπτοντος, ονομαστικής αξίας 0,50 ευρώ η καθεμία, και 1.605,192 μετοχές του δεύτερου ανακόπτοντος όμοιας ονομαστικής αξίας. Με την ίδια σύμβαση μεταξύ των ανακοπτόντων, της …………… και της καθ’ής, διορίστηκε η τελευταία τηρητής των λογαριασμών. Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε με τον όρο 2 ότι, η καθ’ής οφείλει να μην αποδίδει οποιοδήποτε απότα πιο πάνω ποσά, τις κατατεθείσες μετοχές και τα προς ολοκλήρωση παραδοτέα, παρά μόνο όταν έχει λάβει οδηγία ή προβλέπεται κάτι διαφορετικό στη σύμβαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2.25,αυτή οφείλει να παρέχει κατάσταση λογαριασμών σε καθένα των πωλητών και στην αγοράστρια εταιρεία, όχι αργότερα από την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, στην οποία να φαίνονται όλα τα ποσά και οι μετοχές που τηρούνται, που έχουν πιστωθεί ή έχουν αναληφθεί από τους ως άνω λογαριασμούς και το λογαριασμό φύλαξης των μετοχών αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα. Επίσης, κατά τον υπ΄αριθμ. 2.26, όρο, (η καθ’ής) οφείλει να ειδοποιήσει την αγοράστρια και τους πωλητές, όταν λάβει αίτημα ή οδηγία να χρεώσει, να μεταφέρει ή να αποσύρει χρήματα ή μετοχές από κάποιο από τους ως άνω λογαριασμούς, στην περίπτωση που υπάρχει διαφορετική οδηγία. Ακόμη, με τον όρο 4.6 της σύμβασης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος δεν θα επιβάλλει, παραχωρήσει ή επιτρέψει να επιβληθεί οποιοδήποτε βάρος επί των μετοχών ή οιουδήποτε μέρους τους ή επί του λογαριασμού μετοχών, ούτε θα επιχειρεί κάτι τέτοιο. Ως βάρος, νοείται συμφέρον ή δικαίωμα κάθε προσώπου (συμπεριλαμβανομένου κάθε δικαιώματος κτήσης,προαίρεσης, ή δικαιώματος προτίμησης ή παρακράτησης κυριότητας) ή οποιαδήποτε υποθήκη, προσημείωση υποθήκης δέσμευση, ενέχυρο, δικαίωμα κατάσχεσης για χρέος, εκχώρηση, υποθήκευση, δουλεία, εγγύηση, παρακράτηση τίτλου ή κάθε άλλη σύμβαση ή συμβατικές δεσμεύσεις, όροι, συμφωνίες ψήφου, συμφωνίες κοινοπραξίας, απαιτήσεις, μετοχικά δικαιώματα, περιορισμοί που δημιουργούν ή παρέχουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο ένα συμβατικό ή εμπράγματο δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο. Σύμφωνα δε με τον όρο 6.1 της σύμβασης, η καθ’ής δεν θα έχει, ούτε πρόκειται να αποκτήσει, οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα στις κατατεθείσες μετοχές, στα προς ολοκλήρωση παραδοτέα, στα κατατεθέντα ποσά και στα αντίστοιχα αποζημίωσης Α, Β, Γ, Δ και Ε, που έχουν παραδοθεί και κατατεθεί. Περαιτέρω, στον όρο 9.1 συμφωνήθηκε ότι, εάν κοινοποιηθεί στην καθ΄ής, από την αγοράστρια ή τους πωλητές, δήλωση καταγγελίας της σύμβασης αγοραπωλησίας, αυτή θα αποδεσμεύσει και παραδώσει, από τον λογαριασμό μετοχών, στους πωλητές, όλες τις μετοχές και θα αποσύρει, αποδεσμεύσει και μεταφέρει το κατατεθέν ποσό από τον αντίστοιχο λογαριασμό καθώς και τα λοιπά ποσά που είναι κατατεθειμένα στους λογαριασμούς Α, Β και Γ και όλα με το τόκο που έχει σωρευτεί στο λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας. Κατά τον όρο 11.11 της ίδιας ως άνω σύμβασης, η καθ’ής δεν θα έχει ίδια συμφέροντα στα προαναφερθέντα ποσά, τις μετοχές και τα παραδοτέα ολοκλήρωσης, τα οποία κατατίθενται και παραδίδονται με την παρούσα, ενώ με τον όρο 11.15, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της αγοράστριας εταιρείας και των πωλητών, που θα έχει ως αποτέλεσμα αντίθετες αξιώσεις ή απαιτήσεις τους, σχετικά με τα ποσά ή και τις μετοχές ή και τα παραδοτέα ολοκλήρωσης, ή, όταν η καθ’ής, καλοπίστως αμφιβάλλει επί του πρακτέου, αυτή θα δικαιούται να παρακρατήσει τα ποσά αυτά και τις μετοχές, εωσότου απαιτηθεί η αποδέσμευσή τους με δικαστική απόφαση. Τέλος, με τον όρο 19.1 συμφωνήθηκε ότι, η σύμβαση θα λύεται και η καθ’ής θα απαλλάσσεται από όλα τα καθήκοντα και τις ευθύνες της από την παρούσα,μόνο κατά την ημερομηνία που αυτή θα κατανείμει όλα τα ποσά και τα ποσά αποζημίωσης και τις μετοχές, σύμφωνα με τη σύμβαση. Ακόμη, την ίδια ημέρα(9-8-2007) συνήφθησαν ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ της …………… και των λοιπών μετόχων της …………… (………….) για την πώληση των μετοχών τους, η οποία τελούσε υπό την αίρεση της ολοκλήρωσης της προσυμφωνηθείσας πώλησης και μεταβίβασης των μετοχών των ανακοπτόντων. Κατόπιν των ανωτέρω, άρχισε η διενέργεια οικονομικού και νομικού ελέγχου στην εταιρεία ……………, που θα ολοκληρωνόταν οπωσδήποτε μέχρι τις 30-9-2007, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων τόσο της καθ’ής τράπεζας όσο και της αγοράστριας. Ο πρώτος ανακόπτων, ανησυχώντας για την περίπτωση μη ολοκλήρωσης της συναλλαγής μέχρι τις 30-9-2007, οπότε θα κατέπιπτε η ως άνω εγγυητική επιστολή, έστειλε, στις 19-9-2007, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον εκπρόσωπο της ……………, …………., με το οποίο ζητούσε να υπάρξει μεταξύ τους συντονισμός για την ολοκλήρωση της συναλλαγής το συντομότερο και πάντως πριν τις 30-9-2007. Ο τελευταίος, απαντώντας με το από 20-9-2007 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον πρώτο ανακόπτοντα, τον καθησύχασε ότι θα ολοκληρωνόταν η συναλλαγή, ότι όλα θα είναι τακτοποιημένα μέχρι τις 28-9-2007, καθώς επίσης ότι, είχε μιλήσει με το προαναφερθέν στέλεχος της καθ΄ής …….., για την απαραίτητη προετοιμασία. Ωστόσο, δεν είχε ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών στην ……………, μέχρι την παραπάνω ορισθείσα ημερομηνία (30-9-2007). Ο δε ……….., με την από 1-10-2007 εξώδικη δήλωσή του, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον πρώτο ανακόπτοντα και στην καθ’ής, ζήτησε από την τελευταία, την κατάπτωση της προαναφερθείσας εγγυητικής επιστολής και την καταβολή του ποσού της σε λογαριασμό του, τηρούμενο στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, όπως επίσης ανωτέρω αναφέρθηκαν. Ο πρώτος ανακόπτων, εν τω μεταξύ, είχε ήδη ασκήσει την από 25-9-2007 (με αριθμ.καταθ. δικογράφου ………./2007) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά του………….., με την οποία ζητούσε την αναγνώριση της ακυρότητας του μεταξύ τους ως άνω από 6-8-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού ως καταπλεονεκτικού, ανέφερε δε ότι αυτός (…………..), ζητώντας την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, ενεργούσε προδήλως κακόπιστα και καταχρηστικά, αφού γνώριζε ότι δεν είχε ολoκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών του προς την …………… και ότι ο ίδιος (πρώτος ανακόπτων) κινδύνευε να υποστεί σημαντική ζημία. Το γεγονός της άσκησης της ως άνω αγωγής με το παραπάνω περιεχόμενο, γνωστοποίησε ο πρώτος ανακόπτων στην καθ΄ής, με την από 5-10-2007 εξώδικη δήλωσή του, που της κοινοποιήθηκε στις 8-10-2007. Παρά ταύτα, η τελευταία (καθ’ής) στις 9-10-2007 προέβη στην πληρωμή της εγγυητικής επιστολής με κατάθεση του ως άνω ποσού της, στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό του …………. Εν συνεχεία, η καθ’ής τράπεζα εισέπραξε μέρος του ποσού της εγγυητικής επιστολής και δη 933.692 ευρώ, από τον ενεχυρασθέντα, προς τον σκοπό αυτό, καταθετικό λογαριασμό των ανακοπτόντων και απέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού 236.312 ευρώ, την καταβολή του οποίου ζήτησε από τους ανακόπτοντες με την από 9-10-2007 εξώδικη πρόσκλησή της. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, η ως άνω δικαιοπραξία μεταξύ του ……….. και του πρώτου ανακόπτοντος και η εγγυητική επιστολή κρίθηκε αμετάκλητα άκυρη ως αισχροκερδής και καταπλεονεκτική με την υπ΄αριθμ. 432/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία επικύρωσε την υπ΄αριθμ. 6679/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που είχε επικυρώσει την υπ΄αριθμ. 6463/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κι αυτό διότι, με την εν λόγω συμφωνία ο ……. …….. διασφάλισε, με έμμεσο εξαναγκασμό του πρώτου ανακόπτοντος, την πληρωμή από τον τελευταίο «συμπληρωματικού τιμήματος» για την πώληση των μετοχών του, εξασφαλίζοντας την καταβολή του υπερβάλλοντος αυτού τιμήματος με εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση και αποσυνδέοντας την είσπραξη της απαίτησής του από την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών των λοιπών μετόχων. Η καθ΄ής δε, που τελούσε εν γνώσει των ανωτέρω, συνεπικουρούσε τις προσπάθειές του ……….., δεδομένου ότι, όχι μόνο δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να προστατεύσει τους ανακόπτοντες, πείθοντάς τον να αποσύρει τις, ενέχουσες γι’ αυτούς κινδύνους, προτάσεις του, αλλά, αντίθετα, πίεζε και η ίδια (τους ανακόπτοντες) να δεχθούν να υπογράψουν τις ως άνω επιζήμιες για τους τελευταίους συμβάσεις, επισείοντάς τους τον κίνδυνο υπαναχώρησης του …….. από τη μεταβίβαση των μετοχών του, παρότι, μάλιστα, αυτός γνώριζε ότι,ενόψει των παραπάνω συνθηκών, η υπαναχώρησή του δεν ήταν συμφέρουσα ούτε για τον ίδιο. Επίσης, άκυρη ως καταχρηστική κρίθηκε και η προαναφερθείσα σύμβαση ενεχύρασης, (που αποτελούσε κάλυμα της ως άνω δικαιοπραξίας που αφορούσε στο ……..), με την υπ΄αριθμ. 2455/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιοντου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.Στη συνέχεια, αφού η Ε.Ε.Π. ενέκρινε την εξαγορά της …………… από την …………… την 1-10-2007, ολοκληρώθηκε και ο νέος νομικός και οικονομικός έλεγχος της ……………, που διεξήγαγαν για λογαριασμό της …………… το δικηγορικό γραφείο ……. και η ελεγκτική εταιρεία ……………. Οι εκθέσεις, όμως, του ως άνω ελέγχου ουδέποτε παραδόθηκαν στους ανακόπτοντες παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις τους. Τότε, η ……………, κάλεσε τους ανακόπτοντες να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους της σύμβασης εξαγοράς, με απώτερο σκοπό να μειωθεί το τίμημα, με το αιτιολογικό ότι είχαν βρεθεί νέα οικονομικά στοιχεία, τα οποία ισχυριζόταν ότι δεν πληρούσαν τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης εξαγοράς. Πράγματι, οι δύο πλευρές (…………… και ……………), όπως προέκυψε, κατέληξαν σε νέα τροποποιητική συμφωνία, η οποία αποτυπώθηκε σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που αντάλλαξαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι των συμβαλλομένων μερών και οι εντεταλμένοι δικηγόροι τους και προχώρησε η διαδικασία τριπλής συγχώνευσης των εταιρειών ……………….Με σχετικές δε αποφάσεις των Δ.Σ. των τριών αυτών εταιρειών, καταχωρήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα στις δημόσιες αρχές και δημοσιεύθηκε το σχέδιο συγχώνευσής τους στον τύπο στις 17-11-2007. Η ανωτέρω δημοσίευση είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των χρηματιστηριακών κερδών της εταιρείας …….. σε διάστημα λίγων μηνών. Τελικά, όμως, στις 27-11-2007 η …………… κατήγγειλε την από 9-8-2007 σύμβαση εξαγοράς, με εξώδικη έγγραφη καταγγελία, που επέδωσε στους μετόχους της ……………, επικαλούμενη δυσμενή ευρήματα που προέκυψαν από τον νομικό και οικονομικό έλεγχο αυτής. Επιπλέον, η ……… με σειρά ανακοινώσεών της προς το Χρηματιστήριο Αθηνών και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δημοσιοποίησε την πρόθεσή της να καταψηφίσει τη συγχώνευση της …………… με τις …………… και ……., το οποίο και έκανε, ματαιώνοντας έτσι και την εισαγωγή,με απορρόφηση από την ……………, της …………… στο Χρηματιστήριο Αθηνών, γεγονός που είχε ως συνέπεια να πληγεί η φήμη της τελευταίας (……………)και να υποστεί ανάλογη οικονομική ζημία. Ας σημειωθεί ότι, κατά τη λήψη της απόφασης περί καταψήφισης της τριπλής συγχώνευσης των ως άνω εταιρειών, συμμετείχε και ο προαναφερθείς εκπρόσωπος της καθ’ής, ………, ο οποίος παρέστη και προσέδωσε την αναγκαία απαρτία στη Γενική Συνέλευση της ………,ως εκπρόσωπος της εξωχώριας εταιρείας …….. Στο από 4-11-2008 πόρισμα δε της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο εκδόθηκε, έπειτα από έλεγχο που διενήργησε αυτή, στην καθ΄ής, σχετικά με την εν λόγω συμμετοχή του ……., διαπιστώθηκαν τα εξής: ότι, η παρουσία του ……, ως εκπροσώπου της παραπάνω υπεράκτιας εταιρείας, στην προεκτεθείσα Γενική Συνέλευση της ………. (που συνήλθε για την έγκριση της τριπλής ως άνω συγχώνευσης), ενώ αυτός ήταν παράλληλα μέλος του Δ.Σ. και ανώτερο στέλεχος της καθ΄ής τράπεζας, φαίνεται να θέτει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έννοια της παρ. 1 α εδάφιο (γγ) του Κεφαλαίου Β του Παραρτήματος 6 της ΠΔΠΕ 2577/2006, δεδομένου ότι, το συγκεκριμένο πρόσωπο προκύπτει ότι, ψήφισε παρών ή κατά της σχετικής απόφασης, συμβάλλοντας έτσι στη μη έγκρισή της, αποτέλεσμα το οποίο ήταν αντίθετο προς το συμφέρον του πελάτη της τράπεζας ……………. Υπό το πρίσμα αυτό επιβαλλόταν αποχή της τράπεζας και των στελεχών αυτής (……….) από τη σχετική διαδικασία, καθώς η υποστήριξη της συγχώνευσης μπορεί να έθιγε τα συμφέροντά της πελάτιδός της …… (αφού είχε ματαιωθεί η είσοδος πιο εύρωστου οικονομικά μετόχου), αλλά θα ωφελούσε την ……………, ενώ η καταψήφιση της επηρέασε αντιστρόφως. Το πόρισμα κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι: «Από τα ως άνω αναφερόμενα προκύπτει θέμα παράβασης από την τράπεζα (την ……) του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου, σε θέματα Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου και ειδικότερα:ως προς την σύγκρουση συμφερόντων, διαπιστώνει ότι, η τράπεζα παρέβη τις διατάξεις της παρ. 3 του Κεφαλαίου Β του Παραρτήματος 6 της ΠΔΠΕ 2577/2006, όπως ισχύει, σχετικά με τη θέσπιση, εφαρμογή και διατήρηση αποτελεσματικής πολιτικής σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων, καθώς και την παρ. 1α εδάφιο (γγ) του Κεφαλαίου Β του παραρτήματος 6 της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006». Μετά από αυτό, οι ανακόπτοντες απέκρουσαν την ως άνω καταγγελία της σύμβασης εξαγοράς, με την από 28-11-2007 εξώδικη δήλωσή τους προς την …………….Την ίδια ημέρα, η καθ’ής ενημέρωσε στους ανακόπτοντες, ότι της είχε γνωστοποιηθεί η καταγγελία του προσυμφώνου πώλησης των μετοχών από την …………… και ότι είχε εντολή από αυτήν να προβεί στην αποδέσμευση των κατατεθεισών μετοχών και του τιμήματος. Με την από 29-11-2007 επιστολή τους, οι ανακόπτοντες, εξέφρασαν στην καθ’ής αντιρρήσεις σχετικά με το κύρος της ως άνω καταγγελίας. Ήδη, όμως,από τις 28-11-2007 και σε εκτέλεση του όρου 9 της προαναφερθείσας σύμβασης μεσεγγύησης, η καθ’ής είχε αποδεσμεύσει και παραδώσει στην …………… το τίμημα, που είχε στην κατοχή της, ενώ δεν αποδέσμευσε συγχρόνως και τις μετοχές των ανακοπτόντων. Την επόμενη ημέρα, μάλιστα, ήτοι στις 29-11-2007, η καθ’ής κοινοποίησε στους ανακόπτοντες την από 28-11-2007 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής για τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας αυτών (ανακοπτόντων) και ιδίως του συνόλου των μετοχών της …………… προς εξασφάλιση απαίτησής της ύψους 236.136 ευρώ (δηλαδή για το ανεξόφλητο υπόλοιπο της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής, που είχε καταπέσει), από την οποία (αίτηση) παραιτήθηκε (η καθ΄ής), όταν απορρίφθηκε το αίτημά της για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Στη συνέχεια, όμως, προέβη,στις 30-1-2008, στην επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια της ως τρίτης στις μετοχές των ανακοπτόντων, που κατείχε αυτή ως μεσεγγυούχος, κατά τα προαναφερθέντα, μέχρι του ποσού των 240.192 ευρώ και σε αναγκαστική κατάσχεση του μοναδικού ακινήτου περιουσιακού στοιχείου των ανακοπτόντων, το οποίο και τελικά εκπλειστηριάστηκε αντί 93.350 ευρώ. Στις 15-4-2008, η καθ’ ης κοινοποίησε στους ανακόπτοντες, την από 15-4-2008 μερική παραίτηση από την επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση επί 209.807 μετοχών κυριότητας του πρώτου ανακόπτοντος και επί 348.412 μετοχών κυριότητας του δεύτερου ανακόπτοντος, ενώ την ίδια ημέρα αυτή προχώρησε σε αναγκαστική κατάσχεση των πιο πάνω μετοχών στα χέρια της ως τρίτης, κοινοποιώντας στους ανακόπτοντες το από 15-4-2008 κατασχετήριο έγγραφο. Ωστόσο, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε δυνάμει του προαναφερομένου κατασχετηρίου, ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2318/25-4-2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι η καθ’ής παραβίασε τους όρους της προαναφερθείσας σύμβασης μεσεγγύησης (ουσιαστικά παρακαταθήκης), που είχε συνάψει με τους ανακόπτοντες, βάσει της οποίας απαγορευόταν στους συμβαλλομένους να επιβάλουν οποιοδήποτε βάρος στις υπό μεσεγγύηση μετοχές ή να επιχειρήσουν να προβούν σε παρόμοια ενέργεια, και διότι η καθ’ής τράπεζα δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον ιδίας κτήσης στις μετοχές που είχε στην κατοχή της. Περαιτέρω,με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι, η παραπάνω σύμβαση εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ, καθόσον η καθ΄ής, μετά την καταγγελία της αγοραπωλησίας των μετοχών από την ……………, ενώ όφειλε να αποδεσμεύσει και να παραδώσει στους πωλητές-ανακόπτοντες τις μετοχές αυτές, δεν το έπραξε. Με βάση τα προεκτεθέντα, οι κατασχέσεις, που επιβλήθηκαν στις μετοχές των ανακοπτόντων, από την καθ΄ής, κρίθηκαν ως άκυρες, γεγονός το οποίο γνώριζε η τελευταία, όπως επίσης γνώριζε ότι, κατά το χρόνο που επιβλήθηκαν οι ανωτέρω κατασχέσεις, η εμπορική αξία των κατασχεθεισών μετοχών ήταν πολύ μεγαλύτερη από την απαίτησή της ύψους 236.136 ευρώ. Η δε άρνησή της να αποδώσει στους ανακόπτοντες της μετοχές τους, αξίας άνω των 15 εκ. ευρώ τότε (και συγκεκριμένα 16.100.637 €, όπως προεκτέθηκε), και η δέσμευση αυτών, είχε δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο για τους ανακόπτοντες αλλά για την ίδια την επιχείρηση, καθώς η απώλεια της κατοχής και εξουσίας διάθεσής τους κατά το κρίσιμο διάστημα μετά τη ματαίωση της εξαγοράς της από την …………… και τη ματαίωση της συγχώνευσής της, της αφαιρούσε τη δυνατότητα να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την εξασφάλιση χρηματοδότησης, όπως την παροχή τους ως ενέχυρο για τη διασφάλιση κεφαλαίων δανεισμού της ή κεφαλαίων προς αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής. Εξάλλου, παρά την αναγνώριση από δικαστικές αποφάσεις της ακυρότητας των ανωτέρω κατασχέσεων, εντούτοις η καθ΄ής δεν έχει αποδώσει, μέχρι σήμερα, τις μετοχές στους ανακόπτοντες. Mετά τη δημοσιοποίηση δε της ματαίωσης εξαγοράς της …………… από την ……………, ο Ο.Τ.Ε. αρνήθηκε να υπογράψει συμφωνία διακανονισμού των οφειλών της …………… και απαίτησε την καταβολή του συνόλου των απαιτήσεών του μετρητοίς εντός 30 ημερών, διαμηνύοντας προς αυτήν ότι, μετά την πάροδο του χρονικού αυτού διαστήματος,θα διέκοπτε την παροχή των υπηρεσιών του. Υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες (δηλαδή τη ματαίωση της αγοράς του συνόλου των μετοχών της από την ……………, την παρακράτηση των ως άνω μετοχών της από την καθ΄ής και την απειλή του Ο.Τ.Ε. ότι θα διακόψει τις παρεχόμενες σε αυτήν υπηρεσίες), η εταιρεία …………… αναγκάστηκε με την από 25-2-2008 (υπ΄αριθμ.καταθ………/2008) αίτησή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,να ζητήσει την υπαγωγή της στη διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 99 του Ν.3586/2007, με τους πιστωτές της, ενώ, παράλληλα, κατέθεσε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) την από 24-3-2008 (υπ΄αριθμ.καταθ………/2008) αίτηση λήψης προληπτικών μέτρων, σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 10 του ως άνω νόμου,ζητώντας ταυτόχρονα τη χορήγηση προσωρινής διαταγής μέχρι τη συζήτηση της παραπάνω αίτησης. Το αίτημα αυτό (περί χορήγησης προσωρινής διαταγής), συζητήθηκε στις 26-3-2008 και έγινε δεκτό από το ως άνω Δικαστήριο, που απαγόρευσε, έως τις 9-4-2008, οποιαδήποτε μεταβολή, από τις συμβεβλημένες με την αιτούσα (……………)τράπεζες, των υφισταμένων από αυτές ορίων χρηματοδότησης κεφαλαίου κίνησης από αλληλόχρεο λογαριασμό ή δανειακή σύμβαση, καθώς και την καταγγελία, λύση ή άρνηση ανανέωσης των υπαρχόντων δανειακών συμβάσεων, υπό την προϋπόθεση της μη ύπαρξης ληξιπρόθεσμων, κατά τους όρους των δανειακών συμβάσεων,τόκων. Η εταιρεία …………… κοινοποίησε στην καθ’ής την προσωρινή αυτή διαταγή στις 27-3-2008. Παρά την ως άνω, όμως, προσωρινή διαταγή, η καθ΄ής, με την από 28-3-2008 εξώδικη δήλωση-γνωστοποίησή της προς την παραπάνω εταιρεία και τους ανακόπτοντες, την οποία τους κοινοποίησε στις 31-3-2008, τους ανακοίνωνε ότι, στις 20-3-2008 είχε προχωρήσει στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης πίστωσης και στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού που αυτή εξυπηρετούνταν και μετέφερε το χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 750.941,17 ευρώ σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Η καταγγελία αυτήκρίθηκε τελεσίδικα άκυρη δυνάμει της υπ’αριθμ. 4565/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κοινοποιήθηκε στις 31-3-2008, δηλ. ενώ ήταν σε ισχύ η ανωτέρω αναφερθείσα από 26-3-2008 προσωρινή διαταγή του ίδιου Δικαστηρίου, που απαγόρευε, μεταξύ άλλων, την καταγγελία των υπαρχόντων δανειακών συμβάσεων. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην υπ’αριθμ. 670/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκανε δεκτές τις άνω αιτήσεις ανοίγματος της διαδικασίας συνδιαλλαγής της …………… και λήψης προληπτικών μέτρων (με αριθμ.κατάθ…. και ……../2008 αντίστοιχα), η οικονομική κατάσταση της εταιρείας ήταν καλή, ήταν συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις της καιείχε υψηλή πιστοληπτική ικανότητα. Διατάχθηκαν δε προληπτικά μέτρα, που απαγόρευαν στους προμηθευτές της …………… τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να προβούν σε διακοπή των υπηρεσιών τους αυτών. Με την ίδια ανωτέρω απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα από την καθ΄ής κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητούσε να απορριφθούν οι αιτήσεις της ……………και να ανακληθεί η ως άνω προσωρινή διαταγή, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, ο τηρούμενος, προς εξυπηρέτηση της επίδικης υπ’αριθμ. ……./2005 σύμβασης πίστωσης μεταξύ της …………… και της καθ’ής, αλληλόχρεος λογαριασμός, εξυπηρετούνταν κανονικά από την …………, μέχρι το αιφνίδιο κλείσιμό του από την τελευταία. Ακόμη, η ως άνω απόφαση κατέληγε στην κρίση ότι, η συνέχιση της λειτουργίας της …………… και η οικονομική ανάκαμψή της με τη σύμπραξη των δανειστών της, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνδιαλλαγής, είναι το μόνο μέσο που διασφαλίζει την προσήκουσα εξόφληση των απαιτήσεων τόσο των κυρίως παρεμβαινόντων (καθ’ής και Ο.Τ.Ε.) όσο και των τρίτων. Επίσης, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι, η οικονομική κατάσταση της …………… επλήγη μετά από το κλείσιμο, στις 20-3-2008,του, μέχρι τότε κανονικά εξυπηρετούμενου, αλληλλόχρεου λογαριασμού που τηρείτο για την εξυπηρέτηση της υπ’αριθμ. ………/2005 σύμβασης πίστωσης μεταξύ της αιτούσας και της κυρίως παρεμβαίνουσας …….. (καθ΄ής) και τη μεταφορά σε οριστική καθυστέρηση του προκύψαντος κατά το κλείσιμο υπολοίπου, μονομερώς από την τράπεζα, με επίδοση, συγχρόνως σχετικής καταγγελίας της ως άνω σύμβασης. Παραταύτα, ο Ο.Τ.Ε., επικαλούμενος φερόμενες απαιτήσεις του κατά της εταιρείας, διέκοψε,στις 12-9-2009, τις γραμμές της ……………, με αποτέλεσμα την αδυναμία της τελευταίας να παράσχει υπηρεσίες στους πελάτες της. Η διακοπή υπηρεσιών του Ο.Τ.Ε. διήρκεσε 67 ημέρες και είχε ως συνέπεια την οικονομική και λειτουργική κατάρρευση της εταιρείας …….., η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση, κατόπιν αίτησής της, με την υπ’αριθμ. 321/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η καθ’ής αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόταση είσπραξη μέρους των απαιτήσεών της κατά της ……………, ενώ αντίθετα, οι τράπεζες …………, που αποτελούσαν τις βασικές χρηματοδότριες της ………, δέχθηκαν τις σχετικές προτάσεις. Τελικά, η καθ’ής με την από 19-1-2015 εξώδικη δήλωση-όχληση-καταγγελία, που κοινοποίησε την ίδια ημέρα στην πιστούχο ……………και στους εγγυητές -ανακόπτοντες, προέβη εκ νέου (καθώς η προηγούμενη, όπως προαναφέρθηκε, ακυρώθηκε) στην καταγγελία της υπ’ αριθμ. ………./23-11-2005 σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και της από 29-9-2006 πρόσθετης πράξης της και στη συνέχεια, δυνάμει αυτής, στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (υπ’αριθμ. ………../2015).
Με βάση τα αναλυτικά προεκτεθέντα περιστατικά και λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών, όπως παραπάνω επίσης αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, συντρέχει, κατ΄άρθρο 862 ΑΚ, περίπτωση ελευθερώσεως των ανακοπτόντων – εγγυητών από την, εναντίον αυτών, ένδικη απαίτηση της καθ΄ής η ανακοπή τράπεζας, καθώς, από υπαίτιες (εκ δόλου)ενέργειες και παραλείψεις της τελευταίας, διά των προστηθέντων υπαλλήλων της (οι οποίες δεν εξέφευγαν των πλαισίων των καθηκόντων τους), έγινε αδύνατη η ικανοποίηση αυτής από την πρωτοφειλέτιδά της ως άνω εταιρεία, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους. Ειδικότερα, η καθ΄ής παραβίασε επανειλημμένως, την υποχρέωση πίστης που είχε προς την οφειλέτιδά της εταιρεία ……………, με την οποία τη συνέδεαν περισσότερες της μιας συμβάσεις, που δημιουργούσαν αυξημένη τέτοια υποχρέωσή της. Πέραν δηλαδή της επίμαχης σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήψε την ως άνω εταιρεία, η καθ΄ής υπήρξε και ανάδοχος της εταιρείας αυτής, κατά τη διαδικασία εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που τελικά, όπως εκτέθηκε, δεν ευοδώθηκε, ενώ (η καθ΄ής), είχε αναλάβει κατά τα εκτενώς αναφερθέντα ανωτέρω, και τον ρόλο συμβούλου για την πώληση των μετοχών της …………… στην ……………. Η ίδια είχε επίσης αναλάβει ως μεσεγγυούχος, δυνάμει της από 9-8-2007 σύμβασης μεσεγγύησης, να φυλάσσει τις μετοχές των ανακοπτόντων έως την ολοκλήρωση της συναλλαγής, δεσμευόμενη να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια κατάσχεσής τους. Στα πλαίσια των ως άνω σχέσεων, που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των διαδίκων, οι ανακόπτοντες είχαν εμπιστευθεί στην καθ΄ής, επιχειρηματικά μυστικά της ……………, καθώς επίσης της είχαν επιτρέψει την πρόσβαση στα οικονομικά δεδομένα και τα λογιστικά βιβλία της τελευταίας, για τη διενέργεια ενδελεχών ελέγχων, με αποτέλεσμα να γνωρίζει (η καθ΄ής) την οικονομική κατάσταση της εταιρείας αυτής, της προοπτικής της,αλλά και των κινδύνων που διέτρεχε, καλλιεργούμενης έτσι μιας ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των νυν αντιδίκων. Εντούτοις, η καθ΄ής διέψευσε την εμπιστοσύνη αυτή, καθώς, κατά παράβαση της υποχρέωσης πίστης της, συνήργησε με την ……………, προκειμένου να εξαγοράσει τις μετοχές της ……………, αντί πολύ μικρού ανταλλάγματος, με κίνδυνο η τελευταία να καταστεί αναξιόχρεη, όπως και τελικά συνέβη με την πτώχευσή της. Πέραν αυτού, (η καθ΄ής) δεν διασφάλισε τη δυνατότητα ομαλής αποπληρωμής του επίδικου χρέους της …………… έναντι της ίδιας, αλλά αντιθέτως, παραβιάζοντας συχνά δικαστικές αποφάσεις, ενήργησε προς βλάβη των συμφερόντων τόσο της πιστούχου όσο και των ανακοπτόντων και συνετέλεσε στην αδυναμία αποπληρωμής της ένδικης απαίτησής της, όπως ορθά κρίθηκε κι από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Συνοψίζοντας, οι, εκ των ως άνω αποδειχθέντων γεγονότων, ενέργειες και παραλείψεις της καθ΄ής, οι οποίες συνιστούν με πρόθεση παραβίαση εκ μέρους της, της υποχρέωσης πίστης στην ……………, ως δανείστριας αλλά και ως συμβούλου της τελευταίας, βάσει της οποίας θα έπρεπε να απέχει από κάθε ενέργεια που θα έβλαπτε την οικονομική της κατάσταση, ενώ συγχρόνως συνέτειναν καθοριστικά στην ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησής της κατ΄αυτής, είναι οι εξής: 1) Αντί να προσπαθήσει να μεταπείσει τον …………., αντίθετα συνεπικουρούσε αυτόν στην καταπλεονεκτική προαναφερθείσα συμφωνία του, κι ως εκ τούτου άκυρη -όπως κρίθηκε αμετάκλητα κατά τα προαναφερθέντα- με τον πρώτο ανακόπτοντα, την οποία εγγυήθηκε μάλιστα με την ως άνω εγγυητική επιστολή, που πλήρωσε σε αυτόν, παρότι της είχε κοινοποιηθεί από τον ανακόπτοντα, η άσκηση εναντίον του ………., αγωγής του για την ακύρωση αυτής. Εισέπραξε δε μέρος του ποσού της εγγυητικής επιστολής και δη 933.692 ευρώ, από τον ενεχυρασθέντα, προς το σκοπό αυτό, καταθετικό λογαριασμό των ανακοπτόντων. Η εν λόγω σύμβαση ενεχύρασης, έχει επίσης κριθεί τελεσίδικα άκυρη, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. 2) Στη λήψη της απόφασης περί καταψήφισης της τριπλής συγχώνευσης των προαναφερθεισών εταιρειών, η οποία έπληττε καίρια τα συμφέροντα της …………, συμμετείχε και ο εκπρόσωπος της καθ’ής, ……… προσδίδοντας τη σχετική απαρτία.3) Ενώ (η καθ΄ής), είχε ενεργή σύμβαση συμβούλου με την ……., είχε συνάψει ταυτόχρονα και ανάλογη σύμβαση με την ……………, προωθώντας τα συμφέροντα της τελευταίας,τα οποία συγκρούονταν με αυτά της ………. 4) Προέβη στην ως άνω από 20-3-2008 καταγγελία της επίμαχης σύμβασης πίστωσης και στο κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, ενώ αυτός εξυπηρετούνταν, κατά παράβαση της ισχύουσας από 26-3-2008 προσωρινής διαταγής, που απαγόρευε σχετικές κινήσεις. Η εν λόγω καταγγελία, όπως αναφέρθηκε, κρίθηκε άκυρη με την υπ΄αριθμ. 4565/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει καταστεί αμετάκλητη. 5) Αν και ματαιώθηκε η συμφωνία εξαγοράς με την ……………, δεν αποδέσμευσε τις μετοχές της …………, τις οποίες είχε στην κατοχή της, δυνάμει μεσεγγύησης (και ουσιαστικά παρακαταθήκης όπως κρίθηκε δικαστικά), στερώντας από αυτήν το βασικό περιουσιακό της στοιχείο και αποκλείοντας τη δυνατότητα χρηματοδότησής της από άλλες τράπεζες. 6) Στην προαναφερθείσα δίκη περί υπαγωγής στη διαδικασία συνδιαλλαγής της …………., άσκησε παρέμβαση με την οποία ζητούσε την απόρριψη της αίτησης της τελευταίας. 7) Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση (υπ΄αριθμ.321/2009 του Πολ. Πρωτ. Αθηνών), με την οποία κηρύχθηκε τελικά σε πτώχευση η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία ……………, η καθ’ής τράπεζα αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόταση είσπραξης μέρους των απαιτήσεών της κατά της ……………, ενώ αντίθετα, άλλες, δανείστριες της τελευταίας,τράπεζες, δέχθηκαν τις σχετικές προτάσεις.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα -καθ΄ής η ανακοπή, υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σχετικά με την κατ΄ουσία κρίση της υπόθεσης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικού υλικού. Ειδικότερα δε με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού (που περιέχει δέκα υποπεριπτώσεις), υποστηρίζει ότι, δεν υφίσταται πταίσμα της, που οδήγησε στην αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησής της από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία. Κι αυτό διότι, όπως αναφέρει στην υποπερίπτωση 1 του σκέλους αυτού, δεν εμπίπτει η συμπεριφορά της σε κάποια από τις μνημονευόμενες εκεί περιπτώσεις. Οι περιπτώσεις, όμως, αυτές, είναι ενδεικτικές και δεν αποκλείουν και άλλες ενέργειες, που συνιστούν πταίσμα της δανείστριας και εν προκειμένω της καθ’ής, όπως αυτές (ενέργειες) λεπτομερώς προεκτέθηκαν. Περαιτέρω, στις υποπεριπτώσεις 2 και 3, η καθ΄ής διατείνεται ότι, δεν έχει καμία ευθύνη όσον αφορά στην πτώχευση της πρωτοφειλέτιδάς της ……, η οποία ήταν από ετών προδιαγεγραμμένη για τις αιτίες που αναφέρει, ήτοιτη μεγάλη χρηματοδότηση που λάμβανε από τράπεζες και το μακροχρόνιο δανεισμότης, την αντιδικία της με τον Ο.Τ.Ε κ.α. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας δεν ελέγχεται ως βάσιμος, καθώς, τόσο οι έλεγχοι στους οποίους είχε υποβληθεί η ……….., για την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο Αθηνών όσο και στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, πριν την πρόταση αγοράς της από την ……………, δεν δεικνύουν κάτι τέτοιο. Η ίδια η καθ΄ής τράπεζα (……..), με την ενέργειά της να παράσχει χρηματοδότηση στην ……… ύψους με 28.000.000 ευρώ,δυνάμει της από 3-8-2007 σύµβασης πίστωσης, με μόνη εξασφάλισή της την ενεχύραση, σε ποσοστό 39%, των μετοχών της ……….., αναιρεί τον ισχυρισμό της, ότι η πτώχευση της τελευταίας ήταν προδιαγεγραμμένη. Στην υποπερίπτωση δε 10 του ίδιου σκέλους του ως άνω λόγου της έφεσης, η καθ΄ής επικαλείται προς ενίσχυση του ανωτέρω ισχυρισμού της περί έλλειψης πταίσματός της στην πτώχευση της …….., την υπ΄αριθμ. 938/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί των αντιρρήσεων της πτώχευσης της ως άνω εταιρείας.Όπως προκύπτει, ωστόσο, από τα αναφερόμενα από την ίδια την εκκαλούσα,αποσπάσματα της παραπάνω απόφασης, αυτή αφορά στην κρίση του ως άνω Δικαστηρίου, περί μη θεμελίωσης,εκ των επικαλούμενων από τους ασκούντες τις αντιρρήσεις, περιστατικών, της καταχρηστικότητας (κατ΄άρθρο 281Α.Κ.), του δικαιώματος της καθ΄ής να αξιώσει την απαίτησή της και δεν αφορά στην ένδικη υπόθεση και στη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 862 Α.Κ. Σε κάθε περίπτωση, μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, έχουν ακολουθήσει άλλες δικαστικές αποφάσεις (βλ. π.π), με τις οποίες εκφέρθηκε αμετάκλητα κρίση επί των κρίσιμων για την ένδικη υπόθεση ζητημάτων. Στην υποπερίπτωση 6, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότιμε την υπ΄αριθμ. 3389/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίθηκε μεν άκυρη, ως καταχρηστική,η από 27-11-2007 υπαναχώρηση της …………… από την από 9-8-2008 σύμβαση πώλησης, όπως τροποποιήθηκε με την από 17-10-2007 συμφωνία,αλλά δεν αποδίδονται ευθύνες στην ……. Αυτή η αιτίαση, όμως, δεν ευσταθεί, καθώς στην ανωτέρω δίκη, διάδικοι ήταν η …………… και οι εκεί αντίδικοί της – μέτοχοι της …….. (μεταξύ των οποίων κι ανακόπτοντες), οπότε το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη συμπεριφορά της …… και όχι της ………. Εξάλλου, η υπ΄αριθμ. 224/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, εξαφάνισε εν μέρει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση (3389/2014),την οποία εκτενώς επικαλείται η καθ΄ής- εκκαλούσα στην υποπερίπτωση 4 του ως άνω σκέλους του τρίτου λόγου της έφεσή της, αλλά και σε άλλα σημεία αυτής (αν και η ίδια είχε παρέμβει υπέρ των ανακοπτόντων, ζητώντας την απόρριψη της έφεσης της ……………), δεν αφορά στο νυν επίδικο ζήτημα, αλλά εστιάζει στο χαρακτήρα της από 9-8-2007 προαναφερθείσας, συναφθείσης, στην αγγλική γλώσσα, σύμβασης μεταξύ των ως άνω αντιδίκων. Ειδικότερα,η ανωτέρω εφετειακή απόφαση έκρινε ότι,η παραπάνω συμφωνία συνιστούσε προσύμφωνοκαι όχι κύρια σύμβαση, όπως αρχικά είχε γίνει δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, με τις ανάλογες συνέπειες που έχει η διαφορά αυτή. Δηλαδή κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, ενόψει ότι δεν επρόκειτο για οριστική σύμβαση, δεν υφίστατο η,αναφερόμενη σε σχετικό όρο της εν λόγω συμφωνίας, υποχρέωση της ……………, για ελευθέρωση των αντιδίκων της από τις προσωπικές τους εγγυήσεις από τις τράπεζες, δεχόμενη ότι, η υποχρέωση αυτή αναλήφθηκε μόνο για την περίπτωση ολοκλήρωσης της συναλλαγής δηλ. της οριστικής ενοχικής και εμπράγματης δικαιοπραξίας. Οι παραδοχές αυτές, δεν έχουν σχέση με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 862 Α.Κ., που αφορούν στην ένδικη περίπτωση,ήτοι της ελευθερώσεως των εγγυητών – ανακοπτόντων, ενόψει της αδυναμίας ικανοποίησης της δανείστριας – καθ΄ής (……..) από δικό της πταίσμα. Στην υποπερίπτωση 5 του πρώτου σκέλους του ως άνω λόγου της έφεσης, η καθ΄ής -εκκαλούσα αρνείται την ύπαρξη οποιαδήποτε συμπαιγνίας με την εταιρεία… ….., τονίζοντας ότι είχε ρόλο διαμεσολαβητή, και μόνο, μεταξύ της τελευταίας και της εταιρείας………., γεγονός που γνώριζαν οι ανακόπτοντες. Ωστόσο, βάσει των όσων αναλυτικά αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η καθ΄ής δεν λειτουργούσε μόνο ως διαμεσολαβητής, αλλά και ως σύμβουλος της ……………, φροντίζοντας συμφέροντα της τελευταίας και όχι της …………, ως όφειλε, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης παροχής υπηρεσιών συμβούλου σε αυτήν. Δεν αποδείχθηκε δε ότι, οι μέτοχοι της ……….. κι ειδικότερα οι νυν ανακόπτοντες, γνώριζαν την αμφιμερή διαμεσολάβηση της καθ΄ής μεταξύ της ως άνω εταιρείας και της ……………, καθώς αυτοί το έμαθαν πολύ αργότερα και συγκεκριμένα με την υπ΄αριθμ.πρωτ. ……../29-1-2015 επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που τους ενημέρωνε για την από 26-6-2007 σύμβαση μεταξύ της ……….. (καθ΄ής) και της ……………, σύμφωνα με την οποία, η πρώτη θα παρείχε στη δεύτερη, υπηρεσίες διαμεσολαβητή αλλά και χρηματοοικονομικού συμβούλου. Ακόμη, στην υποπερίπτωση 7 του ίδιου σκέλους, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της παροχής συμβουλών προς τους μετόχους της ……… και της παροχής χρηματοδότησης της ……….. Όμως, το γεγονός αυτό, που αποκομμένο μπορεί να μην δημιουργεί σύγκρουση, σε συνδυασμό με τα περιστατικά τα οποία αναφέρθηκαν ανωτέρω,συνιστούν τέτοια συμπεριφορά. Στην ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, κατά την έννοια της παρ. 1 α εδάφιο (γγ) του Κεφαλαίου Β του Παραρτήματος 6 της ΠΔΠΕ 2577/2006, κατέληξε και το από 4-11-2008 πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδος, με τις αιτιάσεις που αναφέρθηκαν ειδικότερα παραπάνω. Περαιτέρω, στην υποπερίπτωση 8, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι οι πραγματικοί λόγοι της ματαίωσης της συμφωνίας εξαγοράς, οι οποίοι οδήγησαν στην υπαναχώρηση (της ……………) από το από 9-8-2007 προσύμφωνο, ήταν τα αποτελέσματα των ελέγχων που ανέδειξαν την πραγματική οικονομική κατάσταση της …….., κρίσιμα στοιχεία για την οποία, απέκρυψαν οι ανακόπτοντες στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την πώλησή της. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν διαφάνηκε από τα αναλυτικά ιστορούμενα παραπάνω πραγματικά περιστατικά. Άλλωστε, δεν παραδόθηκαν στους ανακόπτοντες και στους λοιπούς μετόχους της ………, τα αποτελέσματα των επικαλούμενων από την καθ΄ής ελέγχων, παρότι επανειλημμένως τα ζήτησαν, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να λάβουν γνώση αυτών και νατα αντικρούσουν. Κατά τον έλεγχο,εξάλλου, που είχε διενεργηθεί για την εισαγωγή της ως άνω εταιρείας στο προαναφερθέν χρηματιστήριο του Λονδίνου (διαδικασία που διακόπηκε ακριβώς λόγω της πρότασης εξαγοράς της από την ……………) από αξιόπιστους και ανεξάρτητους φορείς, που κατονομάστηκαν ανωτέρω, δεν διαπιστώθηκε πρόβλημα στα οικονομικά αυτής. Στη δε υποπερίπτωση 9 του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσής της, η καθ΄ής επικαλείται προς επίρρωση των ισχυρισμών της, τα όσα αναφέρονται στην, προσκομιζόμενη από την ίδια, υπ΄αριθμ. ……../2012 ένορκη βεβαίωση του ………….., που λήφθηκε στα πλαίσια έτερης, μεταξύ των διαδίκων, δίκης. Τα ιστορούμενα, ωστόσο, στην ένορκη αυτή βεβαίωση, δεν συνάδουν με όσαγεγονότα, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, προέκυψαν από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν γίνει δεκτά και μεαμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Τέλος, η εκκαλούσα ισχυρίζεται με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης, ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι υφίσταται πταισματική συμπεριφορά της, απουσιάζει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της αδυναμίας ικανοποίησης της, καθώς, όπως υποστηρίζει, η ικανοποίηση της ……… από την πρωτοφειλέτιδα ………., δεν ήταν δυνατή σε κανένα χρονικό σημείο. Όμως, με βάση τα προαναφερθέντα περιστατικά και τις ενέργειες της καθ΄ής, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το παρόν Δικαστήριο (ήτοι την παράνομη αρχική καταγγελία της σύμβασης πίστωσης με αποτέλεσμα τη δημιουργία της ένδικης σημαντικής απαίτησης, την κατάσχεση των εις χείρας της (καθ΄ής) μετοχών της ……., αποψιλώνοντάς την από το κύριο περιουσιακό της στοιχείο, τη συμβολή της με τις ως άνω πράξεις της, αν και ήταν σύμβουλος της πρωτοφειλέτιδας ……., στη ματαίωση της πώλησής της κ.α.), καταδεικνύεται η αιτιώδης συνάφεια της υπαίτιας συμπεριφοράς της τράπεζας ………… – δανείστριας, με την επέλευση της οικονομικής καταστροφής της ………., που είχε ως συνέπεια και τη ματαίωση της ικανοποίησης της ένδικης απαίτησης, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη, απορριπτομένου και του ως άνω τελευταίου λόγου της έφεσης ως αβάσιμου.Το Δικαστήριο, ωστόσο, δεν θεωρεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο άρθρο 205 Κ.Πολ.Δ. προϋποθέσεις, ώστε να επιβληθεί στην εκκαλούσα, η προβλεπόμενη, από τη διάταξη του άρθρου αυτού, χρηματική ποινή, την επιβολή της οποίας ζητούν οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, καθώς δεν προέκυψεότι (η εκκαλούσα) άσκησε προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ούτε ότι διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικά ή αντίθετα στα χρηστά ήθη. Άλλωστε, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, πρόκειται για μια σύνθετη υπόθεση με πολλές παραμέτρους.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγουςαυτής, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζειη εκκαλούσα, με την ένδικη έφεσή της. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση ν΄απορριφθεί κατ΄ουσία, ενώ τα δικαστικά έξοδα για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας,θα συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων,καθώς,κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚ.Πολ.Δ., του, αναφερόμενου στο διατακτικό, παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από την εκκαλούσα, παράβολο (e-παράβολο με κωδικό αριθμό ……………../2019), ποσού 100 ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 12 Μαΐου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ