Τι αποκαλύπτει έρευνα της Deloitte για τον χρόνο απόκτησης στέγης σε 21 χώρες
Το εισόδημα 12,3 ετών, χωρίς να κάνει οποιοδήποτε άλλο έξοδο, θα πρέπει να διαθέσει ένα μισθωτός προκειμένου να αγοράσει ένα καινούργιο δυάρι 70 τετραγωνικών μέτρων στην Αθήνα, παρ’ όλο που τα σπίτια στην ελληνική πρωτεύουσα εξακολουθούν να είναι φθηνότερα συγκριτικά με ό,τι ισχύει στην πλειονότητα των κρατών της ΕΕ.
Πανελλαδικά ωστόσο θα χρειαστούν τα μισά χρόνια, καθώς αρκούν οι οικονομίες 6,6 χρόνων δουλειάς για να αποκτηθεί ένα διαμέρισμα 70 τ.μ.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτει η τελευταία μελέτη «Property Index 2023» της Deloitte, όπου αναλύεται η εξέλιξη της αγοράς οικιστικών ακινήτων σε 27 ευρωπαϊκές χώρες και 76 πόλεις το 2022.
Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, ο δείκτης για το πόσα χρόνια χρειάζεται να δουλεύει κάποιος/α με τους τρέχοντες μισθούς για να αποκτήσει σπίτι θεωρείται ο πιο αντιπροσωπευτικός όσον αφορά την προσιτή στέγαση, ενώ υπολογίζεται ως ο αριθμός των μέσων ακαθάριστων ετήσιων μισθών που απαιτούνται για την αγορά μιας τυπικής νέας κατοικίας με μέσο μέγεθος 70 τετραγωνικών μέτρων σε κάθε χώρα.
Στη μελέτη αναφέρεται ότι η μέση τιμή αγοράς για ένα νεόδμητο σπίτι στη χώρα μας ήταν 1.478 ευρώ ανά τ.μ. το 2022, ενώ στην Αθήνα η αντίστοιχη τιμή ήταν 2.972 ευρώ ανά τ.μ., στη Θεσσαλονίκη 1.959 ευρώ ανά τ.μ. και στην Πάτρα 1.056 ευρώ ανά τ.μ.
Με βάση τα ευρήματα της Deloitte, η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών χωρών με τη φθηνότερη στέγαση, μαζί με τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη (μέση τιμή 1.237 ευρώ/τ.μ.) και τη Ρουμανία (μέση τιμή 1.417 ευρώ/τ.μ.).
Το παράδοξο της Αθήνας
Παρότι η Αθήνα είναι φθηνή σε σχέση με το Τελ Αβίβ, που ξεπέρασε το Παρίσι (14.622 ευρώ/τ.μ.) ως η ακριβότερη πόλη το 2022 με 14.740 ευρώ ανά τ.μ., το Μόναχο (11.400 ευρώ/τ.μ.), την Φρανκφούρτη (8.000 ευρώ/τ.μ.), την Ιερουσαλήμ (7.982 ευρώ/τ.μ.), Άμστερνταμ (7.775 ευρώ/τ.μ.) και Όσλο (7.548 ευρώ/τ.μ.), οι χαμηλοί μισθοί αυξάνουν τον χρόνο αποταμίευσης για την αγορά ακόμη και ενός δυαριού.
Εξετάζοντας όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, η λιγότερο προσιτή πόλη προκειμένου να αποκτήσει κάποιος/α μια νέα τυπική κατοικία είναι το Άμστερνταμ, που διατήρησε την περσινή της «πρωτιά».
Σε σύγκριση με πέρυσι, όταν οι αγοραστές έπρεπε να εξοικονομήσουν 1,9 μέσους ακαθάριστους ετήσιους μισθούς περισσότερο, οι κάτοικοι του Άμστερνταμ χρειάζονται να αποταμιεύσουν το ισοδύναμο περίπου 15,8 μέσων ακαθάριστων ετήσιων μισθούς για να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι.
Στην κατάταξη, το Άμστερνταμ ακολουθείται από την Μπρατισλάβα, και την Πράγα.
Οι πολίτες της Μπρατισλάβα πρέπει να αποταμιεύσουν 14,5 ακαθάριστους ετήσιους μισθούς κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με 13,7 ακαθάριστους ετήσιους μισθούς πέρυσι.
Επιπλέον, όσοι ζουν στην Πράγα πρέπει να αποταμιεύσουν 14,2 ακαθάριστους ετήσιους μισθούς (σε σύγκριση με 15,3 στην προηγούμενη μελέτη).
Εάν οι πολίτες από το Βελιγράδι, το Ταλίν, το Δουβλίνο, τη Βουδαπέστη, το Βίλνιους, και την Κοπεγχάγη σκοπεύουν να αγοράσουν ένα νέο διαμέρισμα, είναι απαραίτητο να αποταμιεύσουν το ισοδύναμο μεταξύ 10 και 13 μέσων ακαθάριστων ετήσιων μισθών.
Οι πόλεις Βαρσοβία, Ρίγα, Ζάγκρεμπ, Λονδίνο (inner) και Λιουμπλιάνα έχουν πιο προσιτή στέγαση, με τον μέσο ακαθάριστο μισθό που απαιτείται για την αγορά μιας νέας τυπικής κατοικίας να είναι μεταξύ 8 και 10 φορές τον μέσο ακαθάριστο μισθό.
Ανάμεσα στις πιο προσιτές πόλεις με βάση το ύψος του μισθού για την αγορά νέας κατοικίας είναι το Όσλο και η Ρώμη, όπου οι κάτοικοι πρέπει να αποταμιεύσουν μεταξύ 7 και 8 ισοδύναμα του μέσου ακαθάριστου ετήσιου μισθού.
Πόσα χρόνια θα πρέπει να δουλεύει κάποιος για ένα δυάρι σε 21 χώρες
Όσον αφορά τη γενικότερη κατάταξη, η Σλοβακία είναι η λιγότερο οικονομικά προσιτή χώρα μεταξύ των 21 ευρωπαϊκών χωρών που εξετάστηκαν σε όρους ιδιοκατοίκησης. Κατά μέσο όρο, οι Σλοβάκοι χρειάζονται μισθούς 14,1 για να αγοράσουν ένα νέο σπίτι. Σε σύγκριση με πέρυσι, η οικονομική προσιτότητα της ιδιοκατοίκησης έχει μειωθεί κατά το ισοδύναμο των 1,4 ετήσιων μικτών μισθών.
Η Τσεχική Δημοκρατία, η οποία πέρυσι κατέλαβε την πρώτη θέση, είναι εφέτος η δεύτερη λιγότερο οικονομικά προσιτή χώρα για ιδιοκατοίκηση. Για να αγοράσει κάποιος Τσέχος ένα νέο δυάρι 70 τ.μ., θα πρέπει να διαθέσει περίπου 13,3 ακαθάριστους ετήσιους μισθούς, στα ίδια επίπεδα με πέρσι.
Ακολουθεί η Σερβία, όπου απαιτούνται 11,8 μέσοι ακαθάριστοι μισθοί για την αγορά μιας μέσης νέας κατοικίας. Η Σερβία παραμένει η τρίτη λιγότερο οικονομικά προσιτή χώρα, όπως και στην προηγούμενη μελέτη.
Οι κάτοικοι της Εσθονίας, του Ισραήλ, της Ουγγαρίας, της Λιθουανίας, της Κροατίας, της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, της Ιρλανδίας και της Πολωνίας πρέπει να βάλουν στην άκρη το ισοδύναμο των 8 με 11 ακαθάριστων ετήσιων μισθών για να αγοράσουν μια νέα κατοικία.
Στην κατηγορία που ανήκει και η Ελλάδα, ήτοι στις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρουμανία και την Ιταλία, το απαιτούμενο ποσό για την αγορά μιας νέας κατοικίας είναι το ισοδύναμο 6 έως 8 ακαθάριστων ετήσιων μισθών.
Στη Σλοβενία και τη Δανία, οι αγοραστές θα πρέπει να αποταμιεύσουν μισθούς μεταξύ 5 και 6 χρόνων για να αποκτήσουν μια νέα κατοικία 70 τ.μ.
Τέλος, τη μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα για την αγορά νέας κατοικίας σε σύντομο χρόνο έχουν οι Νορβηγοί και οι Βέλγοι, καθώς χρειάζονται λιγότερους από πέντε ακαθάριστους ετήσιους μισθούς για να αγοράσουν το δικό τους σπίτι.
Όσοι ζουν στη Νορβηγία πρέπει να αποταμιεύσουν περίπου 4,7 ακαθάριστους ετήσιους μισθούς, ενώ όσοι εργάζονται στο Βέλγιο και θέλουν να αγοράσουν ένα νέο σπίτι θα πρέπει να αποταμιεύσουν 4,3 ακαθάριστους ετήσιους μισθούς.
Σημαντική ανάπτυξη για την ελληνική αγορά ακινήτων
Σύμφωνα με την Deloitte, το 2022 ήταν μια χρονιά σημαντικής ανάπτυξης για την ελληνική αγορά ακινήτων, παρά την αναταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και τις δυσμενείς επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού, την ενέργεια και τα οικοδομικά υλικά γενικότερα.
Οι σταθερά θετικές προσδοκίες για την αγορά και το αμείωτο επενδυτικό ενδιαφέρον, ιδίως από το εξωτερικό, διατήρησαν τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης των τιμών των οικιστικών ακινήτων, κυρίως σε προνομιακές τοποθεσίες.
Η δυναμική της αγοράς οικιστικών ακινήτων κατά τη διάρκεια του 2022 ενισχύθηκε σημαντικά, λόγω της ισχυρής εξωτερικής επενδυτικής ζήτησης και του τουρισμού, που επηρέασαν θετικά τη στέγαση μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων, όπως αντανακλάται στην εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό για την αγορά ακινήτων.
Η δυναμική της αγοράς επιβεβαιώνεται από τις επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 36,1% το 2022 (έναντι 27,3% το 2021), αν και παρέμειναν σε χαμηλό επίπεδο σε όρους ΑΕΠ (1,7%).
Ταυτόχρονα, καταγράφεται επιβράδυνση της οικοδομικής δραστηριότητας, λόγω της απότομης αύξησης του κόστους ενέργειας και κατασκευής.
Τέλος, η ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών, που δεν καλύπτεται επαρκώς από τις υπάρχουσα προσφορά στην αγορά, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να συμβάλλει στην περαιτέρω ενίσχυση των τιμών.